Ένα καϊπιρίνια για τον Λούλα

0
471
brazil

(Επαναστατική κουζίνα)

Έμαθα να φτιάχνω καϊπιρίνια το 2004, σε ένα υπαίθριο μπαρ της Νάξου. Μου το έδειξε ο Ονταΐρ, ένας βραζιλιάνος που δούλευε στο νησί επίσης ως μπάρμαν –αλλά και ως ποδοσφαιριστής.

Αυτό που θα θυμάμαι πάντα από τον Ονταΐρ ήταν εκείνη τη μέρα που προσπάθησε να με μάθει να χορεύω σάμπα.
«Είναι πολύ απλό», μου είχε πει, «απλά άκου το ρυθμό».
Και ξεκίνησε να κουνάει τα πόδια του και το σώμα του με τέτοιο τρόπο που κατάλαβα ότι αν το επιχειρούσα, έστω και για ένα λεπτό, πρώτον θα γινόμουνα ρεζίλι των «σκυλιόνε» (όπως λένε και οι Ναξιώτες) και δεύτερον θα πάθαινα έμφραγμα.

Οι Έλληνες δεν μπορούν να χορέψουν σάμπα, δεν το έχουν στο αίμα τους, πως να το κάνουμε; Είναι σαν να βλέπεις Σουηδέζες τουρίστριες να προσπαθούν να χορέψουν τσιφτετέλι. Τους λείπουν μερικά εκατοστά από τη λεκάνη και κάτι άλλο, κάτι απροσδιόριστο που έχει να κάνει με την Εγγύς Ανατολή.

                                                           ~~{}~~

Ο Ονταΐρ έφυγε από τη Βραζιλία το 2002, όταν εκλέχτηκε πρόεδρος για πρώτη φορά ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ο γνωστός σε όλο τον κόσμο ως Λούλα.

Τότε δεν ήξερα τίποτα για αυτόν τον άνθρωπο. Μερικά χρόνια μετά άκουσα διάφορα γι’ αυτόν. «Ο πολιτικός με την μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη», έγραφαν κάποιες εφημερίδες. «Ο αριστερός που έκανε τη Βραζιλία υπερδύναμη», κάποιες άλλες. «Ο Λούλα ήταν ο πρώτος απλός άνθρωπος ο οποίος πήρε την εξουσία σε μία άνιση κοινωνία», λεγόταν στις ΗΠΑ.

Και για να είμαι ειλικρινής είχα πιστέψει ότι ο Λούλα ήταν το πρότυπο του ηγέτη που τα βάζει με τις μεγάλες δυνάμεις προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του έθνους του –αυτού του αχανούς κράτους που είναι η Βραζιλία.

Χρειάστηκε να ψάξω λίγο παραπάνω για να πλησιάσω περισσότερο την αλήθεια.

                                                          ~~{}~~

Αλλά, πριν μιλήσουμε για το ποιος είναι ο Λούλα και πως κατάφερε να γίνει πρόεδρος της Βραζιλίας, θα αναφέρω ένα «μυστικό» του καϊπιρίνια που έμαθα από τον Ονταΐρ.

Σε όλη την Ελλάδα φτιάχνουν αυτό το κοκτέιλ με μαύρη ακατέργαστη ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο. Στη Βραζιλία όμως μόνο οι φτωχοί το πίνουν έτσι. Σε κάθε καλό μπαρ –και σπίτι- χρησιμοποιούν άσπρη ζάχαρη για το ποτό τους. Γιατί η λευκή κρυσταλλική ζάχαρη στη Βραζιλία είναι πιο ακριβή από τη μαύρη -και δεν αλλοιώνει τη γεύση του λάιμ και της κασσάσας.

                                                               ~~{}~~

Η ζωή του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα θυμίζει ταινία με τον Νίκο Ξανθόπουλο, κάποια από εκείνες τις περίφημες ταινίες για όλη την οικογένεια με το «παιδί του λαού» να δουλεύει λούστρος ενώ σπουδάζει στην ιατρική. Αλλά ούτε ο Φώσκολος δε θα τολμούσε να γράψει ένα τόσο «τραβηγμένο» σενάριο όσο η ζωή του τέως προέδρου της Βραζιλίας.

Ο Λούλα ήταν το έβδομο παιδί μιας φτωχής οικογένειας. Και για να νιώσουμε λίγο περήφανοι ως Έλληνες –γιατί τα συνηθίζουμε κάτι τέτοια- ο πατέρας του λεγόταν Αριστείδης (Aristides) και η μητέρα του Ευριδίκη (Euridice). Παραδόξως δεν τον βαφτίσανε Αγαμέμνονα.

Έμαθε να διαβάζει όταν ήταν δέκα χρονών, αλλά εγκατέλειψε το σχολείο από την τέταρτη τάξη (τζάμπα που ζορίστηκε για να μάθει ανάγνωση).
Για να βοηθήσει την οικογένεια του ξεκίνησε να εργάζεται ως λούστρος (δεν αστειεύομαι) και μετά ως βοηθός σε βαφείο. Αργότερα ειδικεύτηκε ως μεταλλουργός και κάπου εκεί έχασε το μικρό δάκτυλο του αριστερού του χεριού –σε εργατικό ατύχημα.

