Απεχθάνομαι το πρωινό ξύπνημα.
Απεχθάνομαι το πρωινό ξύπνημα σχεδόν όσο και την κρύα ψαρόσουπα.
Η ψαρόσουπα -υπό τις κατάλληλες συνθήκες- μπορεί να είναι πολύ νόστιμη. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο αποτρόπαιο, πιο εξευτελιστικό, πιο τραυματικό, από το να τρως ένα πιάτο κρύα ψαρόσουπα, αυγοκομμένη και -ω, θεέ του αποτροπιασμού!- με ρύζι.
Ειδικά αν το ρύζι έχει λιώσει πια και το νιώθεις στο στόμα σου σαν κομματάκια από μπαγιάτικο ποπ-κορν -μουσκεμένο σε ψαροζωμό!
Οι μπιχεβιοριστές ισχυρίζονται ότι κάθε μας απέχθεια προέρχεται από κάποια ατυχή -ή τραυματική- εμπειρία του παρελθόντος.
Η Μαφάλντα (που πλέον πρέπει να είναι πενήντα χρονών και συνεχίζει να απεχθάνεται τις σούπες) το ξέρει καλά αυτό.
Το ίδιο κι εγώ.
Όταν ήμουν παιδί, σε κάποια θολή στιγμή της παιδικής μου ηλικίας, είχαμε επισκεφτεί μια “θεία του χωριού”.
Οι “θείες του χωριού” διαφέρουν από τις κανονικές θείες, αφού στο χωριό όλοι είναι θείες και θείοι, σε μια παράδοξη αποδοχή του παγκόσμιου φαινομένου της μοιχείας.
Αυτή η θεία μάς υποδέχτηκε στο χωριάτικο σπίτι της, που μύριζε έτσι όπως μυρίζουν όλα τα σπίτια του χωριού: Γεροντίλα, παλιά έπιπλα και ιστορία.
(Σε αντίθεση με τα διαμερίσματα της πόλης που μύριζαν συναρμολογούμενα έπιπλα, καινούριες ηλεκτρικές συσκευές και “Δυναστεία”.)
Η θεία έβαλε στον πατέρα να πιει “κρασάκι”, μαζί με τους απαιτούμενους μικρομεζέδες.
Τα παιδιά λατρεύουν τους μεζέδες, ακριβώς επειδή δεν είναι για χόρταση.
Βλέποντας ‘μας να πέφτουμε με τα μούτρα στα σαλαμάκια η θεία αναφώνησε -σχεδόν πανικοβλημένη: “Τα παιδιά πεινάνε!”
Τι άκυρη ψυχολογική εκτίμηση. Τα παιδιά ποτέ δεν πεινάνε, μόνο λιγουρεύονται ότι τους φαίνεται νόστιμο.
Αλλά η θεία, που λίγα πράγματα γνώριζε για την παιδική ψυχολογία, και ίσως είχε τραυματικές εμπειρίες από την πείνα της Κατοχής, έσπευσε να ανοίξει την κατσαρόλα και να γεμίσει δυο βαθιά -πιο βαθιά και από την τάφρο του Ειρηνικού- πιάτα με το φαγητό που είχε μαγειρέψει το μεσημέρι.
Τα άφησε μπροστά σε εμένα και τον αδελφό μου (τα κακόμοιρα πεινασμένα παιδάκια που έτρωγαν τους μεζέδες του πατέρα τους) και είπε, κοιτώντας για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο τον πατέρα και όχι τα κακόμοιρα: “Μου έφερε ο Νώντας μπακαλιάρο και έκανα μια ψαρόσουπα… Μούρλια!”
Ο πατέρας φάνηκε να χαίρεται (αν και δεν ζήτησε ένα πιάτο για τον εαυτό του). Τα παιδιά του ξεροκατάπιαν τρομαγμένα.
Η θεία στεκόταν από πάνω τους, περιμένοντας να δοκιμάσουν και να της πουν τη γνώμη τους, σαν δήμιος που περιμένει από το μελλοθάνατο να τραβήξει το σκοινί της καρμανιόλας.
