Μη σκέφτεστε χυδαία!
Η πίπα είναι κινεζικό έγχορδο (νυκτό) όργανο. Κάτι σαν το μαντολίνο.
Το συγκεκριμένο κονσέρτο (το οποίο ακούστηκε από το Τρίτο Πρόγραμμα) είχε τίτλο: «Οι ωραίες αδελφές των βοσκότοπων», και ήταν ενός Κινέζου συνθέτη με παράξενο όνομα, κάτι σαν Γουάνγκ Κι-Λι.
–
Ποτέ δεν καταφέρνω να θυμηθώ τα κινεζικά ονόματα. Ούτε να ξεχωρίσω έναν Κινέζο από έναν Βιετναμέζο (ή έναν Αγκολιανό από ένα Σουδανό ή έναν Πακιστανό από έναν Ινδό.) Μου φαίνονται όλοι ίδιοι!
Και μη θεωρήσετε την τελευταία πρόταση ως ρατσιστικό σχόλιο. Το ίδιο θα πει ένας Κινέζος για τους Καυκάσιους. Το ίδιο είχα ακούσει να λέει ένας Σουηδός για τους Έλληνες και τους Αλβανούς: Του φαινόντουσαν ίδιοι.
Όμως εμείς, χαμένοι μέσα στον εγωκεντρισμό μας και τον εθνοκεντρισμό μας, νομίζουμε ότι είμαστε τόσο διαφορετικοί από τους Βούλγαρους, τους Ρώσους, τους Τούρκους και τους…
Όχι.. Mε τους Ιταλούς το παραδεχόμαστε ότι μας μοιάζουν («μας», γιατί οι πρόγονοι μ-α-ς ίδρυσαν τις αποικίες), γι’ αυτό και λέμε: «Ούνα φάτσα ούνα ράτσα».
Επιλεκτικές συγγένειες. Με τους Ιταλούς χαιρόμαστε να μας συγκρίνουν και να είμαστε «ούνα ράτσα», με τους Αλβανούς μας χωρίζουν χάσματα αγεφύρωτα (για διαβάστε, όμως, την «Ιστορία Κωμικοτραγική της Νεότερης Ελλάδας», του Ραφαηλίδη, να δείτε τι λέει για τους Αρβανίτες οπλαρχηγούς του ‘21).
Σκεφτείτε ‘το και σε προσωπικό επίπεδο… Μετά από το καινούριο σας κούρεμα να έρθει ένας φίλος και να σας πει: «Σαν Ιταλός μοιάζεις».
Θα χαρείτε, θα παραξενευτείτε, θα κοιταχτείτε στον καθρέφτη για να καταλάβετε μήπως έχετε κάτι «μαφιόζικο». Δε θα σκεφτείτε ότι μπορεί να μοιάζετε με τον «Δαυίδ» του Μικελάντζελο, γιατί με τόσα κιλά παραπανίσια μάλλον Δον Κορλεόνε έχετε γίνει.
Αν όμως σας πει: «Σαν Αλβανός μοιάζεις», θα παρεξηγηθείτε.
Ίσως να κρατηθείτε και να μη πείτε στο φίλο σας να πάει να συνουσιαστεί. Αλλά σίγουρα θα πάτε να ρωτήσετε και το έτερον ήμισυ -τη γνώμη της για το κούρεμα σας. Και αν σας πει το ίδιο θα πάτε στην κομμώτρια αποφασισμένος να ξυρίσετε το κεφάλι: Καλύτερα να σας νομίζουν για Χρυσαυγίτη, παρά για Αλβανό.
–
Παρ’ όλα αυτά, τους Αλβανούς τους συνηθίσαμε. Καταλάβαμε ότι δε διαφέρουν και τόσο από εμάς:
Κι αυτοί δουλεύουν για να ταΐσουν την οικογένεια τους.
Κι αυτοί πλένουν το αυτοκίνητο τους κάθε Κυριακή.
Κι αυτοί ακούνε σκυλάδικα και βλέπουν τούρκικα σίριαλ στην τηλεόραση.
Κι αυτοί τσακώνονται για το ποιος θα κεράσει στην παρέα…
Ενσωματώθηκαν πλήρως στην νεοελληνική μιζέρια (θέλουν να γίνουν σαν Αμερικάνοι κι αυτοί…)
–
Δεν τους δεχτήκαμε ούτε –φυσικά- τους υποδεχτήκαμε με ανοιχτές αγκάλες, μόνο τους συνηθίσαμε.
Πόσα χρόνια περάσανε από τη «μαύρη» ‘κεινη μέρα που ο σημερινός πρωθυπουργός -αυτός που διατίθεται ενάντια στους μετανάστες για να αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη- άνοιξε τα σύνορα για να έρθουν οι Αλβανοί εργάτες και να χτίσουν τη Δανία του Νότου; Είκοσι χρόνια;
Οπότε σε είκοσι χρόνια θα έχουμε συνηθίσει και τους Πακιστανούς;
–
Ο ρατσισμός των Ελλήνων –που τόσο μας ξάφνιασε- είναι θέμα φτώχιας. Πρωτίστως πνευματικής. Αυτή καλλιεργήθηκε συστηματικά τα τελευταία χρόνια. Δε γνωρίζω αν υπάρχει κάποια θεωρία συνωμοσίας πίσω από την πνευματική ισοπέδωση, αλλά σίγουρα υπάρχει η καταναλωτική διαχειραγώγηση:
Ένας κούφιος άνθρωπος θα γεμίσει τα κενά του με γκάτζετ και μοτσαρέλα. Με χλιδάτα φο-μπιζού (made in China) και τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας (made in Germany).
Και όταν ψηφίζει δε θα σκέφτεται τίποτα άλλο από γκάτζετ, μοτσαρέλα, φο-μπιζού και τηλεοράσεις.
Όσο έχει, ο ρηχός άνθρωπος, χρήματα μπορεί να αποδεχτεί τους πάντες: Αλβανούς, Ρωσοπόντιους και Πακιστανούς.
Μόλις του τελειώνουν ψάχνει για εξιλαστήρια θύματα. Και τα εξιλαστήρια θύματα, ενός ανθρώπου που έχει μάθει να ζηλεύει τη χλιδή των άλλων, είναι πάντα οι κατώτεροι (οικονομικά).
Δε θα στρέψει την οργή τους προς εκείνους που τον οδήγησαν στη χρεοκοπία, οικονομική και πνευματική. Δεν μπορεί να το κάνει γιατί αυτοί είναι τα είδωλα του: Οι μεγαλοοφειλέτες, οι απατεώνες, οι αστραφτερές μετριότητες των ταμπλόιντ και οι «πόρνες» των media.
–
«Τι θα γίνεις, Κωστάκη, όταν μεγαλώσεις;» ρωτάει ο πατέρας.
«Ποιητής», λέει ο Κωστάκης.
Φάπα.
“Η ποίηση δεν είναι δουλειά, είναι χόμπι”, του λέει ο πατέρας.
“Η ποίηση είναι το άλλο μισό της υπερηφάνειας… Ελύτης”, λέει ο Κωστάκης.
“Ποιος στο είπε αυτό;” ρωτάει ο πατέρας αγριεμένος.
“Η κυρία, στο σχολείο”.
“Τέτοιες μαλακίες σας μαθαίνουν στο σχολείο; Για ρώτα τη δασκάλα σου, πόσες ώρες δουλεύει; Και πόσους μήνες κάθεται; Γιατί δεν έγινε ποιήτρια;”
Αλλάζει κανάλι στην τηλεόραση και μετά λέει περιφρονητικά:
«Ποιητής! Νομίζεις ότι θα σε ταΐζω μέχρι να πεθάνω;»
Ο Κωστάκης το ξανασκέφτεται. Τι του αρέσει να κάνει;
«Ξυλουργός», λέει τελικά.
Πάλι φάπα.
«Τι ξυλουργός;» του λέει ο πατέρας. «Και σε ποιον θα πουλάς; Αφού υπάρχει η ΙΚΕΑ.»
Ο πατέρας δείχνει με τα δύο χέρια: Το σαλόνι θυμίζει τη σελίδα 34 του καταλόγου του ΙΚΕΑ.
«Και ο Χριστός ξυλουργός ήταν», διαμαρτύρεται ο Κωστάκης.
Ο πατέρας φωνάζει στη σύζυγο: «Μαρίκα, σταμάτα να του διαβάζεις ιστορίες από τη Βίβλο. Ντιπ στουρνάρι τον έκανες το γιο σου.»
Ο Κωστάκης –ο οποίος είναι πιο έξυπνος από τους γονείς του- παρατηρεί ότι ο πατέρας του κοιτάζει με προσήλωση την τηλεόραση -ενδιάμεσα στις νουθεσίες.
«Θα γίνω σαν κι αυτόν», λέει και δείχνει έναν «μεγάλο» της μικρής οθόνης.
«Έτσι μπράβο, γιε μου», λέει ο πατέρας, «Το ήξερα ότι θα πας μπροστά μια μέρα.»
Ο Κωστάκης φεύγει για το δωμάτιο του. Θα ήθελε να του πει: «δε γαμιέσαι κι εσύ», αλλά είναι πολύ μικρός ακόμα.
–
Ο Κωστάκης θα μεγαλώσει σε μια ρημαγμένη χώρα –σε μια Έρημη Χώρα.
Θα μάθει ότι η απατεωνιά είναι το άλλο μισό της περηφάνειας.
Ότι οι ξένοι φταίνε που ο πατέρας του είναι άνεργος και η μητέρα του δουλεύει για 400 ευρώ.
Ότι η τέχνη είναι μια πλούσια «κυρία» που τραγουδάει χωρίς κυτταρίτιδα κι ότι το κοτόπουλο είναι ένα πράγμα μέσα σε πλαστικό που έχει γεύση… πλαστικού.
Ότι οι άντρες δεν πλένουν πιάτα και ότι οι πρωθυπουργοί νίπτουν τας χείρας τους στο τέλος της θητείας τους.
Θα μισήσει το σχολείο, θα μισήσει τους αλλοδαπούς, θα μισήσει τον εαυτό του.
Όλοι οι ξένοι θα του φαίνονται ίδιοι και δε θα ακούσει ποτέ ένα κονσέρτο ούτε το Άσμα Ασμάτων από τη Φαραντούρη.
–
Όμως υπάρχει η περίπτωση, όταν θα μπει στην εφηβεία και θα θελήσει να αντιταχτεί σε όσα του μάθανε, σε όσα του παραδώσανε, να πει στ’ αλήθεια στους γονείς του και σε όλο το κόσμο: «Δε γαμιέστε κι εσείς…»
Και να γίνει ποιητής.