1) “By the rivers of Babylon we sat and wept”
Στις όχθες ενός σιντριβανιού, πολυκαιρισμένου και ανύνδρου, έκατσα και κάπνισα. Πίσω μου υψωνόταν ο ναός του Άγιου Φώτιου, με μια ταμπέλα να εκβιάζει τους πιστούς: «Ενισχύσατε την πέτρινη επένδυση του Ιερού Ναού».
Θα ήθελα να πάω να γράψω από κάτω: «Ο Θεός δεν είναι πέτρες, είναι αγάπη», όπως είπε και ο άνθρωπος που έβλεπε οράματα στην Πάτμο.
Αντί γι’ αυτό άνοιξα μια μπύρα, για να απολαύσω το ηλιοβασίλεμα και την ανεργία.
Στο διπλανό παγκάκι έκατσε ένα νεαρό ζευγάρι, ίσως είκοσι χρονών, μπορεί και νεώτεροι. Το κορίτσι ανέβηκε πάνω στο αγόρι, τον καβάλησε σαν να ανέβαινε σε επιβήτορα, και ξεκίνησαν να φιλιούνται με πάθος, σαν να ζούσαν την τελευταία άνοιξη της ζωής τους.
Απέναντι ένα γηραιό ζευγάρι, που ζούσε το χειμώνα της ζωής, τους κοιτούσε με απάθεια. Σαν να μην μπορούσαν καν να καταλάβουν τι έκαναν εκείνα τα παιδιά, σαν να μη θυμόντουσαν πια πόσο πόθο μπορεί να νιώσει ένα σώμα, σαν να σκεφτόντουσαν: «Ευφραίνου, νεανίσκε, στην νεότητα σου. Η νεότητα είναι ματαιότητα, όλη η ζωή είναι.»
Από την εκκλησία βγήκε μια κουστωδία από γυναίκες που είχαν περάσει πριν αρκετά χρόνια την εμμηνόπαυση, ντυμένες με σκούρα ρούχα, με άβαφα και σκληρά πρόσωπα.
Μόλις έφτασαν δίπλα στο ζευγαράκι η μία άνοιξε διάπλατα τα μάτια, σαν να είδε μπροστά της τον Ακατονόμαστο. Έπειτα κοίταξε από την άλλη και συνέχισε.
Μια δεύτερη σταμάτησε για να τους επιπλήξει: «Σα δε ντρέπεστε! Εκκλησία είναι πίσω σας.»
Το ζευγάρι αποκολλήθηκε για μια στιγμή, γελώντας. Ο εγκέφαλός τους είχε πλημμυρίσει ενδορφίνες, τίποτα δεν τους χαλούσε το κέφι, τίποτα δεν μπορούσε να αμβλύνει τον πόθο.
Μόλις η κουστωδία απομακρύνθηκε λίγα μέτρα η κοπέλα καβάλησε ξανά τον επιβήτορα της και συνέχισαν.
Και τότε, σαν να τους ευλογούσε, ακούστηκε εκκωφαντική η καμπάνα: «Άξιον εστί, άξιον εστί!»
Έπειτα σηκώθηκαν να φύγουν, πιασμένοι από το χέρι και από τα μάτια, λες και είχαν μόλις παντρευτεί.
Ένας άλλος άνεργος έκατσε στη θέση τους, για να καπνίσει κι αυτός, κοιτώντας κάπου μακριά. Μπορείς να καταλάβεις πόσο καιρό άνεργος είναι ένας άνθρωπος, αναλόγως με το πόσο μακριά κοιτάει. Στο τέλος τα μάτια του μένουν καρφί στο πάτωμα.
Απέναντι έκατσε ένα καινούριο ζευγαράκι, έφηβοι αυτή τη φορά. Κολλήσανε τα στόματα τους, μόνο τα στόματα τους, και φιλιόντουσαν για τόση πολλή ώρα -χωρίς να κουνάνε καν τα κεφάλια τους- που σκεφτόμουν να πάω να τους σκουντήσω, για να δω αν είναι πραγματικοί ή μήπως είναι μόνο ένα άγαλμα, ένα ερωτικό σύμπλεγμα που κάποιος γλύπτης τοποθέτησε μπροστά στην εκκλησία.
