Το διήγημα έγραψε η Ντολόρες, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~
‘’Ακύρωσε την σου είπα, δεν θα είμαι εκεί’’, του είπε και έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να περιμένει άλλη απάντηση. Άναψε τσιγάρο με το τρεμάμενο χέρι της και πήγε προς τον καθρέφτη. Ήταν ακόμα γοητευτική. Το σώμα της θύμιζε νεανικό, δεν ήθελε ποτέ παιδιά, αλλά το πρόσωπο της έλεγε την ηλικία. Τριάντα-εννιά, έλεγε και η ίδια κάθε φορά που κοιταζόταν. Έπειτα θα έφτιαχνε λίγο τα ξηρά ξανθά μαλλιά της -προτίμησε να κρατήσει το φυσικό της αλλά σε πιο ξανθό τόνο- και μετά θα έσφιγγε την ζώνη από την εμπριμέ μισάνοιχτη ρόμπα της. Συχνά πόζαρε μοιραία με το τσιγάρο στο στόμα και προσπαθούσε να μιμηθεί το βλέμμα της Lauren Bacall.
Εκείνη την φορά δεν την ενδιέφερε η εξωτερική την εμφάνιση. Συνέχιζε να καπνίζει το τσιγάρο της μανιασμένα με την στάχτη να λερώνει την ρόμπα της. Άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω. Τουλάχιστον είχε αρκετό χώρο να εκτονώσει την ένταση της.
Είχε αγοράσει ένα νεοκλασικό ανακαινισμένο διαμέρισμα στο Θησείο, ενενήντα τετραγωνικών με πολύ φως, φυτά, διάφορες ετερόκλητες συνθέσεις και αγάλματά. Ποτέ δεν καταδέχτηκε να βάλει άγαλμα φιλοτεχνημένο από συνάδελφο ή έστω από κάποιον καλλιτέχνη που θαύμαζε.
Έπρεπε όλα να είναι από το δικό της χέρι.
Δεν ήθελε όμως να βλέπει τίποτα απ’ όλα αυτά. Κάποτε μπορούσε να κάνει κάτι ζωντανό, κάτι που κάρφωνε στα μάτια τον θεατή, κάτι που μιλούσε και σε εκείνη. ‘’Κάτι που να μιλάει και σε εμένα’’, σκέφτηκε εκείνη.
Ούτε αυτή δεν θυμόταν πια πόσο καιρό είχε να το νιώσει αυτό. Τώρα υπάκουε σε προθεσμίες, παρευρισκόταν σε εγκαίνια, εκθέσεις, συνεντεύξεις τύπου και ενίοτε σε ημερίδες σε ακαδημαϊκό πλαίσιο. Αυτές και αν τις σιχαινόταν. Ζήλευε τους νέους φιλόδοξους καλλιτέχνες και ακόμη πιο πολύ τις νέες. Ένιωθε ότι πουλούσε ένα σωρό παραμύθια γύρω από την τέχνη ενώ το πίσω κείμενο της ήταν να εκθειάζει πώς εκείνη τα κατάφερε να γίνει επιτυχημένη στον χώρο. Κι όσο την κοίταζαν με θαυμασμό οι αθώοι πρωτοετείς τόσο κόμπαζε παραπάνω.
Ο μάνατζερ της, είχε αρχίσει να κουράζεται τελευταία από την συμπεριφορά της. ‘’Κρίση μέσης ηλικίας’’, έλεγε πίσω από την πλάτη της ή ‘’Αχ, τους έχω βαρεθεί αυτούς τους καλλιτέχνες με τις φρίκες που τραβάνε’’. Για εκείνον ήταν η κότα με τα χρυσά αβγά.
‘’Κάτι που να μιλάει σε μένα,’’ είπε πιο φωναχτά εκείνη. Έπρεπε να ακούσει τον εαυτό της για να πάρει την απόφαση.
