Τα αντιδεοντολογικά πειράματα του Ζιμπάρντο – Κατασκευάζοντας μια είδηση

0
984

Όσα γνωρίζουμε και όσα μαθαίνουμε προέρχονται από πηγές των οποίων την αξιοπιστία σπάνια αμφισβητούμε. Και συνήθως επιλέγουμε από τις ειδήσεις αυτά που συμφωνούν με τις πεποιθήσεις μας.

Αν κάτι επιβεβαιώνει τις ιδέες που έχουμε ήδη διαμορφώσει το θυμόμαστε και το αναπαράγουμε.

Αυτό το παράξενο –αν και τόσο συνηθισμένο- φαινόμενο προσπάθησε να μελετήσει ένας ψυχολόγος που δε φημιζόταν για τον κομφορμισμό του.

Το 1964 ο Φίλιπ Ζιμπάρντο ήταν καθηγητής συμπεριφορικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Είναι πιο γνωστός για το πείραμα φυλάκισης. Αλλά πριν από αυτό είχε κάνει δύο άλλα, πιθανότατα όχι τόσο εντυπωσιακά.

Προσπαθούσε να διδάξει τους μαθητές του να σκέφτονται και επεξεργάζονται κάθε πληροφορία χωρίς προκατάληψη.

Για να τους δείξει ότι δεν έπρεπε να δέχονται άκριτα ούτε καν τις δικές του παραδόσεις τους έκανε –χωρίς να το ξέρουν- πειραματόζωα.

Στους δέκα μεταπτυχιακούς φοιτητές του ανακοίνωσε ότι την επόμενη μέρα θα επισκεπτόταν το πανεπιστήμιο τους, για μια ημερήσια διάλεξη, ένα από τα πιο ανορθόδοξα πνεύματα της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, ο δόκτωρ Χάνς Βέρνερ Γκέσμαν.

Ο συγκεκριμένος ψυχολόγος είχε καταφέρει να συνενώσει τη φαινομενολογία του Χούρσελ με τη φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν, σε μια αναδυόμενη επιστήμη που ο ίδιος ονόμαζε φαινομενολογική γλωσσολογία.

Ο Ζιμπάρντο είπε «εμπιστευτικά» στους φοιτητές του ότι ο δρ Γκέσμαν ήταν μια εκκεντρική μεγαλοφυΐα, πράγμα καθόλου παράξενο, αφού ήταν ο μοναδικός φίλος του εξίσου εκκεντρικού και μεγαλοφυή Βιτγκενστάιν.

(Ο Βιτγκενστάιν, αν δεν το γνωρίζετε, δεν ήταν απλώς εκκεντρικός. Είχε κλειστεί σε ψυχιατρικό άσυλο για λίγο καιρό. Και αυτό σίγουρα το γνωρίζανε οι φοιτητές του Ζιμπάρντο.)

Ο καθηγητής ανακοίνωσε ακόμα στους φοιτητές του, ότι ένας από αυτούς θα αναλάμβανε να διδάξει τη σκέψη του δόκτορα Γκέσμαν στους πρωτοετείς φοιτητές.

Την επομένη οι μεταπτυχιακοί φοιτητές περίμεναν με ανυπομονησία το δρ Γκέσμαν, του οποίου κανένα βιβλίο δεν είχαν βρει στη βιβλιοθήκη (εκείνη την εποχή δεν υπήρχε διαδίκτυο).

Ο Δόκτωρ καθόλου δεν τους απογοήτευσε. Το ατημέλητο ντύσιμο του και τα φλογοβόλα μάτια του, τους θύμισαν εξαρχής τις φωτογραφίες του Βιτγκενστάιν. Όταν ξεκίνησε να μιλάει γοητεύτηκαν περισσότερο. Ο Γκέσμαν δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ ό,τι είχαν ακούσει έως τότε.

Όπως δήλωσαν οι ίδιοι ένιωσαν σαν να τους μιλούσε ο Νίτσε ή κάποιος ποιητής ή ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν.

Παρακολούθησαν την τρίωρη διάλεξη με προσήλωση, κρατώντας σημειώσεις και μην τολμώντας να διακόψουν τον εμπνευσμένο καθηγητή –παρά τις εκατοντάδες απορίες που είχαν. Στο τέλος χειροκρότησαν όρθιοι, βέβαιοι ότι μόλις είχαν ζήσει μία από τις σημαντικότερες φοιτητικές εμπειρίες της ζωής τους.

Ο καθηγητής Ζιμπάρντο τους ζήτησε να του παραδώσουν μια εργασία, ώστε να διαλέξει ποιος φοιτητής θα δίδασκε τους πρωτοετείς.

Την επόμενη φορά που συναντηθήκανε τους φανέρωσε την αλήθεια: Ο «δρ Γκέσμαν» δεν ήταν μαθητής του Βιτγκενστάιν. Δεν ήταν καν ψυχολόγος. Δεν ήταν καν σώφρον!

Το πραγματικό του όνομα ήταν Μίλλερ. Ήταν γερμανοεβραίος και είχε φύγει από τη Γερμανία το 1936, σε ηλικία είκοσι χρονών, για να γλιτώσει από τους Ναζί.

