Ο λύκος στον Τροπικό του Αιγόκερω

0
2177

Να αισθάνεσαι γέρος. Ίσως όχι ακριβώς γέρος. Γύρω στα 65.

Είναι εκείνη η κούραση που σ’ εμποδίζει να κινείσαι. Κούραση κάλπικη, όχι λυτρωτική.

Υπάρχει η λυτρωτική κούραση, όταν έχεις ολοκληρώσει κάποιο έργο, πνευματικό ή σωματικό, και το σώμα σου, το πνεύμα σου, αποκαμωμένα ζητούν να κάτσουν σε μια άκρη ν’ απολαύσουν την απραξία και το έργο τους -όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά.

Ακόμα κι ο θεός ξεκουράστηκε την έβδομη μέρα.

Υπάρχει κι η άλλη η κούραση, η κάλπικη, η ενδογενής, που δεν σ’ αφήνει να κάνεις τίποτα κι ούτε μπορείς ν’ απολαύσεις την απραξία.

Είναι τότε βαρύς ο κόσμος κι αλλότριος, ξένος. Όλα, ακόμα κι εκείνα που αγαπάς, όλα μοιάζουν άδεια από νόημα.

Υπάρχεις μες στο χρόνο σαν ένα βότσαλο μακριά απ’ το κύμα. Παρατημένο εκεί, ακίνητο, ξερό, σκονισμένο. Διαποτισμένο απ’ τη ματαιότητα.

Ή σαν ένα αβγό στρουθοκάμηλου, εγκαταλειμμένο σ’ άγονη γη.

~~{}~~

Θυμάμαι τον γέρο. Απ’ τα πενήντα του χρόνια παραδομένο απόλυτα στην κενότητα. Καθόταν στο διπλανό δωμάτιο, μακριά απ’ το τζάκι, μακριά απ’ την εστία, μακριά απ’ την οικογένεια και κάπνιζε. Μόνος. Μοναχικός.

Μονολογούσε μέσα στους καπνούς απ’ τα στούκας που αφάνιζε, τα Άσσος άφιλτρα.

“Παππού!” του φώναζα.

Σήκωνε λίγο το κεφάλι και με κοιτούσε. Είχε πράσινα μάτια, σχεδόν διάφανα. Μπορούσες να δεις τον τοίχο πίσω του, μέσα απ’ τα μάτια του.

Ρωτούσα τον πατέρα τι είχε πάθει ο παππούς.
“Είχε ανέβει στην καρυδιά να μαζέψει καρύδια κι έπεσε και χτύπησε στο κεφάλι.”

Έτσι μου έλεγε. Νόμιζε ότι τα παιδιά είναι ηλίθια, ότι δεν καταλαβαίνουν, ότι δεν πρέπει να γνωρίζουν. Όμως κανένα χτύπημα δεν σε κάνει έτσι, μόνο οι άνθρωποι.

Ήταν οι δικηγόροι που τον χτύπησαν και κάτι γείτονες και συγγενείς, που του ‘φαγαν την περιουσία, αυτή τη μικρή περιουσία που ‘χε. Εκείνος δεν μπορούσε να παλέψει, δεν ήταν μαχητής, ήταν από ‘κείνους τους αφελείς που εμπιστεύονται τους ανθρώπους. Ίσως να ήταν αδύναμος.

Σαν έχασε κλείστηκε στον νεφελώδη κόσμο των στούκας. Και δεν επέστρεψε ποτέ.

~~{}~~

Ο άλλος παππούς, αυτός που μου ‘δωσε το όνομα του, πέθανε όταν ο πατέρας μου ήταν ακόμα μωρό της αγκαλιάς. Η γυναίκα του, η γιαγιά μου, νέο κορίτσι ακόμα, φόρεσε μαύρα. Και δεν τα ‘βγαλε ποτέ.

Ξαναπαντρεύτηκε, όχι γιατί ήταν νέα, αλλά γιατί ήταν φτωχή, ξενομερίτισσα, Αρβανίτισσα, και χρειαζόταν έναν πατέρα για το παιδί της.

Στην εκκλησία πήγε με μαύρα ρούχα. Όχι με μαύρο νυφικό, αυτά μόνο στα μυθιστορήματα τα γράφουν. Φορούσε τα καθημερινά της ρούχα, τα μαύρα. Πενθούσε.

Και δεν χαμογελούσε. Ποτέ δεν την είδα να χαμογελάει. Το στόμα της ήταν δυο ευθείες σφιχτά κλεισμένες.

~~

Ρωτούσα τον πατέρα τι είχε πάθει ο παππούς.
“Είχε ανέβει στη στέγη να τη φτιάξει. Έβρεχε κι έπαθε πνευμονία και πέθανε.”
Έτσι μου ‘λεγε.

Δεύτερος πρόγονος που τιμωρήθηκε επειδή ανέβηκε ψηλά. Από τότε φοβάμαι τα ύψη. Σαν τον Βελλεροφόντη. Όμως κι αυτό ψέμα ήταν.

Αργότερα έμαθα ότι είχε “πάει” από μια μυθική αρρώστια, μια αρρώστια που μέχρι τότε νόμιζα ότι υπήρχε μόνο στα μυθιστορήματα της Ζατέλη: Λύκος!

~~{}~~

Όλοι νεκροί πλέον και νιώθω να γερνάω απότομα, απρόσμενα ίσως. Σαν να πέφτω απ’ την καρυδιά, σαν να με βρίσκει ο λύκος στη στέγη.

Και γράφω, ομφαλοσκοπώ, μήπως κι αντέξω το βάρος του κόσμου, για ν’ αντέξω την πρόσκρουση. Γιατί δεν πέφτεις εσύ προς τον κόσμο, εκείνος πέφτει πάνω σου, μ’ όλο του το βάρος.

~~{}~~

Υπάρχει μια παραλία στον Τροπικό του Αιγόκερω, σε κάποιο από ‘κείνα τα ξωτικά νησιά με τις πράσινες θάλασσες και τους γυμνούς ανθρώπους.

Μια νύχτα το χρόνο ή μπορεί να ‘ναι και κάθε δέκα ή εκατό, δεν θυμάμαι με σιγουριά, εκατοντάδες μαργαριταρόστρειδα βγαίνουν στην αμμουδιά.

Εγκαταλείπουν τη θάλασσα και μένουν για μια νύχτα κάτω απ’ τ’ αστέρια. Σαν ξημερώσει τα καίει ο ήλιος κι οι ιθαγενείς μαζεύουν τα μαργαριτάρια.

“Τα στρείδια-αυτόχειρες”, έτσι τα λένε. Και κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει.

Ίσως αυτή η αδυναμία εξήγησης να είναι το νόημα του κόσμου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η (μυθική σχεδόν) φωτογραφία είναι του Nick Brandt, Abandoned Ostrich Egg