Παίρνοντας θάρρος ο ένας από τον άλλο βύθισαν με δυσκολία τα κουτάλια σε εκείνο το ζελέ που κάποτε, λίγες ώρες πριν και αρκετούς βαθμούς κελσίου παραπάνω, ήταν ψαρόσουπα.
(Μάλλον θα έχετε παρατηρήσει ότι παλινδρομώ ανάμεσα στο τρίτο και το πρώτο πρόσωπο. Μην προσπαθήσετε να το εξηγήσετε με λογοτεχνικούς όρους, είναι θέμα αποστασιοποίησης: “Αυτό δεν συνέβη σε μένα, όχι, όχι σε μένα!”)
Εκείνο το ημιπαχύρρευστο κομμάτι τροφής, με κομματάκια ρυζιού και μυρωδιά ανάκατη από αυγό και ψάρι, κόλλησε για λίγο στον ουρανίσκο, κάτω από τη γλώσσα και ανάμεσα στα δόντια, και μετά, επιστρατεύοντας όλα τα αποθέματα θέλησης, πέρασε από τον οισοφάγο, μέχρι το στομάχι που κραύγαζε με όλες του τις δυνάμεις: “ΌΧΙΙΙΙΙ!”
Θυμάμαι τα μάτια μου να δακρύζουν από την αηδία και την αναγούλα. Μετά βίας συγκρατήθηκα, για να μην ξεράσω όλα τα κουλούρια και τα γλυκίσματα -που μας είχε ταϊσει η “καλή γιαγιά”- πάνω στο τραπέζι με το χειροποίητο τραπεζομάντιλο της θείας.
Ο αδελφός μου, που ήταν μεγαλύτερος, άφησε το κουτάλι του μέσα στο πιάτο (δεν είχε φάει, όπως μου εκμυστηρεύτηκε μετά), και είπε μόνο: “Δε μ’ αρέσει”.
Τόσο απλά. Και σηκώθηκε από τη θέση του.
Ο πατέρας τον κοίταξε άγρια, η θεία είπε ότι ήταν φτιαγμένη με φρέσκο μπακαλιαράκι (κάτι το οποίο δεν φάνηκε να συγκινεί τον αδελφό μου), και μετά, η θεία “Μίλγκραμ”, στράφηκε στο μικρότερο θύμα της.
“Εσένα σου άρεσε;” με ρώτησε.
Η θέση του ατίθασου είχε πιαστεί στην οικογένεια, από τον πρωτότοκο, τρία χρόνια πριν γεννηθεί ο υποφαινόμενος. Οπότε εκείνος (εκείνος που κάποτε ήμουν εγώ) αναγκαστικά είχε πάρει το ρόλο του “καλού παιδιού”, του άριστου μαθητή και του πειθήνιου κρυοσουποφάγου.
“Είναι πολύ ωραία”, είπε (εκείνος που ήμουνα εγώ) και έφαγε άλλη μια κουταλιά.
Ο πατέρας του χάιδεψε τα μαλλιά και η θεία έφυγε χαρούμενη.
Το καλό παιδί συνέχισε να τρώει την πηχτή ψαρόσουπα, βάζοντας όσο περισσότερο ψωμί μπορούσε στο στόμα του.
Μέχρι να αδειάσει το πιάτο είχε καταβροχθίσει σχεδόν ένα καρβέλι ψωμί, πράγμα που έκανε τη θεία να ανησυχήσει.
“Αυτός έφαγε όλο το ψωμί”, είπε στον πατέρα.
Και μετά στράφηκε στο καλό παιδί.
“Να σου βάλω άλλο ένα πιάτο σούπα;” του είπε και προσπάθησε να πάρει το πιάτο.
Θα ήταν πιο εύκολο να πάρει ένα κόκαλο από το στόμα ενός τυρρανόσαυρου.
Το καλό παιδί είπε ότι χόρτασε, πάλεψε για λίγο με τη θεία, μέχρι που ο πατέρας παρενέβη και ζήτησε “κάνα μεζέ ακόμα”.