Ο ήλιος έδυσε στις τζαμαρίες και στα παμπρίζ των αυτοκινήτων, τα παιδιά πηδούσαν για να φτάσουν τα φύλλα. Ήταν εκείνη η ώρα της ημέρας, η πιο ποιητική ώρα της ημέρας, το μεταίχμιο ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, το λυκόφως.
Τότε είδα ένα παιδί που μάθαινε να περπατάει -ούτε δύο χρονών. Το κρατούσε η γιαγιά του από το χέρι για να μην πέσει, αλλά εκείνο δεν ήθελε να το κρατάνε, δεν άντεχε να το κρατάνε. Τίναξε το χέρι της και ξεκίνησε να τρέχει στην πλατεία, απολαμβάνοντας αυτή την νέα εμπειρία: Την όρθια βάδιση, το πρώτο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, πριν το λόγο.
Κάποια στιγμή έπεσε και ξεκίνησε να κλαίει. Η γιαγιά του το ντάντεψε για λίγο, εκείνο συνήλθε πολύ γρήγορα και ξεκίνησε πάλι να τρέχει. Κάθε του βήμα ήταν ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα και τεράστιο για εκείνον το μικρό άνθρωπο.
Μετά είδε ένα άλλο παιδάκι και πήγε κοντά του. Και τα δύο έμειναν να κοιτάνε με δέος και θαυμασμό ένα αεροπλάνο που πετούσε πάνω από την εκκλησία. Και νύχτωσε…
Η ζωή συνεχίζεται, αδιάλειπτα.
Ακόμα κι αν τα φανάρια της Siemens σταματήσουν να λειτουργούν, ακόμα κι αν τα αυτοκίνητα μείνουν από βενζίνη, κάποιοι θα συνεχίσουν να ερωτεύονται, κάποιοι θα συνεχίσουν να ονειρεύονται, κάποιοι θα συνεχίσουν να γεννάνε, κάποιοι θα συνεχίσουν να μαθαίνουν να περπατάνε, κάποιοι θα συνεχίσουν να αγωνίζονται.
Οι αυτοκρατορίες και οι τυραννίες συντρίβονται ή αυτοκαταστρέφονται ή απλά παρακμάζουν, αλλά οι άνθρωποι μένουν.
Η νύχτα θα περάσει. Όλα περνάνε κάποτε, όλα τελειώνουν. Μόνο ο Άνθρωπος μένει.
2) «There is a time for everything… A time to be born and a time to die…”
Είχα δει κάποτε ένα ντοκιμαντέρ για έναν έφηβο με τόσο υψηλό IQ που έκανε τον Αϊνστάιν να φαίνεται κρετίνος. Οι επιστήμονες του έκαναν σπινθηρογράφημα, αξονικές-μαγνητικές-ποζιτρονικές και διάφορες άλλες τομογραφίες.
Ανακάλυψαν κάτι παράξενο: Όσον αφορά τις γνωστικές λειτουργίες ο εγκέφαλος του λειτουργούσε σαν να έπαιρνε κηροζίνη –σε αντίθεση με τον δικό μας που λειτουργεί με ντίζελ. Αλλά τα σχετικά με το θυμικό, με το συναίσθημα, κέντρα του εγκεφάλου δραστηριοποιούνταν με την ίδια ένταση όπως και σε κάθε άλλο έφηβο.
Ο πατέρας του, ένας άκρως φυσιολογικός άνθρωπος, έλεγε ότι ο γιος του δε διέφερε σε τίποτα από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του. Ήταν συναισθηματικά ασταθής, είχε εκρήξεις θυμού, ήταν ντροπαλός με τα κορίτσια, ήταν εωσφορικός –και αν του έδινες ένα playboy πιθανότατα θα πήγαινε στην τουαλέτα για να αυνανιστεί.
Ήταν ένας φυσιολογικός έφηβος –που μιλούσε δέκα γλώσσες και καταλάβαινε τη θεωρία της σχετικότητας.
Το χάσμα των γενεών δεν είναι θέμα διαπαιδαγώγησης ούτε ευφυίας, είναι πρωτίστως θέμα φυσιολογίας.
Ο νέος θέλει να «σκοτώσει» τον πατέρα του, να γκρεμίσει τον κόσμο που έφτιαξαν οι γονείς του και να τον ξαναφτιάξει από την αρχή σε τρεις μέρες.
Οι ορμόνες και οι νευροδιαβιβαστές στο κεφάλι του, οι μυς που έπαψαν πλέον να είναι παιδικοί, οι γεννητικοί αδένες που ανθίζουν και παίρνουν την πρωτοκαθεδρία, τον πείθουν ότι είναι αθάνατος.
Δεν έχει ανάγκη από θρησκείες και θεούς, από «ανόητες» προφυλάξεις, από αυθεντίες, ασφάλεια και ξεκούραση. Θέλει τον κόσμο και τον θέλει τώρα.
Και δεν υπάρχει πιο θλιβερό θέαμα από έναν συμβιβασμένο νεαρό, από έναν νέο που τα όνειρα
του χωράνε στις τσέπες των γονιών του.
Ίσως να κάνω λάθος, ίσως και να υπάρχει.
Θλίψη νιώθω όταν βλέπω κοριτσάκια του δημοτικού ντυμένα σαν εικοσάχρονες στη σαββατιάτικη έξοδο και αγοράκια φιξαρισμένα στα κουστούμια και στα πρόσεχε-μην-τα-λερώσεις-κακομοίρη-μου ρούχα τους. Αλλά τότε φταίνε οι γονείς που θέλουν το παιδί τους να γίνει δικηγόρος πριν παίξει με τις λάσπες.
Θλίψη νιώθω όταν βλέπω τριαντάχρονους γέρους που έχουν να περιμένουν μόνο τη σύνταξη και το θάνατο.
Όταν βλέπω πενηντάρες γυναίκες να νεοτενίζουν, επιδεικνύοντας το σιδερωμένο με πλαστικές πρόσωπό τους, γκροτέσκες και φρικιαστικές κάποιες φορές, στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τα παράσημα που τους έδωσε η ζωή και ο χρόνος.
Μόνο οι υπέργηροι που παλιμπαιδίζουν με κάνουν να χαμογελώ συγκαταβατικά, για το κουράγιο τους να θέλουν να ζουν λίγο πριν να πεθάνουν και ίσως γιατί αυτή είναι η φυσιολογική κατάληξη του ανθρώπου: Πριν το τέλος γίνεται πάλι μωρό.
Αυτή είναι η σκάλα της ζωής: Παιδιά που παίζουν, νέοι που εξεγείρονται, ενήλικες που συμβιβάζονται –λιγότερο ή περισσότερο, μεσήλικες που κουράζονται και γίνονται κυνικοί, γέροι που εξαντλούνται και προετοιμάζονται για την τελευταία αλλαγή, τη μόνιμη.
Και, δυστυχώς, κανένας δεν μπορεί να καταλάβει τον άλλον.
3) Eyes that last i saw in tears
Είδα ένα όνειρο: Ο εξάχρονος γιος μου έτρεχε σε έναν αγώνα, κάτι σαν μικρό μαραθώνιο. Παραδόξως, αφού δεν είναι καλός στα αθλήματα, κατάφερε να ξεχωρίσει από την αρχή και πλησίαζε πρώτος, με διαφορά από το δεύτερο, το νήμα του τερματισμού.
Όμως λίγα μέτρα πριν τον τερματισμό βρήκε δυο φίλους του. Ξέχασε τον αγώνα και ξεκίνησε να παίζει.
«Τι κάνεις;» του φώναξα. «Λίγα μέτρα έμειναν για να βγεις πρώτος.»
«Θέλω να παίξω», μου είπε εκείνος.
«Θα παίξεις μετά. Τώρα πρέπει να τερματίσεις.»
«Τώρα θέλω να παίξω.»
Τον τράβηξα με το ζόρι…
Βγήκε δεύτερος και τα παιδιά που έπαιζε έφυγαν. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Το πρωί που ξύπνησα έμαθα για το μαραθώνιο της Βοστόνης.
(Οι φωτογραφίες είναι του μέγιστου Αντρέ Κερτέζ)