“And love is not a victory march,
It’s a cold and it’s a broken Hallelujah”
Leonard Cohen
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Υπάρχουν έξι κάμερες για να βλέπω έξω -και μία για να με βλέπουν.
Το περίπτερο είναι σαν ένα ερημονήσι φωτός μέσα στο σκότος. Ένα ερημονήσι που έχει όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζήσει.
Νερό, χυμούς και αλκοόλ, παγωτά, σοκολάτες και τσίχλες, τσιγάρα, καφέ και ξυραφάκια, ντεπόν, σαμπουάν, αλάτι κι οδοντόκρεμα, γάλα και τυρί φέτα, γκαζάκια, τζιβάνες, τηλεπεριοδικά, τσόντες, εφημερίδες και βιβλία (άρλεκιν κυρίως), φακούς λέιζερ, νυχοκόπτες, εισιτήρια για το λεωφορείο, στυλό και μολύβια, έντυπα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ και ΠΩΛΕΙΤΑΙ και υπεύθυνες δηλώσεις κάποιου νόμου, καραμέλες για τον λαιμό κι ό,τι άλλο χρειαστείς.
Ο Ροβινσώνας Κρούσος θα ζούσε πολλά χρόνια χωρίς να χρειαστεί να κυνηγήσει ή να παραγγείλει πίτσα, αν υπήρχε ένα περίπτερο στο νησί.
Ο Φρίξος, ο σκύλος, κοιμάται δίπλα στα τσοντοπεριοδικά.
Είναι πέντε το πρωί. Ακούγεται μόνο το βούισμα απ’ τα ψυγεία, μια αλυσίδα που την κουνάει ο άνεμος και -σπάνια- ο μακρινός ήχος από κάποιο αυτοκίνητο.
Και η βροχή.
Βρέχει συνέχεια τις τελευταίες δυο ώρες. Σαν να είμαι σε νησί. Παντού τριγύρω νερό.
Λες να βουλιάξει το περίπτερο; Και να στείλω σήμα στα άλλα περίπτερα, μήπως έρθει κάποιο να με σώσει;
S.O.S – S.O.S. Save our souls
~~{}~~
Τις προάλλες περπατούσα με τον Τηλέμαχο. Μου ‘λεγε τα επαγγελματικά του σχέδια. Θα γίνει χημικός επιστήμονας ή μπορεί και μάγειρας.
Μόλις που είχα ξυπνήσει, στις τρεις το μεσημέρι. Να δουλεύεις όλη τη νύχτα για 24 ευρώ. Χειρότερα δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω.
S.O.S – S.O.S. Save our souls
“Γίνε ό,τι θες”, του είπα κι έπειτα έκανα το λάθος, μέσα στην πίκρα που ανέβαινε στο λαρύγγι μου, να συμπληρώσω: “Μόνο συγγραφέας μη γίνεις”.
Λέγοντας κάτι τέτοιο στο παιδί σου είναι να του καρφώνεις μια έμμονη ιδέα στο κεφάλι. Κι ο Γιαχβέ έτσι είπε στους Πρωτόπλαστους: “Είστε ελεύθεροι να φάτε απ’ όλα τα δέντρα του κήπου, εκτός…”
Κι εκείνοι έφαγαν απ’ το “εκτός”. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν;
Ο Τηλέμαχος με κοίταξε έκπληκτος.
“Μα εσένα σ’ αρέσει να γράφεις. Δεν σ’ αρέσει;”
“Δεν μπορώ να ζήσω αλλιώς.”
Τον είχα μπερδέψει, το κατάλαβα. Δεν πειράζει, δεν είναι ανάγκη να τα εξηγείς όλα στα παιδιά. Είναι πιο έξυπνα απ’ όσο νομίζουν κάποιοι. Και δεν χρειάζονται πάντα τις λέξεις.
Με βλέπει, τόσα χρόνια, απ’ τη στιγμή που απέκτησε συνείδηση του κόσμου, να διαβάζω και να γράφω. Και με το ζόρι να τα βγάζω πέρα.
Αυτονόητο συμπέρασμα: Η συγγραφή δεν αποδίδει.
~~{}~~
Τον κοιτάζω να περπατάει δίπλα μου. Τον θυμάμαι μωρό. Δούλευα τότε σ’ ένα μπαρ. Γυρνούσα στις τέσσερις το πρωί. Κι εκείνος ξυπνούσε. Τον έπαιρνα για λίγο απ’ τη μητέρα του, έβαζα Leonard Cohen και χορεύαμε:
“Suzanne takes you down to her place near the river “
Δεν θα του ξαναπώ τι να κάνει ή τι να μην κάνει. Θα περπατήσει τον δικό του δρόμο κι αυτός, όλοι το ίδιο κάνουμε.