Ετοίμασε άρoν άρoν μια βαλίτσα, το νεσεσέρ με τα καλλυντικά της και την τσάντα με τα σύνεργα γλυπτικής. Βάφτηκε, φόρεσε μεγάλα γυαλιά ηλίου και τύλιξε το πρόσωπό της με ένα μεταξένιο μαντήλι. Αγαπούσε πολύ τα μαντήλια. Είχε μεγάλη συλλογή και φρόντισε να φύγει με αρκετά από αυτά. Μπήκε στο κόκκινο Fiat 500 μοντέλο του ‘60 αυτοκίνητό της και έβαλε μπρος.
Οδηγούσε για πολύ ώρα, πέρασε πολλά διόδια, δεν έβλεπε ταμπέλες. Όταν άρχισε να πεινάει σκέφτηκε να κάνει μια στάση στο χωριό Ζαχαρίνη. Εκείνη γέλασε με το όνομα και έκανε για να μπει στο χωριό. Με το που μπήκε, τράβηξε ήδη τα πρώτα βλέμματα. Σταμάτησε στον τοπικό φούρνο και απόλαυσε ένα ζουμερό πεϊνιρλί και ένα λαχταριστό τσουρέκι με σοκολάτα.
Δεν είχε ξανακούσει για εκείνο το χωριό, δεν ήξερε καν καλά-καλά σε ποιο γεωγραφικό διαμέρισμα βρισκόταν. Δεν την ενόχλησε, ήταν καλύτερα να μην γνωρίζει.
Παράλληλα προσπαθούσε να μην την ενοχλούν και τα αδιάκριτα, αφιλτράριστα βλέμματα των χωρικών. Σχεδόν στραβολαιμάζονταν κάποιοι αν και την είχαν προσπεράσει. Σκέφτηκε μήπως το κολλητό τουίντ ταγιέρ με τις γόβες δεν ήταν τελικά η κατάλληλη επιλογή. Το χωριό ήταν από εκείνα τα στερεοτυπικά χωριά, με την κεντρική πλατεία του χωριού, την εκκλησία, τα λιγοστά παιδιά που παίζουν μπάλα στους δρόμους, το καφενείο, το ταβερνάκι, τα μετρημένα μαγαζιά πρώτης ανάγκης και τα αμάξια που ποτέ δεν ανάβουν φλας πριν στρίψουν. Στους δρόμους μύριζε ο βασιλικός και η ρίγανη από τα μπαλκόνια και η φρέσκια λάσπη από τα τρακτέρ. Ο αέρας επίσης ήταν διαφορετικός. Την ξεκούρασε μολονότι οδηγούσε για πάνω από πέντε ώρες σερί. Της άρεσε.
Ρώτησε για ένα πανδοχείο. Ήταν τυχερή. ‘’Λες να είναι τουριστικό το μέρος;’’, σκέφτηκε.
Την ξάφνιασε το πόσο καθαρό ήταν, δεν το περίμενε.
‘’Πόσο θα μείνετε;’’ ρώτησε η πανδοχέας που κατά τα άλλα φαγώθηκε να μάθει περισσότερα για την ξένη.
‘’Δεν ξέρω’’, της απάντησε, έδωσε την προκαταβολή και ένα γενναίο φιλοδώρημα και έκανε να βρει το δωμάτιο.
Την επόμενη μέρα, πήρε το πρωινό της στην σάλα του πανδοχείου και ρώτησε για τα αξιοθέατα του χωριού. Η πανδοχέας την κοίταξε με μισό μάτι και της μίλησε για την λίμνη.
‘’Τι να σου πω κόρη μου, εδώ μια λίμνη έχουμε, αν το πάρεις όλο κάτω θα την βρεις.’’
Μακάρι να μην το έπαιρνε όλο κάτω, αλλά τότε δεν είχε ιδέα.
Ο καιρός ευνόησε την βόλτα της, φόρεσε το μαντήλι της, μια στενή φούστα και ένα χαλαρό σι θρου πουκάμισο συνοδευόμενο από πάνω με πλεκτή ζακέτα για να μην προκαλέσει. Και γόβες. Δεν είχε φέρει άλλο ζευγάρι παπούτσια. Έκανε να πάρει μαζί της το μπλοκάκι σκίτσου μπας και ήθελε να το χρησιμοποιήσει.
