5) E=mc²
Όταν ήμουν στο λύκειο ο καθηγητής φυσικής μας είχε ρωτήσει αν ξέρουμε τι λέει η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Όχι, δεν πήγαινα σε σχολείο για χαρισματικά παιδιά, απλά ο καθηγητής ήταν λίγο εκκεντρικός.
Όπως ήταν φυσικό (!) κανένας μαθητής δεν ήξερε, αλλά κάποιος που πολλά χρόνια μετά θα αποκτούσε το ψευδώνυμο «Γελωτοποιός» σήκωσε το χέρι και είπε χαμογελώντας: «Όλα είναι σχετικά.»
Οι συμμαθητές γελάσανε, αλλά ο καθηγητής φώναξε: «Σωστά!»
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, και αφού διάβασα ορισμένα βιβλία εκλαϊκευμένης φυσικής, κατάλαβα ότι η απάντηση μου δεν ήταν απλώς σωστή, αλλά υπερκάλυπτε τους περισσότερους κλάδους της φυσικής, καθώς και της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας και –πιθανότατα- κάθε άλλου τομέα της γνώσης.
Καθετί στη φυσική ορίζεται σε σχέση με κάτι άλλο: Η ταχύτητα, το βάρος, ο χρόνος, η ενέργεια. Στην κβαντομηχανική μάλιστα η σχετικότητα θριαμβεύει: Ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο.
Αλλά και στην ψυχολογία όλα είναι σχετικά. Ο αυτισμός, για παράδειγμα, έχει βαθμίδες λειτουργικότητας, ανάλογα με το κατά πόσο το άτομο προσαρμόζεται στα ζητούμενα.
Όσο για τη φιλοσοφία η σχετικότητα ήταν γνωστή και στους αρχαίους: Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος –και πες μου εσύ αν μπορείς τι είναι καλό και τι κακό.
Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη ψευδαίσθηση, ότι κάθε άνθρωπος έχει έναν «αληθινό εαυτό». Εκεί στηρίζονται τα περισσότερα μπεστ-σέλλερ αυτοπραγμάτωσης, καθώς και οι μισές διαφημίσεις.
«Be yourself», σου λένε κι εσύ πασχίζεις να είσαι ο εαυτός σου, πράγμα αδύνατον, γιατί πολύ απλά ο «εαυτός» είναι μια χίμαιρα.
Νομίζετε ότι παραδοξολογώ; Ωραία, ας επιχειρήσουμε μια αναζήτηση του εαυτού μας…
Ποιος είναι ο αληθινός σας εαυτός; Εσείς ως δίχρονο παιδί που δεν έχει αντιληφθεί καν την έννοια του εγώ, εσείς ως δεκαεξάχρονος που ονειρεύεται επαναστάσεις και σεξ, εσείς ως σαραντάχρονος που παλεύετε για να ταΐσετε την οικογένεια σας ή εσείς ως ογδοντάχρονος με αλτσχάιμερ που δε θυμάστε καν το όνομα σας;
«Όλοι αυτοί», θα πείτε, «είναι ο εαυτός στην εξέλιξη του χρόνου».
Και θέλετε να ορίσουμε τον «εαυτό» (σε ΣΧΕΣΗ με το χρόνο) ανά δεκαετία, έτος ή ημέρα;
Ο δίχρονος εαυτός σας είναι ο ίδιος με τον ογδοντάχρονο εαυτό σας;
Μήπως αυτό σας φαίνεται σοφιστικό τέχνασμα; Ας δούμε τότε τον «εαυτό» σας στη διάρκεια μιας ημέρας: Ποιος είναι ο αληθινός; Αυτός που πηγαίνει στη δουλειά -και συμπεριφέρεται διαφορετικά προς το αφεντικό, τους συναδέλφους και τους πελάτες; Ή αυτός που γυρνάει στο σπίτι του και βρίσκεται με τη σύζυγο του –με την οποία είναι παντρεμένος είκοσι χρόνια; Ή μπορεί να είναι ο άλλος που ξεπορτίζει για να συναντήσει την καινούρια του ερωμένη. Αλλά στο δείπνο βρίσκεται με τα πεθερικά -και δεν μπορεί να ψιθυρίζει στην πεθερά του ερωτόλογα, έτσι δεν είναι; Και ποιος είναι άραγε εκείνος που το βράδυ συναντάει τους παλιούς του φίλους και τα πίνουν στο μπαρ; Μάλλον ο ίδιος «εαυτός» με εκείνον που κοιμάται και ονειρεύεται ότι πετάει, χωρίς να έχει συναίσθηση του κρεβατιού ούτε της γυναίκας του που ροχαλίζει δίπλα.
