Οι άνθρωποι που έβλεπαν τα τρένα να περνάνε

0
227

Κύκλος Πρώτος:
Υπήρχε κάποιος έμπορος στη Βαγδάτη, που έστειλε τον υπηρέτη του στην αγορά για να ψωνίσει τρόφιμα.
Σε λίγο ο υπηρέτης γύρισε τρέμοντας και –κάτασπρος από το φόβο του- είπε:
«Κύριε, τώρα μόλις βρισκόμουν στην αγορά και κάποια γυναίκα με σκούντησε κι όταν γύρισα να την κοιτάξω είδα πως ήταν ο Θάνατος που με είχε σκουντήξει. Με κοίταξε και μου έκανε μια απειλητική χειρονομία. Τώρα, λοιπόν, δάνεισε μου το άλογο σου και θα φύγω μακριά, στη Σαμάρα, όπου ο Θάνατος δε θα με βρει.»
Ο έμπορος του δάνεισε το άλογο του, ο υπηρέτης το καβάλησε και έφυγε με ξέφρενο καλπασμό.
Τότε ο έμπορος κατέβηκε στην αγορά και είδε το Θάνατο να στέκεται ανάμεσα στο πλήθος. Τον πλησίασε και του είπε:
«Γιατί έκανες μια απειλητική κίνηση στον υπηρέτη μου, όταν τον είδες το πρωί;»
«Δεν ήταν απειλητική κίνηση», είπε ο Θάνατος, «ήταν μόνο μια κίνηση έκπληξης… Παραξενεύτηκα που τον είδα στη Βαγδάτη, γιατί σήμερα είχα ένα ραντεβού μαζί του στη Σαμάρα.»
(Αν θέλετε να κάνετε αυτό το μύθο πιο επίκαιρο αρκεί να αντικαταστήσετε το «υπηρέτης» με το «Έλληνας», το «Κύριος» με το «ΕΕ», το «Θάνατος» με το «χρεοκοπία», το «Βαγδάτη» με το «αντιμνημόνιο» και το «Σαμάρα» με το «μνημόνιο» (και ας μην κάνουμε καμιά αναφορά στη ομοιότητα ανάμεσα στον Σαμαρά και τη Σαμάρα).
Κύκλος Δεύτερος:
Στην πρώτη μου νεότητα συνήθιζα να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα με τον «καρβουνιάρη». Αν δε βιαζόσουνα να φτάσεις αυτά τα ταξίδια ήταν μια ολόκληρη ζωή από μόνα τους.
Μπορούσες να καπνίζεις, να ανοίγεις το παράθυρο για να μπαίνει καθαρός αέρας, να πίνεις τον καφέ σου, να πίνεις δεύτερο καφέ, ίσως μετά και καμιά μπύρα, να σκέφτεσαι, να παρατηρείς το τοπίο. Και επειδή η διάρκεια του ταξιδιού ήταν μεγάλη δενόσουν με τους υπόλοιπους επιβάτες τόσο, ώστε στο τέλους του ταξιδιού οι ψαλμοί ήταν συλλογικοί.
Σε αυτά τα ταξίδια παρατηρούσα πως συμπεριφερόντουσαν και οι άνθρωποι απέξω, οι μη-ταξιδιώτες, αυτοί που κοιτούσαν το τρένο να περνάει.
Σε κάποιο από τα ημερολόγια τρένου είχα σημειώσει το εξής:
Οι άνθρωποι, όταν είναι παιδιά, βλέπουν τα τρένα να περνάνε και χαμογελούν. Χαιρετάνε τους ταξιδιώτες σαν να τους εύχονται καλό ταξίδι.
Οι άνθρωποι, όταν είναι έφηβοι και νέοι, βλέπουν τα τρένα να περνάνε και βλαστημάνε. Βρίζουν τους επιβάτες και δείχνουν το μεσαίο τους δάκτυλο, ίσως επειδή θα ήθελαν κι εκείνοι να βρίσκονται μέσα στο τρένο που θα τους πάρει μακριά.
Οι άνθρωποι, όταν μεγαλώσουν, δε βλέπουν καν τα τρένα. Βλέπουν μόνο τις μπάρες που τους εμποδίζουν να προχωρήσουν ή μάλλον βλέπουν το πέρασμα των τρένων σαν μια καθυστέρηση στη τόσο φορτική ζωή τους.
Οι άνθρωποι, όταν γεράσουν, μπορούν ξανά να δουν τα τρένα. Τα κοιτάνε όπως τα παιδιά, με προσήλωση, αλλά δε χαμογελούν. Τα μάτια τους βουρκώνουν γιατί σκέφτονται όλα τα ταξίδια που δεν μπόρεσαν να κάνουν –και χρόνο ή κουράγιο δεν έχουν πια για να ταξιδέψουν…
Κύκλος Τρίτος:
Αυτοί οι δύο προηγούμενοι κύκλοι σκέψης τέμνονται δημιουργώντας ένα κοινό υποσύνολο. 
Θα μπορούσα να σας δώσω το δικό μου «υποσύνολο», αλλά επηρεασμένος από το βιβλίο του Καίσλερ: «Η πηγή της δημιουργίας» (όπου αναφέρεται ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να αφήνει τον αναγνώστη να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα) θα σας αφήσω να ανακαλύψετε το δικό σας υποσύνολο.
(Δε γνωρίζω την αρχική πηγή της ιστορίας με το Θάνατο και τον υπηρέτη. Νομίζω ότι είναι ένας αραβικός μύθος. Η συγκεκριμένη απόδοση είναι του Σομερσετ Μομ και αναφέρεται στο εξαιρετικό βιβλίο του Τζον Ο’ Χάρα: «Ραντεβού στη Σαμάρα», εκδόσεις Αστάρτη.)