«Σ’ αγαπώ» – «ΔΕΝ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ!»

0
500

  

(Το ακόλουθο κείμενο είναι το σχόλιο του «Ανώνυμου ;)» στην προηγούμενη ανάρτηση του Γελωτοποιού. Το αναδημοσιεύω αυτούσιο, παρά τα λίγα ορθογραφικά λάθη και τη μεταμοντέρνα σύνταξη.
Και επειδή ο Ανώνυμος με απείλησε με μήνυση για κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων του ανακοινώνω ότι θα του δώσω το 10% του συνόλου των κερδών από το μπλοκ του Γελωτοποιού… Όχι! Επειδή είμαι γενναιόδωρος θα του δώσω το 99% των κερδών… Είναι όλα δικά σου, Ανώνυμε 😉 )
«Είμαστε σε ένα φυλάκιο κάπου στα ελληνοτουρκικά και ένα βράδυ τρώει ένα στράβωμα ένα παλληκάρι και σκάει μία με το κράνος στην πόρτα του ΚΕΠΙΚ (κέντρο επικοινωνίας) με αποτέλεσμα να της κάνει μια τρυπάρα ανάλογη του μεγέθους του κράνους!
Το εύκολο θα ήταν να τον τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί (δόκιμος αξιωματικός βλέπετε) και να ξεμπερδεύω, προτίμησα να του κάνω παρέα μέχρι να συνέλθει και το επόμενο πρωί βγάλαμε την πόρτα βρήκαμε λίγο στόκο να τη στοκάραμε και ένα βαθύ πράσινο για να τη βάψουμε.
Το αρχικό χρώμα της πόρτας γκρι, όχι τυχαία και το έμαθα αργότερα κατά την επίσκεψη του λοχαγού όπου και με ρωτάει γιατί η πόρτα είναι πράσινη.
-Ε να, ήταν χάλια και είπα να τη σουλουπώσω λίγο κύριε λοχαγέ!
-Και την έβαψες πράσινη;
-Αυτό το χρώμα βρήκα κύριε λοχαγέ

-Δεν είναι το προβλεπόμενο
-Γιατί κύριε λοχαγέ, είναι και το χρώμα της κυβέρνησης (και τότε μιλάμε για το βαθύ πασοκ, όχι το ντεμέκ)
-Τι μαλακίες λες ρε, το χρώμα προβλέπετε από τον κανονισμό. Θα σου στείλω λίγο να τη βάψεις όπως προβλέπετε!
Εκείνη τη μέρα έφευγε (για το επόμενο φυλάκιο) και το παλληκάρι που είχε καταφέρει το καίριο χτύπημα στην πόρτα, είμαστε έξω με το λοχαγό και μιλάμε για την επερχόμενη ταξιαρχική επιθεώρηση όταν τον βλέπω να ξεπροβάλει από τη καρότσα του steyr και φωνάζοντας το επίθετο μου λέει σ΄ αγαπώ!
Σήκωσα το χέρι μου γροθιά και τον χαιρέτησα! Ντράπηκα να του φωνάξω και εγώ, μη μας περάσει και για κουνιστούς ο λοχαγός.
😉
Η πόρτα παρέμεινε πράσινη μέχρι τη στιγμή που μου ήρθε η μετάθεση για τα ελληνοβουλγαρικά, ίσως , γνωρίζοντας και την νοοτροπία του στρατού, να παραμένει ακόμα!»
Αρχικά είχα σκεφτεί να μη γράψω τίποτα, αλλά σαν κλασικοί άντρες που λένε φανταρίστικες ιστορίες, θα γράψω κάτι και από τη δική μου θητεία – όχι τόσο «ερωτικό» όσο του Ανώνυμου ;). Μια ιστορία για το πως μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο σου με λίγο κρασί… Θα την ονομάσω:
                        
