Η ανθρωπότητα δεν υπάρχει πια. Απέμεινε μια γυναίκα, η τελευταία γυναίκα του κόσμου, μια αντίστροφη Εύα.
Γυρνάει στους έρημους δρόμους και βάφει κόκκινες διακεκομμένες γραμμές. Βλέπει τον ήλιο να δύει στα ερείπια της πόλης με μόνη παρέα ένα μπουκάλι κρασί και μια μύγα. Βγαίνει στην εθνική και βρίσκεται μπροστά σε μια ατελείωτη ουρά από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα -εκείνοι που προσπάθησαν να ξεφύγουν.
Τι μένει μετά την Πτώση του Πολιτισμού, της Ιστορίας, του Ανθρώπου;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα ακόλουθα κείμενα γράφτηκαν στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Επίλογος” – Άννα
Έχω ένα χρόνο να κοιμηθώ ή ένα χρόνο που κοιμάμαι και δε μπορώ να ξυπνήσω.
Ένα χρόνο από τη μέρα της Μεγάλης Σκόνης.
Μια μέρα που κράτησε τέσσερα εικοσιτετράωρα από αφόρητο , συνεχόμενο φως και σκόνη.
Δε ξέρω. Μόνο φοβάμαι. Δε ξέρω τι και ποιόν.
Όταν αναθαρρεύω, μόνο ουρλιάζω.
”Είναι κανείς εδωω ώ;”
Η φωνή μου με ελπίδα περιπλανιέται, ψάχνει στα ερημωμένα κτίρια και επιστρέφει αλαφιασμένη και ασυνάρτητη χωρίς απάντηση.
Όταν ήμουν μικρή και πηγαίναμε στα πολυσύχναστα εμπορικά κέντρα, η μητέρα μου έλεγε πως αν τύχει και χαθούμε στην πολυκοσμία, να μη φοβηθώ, πως θα με βρει.
”Και στην ερημιά μαμά; Και στην ερημιά να περιμένω;”
Βάφω κόκκινες διακεκομμένες γραμμές .
Από την είσοδο της πόλης,σημάδια, κατά μήκος της Λεωφόρου των Μίμων.
Όταν τελειώσω θα οδηγούν σ’αυτό που ήταν σταθμός των τρένων.
Εκεί ,ζαρωμένη κουρνιάζω τις νύχτες, με το κεφάλι στα γόνατα και τα χέρια να κρατάνε το ένα το άλλο.
Δε κλαίω πια. Σχεδόν δυο χρόνια τώρα.
Το κλάμα είναι μηχανισμός λύτρωσης ανακούφισης παρηγοριάς.
Και γω δεν έχω.
Μόνο ένα συνεχές ακούσιο αναφιλητό, που τις νύχτες τινάζει το σώμα μου από το λήθαργο και τις μέρες με σπρώχνει να ψάχνω,
τι και ποιόν;
Βάφω κόκκινες διακεκομμένες γραμμές .
Κενό,εγώ. Κανείς άλλος,κόκκινο. Κενό, εγώ. Απόγνωση ,κόκκινο. Κενό,εγώ. Μόνο εγώ,κόκκινο.
Εγώ κενό, κενό κόκκινο.
Σήμερα επέστρεψα από το Πάθ. Το τελευταίο σημείο της Νότιας Άκρης. Μόνο ο άνεμος το νερό και οι σκιές σαλεύουν και κει.
Απ’όπου και αν περιδιάβηκα, ψάχνοντας , με το στόμα σφιγμένο
απ΄τη παράκληση,
γύρισα ακόμα πιο θαμπή και ακόμα πιο μόνη.
Γράφω κόκκινους κύκλους στο χάρτη. Ο χάρτης είναι κόκκινος κύκλος και μια κουκκίδα στην άκρη, εγώ.
Σήμερα γύρισα σπίτι μου. Έφυγαα απ’το σταθμό. Ο σταθμός είναι χώρος αναμονής και γω δεν έχω.
Πήρα τα βιβλία και τα κοσμήματα με τα πετράδια που φοράω όταν ψάχνω για τροφή.
Τα βιβλία δε τα διαβάζω .Τα βιβλία μιλούν για θεούς και ανθρώπους και γω δεν είμαι τίποτα από τα δύο. Δεν έχω τίποτα από τα δύο.
Μόνο τους τίτλους που έχω διαλέξει προσεκτικά. Τα στοιβάζω στο χώρο.
Πάνω πάνω , Τα Γενέθλια του Κόσμου.
Το σπίτι σα να κατάπιε την προσμονή.
Μετά από τρία χρόνια αντίκρισα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, δίπλα στην είσοδο.
Είδα ένα άγνωστο πρόσωπο χλωμό, σκληρό με δύο κούφια μάτια.
