“Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται. Οι ώριμοι κλέβουν.”
Τ.Σ. Έλλιοτ
“Οι μεγάλοι καλλιτέχνες κλέβουν.”
Πικάσο
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η πρώτη παράγραφος του παρακάτω κειμένου είναι από το διήγημα του Τσέχωφ “η ιστορία ενός μουσικού”. Το υπόλοιπο κείμενο το έγραψε η Αναστασία Τ, που συμμετέχει στο Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής.
Η κλοπή μπορεί να είναι εξαιρετικά δημιουργική, όπως θα δείτε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κοντραμπάσο του Σμυρκώφ
Aργοβαδίζοντας ο μουσικός Σμυρκώφ, επήγαινε στη βίλλα του πρίγκηπος Μπιμπουλώφ, όπου επί τη ευκαιρία των αρραβώνων της κόρης του θα γινότανε εσπερίς με χορό. Είχε περασμένο στον ώμο του, μέσα στη δερμάτινη θήκη του, ένα πελώριο κοντραμπάσο και ακολουθούσε την όχθη κάποιου ποταμού, που κυλούσε αργά τα δροσερά νερά του.
-Αν έκανα ένα μπάνιο, σκέφτηκε για μια στιγμή.
Περνώντας από το δάσος, σταμάτησε στο ποτάμι και παρατήρησε πολύ καλά αν υπήρχε άλλη ψυχή πέρα από αυτόν. Εναπόθεσε το κοντραμπάσο με περισσή φροντίδα στην χλόη, γδύθηκε και δόθηκε στο πρώτο κρύο άγγιγμα του νερού. Ήταν από αυτούς που δεν δείλιαζαν, έμπαινε κατευθείαν για να μην αφήσει τις δεύτερες σκέψεις να τον κατακλύσουν.
Κάθε τόσο γυρνούσε να βεβαιωθεί ότι το κοντραμπάσο ήταν ακόμα στην θέση του όταν όμως άκουσε το τραγουδιστό ερχομό από τα αηδόνια, παραδόθηκε ανάσκελα και άφηνε τον ήλιο να τον τυφλώνει μέσα από τα κλειστά μάτια του.
Τα αηδόνια συνέχιζαν τον σκοπό τους όμως ο Σμυρκώφ επανήλθε στην πραγματικότητα απότομα. Η μαύρη πέτσινη θήκη από το κοντραμπάσο ήταν άφαντη. Γυμνός και θλιβερός έσπευσε να βγει έξω αγνοώντας τις πέτρες που του πλήγωναν τα πόδια και έστρεφε το κεφάλι σε όλες τις μεριές μήπως δει καμία ύποπτη σκιά. Έβαλε πάνω στο βρεγμένο σώμα του τα ρούχα του όπως-όπως και συνειδητοποίησε ότι του έλειπαν και τα παπούτσια.
‘’Τι συμφορά’’, σκέφτηκε. Θα πρέπει να ήταν ένας μεγαλόσωμος αλλά και γρήγορος ληστής ή μια συντροφιά από αλητήρια σχολιαρόπαιδα. ‘’Όχι, όχι. Θα πρέπει να ήταν σίγουρα άνδρας και μάλιστα γεροδεμένος αλλά και με μια χάρη στα πόδια για να μην γίνει αντιληπτός’’, συμπλήρωσε βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό.’’
Ο ήλιος έκαιγε ακόμα αλλά αυτό σήμαινε ότι σε μία ώρα θα έπρεπε ήδη να βρίσκεται στον χορό. Είχε χάσει μια τεράστια ευκαιρία και ίσως το κεφάλι του. Εξέτασε εξονυχιστικά το δάσος που δεν δα και τόσο μεγάλο, κάθε πτυχή, κάθε μικρό λαγούμι αλλά μάταια.
Στάθηκε σε μια πέτρα και κάλυψε το πρόσωπο του με τα πεινασμένα χέρια του υπολογίζοντας τις ημέρες που του απέμειναν.
Ξαφνικά άκουσε τον απόηχο από ανάλαφρα χαχανητά και αμέσως ακολούθησε τον ήχο. Τα πόδια του τρέκλιζαν αλλά η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά· χρόνια ήξερε αυτό το δάσος αλλά δεν ήξερε ότι υπήρχε σπηλιά.
Άρχισε να αμφισβητεί τα μάτια του όταν ξεδιπλώθηκαν μπροστά του τέσσερες κόρες, σωστές νύμφες με λευκά αραχνοΰφαντα φορέματα που έγλυφαν τα αλαβάστρινα κορμιά τους και διέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια τις αναλογίες τους. Χαριτωμένες, αέρινες με τους βοστρύχους να πέφτουν στους λευκούς ώμους τους, πειραματίζονταν με το μουσικό όργανο και τραβούσαν αφελώς τις χορδές και μετά ξαναγελούσαν ενθουσιασμένες.
‘’Σταθείτε, σταθείτε’’, αβέβαιος ο τροβαδούρος κάλεσε.
Οι νύμφες αντικρίζοντας τον ξυπόλητο άνδρα άρχισαν να ψιθυρίζουν και να γελάνε πονηρά.
Ο νεαρός περισυνέλεξε όλο το θάρρος και επιτηδευμένα πρόσταξε: ‘’Έχετε κάτι που μου ανήκει, απαιτώ να το πάρω πίσω, το χρειάζομαι επειγόντως’’.
Τότε βγήκε μπροστά η κορυφαία του χορού η οποία φορούσε χρυσό στεφάνι και εκστασιασμένη από την ωμή και εφηβική ομορφιά του νέου, πλησίασε να τον φιλήσει ενώ ως αντίδραση έλαβε ένα τίναγμα και μια αποφυγή στο βλέμμα.
Με την άκρη του ματιού του είδε το κοντραμπάσο σχεδόν αφύλακτο με την πιο αδύνατη ως φρουρό. Σκέφτηκε ότι θα την αντιμετώπιζε εύκολα.
Πριν όμως σχεδιάσει την επόμενη κίνηση του, η κορυφαία τον αγκάλιασε από τον λαιμό. Δεν μπόρεσε καν να αντισταθεί και τον έσυρε μαζί της στο ποτάμι.
Κανείς δεν ξανάκουσε το φημισμένο κοντραμπάσο του Σμυρκώφ και φήμες λένε πως ο γάμος της πριγκίπισσας ματαιώθηκε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Henri Cartier-Bresson, Σερβία, 1965