Λεξικό Αλλόκοτων Ορισμών

0
1056

(Τετράδια Συνεργείου)

πονημάτιον, το (ουσ):
* ξύλινο ραβδί που καταλήγει σε μεταλλική σφαίρα, το χρησιμοποιούν σε βασανιστήρια οι κινέζοι
* το ρούχο που βγαίνει με πολύ πόνο
* ρούχο-κάλυμμα που τοποθετούμε εκεί που πονάμε
* η καταγραφή του έργου ζωής ενός συγγραφέα
* ασθένεια που προσβάλλει τα πόδια και σχηματίζει νημάτια γύρω απ’ τα δάκτυλα. Εξαιρετικά *επικίνδυνη για τους ορειβάτες
* το μικρό πόνημα, το κειμενάκι, βιβλιαράκι
* το ζεστό πανί που βάζει κάποιος στην κοιλιά του όταν πονάει
* το ρούχο που φορά ο εργάτης

λόχμη, η (ουσ)
* λογική με αιχμή, κοφτερή, “αιχμηρή λογική”
* ξέφωτο μες στο δάσος
* λίμνη, τρία χιλιόμετρα απ’ τη Λοχ Νες
* μεγάλη τρύπα
* θήκη για σπαθιά
* αιχμηρό αντικείμενο με γυάλινη λαβή
* δάσος με θάμνους ΙΙ κρυψώνα άγριων θηρίων, λοχμαίος-ο-ον=αυτός που ζει στις λόχμες
*όρος που δηλώνει τους αρνητές της ύπαρξης του τέρατος του Λοχ Νες
* η κορυφή

θαλασόπλαγκτος, ο (επιθ):
* αυτός που πλαγιάζει στη θάλασσα, ο ονειροπόλος (συν) αιθεροβάμμων
* μια πλάκα θάλασσας πάνω απ’ τον βυθό
* ο επίπεδος απ’ τα χτυπήματα των κυμάτων
* ο αλμυρός και ήρεμος και κοκκινομπλε, π.χ. “Τα θαλασσόπλαγκτα απογεύματα της νιότης μου” Γ. Ρίτσος
* κάποιος που τρέφεται με πλαγκτόν
* αυτός που έχει οργασμό όταν έρχεται σε επαφή ολόκληρος με θαλασσινό νερό

εκάεργος, ο (ουσ):
* ο χωρίς εργασία, αλλά και χωρίς να φταίει γι’ αυτό
* αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση
* αυτός που τοξεύει από μακριά
* ο εκούσια άεργος
* ο βασανισμένος, αυτός που έχει υποφέρει πολλά
* τεμπέλης, αυτός που μεταφέρει το γονίδιο της τεμπελιάς
* αυτός που κάθεται άπραγος
* αυτός που συμβαίνει στον καθένα

μαχμουρλής, ο (ουσ):
* μωαμεθανός που φέρνει τύχη, ο γουρλής μουσουλμάνος
* αυτός που ερωτεύεται ό,τι να ‘ναι, απ’ το τραγούδι “Αχ, της μουρλής” -ζεϊμπέκικο
* ο μουρλός μαχητής
* αυτός που μιλάει μες απ’ τα δόντια του
* αυτός που ταξιδεύει με ταχύτητα -ξεκάθαρα μουρλός για να πιάνει τέτοια ταχύτητα.
* ο μαμούχαλος, ο βαρεμένος
* ο τρελός με χαρτί από γιατρό
* αυτός που σε ανύποπτη στιγμή διακατέχεται από παροδική παράνοια
* τούρκος υπηρέτης (ολίγον “αλαφρός”)

αρπεδόνη, η (ουσ):
* σφεντόνα σε σχήμα άρπας – σχοινί, ιμάντας, νήμα
* αρπία εκτοξευμένη με σφενδόνη. Απ’ την απόσταση που θα φτάσει διακρίνεται σε Αρπεδόνηπφφφφ και Αρπεδόνηγουάου!
*είδος πτηνού που εντοπίζεται κυρίως στους βάλτους
* μουσικό όργανο που παίζεται από δύο ή παραπάνω ανθρώπους
* αλλιώς το αρπεδόνι, ωδικό πτηνό με 9 ουρές
* (μυθ) Αρπεδόνη, σύζυγος του Θησέα. Ήταν γνωστή για την άρπα που έπαιζε, καθώς και για την ηδονή που πρόσφερε σε πολλούς άντρες, πέρα του συζύγου της. Ο Θησέας τη δολοφόνησε πνίγοντας ‘την με μια χορδή άρπας.
* σφεντόνα με χορδή άρπας
* αλλιώς η αρπεδώνη= μια ζώνη για το κουβάλημα της άρπας
*
εργαλείο για την επεξεργασία του μαλλιού

διαθρύπτω (ρημ):
* Το αποτέλεσμα της ένωσης του Δία με τη νεαρή μούσα Θρυπτώ ΙΙ Σημαίνει τη δυνατή χαρούμενη φωνή που συνοδεύεται με ιδρώτα και σπασμούς
* παίζω με το ψωμί και το τρίβω σε μικρά ψιχουλάκια
* τρυπάω και θρυμματίζω
* σπάζω κάτι εντελώς, συντρίβω / (μτφ) κολακεύω, κομπλιμεντάρω
* πιέζω το πονημάτιον (κινεζικό όργανο βασανιστηρίων, δες παραπάνω) με βαθμιαία ώθηση, δύναμη
* Καταρρίπτω, αμφισβητώ διαθήκη νεκρού για νομικούς λόγους
* (αρχ) κρύβω απ’ τον Δία, εύχομαι κάτι να πάει καλά, να ξεφύγει απ’ την προσοχή των Θεών
* ανοίγω τρύπα σε τοίχο
* διαλύω

ντούγα, η (ουσ)
* σκεύος μαγειρικής (μτφ) η κοτσάνα, το μαργαριτάρι
* η εξουθενωτική κούραση
* οι υπόγειες στοές που φτιάχνουν τα μυρμήγκια, υπόγεια στοά
* μεγάλο πήλινο δοχείο που χρησιμοποιούμε για την αποθήκευση του γάλακτος
* σχοινί για δέσιμο των τρελών, π.χ. “Είναι για δέσιμο, είπε, φέρτε την ντούγα”, Καρκαβίτσας
* μικρό δρομάκι (σε ορεινό χωριο, Πάπιγκο)
* ο τοίχος στο τέλος της υπόγειας στοάς που βρίσκει αυτός που προσπαθεί να ξεφύγει απ’ το πονημάτιον (κινεζικό όργανο βασανιστηρίων, δες παραπάνω)
* κυρτή σανίδα για βαρέλια, βαρελοσάνιδο
* βλακεία

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτοί οι ορισμοί βρέθηκαν στο Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής με το παιχνίδι του Βαρδαλαμπούμπα. Κάθε συνεργός διάλεξε μια λέξη απ’ το λεξικό κι έπειτα καθένας έγραψε από έναν πιο φανταστικό ή πιο ρεαλιστικό ορισμό γι’ αυτήν την λέξη.

Οι συνεργοί είναι: Γεωργία, Τάσος, Ξένια, Γιώργος, Δημήτρης, Παναγιώτης, Άννα, Αντώνης, Παύλος.