Αυτός ο «εαυτός» είστε εσείς σε σχέση με τον περίγυρο σας, σε σχέση με τον άνθρωπο που έχετε απέναντί σας, ναι, ένα αμάλγαμα από id, ego, super-ego, και άλλες παραμέτρους που μπορούν να οριστούν με βιολογικούς όρους.
Και αν έχετε πεισμώσει, και υποστηρίξετε ότι με όλους συμπεριφέρεστε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, τότε πρέπει να σας πληροφορήσω ότι μάλλον έχετε λιγάκι από Asperger, και αυτό δεν είναι κακό, αρκεί να το γνωρίζετε εσείς και να το γνωρίζουν και όλοι όσοι συναναστρέφεστε, προς αποφυγή παρεξηγήσεων.
Δεν έχετε πειστεί ακόμα ότι «δεν υπάρχετε»; Ωραία, τότε δείτε το εαυτό σας σε σχέση με… τον εαυτό σας. Ποιος είναι ο αληθινός, εκείνος που έχει πάθει κατάθλιψη και σκέφτεται να πηδήξει από το μπαλκόνι ή ο άλλος –λίγη ώρα αργότερα- που μόλις είχε μια πολύ καλή ιδέα και χοροπηδάει σαν κατσίκι; Εκείνος που ξύπνησε καλά ή εκείνος που «άσε με σήμερα, έχω τις μαύρες μου».
«Δεν είμαι μανιοκαταθλιπτικός», θα πείτε, αλλά θέλω να σας δω όταν σας έρχεται το εκκαθαριστικό της εφορίας και όταν έχετε έναν υπέροχο οργασμό.
Και αν νομίζετε ότι γνωρίζετε πολύ καλά τον «εαυτό» σας ίσως πρέπει να ρωτήσετε τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ αν κι εκείνοι πίστευαν το ίδιο –πριν φτάσουν ως τον τελευταίο μοχλό.
Σκεφτείτε όλους αυτούς τους εαυτούς που βρεθήκαν σε καταστάσεις πιο δύσκολες από τις καθημερινές: Τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να κανιβαλίσουν για να επιζήσουν, εκείνους που σκότωσαν κάποιον σε μια έκρηξη θυμού («δεν ήμουν ο εαυτός μου», συνηθίζουν να λένε), εκείνους που τρέπονται σε φυγή όταν η αστυνομία επιτίθεται, εκείνους που πολεμάνε –για να επιβιώσουν.
Σκεφτείτε τον «εαυτό» σας μεθυσμένο ή ερωτευμένο («πωπω, ντρέπομαι γι’ αυτά που έκανα χθες»), θυμηθείτε τον «εαυτό» σας όταν έκανε «το χειρότερο λάθος που έχω κάνει στη ζωή μου».
Συνεχίζετε να πιστεύετε ότι αξίζει να απομονωθείτε σε ένα δάσος για να «βρείτε τον εαυτό σας»; Με λύπη μου θα σας πληροφορήσω ότι στην απομόνωση και στο δάσος θα βρείτε ή την τρέλα ή έναν προσωρινό «εαυτό», ο οποίος θα καταρρεύσει μόλις επιστρέψετε στον πολιτισμό και στη διαδραστικότητα του.
Η πνευματική ομοιόσταση είναι προνόμιο των νεκρών.
Αν πάτε στο δάσος κάντε ‘το γιατί είναι όμορφα εκεί και γιατί θα γαληνέψετε για λίγο, αλλά μην ελπίζετε σε θαύματα.
Ο ανθρώπινος πολιτισμός, και δη ο δυτικός, είναι βασισμένος πάνω σε έννοιες-λέξεις, οι οποίες όχι μόνο δεν είναι απόλυτες, αλλά –ουσιαστικά- δεν έχουν κανένα νόημα, πέρα από αυτό που τους δίνουμε εμείς: Εαυτός, ευτυχία, ελευθερία, αγάπη, αλήθεια, χρόνος, ακόμα και… πραγματικότητα. Γιατί το πραγματικό είναι μόνο αυτό που εμείς πιστεύουμε ως τέτοιο –και τραβάτε να ρωτήσετε έναν σχιζοφρενή τι είναι πραγματικό.
6) Άπειρες δυνατότητες
Με το Μάριο και την Αναστασία περνούσα καλά και όταν περνάς καλά ο χρόνος περνάει γρήγορα, καθότι σχετικός. Κάποια στιγμή κοίταξα το ρολόι και είδα τα ακόλουθα σημεία: 18:05. Τα οποία, στη γλώσσα των ανθρώπων, σημαίνουν ότι ήταν έξι το απόγευμα –και πέντε λεπτά της ώρας.
Αυτό σήμαινε, για τους ανθρώπους που βρισκόντουσαν στο comicon-shop, στα Εξάρχεια, στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στη Γη, ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεκινούσε η… υπογραφή του βιβλίου (ταρατατά!) με τον τίτλο «Η Λεγεώνα των Ψυχών», που είχε γράψει πριν τρία χρόνια –μετά δακρύων και οινοπνευμάτων- ο… Γελωτοποιός (αν και τότε ο Γελωτοποιός δεν υπήρχε).