‘’Ποιον κοροϊδεύω’’, σκέφτηκε αλλά το πήρε ούτως ή άλλως.
Ήταν παραδόξως μεγάλη λίμνη και το περίεργο ήταν πως υπήρχαν πολλές εξέδρες με απόσταση η μια από την άλλη. Ο πεζός μπορούσε να έχει πρόσβαση μόνο σε μία.
Προχώρησε αργά και επιφυλακτικά, η εξέδρα κουνούσε και έτριζε και κάθε τόσο το τακούνι σφήνωνε στα κενά και της έβγαινε από το πόδι. Τότε είδε στην αντίπερα εξέδρα μια αντρική φιγούρα να προσπαθεί να ξεμπλέξει δίχτυα. Έβαλε το χέρι της μπροστά για να τον δει καλύτερα.
Ήταν αρκετά γεροδεμένος και ηλιοκαμένος με άστατα μούσια και μαλλιά. Έμειναν να κοιτάζονται για κάμποση ώρα με αμηχανία. Κανείς δεν μίλησε. Εκείνος συνέχισε την δουλειά του. Εκείνη του γύρισε την πλάτη, και κάθισε στην άκρη της εξέδρας με τα γυμνά της πλέον πόδια.
Έβγαλε το μπλοκάκι της μόνο και μόνο για να καταλήξουν σιγά σιγά οι σελίδες σε τσαλακωμένα κουβάρια. Ξάφνου ένιωσε μια σταγόνα νερό στο χαρτί και μια στο σβέρκο της. Έκανε να δει αν βρέχει. Ήταν εκείνος που έστεκε από πάνω της και κοιτούσε περίεργα το χαρτί.
Εκείνος δεν μιλούσε. Εκείνη αναρωτήθηκε αν όντως ήξερε να μιλάει.
‘Είχε καλή ψαριά σήμερα;’’, άρχισε εκείνη.
‘’Λίγα πράγματα.’’ απάντησε εκείνος με την βαθιά μπάσα φωνή του.
‘’Είμαι η Ματίλντ παρεμπιπτόντως, είμαι γλύπτρια.’’
Δεν συστήθηκε με το ολόκληρο το όνομα, δεν θα είχε νόημα. Στην πραγματικότητα δεν λεγόταν Ματίλντ αλλά Θωμαή και το άλλαξε για λόγους εμπορικούς.
‘’Παντελής, είμαι ψαράς’’ απάντησε ο χωρικός.
Όταν τον είδε από κοντά ήταν με το ζόρι είκοσι επτά χρονών. Της άρεσαν οι τρίχες στα χέρια του.
Αντάλλαξαν μερικές ανούσιες κουβέντες και εκείνη έφυγε.
Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο της, ήταν ήδη συνεπαρμένη από την αρχέγονη ομορφιά του, δεν είχε δει κάποιον αντίστοιχο στην Αθήνα. Έπεσε με τα μούτρα στο μπλοκάκι της και τον απεικόνισε από μνήμης μέσα σε λίγα λεπτά. Εκείνο το βράδυ έκανε πολλά σκίτσα του.
Πήγαινε κάθε πρωί από το χάραμα στην προβλήτα, τον χάζευε και τον σκίτσαρε χωρίς να την καταλαβαίνει. Που και που του ‘πιανε την κουβέντα. Εκείνος μιλούσε ελάχιστα, είχε έναν τρόπο να είναι απότομος και όχι προσβλητικός. Ήταν απλά αυθόρμητος. Έλεγε εκείνο που σκεφτόταν αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτικός. Καμιά φορά την έφερνε σε αμηχανία αλλά την γοήτευε που ήταν πηγαίος.
‘’Έχεις ψαρέψει ποτέ;, την ρώτησε μια μέρα.
‘’Όχι.’’