”Είναι κανείς εδώ;” μουρμούρισα από μέλημα και από συνήθεια.
Έστρωσα το τραπέζι με το κεντημένο ύφασμα.
Έβαλα τα καλά πιάτα και τα γυάλινα ποτήρια.
Είναι όλοι εδώ.
Και η μητέρα και ο πατέρας και ο ‘Ιγκο και η Σάμι και η Δέρετ ακόμα και η μικρή θεία Ρου που είχε φύγει πριν τη μεγάλη Σκόνη.
Δε μιλάνε, μόνο μου χαμογελούν.
Δε με πειράζει ,τα δάκρυα πέφτουν από τα μάγουλα και χαμογελάω και γω.
Και τους τραγουδάω.
Τα παιδιά κάτω στον Κάμπο
κυνηγούν ένα τρελό
τον επνίγουν με τα χέρια
και τον καίνε στο γιαλό
~~~~~~~~~~
*’Τα Γενέθλια του Κόσμου’. Ursula K. Le Guin.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Η Επιζήσασα” – Αντώνης
1. Ζω γιατί ελπίζω. Όλοι χάθηκαν, αλλά εγώ είμαι εδώ. Επομένως, μπορεί και κάποιοι άλλοι να σώθηκαν. Μπορεί αυτοί οι άλλοι να είναι τα παιδιά. Συνεχίζω λοιπόν την ύπαρξή μου, υπάρχει λόγος. Αφήνω μπουκάλια με μηνύματα σε όσα σημεία περνάω, ώστε όποιος τα βρει να με αναζητήσει. Στην αρχή, επέστρεφα να τα ελέγξω, αργότερα όμως σταμάτησα, τζάμπα κόπος. Αν πρόκειται να ξαναπεράσεις από κάπου, τότε μπορείς απλά να εμπιστευτείς την τύχη σου για να συναντήσεις αυτό που ψάχνεις. Έτσι όμως μικραίνεις την περιοχή αναζήτησης. Λίγοι και μικροί επαναλαμβανόμενοι κύκλοι – έτσι ήταν η πρώτη χρονιά μετά την καταστροφή. Καιρός να ανοίξω τους κύκλους, χωρίς επαναλήψεις, απλά μπουκάλια με μηνύματα.
2. Η περίοδος συνεχίζει να μου έρχεται κανονικά, βοηθώντας με να κρατάω το χρόνο. Δύο χρόνια τώρα με χλευάζει η φύση. Για ποιόν ετοιμάζω τα ωάριά μου; Έκανα παιδιά, θέλω κι άλλα; Παραδόξως, οι ίδιες σκέψεις με θολώνουν όταν μπαίνω στα εγκαταλελειμμένα ‘γυναικεία’ είδη: χρώματα, αρώματα, υφάσματα, ποδήματα, εσώρουχα, βαφτικά! Όλα για μένα, μόνο για μένα, χωρίς ανταγωνιστές – χωρίς όμως και στόχο. Κι αν έβρισκα κάποιον, με ποιό μέτρο πια θα σταθμίσω την ‘ευπρέπεια’ και την ‘καλογουστιά’; Το δικό μου, όπως ήξερα, ή το δικό του, όπως ήξερε; Χωρίς τους ‘ειδήμονες’ και τους ‘ειδικούς’, πώς θα αποκτήσω – μαζί του – κοινή άποψη/παραδοχή, για να παίξουμε το παιχνίδι; Σε αυτά τα μέρη δεν αφήνω μπουκάλια.
3. Νερό κυλά. Τρέχω! Σε μια παλιά πολυκατοικία, στον τρίτο όροφο, έσπασε η βάνα της βρύσης του νεροχύτη της κουζίνας. Γίνομαι μούσκεμα, και κλείνω τον γενικό διακόπτη του νερού, να μην πλημμυρίσει το σπίτι. Ύστερα στέκομαι αποσβολωμένη, αναλογιζόμενη υπό το πρίσμα της τωρινής κατάστασης, τι έκανα… Τρία χρόνια – σαν να μην πέρασε μια μέρα. Άφησα το μπουκάλι μου κι έφυγα βιαστικά από την υπενθύμιση του παρελθόντος.
4. Τον τέταρτο χρόνο ταξίδεψα. Πήγα σε μέρη που ήθελα να δω, που είχα δει στις διαφημίσεις, που είχα γαλουχηθεί στο σχολείο. Απογοητεύτηκα. Δεν βρήκα λαμπρότητα στα λαμπερά, ούτε μεγαλοπρέπεια στα μεγαλοπρεπή. Μόνο ερημιά και εγκατάλειψη. Ίσως εγώ να την κουβάλησα εκεί, ίσως τα μέρη αυτά να ήταν μια χαρά μέχρι που εμφανίστηκα, ίσως γι’ αυτό να ένιωθα τόσο ανεπιθύμητη. Άφησα κι εκεί τα μπουκάλια μου, και δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω.
5. Μάζεψα γύρω μου ότι ζωντανό πλάσμα δέχτηκε να με ακολουθήσει: γάτες, σκύλους, σκίουρους, αρουραίους… Τα τάισα και τα πότισα, τα πρόσεξα όσο μπορούσα, κι αυτά μου έκαναν παρέα τον πέμπτο χρόνο. Κάποια πέθαναν, από φανερά ή άλλα αίτια, άλλα γεννήθηκαν, κι άλλα έφυγαν, κι άλλα ήρθαν. Η ζωή στον πλανήτη συνεχίζεται, η φύση αναζητά και ξαναβρίσκει ισορροπίες, μόνο η ανθρωπότητα λείπει. Κι εγώ ακόμα περιμένω, χωρίς ιδιαίτερη ελπίδα πια. Αλλά και τι άλλο έχω να κάνω; Ούτως ή άλλως, έχω ημερομηνία λήξεως. Είτε αργά, είτε (με τη βοήθεια κάποιας νόσου) γρήγορα, θα ανεβώ στο τελευταίο πλατύσκαλο της ύπαρξης. Χους εις χουν. Συνθλίβω με ένα ξαφνικό και βίαιο χτύπημα μια μεγάλη μαύρη μύγα που κάθησε στο μέτωπό μου, καθώς ξαπλωμένη στη σαιζ-λόνγκ σε μια ταράτσα βλέπω τον ήλιο να δύει μέσα στα ανθρώπινα ερείπια της πόλης που μεγάλωσα. Δίπλα σε ένα τελευταίο, άδειο μπουκάλι…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“13” – Τάσος
13/11/2016
Ένα χρόνο μόνη. Δεν έχω δει, δεν έχω μιλήσει σε άνθρωπο. Μονολογώ μόνο κάποιες φορές για να ακούσω μια ανθρώπινη φωνή. Είναι όλοι νεκροί! Όλοι! Κι οι δικοί μου. Όσους βρήκα τους έθαψα. Το σκέφτομαι, το γράφω και πάλι αρνούμαι να το πιστέψω. Κάθε μέρα περιμένω ότι θα ξυπνήσω. Κάθε μέρα. Δεν μπορεί! Πτώματα παντού, πώς να συνηθίσεις τόσα πτώματα; Αυτή τη μυρωδιά της κόλασης; Αυτά τα κούφια μάτια που ζητούν απαντήσεις; Δεν έχω καμία απάντηση, δεν ξέρω γιατί ζω, μόνο εγώ! Είμαι ένοχη και δεν ξέρω γιατί. Ζω; Η Θλίψη κι ο Φόβος ζουν κι εγώ τους παρατηρώ άψυχη. Την ημέρα τριγυρνώ στην πόλη μήπως βρω κάποιον ζωντανό άνθρωπο ή έστω κάποιο ζώο. Όμως τα βράδια… τα βράδια είναι τόσο σκοτεινά… τόσο κρύα… και ο κάθε ήχος του αέρα… σαν να μου μιλούν οι νεκροί… κάποιες φορές τους ακούω στ’ αλήθεια! Πόσο να συνεχίσω;
13/11/2017
Είμαι εδώ λοιπόν άλλον ένα χρόνο. Κι η μεγαλύτερη ασχήμια συνηθίζεται τελικά, όχι όμως κι η μοναξιά. Είναι ανελέητη. Τουλάχιστον μπορώ πλέον και διαβάζω. Τον πρώτο καιρό μου ήταν επώδυνο, η κάθε λέξη μου θύμιζε αυτό που υπήρχε κι έχει φύγει για πάντα. Τώρα καταφέρνω και χάνομαι, κάθε βιβλίο κι ένας κόσμος, υπάρχω μέσα στις σελίδες του. Ίσως υπάρχω μόνο εκεί! Μπόρεσα να φύγω κι απ’ το σπίτι μου. Το σπίτι μου πλέον όλο και μεγαλώνει, γίνεται δρόμοι και σούπερ μάρκετ και βιβλιοθήκες και άλλα σπίτια. Ο Φόβος αποχωρεί και δίνει τη θέση του στην Απελπισία. Επιστρέφει μόνο κάποια βράδια. Πού και πού εμφανίζεται δειλά η Ελπίδα και με τρομάζει. Ετοιμάζω και σχέδιο διαφυγής! Φτιάχνω χάρτες με ανοιχτούς δρόμους, κάποιους τους ανοίγω η ίδια, θυσιάζοντας πολυτελή τζιπ. Να πάω πού, δεν ξέρω, αλλά πρέπει να φύγω απ’ αυτήν την πόλη. Βρήκα και κατάστημα με γεννήτριες! Πώς δεν το ‘χα σκεφτεί νωρίτερα; Σύντομα θα έχω ρεύμα!
13/11/2018
Τρίτος χρόνος. Τρία ολόκληρα χρόνια. Κανείς δεν μ’ έψαξε, δεν βρήκα κανέναν. Όμως φυτά άρχισαν να γεννιούνται. Και λουλούδια! Τα ‘χω κάνει φίλους μου, με ακούν είμαι σίγουρη. Τα βιβλία τα εγκαταλείπω σιγά σιγά, δεν έχει νόημα. Ό,τι έχει να κάνει με ανθρώπους νιώθω ότι δεν μ’ αφορά, με πληγώνουν τα βιβλία. Όμως η μουσική! Όχι τα τραγούδια, μόνο η κλασική μουσική και η μουσική από ταινίες. Μοιάζουν σαν προφητείες αυτής της καταστροφής, σαν να γράφτηκαν για να τα ακούσει ο τελευταίος άνθρωπος στη γη. Εγώ! Πλέον έχω τρία μόνιμα σπίτια και το καθένα έχει από μια γεννήτρια. Σ΄ αυτήν την απέραντη σιωπή, ο ήχος τους μου πονάει το μυαλό. Γι’ αυτό τις χρησιμοποιώ για τα ελάχιστα: να βράσω μακαρόνια ή καμιά κονσέρβα, ζεστό νερό για μπάνιο, φόρτιση συσκευών. Και ναι! Είμαι πολύ κοντά στην έξοδο! Έχω φτάσει μέχρι τα όρια της πόλης, σε λίγο το φορτηγάκι μου θα είναι το νέο μου σπίτι. Το μόνο μου σπίτι!
13/11/2019
Ακόμα εδώ. Το ταξίδι απέτυχε και μάλλον αναβλήθηκε δια παντός. Για μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μου πήρε εβδομάδες. Τόσα αυτοκίνητα! Είτε τα έσπρωχνα όταν μπορούσα είτε έβγαινα απ’ το δρόμο, είτε γυρνούσα πίσω για να πάω από αλλού. Και ξανά τα ίδια. Είναι αμέτρητα τα αυτοκίνητα! Επέστρεψα ηττημένη. Το πήρα απόφαση, όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Θα μείνω για πάντα σ’ αυτήν την πόλη εκτός αν… Η πόλη γερνάει πιο γρήγορα από μένα. Κάποιες στιγμές έχω την αίσθηση ότι θα γκρεμιστεί κάποιο κτίριο και σαν ντόμινο θα ακολουθήσουν κι όλα τ’ άλλα. Ποια θ’ αντέξει περισσότερο, εγώ ή αυτή;
13/11/2020
Πέντε. Πέντε χρόνια μετά την Πτώση. Την Πτώση του Πολιτισμού, του Ανθρώπου, της Ιστορίας. Ο Όλεθρος όμως δεν αρκέστηκε σ’ αυτήν την καταστροφή. Ήθελε ν’ αφήσει έναν μάρτυρα για να χαχανίζει σαδιστικά παρέα με την Απόγνωση. Η ζωή μου, αν μπορώ να την αποκαλώ έτσι, απέκτησε μια βέβηλη ρουτίνα. Φροντίδα των φυτών μου και βόλτες. Βόλτες στο ξημέρωμα και στο ηλιοβασίλεμα, στο φεγγάρι και στ’ αστέρια, στη θάλασσα. Στα μέρη που έζησα πριν. Υπάρχω μέσα στη μνήμη. Είναι παράξενο, αλλά στιγμές ξεθωριασμένες ή ξεχασμένες, επανέρχονται καθαρές σαν ξυράφια. Επαναλαμβάνω φωναχτά και με ακρίβεια τους διαλόγους με τους αγαπημένους μου. Τόση αγάπη… τη νιώθω ξανά, κάποιες φορές με κατακλύζει τόσο επώδυνα που καταρρέω. Συνέβησαν και περιστατικά που μου δίνουν κουράγιο. Κάποιες φορές άκουσα κελαηδίσματα πουλιών, άλλες φορές τον ήχο αυτοκινήτων, τις φωνές μικρών παιδιών που παίζουν. Είδα και φιγούρες ανθρώπων να περπατούν σκυφτοί. Το βλέπω, η τρέλα πλησιάζει και την περιμένω με όλο μου το είναι. Θα είναι το τελευταίο χρέος μου απέναντι στον κόσμο, που θ’ αναγεννηθεί μέσα στα αλλοιωμένα κύτταρα του εγκεφάλου μου. Τρέλα, εκ μέρους της ανθρωπότητας, σε καλωσορίζω!