Η θεία ξέχασε το παιδί και έτρεξε να εξυπηρετήσει τον “αδελφό” της.
Το παιδί βρήκε την ευκαιρία να διαφύγει, τρέχοντας ως το δωμάτιο όπου καθόταν ο Κάιν και έβλεπε τηλεόραση.
Και ο Άβελ, το καλό παιδί, έχωσε ένα πηρούνι στο κεφάλι του Κάιν…
—{}—
Η “μαντλέν” (διαβάστε και λίγο Προυστ, όχι μόνο μπλογοτεχνία) που μου θύμισε την ιστορία με τη ψαρόσουπα-ζελέ, δεν ήταν κάποιος γευστικός ερεθισμός, παρά ακουστικός.
Όπως είπα απεχθάνομαι το πρωινό ξύπνημα. Αλλά, ως πατέρας, πρέπει να ξεπερνώ κάποιες αντιπάθειες μου, προκειμένου να πάει το παιδί μου στο σχολείο και να μην με κλείσουν φυλακή.
Απ’ τη μια αυτό που θέλω να κάνω (να κοιμηθώ), από την άλλη αυτό που πρέπει να κάνω (να πάω το παιδί στο σχολείο πριν το δεύτερο διάλειμμα), με έχουν καταστήσει τον πιο αργοπορημένο γονιό -μετά τέκνου- στο σχολείο.
Συνήθως φτάνουμε όταν το δημοτικό έχει ήδη μπει μέσα, την ώρα που το γυμνάσιο, το οποίο συστεγάζεται στα “προσωρινά” λιόμενα κτίρια, κάνει την προσευχή του.
Κάνει την προσευχή, αλλά δεν προσεύχεται.
Τα περισσότερα γυμνασιόπαιδα έχουν μαζευτεί την ώρα που φτάνουμε, εμείς, οι αργοπορημένοι του δημοτικού. Η γυμνασιάρχης κρατάει το μικρόφωνο και φωνάζει: “Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα οι τελευταίοι. ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ!”.
Η φωνή της δεν είναι υστερική. Περισσότερο θυμίζει στρατόπεδο συγκέντρωσης και απεριόριστη εξουσία.
Και μετά φτάνει σε εκείνο το κρεσέντο καταναγκασμού που κάποιοι θέλουν να αποκαλούν πρωινή προσευχή.
“Πάμε. Όλοι μαζί.”
(Άγιος ο θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος)
“Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!”
(ελέησον ημάς… Άγιος ο θεός, άγιος)
“ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ!”
(ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον)
“Παπαδάκη και Σταμούλη, σας βλέπω που μιλάτε”
(ημάς… Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς)
“Πιο δυνατά, όλοι μαζί! Αλλιώς θα σας βάλω να λέτε την προσευχή ένας-ένας!”
(ΑΓΙΑΣΘΗΤΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ, ΕΛΘΕΤΩ)
“Δεν σας ακούω, πιο δυνατά!”
(Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ, ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ)
“Κελαμίδη, που είναι το αστείο;”
(ΩΣ Εν ουρανώ και επί της γής)
“ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ!”
(ΤΩΝ ΑΡΤΟΝ ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΟΥΣΙΟΝ, ΔΩΣ ΗΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ…)
“Μην ανοιγοκλείνετε το στόμα σας. Δυνατά! ΔΥΝΑΤΑ, ΣΑΣ ΕΙΠΑ!”
Νιώθω ανακατωσούρα στο στομάχι, σαν να με υποχρεώνουν να φάω κρύα ψαρόσουπα, και φεύγω όσο πιο γρήγορα μπορώ, για να μην ξεράσω.
Κάποια μέρα θα πάω στη διευθύντρια και θα αρχίσω να της φωνάζω στο αυτί:
“ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΑΩ ΤΗ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΣΟΥΠΑ ΣΟΥ! ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΙ ΔΥΝΑΤΑ! ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΦΑΝΤΑΡΟΣ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΡΟΜΠΟΤ!”