Κάντε σάτιρα, όχι πόλεμο

0
584

Ένας Αμερικάνος κωμικός είχε ορίσει τη διαφορά ανάμεσα στην πλάκα και το χιούμορ ως εξής:
«Πλάκα είναι να ρίχνεις μια τούρτα στα μούτρα του άλλου και να γελάς.
Χιούμορ είναι να σου ρίχνουν μια τούρτα και να γελάς.»
Το κωμικό όμως, μπορεί να είναι και κάτι παραπάνω από το πέταγμα τουρτών.
Ας το ορίσουμε με διαστάσεις.
Μονοδιάστατο είναι το κωμικό όπως το βλέπουμε στις ταινίες των αδελφών Μαρξ: Ένας ηλίθιος πατάει μια μπανανόφλουδα και πέφτει.
Μπορεί όμως να είναι και δυσδιάστατο, όπως στις κωμωδίες χαρακτήρων: Ένας ηλίθιος βλέπει μια μπανανόφλουδα και λέει: «Ωχ, πάλι θα πέσω.»
Στις τρεις του διαστάσεις η κωμωδία γίνεται κάτι παραπάνω, όπως στο Ιπτάμενο Τσίρκο των Μόντι Πάιθονς, όπου ένας εκπαιδευτής μαθαίνει στους νεοσύλλεκτους πως να αμύνονται αν τους επιτεθεί κάποιος με… φρέσκα φρούτα (και το χειρότερο απ’ όλα, με μπανάνα).

 

Τέλος, το κωμικό μπορεί να ξεφύγει από την «κωμική του διάσταση» και να γίνει μέρος μιας ανώτερης λειτουργίας, όπως στις ταινίες του Κιούμπρικ, όπου το κωμικό στοιχείο είναι υπολανθάνον, και δε σου προκαλεί το γέλιο, παρά μια εγκεφαλική θυμηδία.
Όταν το κωμικό δεν έχει ως μόνο στόχο την ψυχαγωγία, αλλά είναι δηκτικό, «δαγκώνει», τότε μιλάμε για σάτιρα.
Η σάτιρα είναι ένας τρόπος επιθετικής συμπεριφοράς, που κρύβει μέσα του μια δόση κακίας ή –τουλάχιστον- την έλλειψη επιείκειας.
Γι’ αυτό και μας φαίνεται κακοήθης όταν γίνεται εις βάρος των «αδύναμων».
Θυμηθείτε, για παράδειγμα, μια σειρά εκπομπών στο σκουπιδότοπο που λέγεται ελληνική τηλεόραση, όπου κάποιοι «γραφικοί τύποι» γελοιοποιούνταν από μια «έξυπνη ξανθιά» -που μετά παντρεύτηκε έναν εξίσου «έξυπνο» τραγουδοποιό.
Το να σατιρίζεις κάποιον άνθρωπο που έχει ένα πρόβλημα –σωματικό, διανοητικό- ή είναι θύμα της κοινωνικής πραγματικότητας (άστεγοι, άποροι, Παλαιστίνιοι) είναι ανοησία, γιατί η σάτιρα δεν είναι φάρσα, η σάτιρα είναι πόλεμος.
«Ρίζα της σάτιρας είναι κυρίως το μίσος του κακού, η εξέγερση που προκαλεί στον ανίσχυρο η φυσική ή η ηθική του καταδυνάστευση από πρόσωπα και καθεστώτα τυραννικά», γράφει ο Παπανούτσος.
Και ο Ροΐδης:
«Ο έρως του καλού καλείται ενθουσιασμός και γεννά τους Πινδάρους και τους Μίλτωνας. Το μίσος του κακού καλείται σάτιρα και γεννάει τους Λουκιανούς και τους Βολταίρους.»
Η σάτιρα ανθίζει στα σαθρά θεμέλια των κοινωνικών συστημάτων, στο μεταίχμιο ανάμεσα σε εκείνο που πεθαίνει και σε αυτό που θα γεννηθεί.
Ο Λουκιανός εμφανίζεται στο τέλος του Ρωμαϊκού πολιτισμού. Ο Θερβάντες στο τέλος του ιπποτισμού (το σηματοδοτεί ουσιαστικά). Ο Βολταίρος όταν η Αναγέννηση έχει αποσαρθρωθεί.
Και στην Αρχαία Ελλάδα η λογοτεχνία ακολουθεί τον εξής δρόμο: Έπος -ηρωικό (Όμηρος) και διδακτικό (Ησίοδος)- λυρικό, τραγικό και στο τέλος το κωμικό με τον επιφανέστερο της αττικής κωμωδίας, τον Αριστοφάνη.
Η κωμωδία εγκαθίσταται στο ετοιμόρροπο οικοδόμημα της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο ποιητής, προτού κλείσει η αυλαία μιας εποχής, κοροϊδεύει και γελάει. Με όλους και με τον εαυτό του…
Ο σατιρικός ποτέ δε θεωρείται τόσο «σπουδαίος», όσο ο τραγικός, ο λυρικός, ο ηρωικός, ο διδακτικός.
Τα ποιήματα του Σουρή αρέσουν σε πολλούς και του έχουν εξασφαλίσει μια θέση στο ποιητικό στερέωμα, όμως κανείς δε θα συγκρίνει το Σουρή με το Σολωμό ή τον Παλαμά.
(Αν και θα ήταν πιο ενδιαφέρον –και πιο ταιριαστό για την Ελλάδα- αν ο εθνικός μας ποιητής ήταν ο Σουρής και ο εθνικός μας ύμνος το «Εις τα θεμέλια του Φρενοκομείου».)
Ο σατιρικός στηλιτεύει, διαπομπεύει, γελοιοποιεί ένα ελάττωμα ή ένα χαρακτήρα. Ποιανού όμως;
Ο σατιρικός καταδιώκει την κιβδηλότητα, την ψευτιά και την παραποίηση –όχι την αδυναμία ή το καθαρό έγκλημα.
Στόχος του δεν είναι ο δολοφόνος, αλλά ο ραδιούργος, ο κόλακας, ο υποκριτής, ο δημαγωγός. Αυτοί που δολοφονούν χαμογελώντας και υποστηρίζουν ότι δεν είναι φονιάδες, αλλά σωτήρες.
Άλλες φορές οι σατιρικοί δεν στρέφονται ενάντια στο άτομο, αλλά ενάντια στο κατά συνθήκη ψεύδος της κοινωνίας ολόκληρης.
«Εγώ δεν ημπορώ», γράφει ο Λασκαράτος, «να ναναρίσω την κοινωνία μας με το ναρκωτικό νανούρισμα των λαοπλάνων. Εγώ εξεναντίας ξεσκεπάζω τα ελαττώματα της με θάρρος και με εξουσία, με όλη εκείνη την εξουσία που μου δίνει η αλήθεια.»
Και πόσο αποτελεσματική ως όπλο μπορεί να είναι η σάτιρα;
Κάποιες φορές πιο αποτελεσματική από την ευθεία επίθεση. Γιατί «εύκολα υποφέρει κανείς τις επιπλήξεις, αλλά κανένας δεν αντέχει τη γελοιοποίηση. Κάποιος μπορεί να θέλει να είναι κακός, αλλά δεν υπάρχει άνθρωπος που να θέλει να είναι γελοίος.»
Κι αυτό το γράφει ο Μολιέρος στον πρόλογο του «Ταρτούφου».
Σκεφτείτε το Χίτλερ που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη γελοία του απεικόνιση, στο «Μεγάλο Δικτάτορα» του Τσάπλιν.
Η γελοιοποίηση αυτών των «υπεράνθρωπων» που αποφασίζουν για τη μοίρα των «υπανθρώπων» που κυβερνούν τους προκαλεί μεγαλύτερο κακό απ’ την συνήθη επιχειρηματολογία εναντίον τους.
Η εικόνα –ακόμα και ψευδής- ενός πρωθυπουργού που σφίγγεται για να εκκενώσει τα έντερα του στην τουαλέτα, συνοδευόμενη από την κατάλληλη λεζάντα (όπως, για παράδειγμα, «δημιουργική λογιστική») θα του σπιλώσει περισσότερο τη δημόσια εικόνα από ένα δεκασέλιδο άρθρο σχετικά με τη μη βιωσιμότητα του χρέους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της Απριλιανής δικτατορίας τα ανέκδοτα που γελοιοποιούσαν τους «σωτήρες» και την «επανάσταση» τους διαδίδονταν από στόμα σε στόμα πιο γρήγορα απ’ ό,τι τα απαγορευμένα τραγούδια –παρά την έλλειψη διαδικτύου.
Και μπορεί τα ανέκδοτα, όπως η εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπως τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, να μην έριξαν τη δικτατορία, αλλά βοήθησαν στην ενδυνάμωση της λαϊκής μέθεξης.
Ας κλείσουμε με ένα ανέκδοτο από εκείνα τα σκοτεινά χρόνια. Δεν είναι τόσο αστείο όσο άλλα, όμως είναι ιδιαίτερα επίκαιρο.
Ένας βλάχος τριγυρνάει στην Ομόνοια και φωνάζει:
«Που είσαι, μωρή; Που είσαι, μωρή;»
Τον πλησιάζει ένας αστυφύλακας και τον επιπλήττει.
«Τι φωνάζεις έτσι, άνθρωπε μου; Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Στο χωριό σου;»
«Συχώρα με, κύριε χωροφύλακα», του λέει ο βλάχος, «αλλά έχασα τη γυναίκα μου και ψάχνω να τη βρω.»
«Και είναι αυτός λόγος να υβρίζεις δημοσίως; Μωρή και μωρή; Φώναξε ‘την με το όνομα της.»
«Με το όνομα της;» ρωτάει ο βλάχος και κοιτάει καλά-καλά τον αστυφύλακα.
«Με το όνομα της», τον παροτρύνει αυτός.
Οπότε ο βλάχος αρχίζει να φωνάζει:
«Που είσαι, Ελευθερία; Που είσαι, μωρή Ελευθερία;»

(Αυτό το κείμενο προήλθε από δοκίμιο του Παπανούτσου, στο τόμο με τίτλο: “Το δίκαιο της Πυγμής”.)