Γκρίζα πόλη, γκρίζοι άνθρωποι και… κουραδάκια!

0
585

Και τώρα κάτι τελείως διαφορετικό: Μια προσωπική –και διόλου φανταστική- ιστορία για τις 50 αποχρώσεις του γκρίζου που έχει η ψυχή του Έλληνα.

Κάτω από το σπίτι μου υπάρχει ένας πεζόδρομος.

Οι άνθρωποι της καθαριότητας του δήμου τον περιφρονούν συστηματικά –τον σκουπίζουν μια φορά στο εξάμηνο.

Οι γείτονες που βγάζουν τα σκυλιά τους βόλτα τον περιφρονούν εξίσου: Ποτέ δε μαζεύουν τα κουραδάκια –ενίοτε και κουράδες- των κατοικίδιων τους.

Οι μόνοι που σκουπίζουν αυτό το πεζόδρομο είναι ο Γελωτοποιός και το έτερον ήμισυ του.

Τα πεζούλια γύρω από τα παρτέρια παρουσιάζουν (παρουσιάζανε) αυτό το θέαμα:

Το πράσινο που βλέπετε είναι βρύα και μούχλα. Αν η φωτογραφία είχε καλύτερη ανάλυση θα μπορούσατε να δείτε και τη λάσπη, διανθισμένη με ζωύφια, που ήταν κολλημένη πάνω στο άβαφο μπετόν… Και το «πραγματάκι», που ξεκουράζεται εκεί μπροστά, είναι ό,τι απέμεινε από τις σκυλοκροκέτες κάποιου -μεσαίου μεγέθους- σκύλου.

Σήμερα ο Γελωτοποιός είχε μια φαεινή ιδέα: Να χρησιμοποιήσει το χρώμα που του είχε περισσέψει από παλιότερη εργασία για να καλλωπίσει λιγάκι τις πελούζες.

Ξεκίνησε, λοιπόν, να τρίβει και να ξύνει για να βγάλει τη μούχλα και το χώμα. Μετά σκούπισε όσο καλύτερα μπορούσε και ξεκίνησε το βάψιμο.

Πριν κάνει την πρώτη πινελιά ένας εβδομηντάχρονος συνταξιούχος στάθηκε από πάνω του.

«Βάφετε;» ρώτησε ο καλοσυνάτος γέρος.

«Είπαμε να ομορφύνουμε το χώρο που ζούμε», του απάντησε ο Γελωτοποιός.

«Μπράβο… Και τι χρώμα θα χρησιμοποιήσετε; Γιατί ασχολούμαι με τα χρώματα.» (Είναι συνταξιούχος λογιστής!)

«Αυτό το πράσινο έχουμε μόνο…»

Ο γέρος συνοφρυώθηκε.

«Θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσετε κάτι που να ταιριάζει με την… αισθητική του χώρου», είπε.

Γυρίσαμε και οι τρεις και κοιτάξαμε τριγύρω: Τα μισά κτίρια γκρίζα, στο χρώμα του μπετόν. Τα άλλα μισά υπόλευκα. (Κάποτε ήταν λευκά, αλλά το καυσαέριο και η σκόνη δε τους φέρθηκαν καλά.)

Και όλοι οι τοίχοι γραμμένοι. Όχι με κάποιο όμορφο και χρωματιστό γκράφιτι ή κάποιο εμπνευσμένο σύνθημα, μόνο μουτζούρες με μαύρο σπρέι, από κάποιους έφηβους που μισούν την πόλη τους, τη ζωή τους, τον εαυτό τους και τους γονείς τους –και όταν μεγαλώσουν θα γίνουν ίδιοι με εκείνους.

«Ποια αισθητική;» τον ρώτησα. «Βλέπετε καμιά αισθητική; Όλα είναι γκρίζα, λερωμένα και γκρίζα.»

«Ε, ίσως πρέπει… Να βάψετε και τα πεζούλια με κάτι ανάλογο… Γκρίζα.»

Αυτό είπε και έφυγε.

Ξεκίνησα να βάφω. Μετά από λίγο πέρασε ένας γνωστός, ένας σαραντάχρονος.

«Ωραίο χρώμα», είπε.

Προς στιγμήν χάρηκα. Κάποιος εκτιμούσε την προσπάθεια μας.

«Θα αρέσει πολύ στον Όσκαρ (ο θηριώδης σκύλος του) όταν θα τα χέζει.»

Γέλασε με το αστείο του και έφυγε.