«Τι πρέπει να κάνω;» ρώτησα την Αναστασία κι εκείνη γέλασε.
Ουσιαστικά η ερώτηση μου ήταν: «Ποιος πρέπει να είμαι;»
Και κάποιος με το ταλέντο και την περιουσία του Κοέλιο θα απαντούσε: «Ο εαυτός σου».
Αλλά η Αναστασία είχε δώσει καλύτερη απάντηση.
Μέχρι να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω και ποιος έπρεπε να είμαι, μπήκε μέσα ένας κρανοφόρος και ρώτησε το Μάριο ποιος είναι ο Γελωτοποιός.
Ο Μάριος έδειξε προς τα μένα, εγώ κοίταξα πίσω να βρω αυτόν τον «Γελωτοποιό», και ο κρανοφόρος με πλησίασε. Μου έδωσε το χέρι του, χαμογέλασε και με καθόρισε.
Αν είχε μπει πρώτος κάποιος άλλος, κάποιος ξινός κουλτουριάρης για παράδειγμα, ή ο Πρετεντέρης ή ένας δεκαπεντάχρονος, θα είχα συμπεριφερθεί διαφορετικά;
Μάλλον θα αισθανόμουν δυσφορία, αφού ούτε ξινός είμαι (μάλλον προς το πικρόγλυκο πηγαίνω, σαν γλυκό νεράντζι), ούτε Πρετεντέρης (απεταξάμην) ούτε δεκαπεντάχρονος (δυστυχώς).
Τώρα, βεβαίως, ο προσεκτικός αναγνώστης με πιάνει επ’ αυτοφώρω να φάσκω και να αντιφάσκω, αφού λίγες γραμμές παραπάνω υποστήριζα ότι δεν υπάρχει εαυτός και τώρα δέχομαι ότι έχω κάποιες ιδιότητες (σε αντίθεση με τον άνθρωπο του Μούζιλ).
«Ποτέ μην εμπιστεύεστε έναν άνθρωπο που δεν φάσκει κι αντιφάσκει», έγραφε ο Έκο και θα συμφωνήσω μαζί του.
Δε θα ψευδομαρτυρήσω ούτε θα υπαινιχτώ ότι στίφη αναγνωστών και αναγνωστριών είχαν κατακλύσει τη Σόλωνος -προκαλώντας κυκλοφορικό πρόβλημα στην κυκλοφορία- ουρλιάζοντας και κραδαίνοντας το βιβλίο μου.
Ήμασταν λίγοι, αλλά καλοί και αλλοπρόσαλλοι. Καθένας που προσήλθε ήταν τελείως ξεχωριστός. Υπήρχε ο κρανοφόρος, ένας ασπρομάλλης ψυχίατρος, ένας εικαστικός με την κυρία του (δεν ξέρω αν είναι πραγματικά εικαστικός, αλλά αυτή την εντύπωση αποκόμισα), ο «Σκουλήκι Τομ» με τα νιάτα του, μια χορεύτρια, δύο πρεσβύτεροι, ο φίλος-ψυχολόγος, το κορίτσι με το σκουλαρίκι στη μύτη, ο βουλιμικός κομπιουτεράς, ο νέος τρόπος σκέψης, μια φοιτήτρια από τη Ρώμη (δια αντιπροσώπου), κάποιος βιαστικός που ήρθε να δει πως είναι ο Γελωτοποιός και συγνώμη αν ξεχνάω κάποιους, αλλά η μνήμη μου (όπως έχω ξαναπεί) λειτουργεί αναρχοαυτόνομα και όταν την καταπιέζω με αρχίζει στις μολότοφ.
Μιλήσαμε ελάχιστα για το βιβλίο –ή μπορεί και καθόλου. Η συζήτηση μας περιστράφηκε (σαν δορυφόρος παγιδευμένος στη βαρύτητα) γύρω από την κατάσταση της χώρας μας και το πως μπορούμε να αντιδράσουμε.
Ο ασπρομάλλης ψυχίατρος, που σίγουρα γνωρίζει αρκετά για την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, υποστήριξε ότι αφού οι Έλληνες έχουν εμμονή με τον καναπέ τους θα πρέπει να προμηθευτούν από μια σφυρίχτρα και να βγαίνουμε όλοι μαζί στο μπαλκόνι κάποια συμφωνημένη ώρα για να σφυρίξουμε. Η πρόταση του μου θύμισε την ταινία «Το δίκτυο» και την προτροπή του δημοσιογράφου να βγουν όλοι στο παράθυρο τους και να αρχίζουν να ουρλιάζουν.