~~{}~~
Θυμάμαι μια μέρα, απ’ τα παλιά χρόνια, τότε που ο ήλιος έβγαινε απ’ την ανατολή.
Τα βράδια μαζευόμασταν και αμπελοφιλοσοφούσαμε, μέχρι πρωΐας. Λέγαμε πώς θ’ αλλάξουμε τον κόσμο με την τέχνη μας. Έπειτα γυρνούσαμε για να κοιμηθούμε, χαρούμενοι, μεθυσμένοι και νέοι.
Ένα μεσημέρι, μεταξύ ύπνου και αφύπνισης, άκουσα μια φωνή να με καλεί, να λέει: “Εδώ δεν μπορείς να κουμαντάρεις τον εαυτό σου, θες κι επιβάτη;”
Άνοιξα τα μάτια τρομαγμένος. Το δωμάτιο άδειο, ακατάστατο ως συνήθως. Στον ένα τοίχο μια αναπαραγωγή της Ιουδήθ, του Κλιμτ. Παραδίπλα μια προσωπογραφία του T.S. Elliot, κι ο Bob Dylan, βλοσυρός, να κοιτάζει κάτω, “the times they are a-changin”.
Μόνα έπιπλα μια ντουλάπα, μια καρέκλα κι ένα ράντσο, όπου κοιμόταν όποιος φίλος δεν μπορούσε να περπατήσει μέχρι το δικό του.
Το τζάμι της πόρτας είχε σπάσει κι είχα καρφώσει μια κουβέρτα, για να κόβει το κρύο.
Είχα λεφτά για ν’ αλλάξω το τζάμι, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Είχα σημαντικότερα πράγματα να κάνω απ’ το να κρυώνω. Ν’ αλλάξω τον κόσμο!
Πήγα να σηκωθώ κι η φωνή του ονείρου ξανακούστηκε.
“Αφού δεν μπορείς ούτε μόνος σου να σταθείς, τι τον θες τον επιβάτη;”
Ή είχα αρχίσει να τρελαίνομαι ή κοιμόμουν ακόμα ή…
Άνοιξα την πόρτα και κοίταξα στο δρόμο. Ο εγγονός της σπιτονοικοκυράς, μιας αειθαλούς Απεραθίτισσας που έφτιαχνε το καλύτερο ρόστο στις Κυκλάδες, προσπαθούσε να κάνει ποδήλατο. Κι έβαζε τον μικρό του ξάδελφο να κάθεται στη σχάρα. Κάθε τόσο έπεφταν κι η γιαγιά τους φώναζε απ’ το μπαλκόνι:
“Εδώ δεν μπορείς να κουμαντάρεις τον εαυτό σου, θες κι επιβάτες;”
~~{}~~
Δεκαπέντε χρόνια μετά είμαι εγκλωβισμένος σ’ ένα περίπτερο. Από τις κάμερες βλέπω τις σταγόνες της βροχής, τις εφημερίδες, κι έναν άνθρωπο με μακριά μαλλιά που κάτι γράφει στο τετράδιο του. (συγκεκριμένα γράφει: “που κάτι γράφει στο τετράδιο του”.)
Ο Φρίξος συνεχίζει να κοιμάται, ατάραχος και παχύς, δίπλα στα τσοντοπεριοδικά.
Και σκέφτομαι: Φαντάσου να έδειχνε στην οθόνη, η κάθε οθόνη απ’ τις εφτά, ένα στιγμιότυπο απ’ τη ζωή μου. Πόσα μπορεί να χωρέσει η ζωή ενός ανθρώπου;
Κάνουμε ποδήλατο χωρίς φρένα. Πέφτουμε, τσακιζόμαστε, καταριόμαστε. Συνήθως συνεχίζουμε.
Αλλάξαμε τον κόσμο, γιατί περάσαμε από μέσα του, εμείς, ο καθένας.
~~{}~~
Η βροχή όλο και δυναμώνει. Βουλιάζουμε. Αλλά ο Φρίξος κοιμάται ήσυχος δίπλα στα τσοντοπεριοδικά κι εκείνος ο τύπος συνεχίζει να γράφει, σαν τους μουσικούς του Τιτανικού.
“Μα εσένα σ’ αρέσει να γράφεις. Δεν σ’ αρέσει;”
“Δεν μπορώ να ζήσω αλλιώς.”
Κι ο Τζεφ Μπάκλεϋ, λίγο πριν πνιγεί στον Μισισιπή, τραγουδάει: