Οι έξι κηδείες της Αλίκης Βάλμα (πρώτο μέρος)

0
520

alice

(Τετράδια Συνεργείου)

 

                                           ~~{}~~

1)                        Diamonds are forever, καριόληδες

2)                        Το μαύρο είναι το χρώμα που σου ταιριάζει

3)                        Γιατί γελάει η γιαγιά;

                                            ~~{}~~

 

Diamonds are forever, καριόληδες

Χτύπησε τα πόδια της κάτω για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί. Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν. Τους χαμογέλασε και τύλιξε μια τούφα στο δάκτυλο της. Τόσο αθώα! Μόλις στράφηκαν προς το φέρετρο η Αλίκη είπε δυνατά: «Καριόληδες! Αρχίδια! Γαμιόληδες!»

Ο πάστορας της ζήτησε να κάνει ησυχία, πιστεύοντας ότι την είχε ταράξει η θλίψη. Δεν ήξερε ελληνικά και γι’ αυτόν οι λέξεις που είχαν ακουστεί δεν σήμαιναν τίποτα.

«Καημένο κορίτσι», σκέφτηκε, «θα τον αγαπούσε πολύ τον μακαρίτη για να ταξιδέψει ως τη Μελβούρνη.»

«Είσαι πολύ καθίκι, ρε Βαγγέλη. Μαλάκα! Κακούργε!» είπε πάλι η Αλίκη.

Τώρα τι θα έκανε, πως τα ‘βγαζε πέρα που δεν ήξερε γρι αγγλικά; Δύο μήνες ήθελε ακόμη. Είχαν προγραμματίσει να έρθει τέλη Αυγούστου, για να μη δώσει στόχο. Η μπάζα που είχαν κάνει ήταν μεγάλη. Αυτός έφυγε πρώτος για να προετοιμάσει το έδαφος. Του είχε στείλει τα διαμάντια σχεδόν αμέσως. Ο Άλκης ήταν μάστορας σ’ αυτά. Η σφραγίδα γνησιότητας του μουσείου Θεσσαλονίκης απέκρυπτε τεχνηέντως το περιεχόμενο.

Θα προτιμούσε στ’ αλήθεια ο Βαγγέλης να είχε χαθεί από προσώπου γης, ενώ η ίδια θα παράχωνε τα πολύτιμα κρυσταλλικά δάκρυα σε τόπο ασφαλή και χλοερό. Το αντίστροφο όμως, που είχε εκτυλιχτεί σαν θρίλερ: Ενώ εκείνη ήταν κάπου αλλού, σχεδιάζοντας ένα λαμπρό μέλλον, οι θεοί γελούσαν…

Ήταν στ’ αλήθεια μια γαμημένη κατάσταση.

Μετά την αναταραχή που προκάλεσε στον οίκο του Θεού έμεινε σιωπηλή να κοιτάει τον πάστορα, σαν να είχε μαζί του προηγούμενα, ενώ εκείνος της έριχνε λοξές ματιές. Η Αλίκη άρχισε να ξανατυλίγει τούφες από τα μαλλιά της και μόλις τραβούσε το δάκτυλο από εκεί μέσα το έχωνε στο στόμα της και το πιπιλούσε για λίγο.

Στη συνέχεια έβαλε το σαλιωμένο δάκτυλο στις τσέπες από το πανωφόρι της και χάιδεψε τα μικρά διαμάντια που ξεκουράζονταν εκεί μέσα. Ηρέμησε όσο ήταν δυνατόν να ηρεμήσει.

Μετά είπε, χωρίς πάθος: «Α, ρε γαμημένε Βαγγέλη, εσύ θα ‘πρεπε να ήσουν στο φέρετρο και όχι ο Άλκης.»

Ο πάστορας αγανάκτησε: «Shut the fuck up, maam!”

Η Αλίκη ψέλισσε: “Excuse me, sir”.

Όλοι την κοίταξαν με μίσος και ψυχράδα. Της φάνηκε ότι τους πείραξε πιο πολύ αυτό που μόλις είχε πει από τα καντήλια που έριξε στο Βαγγέλη.

Σκέφτηκε: «Αστοί…» Ή μάλλον σκέφτηκε: «Χριστιανοί αστοί». Και κούνησε αδιάφορα τους ώμους.

Τα διαμάντια στην τσέπη της φώναζαν: «Κέρδισες! Κέρδισες! Τον σκότωσες τον μπάσταρδο.»Χαμογέλασε, τύλιξε τις τούφες της ξανά, υποκλίθηκε και έφυγε ανάλαφρα και γρήγορα.

Θα γινόταν πλούσια και θα έφτιαχνε τη ζωή της, έπειτα απ’ όλα αυτά που της είχε κάνει ο γαμιόλης ο Άλκης.

Ήταν πια ελεύθερη.

                                                          ~~{}~~

                   Το μαύρο είναι το χρώμα που σου ταιριάζει

scarlett-sexy-black-widow-3

 

Μπήκε φοβισμένη στην εκκλησία, όχι γιατί δεν άντεχε τη θέα του θανάτου, αλλά επειδή όλη την εβδομάδα ευχόταν να πεθάνει.

«Ψόφα», φώναζε μέσα στο σπίτι της, γυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο. «Να πεθάνεις». Δεν περίμενε η ευχή της να πραγματοποιηθεί τόσο γρήγορα. Ήταν μια απλή σύμπτωση ή τον είχε στ’ αλήθεια σκοτώσει;

Η κατάσταση τον τελευταίο χρόνο ήταν αφόρητη. Το αλκοολιλίκι του Θόδωρου ήταν σχεδόν μόνιμο. Τον κατέτρωγε, αλλά αυτός, μαζοχιστικά, το αποζητούσε από τις πρώτες στιγμές που άνοιγε τα μάτια του. Η μυρωδιά του εμετού που είχε ποτίσει τους τοίχους, ισχυρότερη και από τη χλωρίνη, θα έμενε πάντα στο μυαλό της. Τον είχε σιχαθεί.

Είναι, βλέπεις, ευκολότερο (από το να αντιμετωπίσεις το κοινωνικό βάρος και τις ευθύνες ενός διαζυγίου) να περιμένεις να σας χτυπήσει ο θάνατος, όπως επιβάλλει η κοινωνική μανιέρα. Έτσι μπορούσε να παραστήσει ότι κάποτε τον αγάπησε. Η ανακούφιση που ένιωθε μέσα της γεννούσε λυτρωτικές ενοχές, που έβαζαν παράμερα το θάνατο του άλλου, μπροστά στο πόσο έπασχε η ίδια.

Καθώς στεκόταν μπρος στον μακαρίτη, το μυαλό της πήγε σε παλιές της ευχές και επιθυμίες που είχαν πραγματοποιηθεί. Ο ιερέας έψελνε για τόπους χλοερούς.

Δεν ήταν κάτι το μεταφυσικό, εκεί κατέληξε, αλλά το κάθαρμα έπρεπε να φύγει από τη μέση, έστω κι αν η αιτία θανάτου δεν ήταν και τόσο «φυσιολογική». Το χάπι που του έριξε στο ποτό το πήρε και η ίδια. Το αλκοόλ τέλειωσε τη δουλειά που αυτή ξεκίνησε.

Ο ιερέας έψελνε για τόπους χλοερούς κι εκείνη παρακολουθούσε από έναν παράλληλο κόσμο, τόσο φυσικό όσο και αναίτιο.

Ήταν πια απαλλαγμένη από όλη του τη σκατούρα, βρόμα και δυσωδία. Είχε απαλλαχτεί πλέον και από κάθε τύψη ή φόβο μήπως την ανακαλύψουν. Ήταν αλκοολικός, αυτό το ήξεραν όλοι.

Όταν τον βρήκε πεσμένο στο πάτωμα του μπάνιου, μέσα στους εμετούς του, περίμενε λίγο για να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρός. Μετά σήκωσε το τηλέφωνο και αφού ήταν σίγουρη ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά από τους λυγμούς (οι θεατρικές της σπουδές δεν είχαν πάει χαμένες), πήρε την πεθερά της:

«Κυράαα Μαρίααααα…. Αυτοκτόνησε! Ναι, ΝΑΙ ΣΟΥ ΛΕΩ, τρέχα», φροντίζοντας να κάνει παύσεις για θρήνο.

Έπειτα πήρε ένα χαρτί και ένα στυλό και έγραψε όσο πιο άτσαλα και ανορθόγραφα μπορούσε το σημείωμα αυτοκτονίας. Όταν μεθούσε ο Άλκης έγραφε σαν παιδί του νηπιαγωγείου με μαθησιακές δυσκολίες. Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν τα γράμματα του.

Η πεθερά της έφτασε πριν από το ασθενοφόρο. Η Αλίκη, ουρλιάζοντας, όρμηξε πάνω της. Από μέσα της γελούσε χαιρέκακα και σατανικά. Ένιωθε ότι άξιζε το όσκαρ για αυτήν την ερμηνεία. Της άρεσε τόσο πολύ όλο αυτό που σκέφτηκε ότι θα το ξανάκανε άνετα.

Της άρεσε τόσο πολύ που το ξανάκανε.

Ο επόμενος άντρας της δεν ήταν αλκοολικός, αλλά τζογαδόρος. Τον εξολόθρευσε κι αυτόν χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα. Δεύτερο όσκαρ.

Ο τρίτος ήταν θρησκόληπτος. Παθιασμένος με το θεό του. Τον έθαψε φορώντας ένα μαύρο φουστάνι, με τιράντες. Ήταν καλοκαίρι, βλέπεις.

Ο τέταρτος ήταν πολύ καλός. Μάλλον δεν είχε ελαττώματα. Την αγαπούσε, την φρόντιζε, ήταν και όμορφος (δέκα χρόνια νεότερος).

Τον σκότωσε κι αυτόν. Είχε συνηθίσει πια να πενθεί. Κάθε φορά που φορούσε νυφικό φανταζόταν τον εαυτό της με μαύρα.

«Όπως και να το κάνεις, Αλίκη», έλεγε στον εαυτό της, «το μαύρο είναι το χρώμα που σου ταιριάζει».

                                                   ~~{}~~

alien

Γιατί γελάει η γιαγιά;

 

Προσπαθούσε μετά βίας να μη γίνει αντιληπτό το αμήχανο γέλιο της. Το πάθαινε σχεδόν σε κάθε κηδεία από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Να έφταιγε το ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί το γεγονός ή μήπως υπέκρυπτε την κρυφή χαρά για το ότι δεν βρισκόταν αυτή μέσα στο φέρετρο;

Είναι οπωσδήποτε μια γεύση άγριας χαράς να μετράς πόσους έχεις «θάψει», μέχρι να ‘ρθει και για σένα η αφεύγατη στιγμή. Να βλέπεις θλιμμένα τα πρόσωπα, εκείνων που έμειναν να ζουν, σε αντίθεση με την ολύμπια γαλήνη του προσώπου του νεκρού, και τα κλάματα να καλύπτουν το πνιγμένο νευρικό σου γέλιο, σάμπως η ζωή να ήταν πιο οχληρή από την ασέβεια ή τον θάνατο.

Της άρεσε ιδιαίτερα να φυτεύει στους τεθλιμμένους τούτη την ιδέα, ψιθυρίζοντας μεγαλόφωνα: «Αλίμονο σ’ αυτούς που μένουν», με μια ειρωνική σοβαρότητα που μόνο εκείνη γνώριζε τι σήμαινε.

Φεύγοντας ένιωθε σαν να είχε κλέψει τη ζωή τους, μοναδική επιβιώσασα σ’ ένα μακάβριο δυστύχημα, σε μια άδηλη μαζική σφαγή.

Όλα αυτά μέχρι που η Αλίκη Βάλμα ένιωσε το χέρι του Χάρου να την τραβάει από το μπατζάκι. Με όση ειρωνεία κι αν έντυνε τις σκέψεις της γύρω από το θάνατο ήξερε κατά βάθος ότι δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Προσπαθούσε να κοροϊδέψει τον ήλιο φορώντας γυαλιά το καταμεσήμερο.

Πόσο μικρή να φαντάζεις, Αλίκη;

Η επόμενη κηδεία που παρευρέθηκε –μετά το δυστύχημα- είχε γι’ αυτήν μια διαφορετική αίσθηση.

Το φέρετρο ήταν μαλακό, απαλό και αναπαυτικό. Ο Χάρος της χαμογέλασε.

«Δεν το ήξερες ότι κάποια στιγμή θα σε έπαιρνα κι εσένα;» Γέλασε με τη βραχνή και πονηρή φωνή του.

Ήταν όμορφο. Αληθινά όμορφο, να βλέπεις όλους τους άλλους τρομαγμένους και θλιμμένους τριγύρω σου, να αναρωτιούνται πως συνέβη.

«Βλέπεις πως είναι», της είπε ο Χάρος. «Είστε τόσο μικροί μπροστά στο θάνατο κι αυτό σας τρώει.»

«Κατάλαβα», είπε η Αλίκη. «Κατάλαβα, τώρα άσε με να φύγω.»

«Φτωχή Αλίκη», είπε ο Χάρος, σαν να πρωταγωνιστούσε σε σαπουνόπερα. «Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα. Τι νομίζεις ότι είναι; Η χριστουγεννιάτικη ιστορία; Ό,τι θα ξυπνήσεις και θα γυρίσεις πίσω στις κηδείες των άλλων; Υπάρχει καιρός για σπορά και καιρός για θερισμό. Υπάρχει καιρός για ζωή και καιρός για πένθος. Γελούσες όσο πέθαιναν οι άλλοι, γελούσες… Δεν ήξερες; Δεν ήξερες ότι θα έρθει και η σειρά σου; Είσαι νεκρή, Αλίκη.»

«Ήξερα», είπε η Αλίκη. «Γι’ αυτό γελούσα…»

Τον κοίταξε στα μάτια ή –τουλάχιστον- σε εκείνο το σημείο όπου θα έπρεπε να έχει μάτια.

«Πάμε», του είπε. «Καλά ήταν… Αγάπησα τόσο τη ζωή που, το ξέρω, θα σε αγαπήσω κι εσένα.»

Όσοι βρίσκονταν στην κηδεία της Αλίκης ισχυρίστηκαν πως διέκριναν ένα χαμόγελο, ένα μειδίαμα, να αναταράσσει την νεκρική της μάσκα.

Πρώτη η μικρή εγγονή της το παρατήρησε. Τράβηξε τη μητέρα από τη φούστα και ρώτησε με την τσιριχτή φωνή της, ραγίζοντας την νεκρική σιγή: «Μαμά, γιατί γελάει η γιαγιά;»

                                                  

                                                  ~~{}~~

(Αυτά τα τρία κείμενα –συν άλλα τόσα που θα διαβάσετε λίαν συντόμως- είναι προϊόντα ενός παιχνιδιού γραφής που ονομάσαμε: Συνεργιστικό Πτώμα.

Επιλέξαμε ως βάση το φύλο και το όνομα του «πρωταγωνιστή»: Αλίκη Βάλμα.

Και ένα ακόμα στοιχείο: Η ηρωίδα θα παρευρισκόταν σε μια κηδεία.

Κάθε συνεργός έγραψε την πρώτη παράγραφο, για τη δική του Αλίκη.

Ο επόμενος έπρεπε να προσθέσει μια παράγραφο, να συνεχίσει την ιστορία, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς είχε στον νου του ο προηγούμενος.

Μετά ο τρίτος, ο τέταρτος κοκ.

Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργίας είναι Οι έξι κηδείες της Αλίκης Βάλμα.)