Ο «Σκουλήκι Τομ» με τα νιάτα του, διαφώνησε, αφού είχε βρεθεί στο Σύνταγμα την 29η Ιουνίου και πίστευε ότι δεν πέφτουν έτσι οι τραπεζοκρατίες. Αυτός προτιμούσε την ανυπακοή (φορολογική, πολιτική) και την γενική απεργία διαρκείας.
Κάποιος (του οποίου το όνομα δε θα αναφέρω για να μην τον στοχοποιήσω) έριξε στο τραπέζι την ιδέα των «Σαράντα παλικαριών» μπροστά απ’ τη Βουλή. Σαράντα καλάσνικοφ, με 1600 σφαίρες. Η πρώτη ριπή στον αέρα και όποιος δε σκύψει μετά από αυτή μπορεί να αποχαιρετήσει το μάταιο τούτο κόσμο.
Για να βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου στη συζήτηση υποστήριξα ότι δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία το είδος της αντίδρασης, αλλά η μαζικότητα της. Μερικά εκατομμύρια άνθρωποι που σφυρίζουν θα κάνουν μεγαλύτερη ζημιά από δέκα που αρνούνται να πληρώσουν την εφορία (και τα τείχη της Ιεριχούς κάπως έτσι έπεσαν). Άλλωστε αυτό το είχε αποδείξει ο Γκάντι με την ahimsa του, αλλά εκείνος είχε μαζί του 350 εκατομμύρια Ινδούς.
Τότε ξεκινήσαμε να μιλάμε για τη… σχετικότητα. Η ahimsa λειτούργησε για τους Ινδούς, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην Νότια Αφρική του Μαντέλα, αφού κι εκείνος, που είχε ως πρότυπο τον Γκάντι, γρήγορα κατάλαβε ότι οι γηγενείς κάτοικοι της Αφρικής δεν μπορούσαν να συμπεριφερθούν ως Ινδοί, και κήρυξε την αρχή του ένοπλου (μέχρι τέλους) αγώνα ενάντια στο απαρχάιντ.
Η συζήτηση μας προχώρησε όπως κάθε καλή συζήτηση οφείλει: Χωρίς κανένα συμπέρασμα. Αλλά δε θα ξεχάσω αυτό που είπε ο εικαστικός, όταν αναφερόμασταν στο καπιταλιστικό σύστημα και στις δυνατότητες που έχει το κάθε άτομο μέσα σε αυτό να ανελιχτεί.
Είπε: «Έχουμε άπειρες δυνατότητες και ελάχιστες πιθανότητες».
Αυτή είναι η μεγάλη απάτη του καπιταλισμού. Θεωρητικά όλοι μπορούμε να γίνουμε μεγιστάνες, πρωθυπουργοί, επιτυχημένοι. Αλλά οι πιθανότητες να το καταφέρει κάποιος που δεν φοίτησε στο Ελληνικό Κολέγιο ή/και γεννήθηκε άπορος είναι λιγότερες από το να σου πέσει ένας μετεωρίτης στο κεφάλι.
Την ίδια στιγμή όμως (όπως οφείλει να κάνει κάθε καζίνο για να συνεχίσει να είναι κερδοφόρο) ο μοναδικός νικητής προβάλλεται και γίνεται ίνδαλμα, ενώ τα εκατομμύρια των χαμένων συνεχίζουν να τζογάρουν με αντίτιμο τις ζωές τους, στοχεύοντας όχι σε μια συλλογική βελτίωση, αλλά στην προσωπική νίκη.
Το δημοψήφισμα της ζωής μας είναι «winner ή looser» και όλοι κάνουμε τα πάντα για να βρεθούμε στην πρώτη κατηγορία, αδιαφορώντας για τους loosers που δεν τα κατάφεραν τόσο καλά όσο εμείς.
Αλλά δε χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα έξυπνος για να καταλάβεις ότι ένας κόσμος που βασίζεται σε αυτή την ηθική θα καταλήξει στην καταστροφή (είτε πυρηνική είτε οικολογική είτε υπερπληθυσμιακή).
Είμαστε όλοι μαζί πάνω στον πλανήτη και αυτός αδιαφορεί για τη φυλή μας, για τις πεποιθήσεις μας, για την οικονομική μας κατάσταση. Ή θα επιβιώσουμε όλοι ή θα χαθούμε όλοι…
Οι άνθρωποι, γιατί ο πλανήτης θα συνεχίσει και χωρίς εμάς, το περιούσιο ζώο.
Η ώρα πέρασε γρήγορα, οι φίλοι έφυγαν κι εγώ ξεκίνησα να μαζεύω τα πράγματα μου. Αποχαιρέτησα (μέχρι την επόμενη φορά) το Μάριο και την Αναστασία και βγήκα με το φίλο-ψυχολόγο… για την Necropolis.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