‘’Ε βέβαια που να’ χεις ψαρέψει… Αύριο έλα να πάμε με την βάρκα βόλτα να δεις πώς ψαρεύουν’’.
Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά σαν έφηβη, βάφτηκε ελάχιστα αυτή τη φορά και άφησε ελεύθερα τα μαλλιά της. Πήρε ένα μπουκάλι λευκό ξηρό κρασί και πήγε.
Της έδειξε την διαδικασία και έπιασαν μαζί και ένα ψάρι. Γριβάδι. Εκείνη χάρηκε και τον αγκάλιασε. Ο ιδρώτας του είχε μυρωδιά από θάλασσα. Φιλήθηκαν παθιασμένα.
‘’Πάμε να στο μαγειρέψω’’, της είπε.
Άναψαν φωτιά στην στεριά, και έφαγαν φρέσκο ψάρι. Και ένωσαν τα σώματα τους με τις ανάσες τους να είναι πιο καυτές από την φλόγα.
Όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη την επόμενη μέρα δεν ξαναθύμησε στον εαυτό της το ‘’Τριάντα-εννιά’’
Πλέον δεν σήκωνε ούτε τηλέφωνα, ούτε απαντούσε στα μηνύματα που της άφηνε ο μάνατζερ στην πανδοχέα. Απολάμβανε τα ραντεβού της με τον ψαρά και τον ακολουθούσε παντού.
‘’Τι υπέροχο που είναι το ολόγιομο φεγγάρι, με γεμίζει με τόση εκστατική έμπνευση, με κάνει ασυγκράτητη.’’
‘’Α εγώ την πανσέληνο την σιχαίνομαι. Δεν βγαίνουν ψάρια.’’
Εκείνη τότε το βρήκε χαριτωμένο αστείο και κυλίστηκαν στην άμμο.
Το χωριό δεν είδε με καλό μάτι το ειδύλλιο. Εκείνη ήταν ‘’μια ξένη, μια Αθηνέζα, μια ξελογιάστρα, που τί δουλειά είχε στο χωριό τους, που σκαλίζει πέτρες και νομίζει ότι είναι κάποια.’’
Εκείνη βρήκε εκείνην έμπνευση που είχε θυσιάσει για να ικανοποιεί τους άλλους, την είχαν κουράσει οι ψωροφαντασμένοι φλώροι της Αθήνας, επιτέλους έκανε κάτι για εκείνην.
‘’Θα ήθελες να μου ποζάρεις να σου κάνω το γλυπτό;’’
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους σαν να μην ήξερε τι ακριβώς τι του ζητούσε. Και όντως δεν ήξερε.
Κολακευόταν από την προσοχή που του ‘δειχνε και από τον κοσμοπολίτικο αέρα που έφερνε μαζί της. Αν και δεν είχαν πολλά να πουν, στην αρχή δεν φάνηκε να αποτελεί πρόβλημα. Στην αρχή όμως.
Οι φιλότεχνες συναντήσεις δεν φάνηκε να συγκινούν τον βιοπαλαιστή Παντελή. Συνέχεια κουνιόταν, έσπαγε την πόζα, εκείνη τον επέπληττε και τον διόρθωνε επίμονα, εκείνος δεν το ανεχόταν και έκανε μόνος του διαλείμματα.
‘’Τόση ώρα σου παίρνει, εγώ αν ήμουν στην θέση σου θα είχα πιάσει όλα τα ψάρια της λίμνης’’.
Εκείνη προσπαθούσε να μην του απαντά, να είναι αφοσιωμένη στο έργο της. Τον κρατούσε μερόνυχτα ακούνητο χωρίς να πιάνει ούτε ένα ψάρι. Όσο περισσότερο τον παρατηρούσε, τόσο περισσότερο τον ερωτευόταν. Εκείνος ένιωθε να τον εκμεταλλεύεται.
Οι χωρικοί στράφηκαν εναντίον του ζευγαριού και κυρίως εναντίον του ψαρά. Είχε χάσει την αξιοπιστία του.