Στην Αμερική είχε κάνει διάφορες δουλειές μέχρι που διαγνώστηκε με παρανοϊκή μανιοκατάθλιψη (έτσι έλεγαν τότε το διπολικό με σχιζοειδή συμπεριφορικότητα).

Ο δρ Ζιμπάρντο τον βρήκε σε μια ψυχιατρική κλινική και τον δίδαξε για λίγες εβδομάδες ψυχολογία και γλωσσολογία.

Οι φοιτητές δυσκολεύτηκαν πολύ να πιστέψουν όσα τους έλεγε ο καθηγητής τους. Στις εργασίες τους τα λόγια του παρανοϊκού είχαν οργανωθεί για να γίνουν κατανοητά από τους ίδιους –και να μπορέσουν να πείσουν τον καθηγητή τους ότι τα είχαν καταλάβει αρκετά για να πάρουν τη θέση του επίκουρου.

Και το πιο περίεργο: Μήνες μετά την αποκάλυψη οι φοιτητές του συνέχιζαν να χρησιμοποιούν –πιθανότατα ασυνείδητα- σκέψεις του «δρα Γκέσμαν» στις εργασίες τους!

Όμως ο Ζιμπάρντο δεν αρκέστηκε στα συμπεράσματα αυτού του πειράματος.

Ήθελε να δείξει ότι δεν είναι το κύρος της αυθεντίας που πείθει τους ανθρώπους, αλλά η πληροφορία από μόνη της σε συνδυασμό με τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις. Για να το πετύχει αυτό χρησιμοποίησε ως πειραματόζωα τους ισοβίτες των φυλακών της Βοστόνης (μάλλον είχε κάποιο “θεματάκι” με τους φυλακισμένους).

Ο διευθυντής των φυλακών ήταν παιδικός του φίλος και δεν έφερε καμιά αντίρρηση στο πείραμα που του πρότεινε ο Ζιμπάρντο.

Στις συγκεκριμένες φυλακές εκτίανε την ποινή τους, σε μόνιμη απομόνωση, κάποιοι εγκληματίες που συνέχιζαν να συμπεριφέρονται εγκληματικά ακόμα και μετά τον εγκλεισμό τους.

Γι’ αυτούς –λόγω της απομόνωσης- έφτιαξε ο Ζιμπάρντο μια παραποιημένη έκδοση της τοπικής εφημερίδας.

Όλες οι ειδήσεις παρουσιάζονταν ως είχαν εκτός από μια «προσθήκη» στη τρίτη σελίδα.

Αυτή η «προσθήκη» ήταν η αποκάλυψη ότι τον Κένεντι δεν τον είχε εκτελέσει ο Όσβαλντ, αλλά μια ομάδα αφροαμερικάνων τρομοκρατών με την ονομασία «Μαύρα Λιοντάρια». Η είδηση ήταν ένα μικρό δίστηλο χωρίς πολλές λεπτομέρειες –ούτε το όνομα του ρεπόρτερ.

Λίγες μέρες αφότου δόθηκε η εφημερίδα στους φυλακισμένους ο Ζιμπάρντο τους συνάντησε κατ’ ιδίαν και τους εξήγησε ότι η είδηση της εκτέλεσης από αφροαμερικάνους ήταν ψευδής.

Οι φυλακισμένοι δυσπίστησαν αρχικά στα λόγια του Ζιμπάρντο, αλλά οι περισσότεροι μετά από λίγο παραδέχτηκαν ότι δεν το είχαν πιστέψει.

Λίγο καιρό μετά ο διευθυντής έστειλε κάποιο φύλακα να κάνει μια φιλική κουβέντα με τους φυλακισμένους. Καθώς μιλούσαν ο φύλακας ανέφερε τον Κένεντι και τη δολοφονία του.

Και ενώ οι αφροαμερικάνοι φυλακισμένοι δεν έκαναν κανένα σχόλιο, οι λευκοί –όλοι τους- εκμυστηρεύονταν στο φύλακα ότι η δολοφονία του προέδρου είχε γίνει από νέγρους.

Και του έδιναν λεπτομέρειες και αποδείξεις γι’ αυτό – λεπτομέρειες που δεν είχαν διαβάσει στην παραποιημένη εφημερίδα του Ζιμπάρντο, αλλά τις είχαν επινοήσει!

Το συμπέρασμα του Ζιμπάρντο ήταν αυτό που αναφέρουμε στην αρχή του κειμένου: Οι άνθρωποι πιστεύουν ό,τι τους «πεις», αρκεί η πληροφορία να συμφωνεί με τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις. Και όχι μόνο το πιστεύουν, αλλά το αναπτύσσουν στο μυαλό τους, δημιουργώντας συνδέσεις και συνειρμούς εκεί που δεν υπάρχουν.

(Υλικό για αυτό το κείμενο ο Γελωτοποιός άντλησε από το “Κουττί της Ψυχής – Τα δέκα σημαντικότερα πειράματα της ψυχολογίας” της Lauren Slater, εκδόσεις Οξύ)