Μόνο τα παιδιά ξέρουν αυτό που ψάχνουν.
Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Τετράδια Συνεργείου)
Δεν έκανα πολλά ταξίδια στη ζωή μου. Ούτε και λίγα. Ίσως όσα χρειαζόμουν. Παντού, όπου κι αν βρέθηκα, ποτέ δεν ακολουθούσα τον ταξιδιωτικό οδηγό. Προτιμούσα να χάνομαι και να περπατώ ώρες πολλές σ’ ασήμαντα δρομάκια, όχι σαν τουρίστας ούτε καν ταξιδιώτης, πιο πολύ ένας οδοιπόρος που έχασε τον δρόμο του ή μπορεί ένας απλός περαστικός.
Τo ίδιο έκανα, το ίδιο κάνω, και στη ζωή. Αυτοδίδακτος, χωρίς οδηγούς ευτυχίας και επιτυχίας.
Το πιο μακρύ ταξίδι είναι οι λέξεις. Οι λέξεις των άλλων, οι λέξεις οι δικές μου.
Μέσα απ’ τα βιβλία είδα όλον τον κόσμο. Έζησα χίλιες ζωές. Και γράφοντας έφτιαξα τους δικούς μου κόσμους, δικούς μου ανθρώπους, δικούς μου θανάτους.
Ο συγγραφέας είναι ένας μικρός θεός. Κάθε φορά που γράφει δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν, κάτι που μέχρι τότε δεν υπήρχε.
Ίσως κι ο θεός να είναι συγγραφέας. Καλός στις περιγραφές, αλλά χωρίς οίκτο για τους ήρωες του. Όλοι πεθαίνουν στο βιβλίο του! Αναπάντεχα, βασανιστικά, πρόωρα, άδοξα.
Ίσως ο θάνατος να είναι το αντίτιμο για να μπούμε στο βιβλίο της ζωής.
~~
Κάπου διάβαζα ότι η μελαγχολία είναι σύμφυτη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της ποίησης.
Δεν είναι απόλυτο. Τα παιδιά παίζουν, δημιουργούν, ποιούν, χωρίς καθόλου θλίψη να αισθάνονται όταν κάποιο απ’ τα παιχνίδια τους πεθαίνει. Αν και φροντίζουν να πεθαίνουν οι κακοί.
Στην πραγματικότητα και στην τέχνη (το παιχνίδι των μεγάλων) πεθαίνουν κι οι καλοί. Κάποιες φορές πεθαίνουν και τα παιδιά.
Ίσως ο κόσμος μας να ήταν πιο όμορφος αν ήταν φτιαγμένος από κάποιον θεό-παιδί.
Αλλά ο Θεός είναι γέρος. Ο Κόσμος είναι γερασμένος. Η Πραγματικότητα είναι μια γριά που μισεί τη φαντασία. Η Κοινωνία είναι θλιβερή, σαρκοφάγα, αδίστακτη, γεροντοκόρη που στοιβάζει τα προικιά της στο μπαούλο, κεντήματα φτιαγμένα από νεκρά κορμιά.
~~
Ρώτησαν κάποιον απ’ τους πρώτους αστροναύτες αν είχε δει τον θεό στο διάστημα.
“Ναι”, απάντησε εκείνος. “Και είναι μαύρη.”
Μακάρι να είχε βρει έναν θεό-παιδί, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής και φύλου.
Μόνο ένα παιδί.
Και μετά να σταματούσαμε να σκοτώνουμε και να σκοτωνόμαστε,
να σταματούσαμε να πνίγουμε και να πνιγόμαστε,
να σταματούσαμε να πουλάμε και να πουλιόμαστε,
να σταματούσαμε να καταστρέφουμε και να καταστρεφόμαστε,
να σταματούσαμε να υποτάσσουμε και να υποτασσόμαστε,
να σταματούσαμε να κάνουμε όλ’ αυτά που κάνουν οι μεγάλοι και μόνο να παίζαμε, να παίζαμε και να γελούσαμε.
Όμως το διάστημα είναι κενό, δίχως θεό, δίχως παιδιά, είναι πιο κρύο κι απ’ τη Μεσόγειο τον χειμώνα, πιο κρύο κι απ’ τη συνείδηση μας, ψυχρό κι αιώνιο.
Άδειο.
~~
Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτή την κενότητα είναι το παιχνίδι, να γίνουμε εμείς παιδιά, να δημιουργήσουμε τον κόσμο απ’ την αρχή, να ταξιδέψουμε χωρίς χάρτη, να χαθούμε.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελείται από δέκα κομμάτια, που έγραψαν ανεξάρτητα οι δέκα Συνεργοί. Το μόνο κοινό σημείο ήταν το Παρίσι, αλλά ένα Παρίσι χωρίς χάρτη.
~
Πρωί. Σίγουρα πρωί. Τι ώρα να ‘ναι; Κοιτάζω το ταβάνι. Νομίζω ότι είναι σκούρο κόκκινο, αλλά το υπερβολικό φως μ’ εμποδίζει να διακρίνω. Ξύπνησα από μια κόρνα.
Ο μικρός αυτός ξενώνας βρίσκεται χαμένος κάπου σε κάτι στενά γεμάτα κόσμο από κάθε γωνιά της γης. Πολλή φασαρία. Μια ντομάτα εκσφεντονίζεται στο παράθυρο μου. Ο μανάβης της γειτονιάς είναι αλήθεια νευρικός, ο σερβιτόρος που μου το ‘πε δεν υπερέβαλε.
10:30 Έχω σε λίγο ραντεβού, σε μια καφετέρια εδώ δίπλα. Τα απογεύματα παίζει πάντα live μια τζαζ μπάντα. Η τραγουδίστρια έχει την πιο ζεστή γαλλική χροιά. Κρίμα που δεν είναι απόγευμα.
Ζώντας με κρασί και τυρί, οι στέγες, κλέβοντας κόκκινο κρασί απ’ το σούπερ, αγοράζοντας μπανάνες σε απαίσια γαλλικά κι ένα μαυροκόκκινο παλαιστινιακό μαντήλι δίπλα απ’ τη Νοτρ-Νταμ, κι ύστερα, στην αριστερή όχθη, ένα πανό στα ελληνικά κρεμασμένο σ’ ένα κτίριο, ναι, σ’ ένα από εκείνα τα ιστορικά και επιβλητικά κτίρια της αυτοκρατορίας.
Είναι σαν τη γειτονιά μου. Όμως δεν είναι. Άνθρωποι μιλούν περπατούν, φούστες ανεμίζουν. Μια γλώσσα γλυκιά, άγνωστη και τόσο οικεία. Σίδερα υψώνονται πέρα απ’ τα σοκάκια. Όλοι τ’ αγνοούν. Η ζωή εδώ είναι στα μανάβικα και στα μπιστρό, στους παλιούς τοίχους, στα πλακόστρωτα, σε βλέμματα νέα και σε χέρια που ακουμπούν με ντροπή και τόλμη.
Αυτό. Αυτό ακριβώς περίμενα χρόνια πριν έρθω, χρόνια πριν περπατήσω εδώ. Αυτό ήταν ως προσμονή στην άκρη κάθε γωνιάς που είχα δει και το αφορούσε, κάθε βιβλίου που είχα διαβάσει και το περιέγραφε. Αυτό.
Αυτή. Ένα κορίτσι ξυπόλητο, λίγο ζαλισμένο, να τραγουδάει για τον άνεμο που θα μας παρασύρει. Le vent nous portera. Παρίσι λοιπόν. Ξεκινάμε.
“Υν Λουβρ, σι βου πλε”
“Pardon?”
Αφού δεν κατάλαβε τα άπταιστα γαλλικά μου, το ‘πα ελληνικά.
“Αυτό, το κρουασάν με τη διπλή σοκολάτα, αυτό, το λούβρο”.
Επιτέλους, κατάλαβε τι ήθελα.
Το δάγκωσα με μανία. Η σοκολάτα έτρεξε στο πηγούνι μου, αλλά δεν σταμάτησα να περπατάω. Είχε δίκιο. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι μια μπουκιά απ’ το λούβρο.
Το μετρό ακολουθεί και υπέργειες διαδρομές. Το βαγόνι με τον αριθμό 4 ανέβαινε και κατέβαινε από την επιφάνεια στη γη. Πότε φαινόταν η πανσέληνος πότε όχι. Και μέσα μια μπάντα έπαιζε το Dance me to the end of love. Νομίζω πως η μουσική ακουγόταν πιο δυνατά, όταν μπορούσα να δω το φεγγάρι.
Περπατούσα αργά σ’ ένα δρόμο με σπίτια κολλητά το ‘να δίπλα στ’ άλλο. Είχαν όλα τραβηγμένες κουρτίνες και μπορούσα να δω τα στολισμένα ψηλοτάβανα δωμάτια, που έμοιαζαν χριστουγεννιάτικες βιτρίνες.
Είχε κολλήσει μια τσίχλα στο παπούτσι μου, ώρα πολλή. Δεν την έβγαλα. Την ένιωθα σαν φίλη κάπως, σαν να μου κάνει παρέα. Είχε βραδιάσει, είχα γυρίσει όλη την πόλη, και δεν μου είχε μιλήσει άνθρωπος. Ένας κλοσάρ πλησίασε από απέναντι. Παραδόξως μίλησε ελληνικά.
“Κλάνες, Παριζιάνοι!”
Πήγαινε, χαμένος ανάμεσα στο ποτάμι και το μετρό, χάσκοντας.
Τι έβλεπε που τον έκανε να νιώθει σαν μακρινός συγγενής απ’ την επαρχία; Τι τον εκνεύριζε και τι τον συγκινούσε στα καπνισμένα και λερά αιωνόβια κτίρια, στα ταπεινά καφέ με τον καφέ στα 5€ -κι έξτρα το νερό, στον ουρανό που γκριζάριζε, και στα νερά του ποταμού που οξειδώνουν το…
“Κλάνες, Παριζιάνοι!”
Κι όμως… Ήταν κάτι που μόνο αυτός έπαιρνε απ’ τα μέρη αυτά, με όλες τις αισθήσεις του σε overdrive. Γιατί δεν περιδιάβαινε τα ίδια μέρη που διάβαινα εγώ, αλλά σεργιάνιζε στο Παρίσι που κουβαλούσε μέσα του.
ΥΓ: Παρίσι, 2000. Ήμασταν στην παιδική χαρά. Λαοθάλασσα. Οι γονείς μας εκεί, να μας προσέχουν. Δεν τους δίναμε σημασία, δεν μας ένοιαζε. Τρέχαμε, φωνάζαμε, πέφταμε, ξανασηκωνόμασταν, παίζαμε. Δεν μας ένοιαζε τίποτα. Παίζαμε.
Δεν ήταν μια απλή παιδική χαρά. Ήταν το Παρίσι.
“ΠΑΡΙΣΙ!” φωνάζαμε και γελούσαμε.
“Το Παρίσι”, και γελούσαμε πιο δυνατά.
Χαθήκαμε.
Θεσσαλονίκη, 2014. Συναντηθήκαμε ξανά, χάρη σε μια χαοτική συγκυρία.
“Το Παρίσι”, μου είπε.
Και ξαναγελάσαμε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι δέκα συνεργοί του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής είναι: Γεωργία, Τάσος, Ξένια, Γιώργος, Δημήτρης, Παναγιώτης, Δώρα, Άννα, Αντώνης, Παύλος.
Η φωτογραφία είναι του Robert Doisneau.
Όμως η πιο γνωστή του φωτογραφία, απ’ το Παρίσι, είναι αυτή