Οι Πρόγονοι του Αδάμ
Η ιστορία του Αντώνη εδώ – Η ιστορία της Ελένης εδώ – Η ιστορία του Αδάμ εδώ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Ο δρόμος που πάει στο νεκροταφείο είναι άτσαλα τσιμεντοστρωμένος, σπαρμένος με μυτερά βότσαλα που σου τρυπούν τις πατούσες και ανισόπεδος σαν τσιμεντένιος χείμαρρος. Ρουνικά τρίνυχα σύμβολα που προλέγουν την αναστάτωση της υφηλίου είναι χαοτικά σκορπισμένα στο τσιμέντο, από μάγισσες κότες που κάηκαν στην πυρά -ή έγιναν σούπα.
Παιδιά έχουν αφήσει τα χνάρια τους μπροστά στο σπίτι των γονιών τους. Χνάρια πρόχειρα χαραγμένα στο ίδιο με πλαστελίνη τσιμέντο, πριν εκείνο πήξει. “Νώντας – 1972” , “Μπάμπης – Θρύλος”.
Η γιαγιά του Αδάμ ανεβαίνει βαρυγκομώντας και κάθε τόσο απλώνει το χέρι της και πιάνεται από το μανίκι του εγγονού της για να τη ρυμουλκήσει.)
Πάρε βαθιά ανάσα, Αδαμάκι μου. Ωραία δεν είναι; Άλλος ο αέρας του χωριού. Μπορεί να μην έχουμε τις ανέσεις τις πόλεις, αλλά… Και ποιες ανέσεις; Εγώ δεν την μπορώ την πόλη, Αδαμάκι μου, με πνίγει. Όταν ήμουν νέα τρελαινόμουν να φύγω από το χωριό και τρελαινόμουν να τριγυρνώ στην πόλη να χαζεύω τα φιγουρίνια και τις βιτρίνες. Αλλά μήπως και μπορούσα να αγοράζω; Μόνο έβλεπα. Οπότε καλύτερα εδώ να μη βλέπω.
Έχουμε και την ησυχία μας. Τίποτα δεν μας λείπει. Κάτσε να ξεκουραστούμε λιγάκι γιατί αυτή η ανηφόρα με ξεθέωσε.
Παλιότερα, που μπορούσα να περπατήσω, είχα τις ντοματούλες μου στον μπαξέ, έβαζα και κολοκυθάκια και πιπεριές, όλα τα είχα. Και τις κότες πίσω, όλα τα είχα. Αλλά και τώρα δεν μου λείπουν. Λέω στο θείο σου τι θέλω και μου τα φέρνει από την Ένωση, το σούπερ-μάρκετ. Λίγα πραγματάκια, αφού δεν τρώω πολύ, γριά γυναίκα είμαι. Μη βλέπεις που πάχυνα, ορμονικό είναι.
Απ’ το Ζολώτα δεν συμφέρει να ψωνίζεις. Πανάκριβος είναι. Παραπονιέται κι αυτός όλη την ώρα ότι θα το κλείσει το μαγαζί, μα τι να κάνουμε; Όπως μπορεί ο καθένας. Άντε, πάμε, τράβα με να σηκωθώ.
(Τα περισσότερα κτίρια εγκαταλειμμένα, ερείπια, λες και μόλις πέρασαν οι ορδές των Γότθων. Απόλυτοι κυριάρχοι πλέον τα αιλουροειδή, που διασχίζουν αγέρωχα τους δρόμους, σαν να γνωρίζουν ότι το χωριό, η χώρα, ο κόσμος τους ανήκει. Τις έφεραν για να φάνε τα ποντίκια κι εκείνες το έκαναν, αλλά δεν χόρτασαν. Έπειτα έφαγαν τους ανθρώπους.
Ο Αδάμ απλώνει το πόδι, τάχα για να κλωτσήσει έναν μαύρο αρσενικό που περνάει από μπροστά τους. Ο γάτος γυρνάει και τον κοιτάει. Το ένα μάτι πράσινο, το άλλο λείπει. Δεν φαίνεται να φοβάται. Πιο πολύ μοιάζει να αναρωτιέται: “Υπάρχουν ακόμα αυτά τα άπτερα δίποδα;”
Το άπτερο δίποδο παρακάμπτει το αιλουροειδές για να προλάβει τη γιαγιά του, που δεν έχει σταματήσει να μιλάει.)
…σινέμα ούτε θέατρο χρειαζόμαστε. Μην νομίζεις, ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει με δύο πραγματάκια, αλλά όσα περισσότερα του δίνεις τόσο περισσότερα θέλει. Λίγο φαγάκι, ξύλα για να μην κρυώνει… Και τηλεόραση. Ναι, χωρίς την τηλεόραση δεν κάνω. Η μόνη μου παρέα είναι.
Παλιά πως μπορούσα; Είχαμε το ραδιόφωνο. Αλλά μην νομίζεις, δεν το παίζαμε κι αυτό πολύ. Με τις λάμπες πετρελαίου ήμασταν. Τη μέρα δουλεύαμε. Στα χωράφια, στο σπίτι… Νύχτωνε και πέφταμε για ύπνο. Καλό είναι να κοιμάσαι νωρίς και να ξυπνάς νωρίς. Κι εσύ, μην ξενυχτάς, να πέφτεις νωρίς να κοιμάσαι. Η γιαγιά μου έλεγε ότι για να είσαι υγιής πρέπει να βλέπεις το ξημέρωμα. Ήταν σοφή γυναίκα η γιαγιά μου.
Καλά είμαστε εδώ στο χωριό. Δόξα τω θεώ δεν πεινάμε. Κι αν ήταν εδώ ο παππούς σου καλύτερα θα ήμασταν. Παίρναμε και τη σύνταξη ολόκληρη, μου ‘μεναν και δυο φράγκα να δώσω στα εγγόνια μου, αλλά…
Όποιον θέλει ο θεός παίρνει, δεν μπορούμε να του ζητάμε και τα ρέστα. Πάλι καλά που μας αφήνει να ζούμε όσο ζούμε. Αν ήθελε θα μας έλιωνε σαν κουνουπάκια. Αλλά μας λυπάται, ευλογημένο το όνομα του.
(Κάνει το σταυρό της αργά, ψυχαναγκαστικά, τέλεια. Τα δάκτυλα ακουμπάνε στο μέτωπο, στην κοιλιά, στο δεξί ώμο, στον αριστερό, με τόση καθαρότητα στην κίνηση που μόνο ο Μάρλον Μπράντο θα μπορούσε να τη μιμηθεί. Λες και δεν υπάρχει το υπόλοιπο σώμα, αλλά μόνο το χέρι και το σημείο που κάθε στιγμή εκείνο αγγίζει.)
Ξέρω, εσείς τα νέα παιδιά δεν τα πάτε καλά με το Θεό. Έτσι είναι όλοι μέχρι που αρχίζουν να πονάνε τα κόκαλα τους. Τότε το ξανασκέφτονται. Πας καθόλου στην εκκλησία, Αδαμάκι μου;
Να πηγαίνεις, να πηγαίνεις. Καλές και οι περιπέτειες, απαραίτητη η δουλειά, αλλά να ξέρεις ότι χωρίς το θεό δεν γίνεται τίποτα. Αυτός αποφασίζει, αυτός διατάζει. Όποιος δεν αγαπάει το Θεό ποτέ του δεν προκόβει. Και τι; Κακό θα σου κάνει να πας και καμιά μέρα στην εκκλησία; Τι θα χάσεις; Μια ωρίτσα. Και θα κερδίσεις τον Παράδεισο.
Έτσι μας έλεγε ο παπα-Πασχάλης. Το μεγάλο στοίχημα. Βάζεις μια ωρίτσα τη βδομάδα. Αν δεν υπάρχει θεός δεν χάνεις και τίποτα σπουδαίο. Τι ψυχή έχει μια ώρα; Ακόμα και για την ανάγκη σου πιο πολύ ώρα ξοδεύεις. Αν όμως υπάρχει θεός, αν κερδίσεις το στοίχημα, τότε… Τι λες; Δεν είναι έξυπνο στοίχημα;
(Και φαντάσου τώρα ο θεός να είναι ο Μεγάλος Τζογαδόρος, εκείνος που όντως παίζει ζάρια και τα πετάει σε κρυφά σημεία, ιδιοκτήτης ενός αχανούς καζίνο και γκρουπιέρης μαζί -αφού είναι όλα όσα υπάρχουν. Κάθεται απέναντι σου στο τραπέζι και σε ρωτάει τι ποντάρεις. Κοιτάς τις τσέπες σου, άδειες.
“Δεν έχω τίποτα”, του λες.
“Μπορώ να σου δώσω πίστωση”, σου λέει, “αρκεί να έχεις πίστη.”
“Πιστεύω”, του λες εσύ.
“ΟΚ, είσαι μέσα στο παιχνίδι”.)
Και τις γυναίκες. Μην ξοδεύεις όλες σου τις δυνάμεις στις γυναίκες. Δεν αξίζουν τον κόπο, άκου με που σου λέω, γυναίκα είμαι κι εγώ. Όταν πηγαίνεις σε γυναίκα να παίρνεις μαζί σου μαστίγιο, δεν καταλαβαίνουμε αλλιώς. Το θέλουμε το ξύλο μας για να στρώσουμε.
Είδες και το θείο σου που ‘μπλεξε με ΄κεινη την Εγγλέζα και την είχε στα όπα-όπα. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, του έλεγα, τι τη θες την ξένη, την ξυνή, που τη βλέπει ο ήλιος και καίγεται; Πάρε μια δική μας, μια με τρίχες στα χέρια.
Δεν το ‘ξερες; Α, να βρεις κι εσύ γυναίκα που να ‘χει τρίχες στα χέρια, κάνουν δυνατά παιδιά κι αγόρια.
Όχι, ο θείος σου. Ήθελε την κοκκινομούρα. Και την έντυνε και τη στόλιζε και τι κατάλαβε; Τον παράτησε στα κρύα του λουτρού και γύρισε σπίτι της και πήρε κι όλα τα χρυσαφικά του αρραβώνα.
Έτσι είναι οι γυναίκες. Πάνω που νομίζεις ότι τις έχεις του χεριού σου δίνουν ένα σάλτο και σε γεμίζουν κέρατα. Ρώτα κι εμένα τι έχουν δει τα ματάκια μου. Ν’ αφήνουν τα παιδιά και τον άντρα τους -και μιλάμε άντρες νοικοκυραίοι, δουλευταράδες- και να πέφτουν ανάσκελα με τον πρώτο τυχόντα.
Ξέρεις πως τις έλεγε η δικιά μου γιαγιά τις γυναίκες; Έμπουσες.
Σκύλες και μαζί πανέμορφες ξωτικές, λάμιες που πλαγιάζουν με τους άντρες και τους ρουφάνε τις δυνάμεις, μέχρι που να λιώσουν. Τις βλέπετε στην αρχή να λάμπουν και να βλεφαρίζουν και να αναστενάζουν και όλοι πέφτετε με τα μούτρα. Σας φαίνονται γλυκές και ανυπεράσπιστες και παραδίνεστε άνευ όρων και χώνεστε κάτω από το φουστάνι τους και πριν να το καταλάβετε σας έχουν φάει, με το κάτω στόμα, αυτό που έφαγε Ατρείδες και κατσίβελους.
Γι’ αυτό σου λέω, μην τις εμπιστεύεσαι. Τάξε πολλά και μη δίνεις τίποτα.
(Ο μεγαλύτερος εχθρός της γυναίκας ήταν πάντα η γυναίκα. Όχι η κάθε γυναίκα, αλλά η μητέρα του γιου. Γιατί η μητέρα θέλει να προστατέψει το αγόρι της από τις άλλες γυναίκες, τις λάμιες, τις κοκκινομούρες.
Και διαδίδει το αρχέγονο σύνθημα: “Όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες, εκτός από τη μάνα.” Σύνθημα παράδοξο, αφού τότε μόνο οι καλόγριες, οι παρθένες και οι άτεκνες μπορούν να διεκδικούν το προνόμιο της πουτανιάς. Όλες οι άλλες μάνες κάποιου είναι.)
Κανέναν να μην εμπιστεύεσαι. Μόνο την οικογένεια σου. Κι οι φίλοι, μην νομίζεις, στο παίζουν καλοί και μετά θα σου ρίξουν στάχτη στο ποτό σου για να γελάσουν. Ή για να πηδήξουν τη γυναίκα σου. Ναι! Κι εκεί που βγαίνεις να προσέχεις μη σε μπλέξουν με τίποτα ναρκωτικά. Να μην παίρνεις τσιγάρο από κανέναν, να έχεις τα δικά σου, γιατί θα σου δώσουν κανά τσιγάρο με χασίς και μετά… Μετά θα αρχίσεις και την ηρωίνη. Μη γελάς. Το είπαν στην τηλεόραση.
(Αριστοτέλεια λογική της τηλεόρασης: Το 83% των ηρωινομανών κάπνισε πρώτα κάνναβη. Συμπέρασμα: Απ’ όσους καπνίσουν κάνναβη το 83% θα περάσει στην ηρωίνη.