Συγκρατήθηκα. Δε μ’ αρέσει να τσακώνομαι με τους ανθρώπους. Αν και μερικές φορές…

Συνέχισα να βάφω.

Ενώ κόντευα να τελειώσω, ιδροκοπημένος και με τη μέση πιασμένη αφού έπρεπε συνέχεια να σκύβω, με πλησίασε μια κυρία. Συνταξιούχος κι αυτή, μέλος του δημοτικού συμβουλίου.

«Γιατί τα βάφετε πράσινα;» με ρώτησε.

«Τι χρώμα θα θέλατε να τα βάψω;» τη ρώτησα ευγενικά.

«Όπως είναι… Γκρίζα.»

«Δεν ήταν βαμμένα… Αυτό ήταν το χρώμα του τσιμέντου και το πράσινο πάνω του ήταν βρύα και μούχλα.»

«Δεν είναι μούχλα», είπε εκείνη.

(Τι είναι; Σπιρουλίνα;)

Πριν προλάβω να απαντήσω ένας άλλος μου ήρθε από πίσω. Ένας γκριζομάλλης ευκατάστατος κύριος που ποτέ δεν είχε πιάσει σκούπα για να καθαρίσει τον πεζόδρομο από τις ακαθαρσίες και τη βρόμα.

«Ποιον ρωτήσατε για να βάψετε;» μπήκε αμέσως στην επίθεση. «Αυτά είναι δημόσια. Κόντεψε να μου βγάλει το μάτι αυτό το πράσινο.»

Έπρεπε να του πω ότι η βρόμα, οι σκατούλες και η μούχλα δεν του είχαν βγάλει το μάτι τόσα χρόνια, το φρεσκοβαμμένο και καθαρό πεζούλι θα του το έβγαζε. Αλλά, δυστυχώς, τα καταφέρνω καλύτερα στο γραπτό λόγο (πιστεύω), παρά στον προφορικό.

«Δεν είχα άλλο χρώμα», του απάντησα. «Αν θέλετε να κάνουμε μια συνέλευση στη γειτονιά, να αποφασίσουμε τι χρώμα θέλουμε, να βάλουμε όλοι λεφτά να το αγοράσουμε κι εγώ θα τα βάψω… Τζάμπα.»

«Έπρεπε να ρωτήσετε τη γνώμη μας πριν βάψετε», είπε ο γκριζομάλλης και τότε χτύπησε το κινητό του και έφυγε μιλώντας για δουλειές.

Με τα νεύρα μου σπασμένα και τα χέρια μου να τρέμουν τελείωσα τη «δουλειά» μου. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό:

Το αποτέλεσμα δεν είναι ιδεώδες (δεν είμαι επαγγελματίας μπογιατζής), αλλά σίγουρα είναι πολύ καλύτερα από πριν. Ένας καθαρός χώρος, όπου τα παιδιά μας θα μπορούν να παίζουν χωρίς να τα κυνηγάνε οι κατσαρίδες…

Γύρισα στο σπίτι τσαντισμένος. Σε αυτή τη χώρα, ένιωθα, δεν πρέπει να κάνεις τίποτα.

Οι συμπολίτες μας έχουν εθιστεί στο γκρίζο. Έχουν εθιστεί στη βρόμα. Τόσα χρόνια ανάμεσα σε γκρίζους τοίχους έγινε γκρίζα και η ψυχή τους.

Και, πιστέψτε με, δεν έχει να κάνει με την οικονομική κρίση. Οι γείτονες που στράβωσαν τα μούτρα τους είναι σε ΠΟΛΥ καλύτερη οικονομική κατάσταση από το Γελωτοποιό.

Αλλά δεν αντέχουν τις αλλαγές, δεν αντέχουν το χρώμα και την αισιοδοξία, δεν αντέχουν την ατομική πρωτοβουλία, δεν αντέχουν να βλέπουν έναν ασήμαντο Γελωτοποιό να λέει: «Ας κάνουμε κάτι όμορφο για τη γειτονιά μας, για την πόλη μας… Χωρίς να πληρωθούμε, χωρίς να πάρουμε άδεια.»

Είναι ψυχαναγκαστικά άτομα που προτιμούν τη μιζέρια της «γκρίζας αισθητικής» από μια σταγόνα πράσινου χρώματος.

Ευτυχώς το απόγευμα δύο γειτόνισσες πήγαν στο έτερον ήμισυ του Γελωτοποιού και τη συνεχάρηκαν:

«Φωτίστηκε ο τόπος», είπαν.

Δεν είναι όλοι γκρίζοι!