Οι έξι κηδείες της Αλίκης Βάλμα (μέρος δεύτερο)

0
371

movies_tim_burton_career_13

                                     (Τετράδια Συνεργείου)

1)      ΖΩ!

2)      Μια τελευταία αγκαλιά για τον Ρένο Ροφακιάν

3)      Η σπερματεγχύτρια στο φως της μέρας

                                            ~~{}~~

ΖΩ!

 

Η Αλίκη Βάλμα αγαπούσε να πηγαίνει στην εκκλησία. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να φανεί παραπλανητικό, αφού ήταν άθεη, φανατικά άθεη. Της άρεσαν όμως οι κηδείες, ενώ μισούσε πάνω απ’ όλα τους γάμους και ακόμα πιο πάνω απ’ όλα τα βαφτίσια.

Καθημερινά, στον καθιερωμένο μοναχικό της περίπατο στα πέριξ, όπως της είχε συστήσει ο γιατρός, τα μάτια της σάρωναν τις κολώνες και τους μαντρότοιχους για κηδειόχαρτα.

Λάτρευε την ασπρόμαυρη μπαρόκ αισθητική τους, την υπερτονισμένη μουντίλα, των σταυρών και των σκιτσογραφημένων αγγέλων.

Μα πιο πολύ λάτρευε το θρήνο των συγγενών. Οι θάνατοι των νεαρών ανθρώπων αποτελούσαν γι’ αυτήν λουκούμια. Έτσι ενθουσιάστηκε απερίγραπτα βλέποντας απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού της μια νεκρική πομπή, όπου το φέρετρο δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο.

Έσπευσε να δώσει το παρόν. Σχεδόν έτρεξε μέχρι το ναό περιμένοντας αγωνιωδώς να αντικρύσει τη χαροκαμένη μάνα.

Σχεδόν; Όχι, έτρεχε. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να προφτάσει. Ήταν ανυπόμονη και νόμιζε ότι άκουγε την καρδιά της να χτυπά. Με το μαύρο της φόρεμα να ανεμίζει, το ακόμα πιο μαύρο παλτό να την αγκαλιάζει και το πρόσωπο της μαρμαρωμένο εξωτερικά, αλλά εσωτερικά να λάμπει. Δεν το πρόσεχε κανείς με το πρώτο βλέμμα, τα μάτια της όμως την προδίδανε.

Με τα πολλά έφτασε. Όλοι ήταν λουσμένοι από θλίψη και απογοήτευση για τη ζωή. Ένιωσε ζωντανή ξανά, καθώς αυτό ήταν η δόση της, αυτό την έκανε να ξαναγεννηθεί, να γίνει αθάνατη ή ακόμη και να μη γερνά.

Έκανε άκρη τους τεθλιμμένους συγγενείς για να βρεθεί κοντά στο φέρετρο, πρώτη, πρώτη να φιλήσει το νεκρό κορίτσι.

(Πως το ήξερε ότι ήταν… κορίτσι;)

Ελάττωσε ταχύτητα. Ο καπνός από τις λαμπάδες που είχε σβήσει τρέχοντας έγραφαν δυσοίωνα μηνύματα. Προχωρούσε όλο και πιο αργά, όλο και πιο αργά, σαν να ζούσε σε κάποιο όνειρο, σε ένα από εκείνα όπου προχωράς και ποτέ δεν φτάνεις.

Όμως έφτασε. Δεν ήταν όνειρο, όχι τουλάχιστον ένα από εκείνα όπου προχωράς και ποτέ δεν φτάνεις.

Κοίταξε το κορίτσι

(ναι! ήταν κορίτσι! το ήξερε ότι ήταν κορίτσι!)

και σταμάτησε να αναπνέει για μια στιγμή. Μετά πήρε βαθιά ανάσα και ούρλιαξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.

Οι παρευρισκόμενοι αναστατώθηκαν.

«Ποια είναι αυτή; Ποια είναι αυτή;»

Οι ψίθυροι έγιναν σούσουρο και το σούσουρο βουή. Οι θείες σταματήσανε να κλαίνε και η μάνα, με μια τούφα από τα μαλλιά της στο χέρι, πλησίαζε απειλητικά, με τον πατέρα να την τραβάει απαλά στην αρχή από το μανίκι και μετά βίαια από το μπράτσο.

Το καμπουριασμένο της κορμί σαν το στάχυ στον άνεμο δεν πρόδιδε την καταπληκτική της ευκινησία. Το σπρέι βρέθηκε ξάφνου στο χέρι της και πρόλαβε να γράψει μια λέξη πριν την πάρουν στο κυνηγητό:sweeneytodd

«ΖΩ!»

                                                       ~~{}~~

Μια τελευταία αγκαλιά για τον Ρένο Ροφακιάν

 

Ο Άγιος Ανδρέας γέμισε φωνές και ουρλιαχτά. Οποιοσδήποτε σεβασμός του χώρου είχε απωλεσθεί καθώς έξαλλοι οι παρευρισκόμενοι έτρεχαν να ξεχωρίσουν τους ζωντανούς από τους πεθαμένους.

Το φέρετρο είχε αναποδογυρίσει και η Αλίκη, χήρα στα είκοσι πέντε της, έσφιγγε τον νεκρό με χέρια και με πόδια, σχεδόν τον δάγκωνε, για να τον νιώσει ολοζώντανο κοντά της.

Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της χωρίς την παρουσία του. Έτσι, προκειμένου να τον ξαναέχει κοντά της, τον έσφιγγε δυνατά, μήπως και μπορέσει να κάνει την καρδιά του να ξαναχτυπήσει.

Δεν έμαθε ποτέ αν μπορούσε να το καταφέρει. Το τσούρμο όρμηξε απάνω της, την τράβηξε, για να την ηρεμήσει δήθεν, για να την παρηγορήσει. Τους σιχάθηκε. Όλους. Δεν ήθελε να ξαναδεί κανέναν, παρά τον σύζυγο της. Πόσο τον αγαπούσε;

Όταν τον πρωτογνώρισε ήταν 19 ετών. Φοιτήτρια της φιλοσοφικής βρέθηκε στα μαθήματα ενός καθηγητή που ήταν ήδη θρύλος. Ο Ροφακιάν ήταν εκείνος που είχε ανατρέψει κάθε δεδομένο στη φιλοσοφία.

Τον φανταζόταν σαν κάποιον πύρινο, ακριβώς όπως ο Βιτγκενστάιν.

Ο Ροφακιάν ήταν ακριβώς το αντίθετο: Νερό.

Αυτό που πρόσεχε κανείς πρώτο πάνω στην Αλίκη ήταν τα μαλλιά της. Ένα κεφάλι γεμάτο σκούρες φλόγες. Αυτό ήταν που έκανε τον Ροφακιάν να την ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος του αμφιθεάτρου. Καθώς έθετε φιλοσοφικά ερωτήματα έβλεπε από την έδρα τα φλογερά ελατήρια στο κεφάλι της να πάλλονται.

Ήταν μοιραίο να γίνει η μούσα του. Η παιδική σχεδόν αθωότητα της σε συνδυασμό με την απληστία που ρούφαγε την γνώση, σαν του καπνιστή το στερνό τσιγάρο, τον τρέλαινε. Ταυτόχρονα φούντωνε και η ζήλεια του, αρρώσταινε ψυχικά.

Έτσι προέκυψε αίσθημα ανοίκειο με ευτυχή κατάληξη γάμο αταίριαστο, κατά πως πίστευαν οι άλλοι. Εκείνος ένας πορνόγερος, εκείνη μια Λολίτα, ένα ξεδιάντροπο πουτανάκι, που τύλιξε το σοφό με τα χθαμαλά της θέλγητρα.

Πόσο την μίσησαν τόσες και τόσες ώριμες, που έβλεπαν στο πρόσωπο του Ρένου τον ιδανικό γαμπρό, σαν κουπόνι δώρου του Cosmopolitan.

Θα ήθελε να είχε αποφύγει να δώσει τροφή στα κρύφια γέλια και στα φαρμακερά κακεντρεχή σχόλια τούτη τη μέρα, όμως η ταραχή που επικράτησε δεν της άφησε άλλα περιθώρια.

Δεν την ένοιαζε καθόλου. Τούτη την ώρα ήταν μόνο εκείνη κι αυτός, σαν σε μια παρένθεση στο χώρο και στο χρόνο, για μια στιγμή ήταν και πάλι ζωντανός -και μαζί ζούσε κι εκείνη.

Όλοι οι άλλοι δεν υπήρχαν. Είχαν βουλιάξει στην κινούμενη άμμο της μπουρζουαζίας κι είχαν χαθεί για πάντα. Έτσι κι αλλιώς δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ.

  Σπερματεγχύτης-αγελάδων1                                                          ~~{}~~

Η σπερματεγχύτρια στο φως της μέρας

 

Η Αλίκη κοίταξε τα βιτρό. Όμορφα χρώματα και όμορφα παιχνίδια, έτσι όπως έπαιζε ο ήλιος με τις ακτίνες του και το γυαλί. Όσο θλιβερή κι αν ήταν εκείνη η μέρα για εκείνη, τόσο λαμπερή ήταν για τη φύση.

Χαμογέλασε.

Οι υπόλοιποι την κοίταξαν επιτιμητικά, μα δεν έδωσε σημασία, καθώς το είχε συνηθίσει από τα παιδικά της χρόνια ακόμα. Δεν χαμογελούσε για το θάνατο του παππού της, αλλά επειδή η ζωή ήταν τόσο μικρή και ανώφελη.

Ο παππούς της, εκείνος της το ‘χε μάθει αυτό. Τον θυμόταν να κάθεται δίπλα στη φωτιά και να ψήνει κάστανα.

«Έτσι είμαστε κι εμείς, Αλίκη», της έλεγε σχεδόν κάθε φορά. «Κάστανα που ψήνονται στη φωτιά του χρόνου.»

«Αλίκη», της ψιθύρισε μια ηλικιωμένη κυρία με μωβ-ασημί μαλλιά. «Με θυμάσαι; Ήμουν φίλη του παππού σου. Τον αγαπούσα πολύ τον παππού σου… Ερχόμουν σπίτι όταν ήσουν μικρή, το θυμάσαι; Ερχόμουν και σου έφερνα εκείνα τα μεγάλα ζαχαρωτά από τη Γερμανία και στον παππού καπνό για την πίπα του. Άναβε την πίπα και σε καμάρωνε.

Την είδες; με ρωτούσε. Αυτή μια μέρα θα γίνει πολύ σπουδαία. Δες πως σπιθίζουν τα μάτια της!

Και μετά ο παππούς σου έβγαζε τον καπνό από τη μύτη του χαμογελώντας.

Δεν θα το ‘λεγες και πολύ σπουδαία. Μετά βίας τέλειωσε το λύκειο κι εκείνη τη σχολή τυροκομίας στα Γιάννενα. Εσώκλειστη, δύο χρόνια, να αρμέγει αγελάδες, να φτιάχνει γιαούρτι και τυρί για να πάρει εκείνο το ρημάδι το πτυχίο που θα την έφερνε πιο κοντά στον Φώτη.

Ο Φώτης. Αυτόν δεν σκεφτόταν κάθε φορά που πήγαινε για την σπερματέγχυση; Τα καπούλια βέβαια της ψεύτικης αγελάδας δε θα καταπονούνταν τόσο.

Σίγουρα τούτη δεν ήταν μια δουλειά για την οποία θα μπορούσε να καυχηθεί σε μια κοινωνική συναστροφή.

«Τι δουλειά κάνεις;»

«Είμαι διευθυντής σε τράπεζα. Εσύ;»

«Είμαι σπερματεγχύτρια».

Όλοι την κοιτούσαν μπερδεμένοι, καθώς δεν ήξεραν τι σόι επάγγελμα ήταν αυτό. Κάποιοι χαμογελούσαν με νόημα. Λίγοι τολμούσαν να δείξουν άγνοια, ρωτώντας περισσότερα.

Το διασκέδαζε ιδιαίτερα να περιγράφει τη φύση της δουλειάς της, παρατηρώντας τα μέχρι τότε απαθή μάτια να γουρλώνουν από έκπληξη και τα κακεντρεχή χείλη να κρεμάνε από αμηχανία.

Τους επιφύλασσε μια πληρωμένη ατάκα, όταν τη ρωτούσαν πως νιώθει κάνοντας τούτη τη δουλειά (σαν απόφοιτοι δημοσιογραφίας του Αντένα, μπροστά σε παρανοϊκό δολοφόνο, όταν δεν ξέρουν τι να ρωτήσουν:

«Πως αισθάνεστε, κύριε Σεχίδη;»).

Τους απαντούσε: «Σαν την Ευρώπη που ερωτοτροπεί με τον Ταύρο, σαν μυθική ερωμένη».

Γύρισε προς το φέρετρο και κοίταξε τη γαλήνια μορφή που περίμενε να βαρύνει πρώτη φορά σε τεσσάρων τον ώμο.

«Α, ρε παππού, το μόνο που κληρονόμησα από εσένα είναι το διεστραμμένο χιούμορ σου… Ούτε η γιαγιά δεν το άντεξε.», είπε η Αλίκη, μισοεύθυμα-μισοθλιμμένα.

«Δεύτε τελευταίον ασπασμόν»…

Βγήκε από τις σκέψεις της, πλησίασε πρώτη και άφησε ένα φιλί στου παππού το μέτωπο. Έπειτα προχώρησε προς την έξοδο όπου λούστηκε στο φως της μέρας.

index

(Αυτά τα τρία κείμενα είναι προϊόντα ενός παιχνιδιού γραφής που ονομάσαμε: Συνεργιστικό Πτώμα.

Επιλέξαμε ως βάση το φύλο και το όνομα του «πρωταγωνιστή»: Αλίκη Βάλμα.

Και ένα ακόμα στοιχείο: Η ηρωίδα θα παρευρισκόταν σε μια κηδεία.

Κάθε συνεργός έγραψε την πρώτη παράγραφο, για τη δική του Αλίκη.

Ο επόμενος έπρεπε να προσθέσει μια παράγραφο, να συνεχίσει την ιστορία, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς είχε στον νου του ο προηγούμενος.

Μετά ο τρίτος, ο τέταρτος κοκ.

Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργίας είναι Οι έξι κηδείες της Αλίκης Βάλμα.)