Η λογική του Αριστοτέλη, αν έβλεπε τηλεόραση: Το 97% των αλκοολικών δοκίμασε κρασί για πρώτη φορά στη Θεία Κοινωνία. Συμπέρασμα: Απ’ όσους κοινωνήσουν το 97% θα γίνουν αλκοολικοί.)
Να την ακούς τη γιαγιά σου. Κάτι ξέρω κι εγώ παραπάνω. Κι όταν σου λέω για τις γυναίκες είναι γιατί ξέρω. Λίγες αξίζουν κι αυτές μετρημένες στα δάκτυλα. Μη βλέπεις τη μάνα σου. Αυτή δεν γύρισε να κοιτάξει άλλον άντρα από τον πατέρα σου. Όλες οι άλλες είναι του σκοινιού και του παλουκιού. Γι’ αυτό σου λέω. Ξύλο. Αν δεν τους ρίξεις καμιά σφαλιάρα δεν καταλαβαίνουν.
(Φτάνουν δίπλα σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Χόρτα και βρύα φυτρώνουν στις ρωγμές των τοίχων, αλλά αυτό αφορά πια μόνο τους τοίχους, τα βρύα και τα χόρτα. Η γιαγιά-Μερόπη κοιτάει το σπίτι για λίγη ώρα, αφηρημένη και μπλεγμένη στις αναθυμιάσεις της επερχόμενης άνοιας, έπειτα ξαφνικά θυμάται και σταματάει. Τραβάει τον Αδάμ και του δείχνει το ερείπιο.)
Να! Τι σου λεγα; Το βλέπεις αυτό; Ήταν η Βαρβάρα η πιο σπάταλη γυναίκα. Το βλέπεις πως το κατάντησε το σπίτι της; Ο άντρας της είχε το μπακάλικο πριν από το Ζολώτα, μην νομίζεις ότι ήταν τίποτα φτωχαδάκια. Αλλά εκείνη δεν τα λογάριαζε τα λεφτά. Δεν ήξερε να κάμει κουμάντο.
Όσο ζούσε ο Πεντακόσιας, ο άντρας της, τα πηγαίναν μια χαρά, γιατί εκείνος ήταν νοικοκύρης και ήξερε να τη βάζει στη θέση της. Με το που πέθανε, η Βαρβάρα το διέλυσε το μαγαζί και το σπίτι.
Είχα πάει κάνα χρόνο μετά να τη δω και δεν είχε ούτε μακαρόνια να βράσει. Το σπίτι βρώμαγε κατρουλιά γάτας. Αυτή καθόταν στην κουζίνα και έκλαιγε τη μοίρα της.
“Τι την έκανες τη σύνταξη, μωρή Βαρβάρα;” τη ρωτάω.
“Ποια σύνταξη;” μου λέει αυτή.
Δεν προλάβαινε να την πιάσει στα χέρια της και γινόταν καπνός. Πήγαινε και αγόραζε ό,τι άχρηστο έβρισκε, έκανε δώρα, κερνούσε τις φίλες της και τις γνωστές, δεν ήξερε τι της γινόταν. Τη βλέπω ότι ήταν τελείως άφραγκη και της λέω:
“Θες κάνα χιλιάρικο να πάρεις λίγο καφέ, λίγο ρύζι, λίγο κατιτίς;”
Ε, άκου, Αδαμάκι μου. Τα παίρνει τα λεφτά, ούτε ευχαριστώ δεν λέει. Και μετά, μετά από λίγο, τι λέει;
“Πάμε, Μερόπη, να σε κεράσω μια πορτοκαλάδα;” μου λέει.
“Με τι λεφτά, μωρή;” της λέω ‘γω. Και τι μου πε;
“Έχω το χιλιάρικο.”
Κατάλαβες;
Όταν πέθανε τη θάψαμε με έρανο.
(Ο Αδάμ κουνάει το κεφάλι του πάνω-κάτω και σουφρώνει τα χείλη για να εκφράσει τον αποτροπιασμό του. Κοιτάνε άλλη μια φορά το αποτέλεσμα της βάρβαρης σπατάλης και συνεχίζουν να περπατάνε, πιο γρήγορα, λες και προσπαθούν να ξεπεράσουν το φάντασμα της ανοικοκύρευτης γυναίκας.
Μόλις φτάνουν στην κορυφή της ανηφόρας βλέπουν τα μαρμάρινα μνήματα να αστράφουν ζωηρά -vivace- ανάμεσα στα κυπαρίσσια και στις λεύκες.)
Νάτος κι ο παππούλης σου…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~