  «Το θαύμα των Χριστουγέννων»
Ήμουν επιτροπάριος (ακούγεται πολύ σπουδαίο, αλλά ουσιαστικά κουβαλούσα τα τρόφιμα και έκοβα τις σαλάτες) στα μαγειρεία του Ναυσταύθμου Σούδας.  
Είχαμε έναν πολύ ήπιο αρχικελευστή (το αντίστοιχο του αρχιλοχία) ως υπεύθυνο, ο οποίος είχε βρεθεί κατά λάθος στο στρατό. Κάποια στιγμή πήρε δυσμενή μετάθεση και μας ήρθε ο καινούριος υπόλογος μαγειρείων, ο κύριος Σαγιάς.
Αυτός ήταν το ακριβώς αντίθετο του προηγούμενου. Στρατόκαβλος όσο δεν πάει, κάθε τόσο καυχιόταν ότι είχε βρεθεί με τα αντιτορπιλικά μας στον πόλεμο του Κόλπου και… μας «πέθανε» στη Χριστοπαναγία.
Από τη στιγμή που πατούσε το πόδι του στα μαγειρεία –μέχρι που να φύγει- έβριζε και βλαστημούσε.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι ο Σαγιάς δεν είχε κι άδικο. Ποτέ δεν άκουσα κάποιον ναύτη (ούτε τον υποφαινόμενο) να λέει:
«Ρε παιδιά, για τις σειρές μας μαγειρεύουμε. Ας κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, να φάνε κι αυτοί ένα φαΐ της προκοπής.»
Προχειρότητα, βρομιά (ευτυχώς είχαμε κάνει εκείνα τα μεταφυσικά σχεδόν εμβόλια) και αδιαφορία.
Όμως ο τρόπος του Σαγιά ήταν λάθος. Πιθανότατα χρειαζόταν ένα σεμινάριο διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, αλλά αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ελβετία.
Ειδικά το Γελωτοποιό τον είχε στην μπούκα, αφού μια μέρα τον έπιασε να διαβάζει (εν ώρα υπηρεσίας) το «Η ιστορία της Αναρχίας», του Μαξ Νορντάου.
«Γελωτοποιέ!» μου φώναξε. «Είσαι αναρχικός;»
«Πριν λίγο καιρό διάβαζα το Ο Αγών μου, του Χίτλερ», του είπα. (Ποτέ δεν το τελείωσα. Πολύ βαρετό.) «Αυτό με κάνει ναζί;»
«Αρχίδια! Άσε τα βιβλία και κάνε καμιά δουλειά», γκάριξε αυτός.
(Το ίδιο μου έλεγε και ο πατέρας μου.)
Περάσανε έτσι, με βλαστήμιες και φόβο, τρεις-τέσσερις μήνες. Και μετά ήρθαν τα Χριστούγεννα.
Το βράδυ των Χριστουγέννων, αφού είχαμε ταΐσει χίλια άτομα, καθόμασταν (τα «μαγείρια», και αυτό προφέρεται όπως τα «αρχ..δια») στο τραπέζι και πίναμε το ξινισμένο κρασί που μας είχε προμηθεύσει ο διαπλεκόμενος προμηθευτής του στρατού.
Οπότε μπαίνει ο Σαγιάς μέσα (τον είχαν χώσει οι συνάδελφοι του) και όλοι στεκόμαστε σούζα.
Προτού αρχίσει να βρίζει του λέω:
«Κύριε Σαγιά, θέλετε να πιείτε ένα ποτηράκι μαζί μας;»
Με κοιτάει για μια στιγμή με αδηφάγο βλέμμα… Και μετά κάθεται.
Με τη βοήθεια του κρασιού οι γλώσσες (ειδικά του Γελωτοποιού) λυθήκαν. Δε θυμάμαι πολλά (ήπιαμε αρκετά), αλλά κάποια στιγμή βρεθήκαμε να μιλάμε για τη σημαία.
«Και τι σημαίνει για σένα η σημαία, Γελωτοποιέ;» με ρώτησε ο Σαγιάς, αφού του είχα πει ότι οι Έλληνες δεν είχαν κανένα λόγο να πολεμάνε στον Κόλπο –ή στην Κορέα παλιότερα.
«Δε σημαίνει τίποτα. Είναι ένα βαμμένο πανί», του είχα πει (και σίγουρα θα μπορούσα να είχα κάνει πολλές μέρες φυλακή γι’ αυτή τη δήλωση).
«Όπως και μια εικόνα του Χριστού είναι ένα βαμμένο ξύλο.» (Ο Σαγιάς ήταν και ένθερμος Χριστιανός –παρά τις «χριστοπαναγίες».)
Με κοίταξε άγρια, αλλά συνέχισα:
«Η Ελλάδα δεν είναι ένα πανί, είναι ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται μια χώρα, μια ιστορία, μια γλώσσα… Νιώθω ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που θυσιάστηκαν κάποτε. Αυτός ο λαός δεν προσκυνάει κανέναν παρά μόνο τους νεκρούς του. (Που να ήξερα ότι θα προσκυνάγαμε τους κατακτητές μας; Τότε διάβαζα πολύ Ρίτσο.) Νιώθω περήφανος που γεννήθηκα Έλληνας και τυχερός που μιλάω τη γλώσσα του Ομήρου.»
Λίγη ώρα μετά, και αφού είχαμε πιει και φιλοσοφήσει αρκετά, μπήκα στο «θέμα».
«Κύριε Σαγιά», του είπα, «πρέπει να καταλάβετε ότι όλοι εμείς είμαστε φαντάροι. Δεν ήρθαμε εδώ με τη θέληση μας, δεν το επιλέξαμε… Εσείς το επιλέξατε, είναι η δουλειά σας… Εμείς θέλουμε να κάνουμε τη θητεία μας, να περάσει ο καιρός, και να επιστρέψουμε στις ζωές μας: Στην οικογένεια μας, στη γκόμενα μας, στη δουλειά μας… Στο σπίτι μας…»
Όση ώρα του μιλούσα οι υπόλοιποι ναύτες με σκουντούσαν να σταματήσω, φοβούμενοι τα χειρότερα. Αλλά εγώ είχα πιει πολύ και, παραδόξως, ο Σαγιάς με άκουγε.
Δε θυμάμαι πως τέλειωσε εκείνη η βραδιά, θυμάμαι όμως το επόμενο πρωινό:
Σκουντούφληδες και μισομεθυσμένοι ακόμα καθόμασταν στην τραπεζαρία και πίναμε καφέ, κοιτώντας ασκαρδαμυκτί το βουνό από άπλυτα ταψιά που έπρεπε να καθαρίσουμε, λες και έτσι θα γινόταν κάτι και θα καθαριζόντουσαν μόνα τους.
Πριν κάνουμε οτιδήποτε βλέπουμε το Σαγιά να μπαίνει στα μαγειρεία.
«Τη γαμήσαμε», είπε ένας μάγειρας ψιθυριστά.
Το πρώτο σοκ ήταν ότι ο Σαγιάς μας καλημέρισε και μας ευχήθηκε. Μετά γύρισε και μπήκε στη λάντζα. Είδε τα άπλυτα, αλλά δεν άρχισε να βλαστημάει. Μόνο στράφηκε, μας κοίταξε ήρεμα, και είπε:
«Μόλις τελειώσετε το καφέ σας πλύν’τε κι αυτά».
Άσχετο με το “θέμα” – Ο Έλβις λοχίας
Έπειτα έφυγε… Χωρίς βλαστήμιες, χωρίς ποινές, χωρίς καν να υψώσει τον τόνο της φωνής του. Εμείς μείναμε σύξυλοι. Μετά σηκωθήκαμε και δώσαμε τον καλύτερο μας εαυτό –στο τρίψιμο των λαμαρινών.
(Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι –ξανά- αυτό έκανε ο Γελωτοποιός και λίγοι ακόμα από τα «μαγείρια». Οι περισσότεροι είπαν: «Εντάξει, τον σπάσαμε κι αυτόν»… Και συνέχισαν να είναι το ίδιο αρχ.δια.)
Από εκείνη τη μέρα, μέχρι που απολύθηκα, ο Σαγιάς έγινε άλλος άνθρωπος. Αστειευόταν, αντί να μας κάνει καψώνια, αργούσε να έρθει στα μαγειρεία και εισηγήθηκε στο διοικητή να βγαίνουμε έξω «μία-μία».
Τον συνάντησα, τυχαία, στην Νάξο μετά από πολλά χρόνια. Θυμόταν το όνομα μου κι εγώ το δικό του -ακόμα το θυμάμαι όπως καταλάβατε. Δεν είχε εγκαταλείψει τη στρατιωτική του καριέρα για να γίνει εκτροφέας σαλιγκαριών. Αλλά, κάτι μου λέει, ότι δε βλαστημούσε πια τους ναύτες.
(Και μια αστεία ερώτηση: Μήπως να πάμε να βρούμε το Σαμαρά και να κάτσουμε να πιούμε ένα κρασάκι μαζί του; Δεν μπορεί, άνθρωπος είναι κι αυτός, ίσως να καταλάβει.)