Αυτόν τον έκανε να πάρει πιο ενεργά μέρος στην Ένωση Εργαζομένων, το μεγαλύτερο συνδικαλιστικό όργανο της Βραζιλίας. Πρωτοστάτησε σε πολλές απεργίες και φυλακίστηκε ουκ ολίγες φορές.

Η πρώτη του γυναίκα, όταν ήταν έγκυος στον πρώτο του γιο, πέθανε από ηπατίτιδα, όπως και ο γιος του.
Ο Λούλα δεν ήταν άνθρωπος που το έβαζε κάτω έτσι εύκολα. Ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε τρεις γιους. Και ίδρυσε το Εργατικό Κόμμα, ένα αριστερό κόμμα με προοδευτικές ιδέες.

Τρεις φορές διεκδίκησε την προεδρία της χώρας του και ηττήθηκε. Την τέταρτη, το 2002, κατάφερε να γίνει ο πρώτος πρόεδρος χώρας χωρίς πανεπιστημιακή –ούτε καν τη στοιχειώδη- μόρφωση.

Οι ΗΠΑ φοβήθηκαν ότι θα είχαν να κάνουν με έναν καινούριο Αλιέντε, αλλά ένα χρόνο μετά ο Μπους είπε για το Λούλα: «Μ’ αρέσει αυτός ο τύπος». Και αυτό σίγουρα δεν είναι παράσημο για κάποιον «αριστερό» ηγέτη.

                                                              ~~{}~~

Ας πούμε τώρα τα υλικά και τα εργαλεία για την καϊπιρίνια. Θα χρειαστούμε:

Ποτήρι “old fashioned” -το ποτήρι του ουίσκι, ή οποιοδήποτε χαμηλό και φαρδύ ποτήρι με παχύ πάτο.

Ένα ξύλινο –το τονίζω, ξύλινο- γουδοχέρι. Αλλιώς θα πιείτε κοκτέιλ με ρινίσματα γυαλιού –αν δεν περάσετε την ώρα σας μαζεύοντας τα απομεινάρια μιας μέρας από το πάτωμα.

Δυο κουταλιές του γλυκού άσπρη ή μαύρη ζάχαρη. (Η προσθήκη της ζάχαρης δεν είναι τυχαία ή μόνο για τη γεύση. Το αλκοόλ με τη ζάχαρη σε μεθάει πιο γρήγορα και αυτό είναι κάτι πολύ χρήσιμο όταν είσαι φτωχός.)

Ένα λάιμ -ελληνιστί μοσχολέμονο. (Μη χρησιμοποιήσετε πράσινα –άγουρα- λεμόνια. Η διαφορά ανάμεσα στο λάιμ και στο λεμόνι είναι σαν τη διαφορά ανάμεσα στον Φιντέλ Κάστρο και τον Ερνέστο Γκεβάρα.)

Cachaça (προφέρεται «Κασσάσα» και είναι οινοπνευματώδες ποτό απόσταξης από ζαχαροκάλαμο, με δείχτη περιεκτικότητας σε αλκοόλ 40% με 42%). Αν δε σας βρίσκεται ή είστε υπέρμαχος της fusion κουζίνας, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ρακί, Κρητικό τσίπουρο. Η ποσότητα που θα χρησιμοποιήσετε εξαρτάται από το μέγεθος του ποτηριού.

Τριμμένος πάγος. Αν δεν έχετε μηχανή για να τρίβετε πάγο (τι παράξενο) μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το μπλέντερ. Αν δεν έχετε ούτε μπλέντερ –γιατί τα παιδιά σας μεγάλωσαν και δεν τρώνε πια φρουτόκρεμα- μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κόλπο του Μαγκάιβερ-μπαρτέντερ. Βάζετε το πάγο σε μια πετσέτα της κουζίνας και τον κοπανάτε στον πάγκο μέχρι που να μετανιώσετε που δεν ανοίξατε ένα μπουκάλι κρασί.

Κοντό αναδευτήρα –ή κομμένο καλαμάκι. Η καϊπιρίνια δεν πίνεται με καλαμάκι, εκτός κι αν είστε Άγγλος τουρίστας, που ως γνωστόν πίνουν με καλαμάκι μέχρι και το κόκκινο κρασί.

Και τώρα η πινελιά που μπορεί να μεταμορφώσει το κοκτέιλ σας –αν και δε θα είναι πια καϊπιρίνια:

Λίγες σταγόνες triple sec. Triple sec ονομάζουμε όλα τα λικέρ που έχουν ως βάση το άρωμα κάποιου εσπεριδοειδούς:Grand Marnier, Cointreau ή τα δικά μας: Κίτρο, κουμ κουάτ. Εξαιρετικό είναι το αποτέλεσμα και με limoncello.

                                                                  ~~{}~~

Αλλά, δυστυχώς, με ειδοποιούν από το κοντρόλ ότι τέλειωσε η ώρα μας. Αν θέλετε να μάθετε πως φτιάχνουμε ένα καλό καϊπιρίνια και αν ο Λούλα είναι μεγάλος ηγέτης θα πρέπει να παρακολουθήσετε την αυριανή μας εκπομπή, στο ίδιο κανάλι, την ίδια ώρα.

Μέχρι τότε, καληνύχτα σας.

(Το δεύτερο μέρος εδώ)