‘’Τι άντρας είσαι εσύ ρε, τι κάθεσαι σαν ψεύτικη κούκλα ρε, άντε κάνε καμιά δουλειά, μεγαλοπιάστηκες ρε Παντέλο;’’
Η ρήξη δεν άργησε να έρθει όταν του έδειξε το ξύλινο πρόσωπό του.
‘’Έτσι με βλέπεις;’’
‘’Τι εννοείς; έτσι είσαι. Πανέμορφος’’.
‘’Απλά μου φαίνεται πολύ απλό…τέλος πάντων, πάω να ψαρέψω.’’
‘’Όχι, σε παρακαλώ, πρέπει να το τελειώσω.’’
‘’Δεν υπάρχει περίπτωση. Κάποιοι από μας πρέπει να δουλέψουμε.’’
‘’Δεν είναι δουλειά αυτό θες να μου πεις;’’
‘’Δεν είμαι το μπιμπελό σου Ματίλντ, τι θα φάει ο κόσμος; τις πέτρες;’’ είπε και έριξε ένα κομμάτι ξύλο στο νερό ‘’Δεν γεννηθήκαμε όλοι πλούσιοι σαν εσένα’’.
‘’Δεν γεννήθηκα πλούσια, γελοίε, έχω δουλέψει πάρα πολύ. Πολύ περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσες να δουλέψεις εσύ σ’ όλη σου την ζωή. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να επιβιώσει κανείς στον χώρο της τέχνης, μικρέ;’’
Η εξέδρα άρχισε να ταλαντεύεται από τις έντονες κινήσεις των χεριών της.
‘’Πρώτον, μην με ξαναπείς μικρό και δεύτερον, εσύ ξέρεις τι πάει να πει να επιβιώνεις γενικά; Εδώ είμαστε απλοί άνθρωποι.’’
‘’Α ώστε, περί αυτού πρόκειται; σου δηλητηρίασαν το μυαλό οι φίλοι σου;’’
‘’Είναι οι άνθρωποι μου και με χρειάζονται. Εσύ τι είσαι; Θες να διασκεδάσεις λίγο, να μας πουλήσεις αυτά… τα… τα… κουλτουριάρικα και να φύγεις.’’
‘’Μια ζωή ψάχνω την έμπνευση στην απλότητα και εσύ μου την προσφέρεις τόσο γενναιόδωρα…’’ του είπε απαλά ζητώντας ανακωχή.
Εκείνος μετά βίας την άκουσε, δεν της έδωσε καθόλου σημασία, επέστρεψε στο επάγγελμά του.
Νοίκιασε μια αποθήκη και έδωσε όρκο στον εαυτό της ότι εκείνο το γλυπτό θα ολοκληρωνόταν. Κλείστηκε για τρία μερόνυχτα, έτρωγε μία φορά την ημέρα από τον φούρνο και δεν επέστρεφε στο πανδοχείο. Είχε το πρόσωπό του και ένα προσχέδιο του σώματος του. Είχε καταφέρει το αδύνατο. Το σμίλεψε από μνήμης, ήταν σαν να τον είχε ξανά κοντά της, σαν να του κάνει έρωτα όλο το 24ωρο. Μπορούσε ξεκάθαρα να μυρίζει τον ιδρώτα του και το γριβάδι. Τον έκανε να ξεμπλέξει τα δίχτυα, όπως τον είχε δει την πρώτη φορά. Τον τοποθέτησε σε μερικά ξύλα σαν να φαίνεται ότι είναι σε βάρκα.
Έμεινε να κοιτάζει το τελικό αποτέλεσμα εκστασιασμένη. Αν το έβλεπε ο μάνατζερ της, θα λύσσαγε να το μεταφέρουν στην πρωτεύουσα. Δεν θα του έκανε την χάρη. Φιλοδώρησε τρεις χτίστες να το τοποθετήσουν στην εξέδρα που κανείς πεζός δεν θα είχε πρόσβαση, αρκετά μακριά από την στεριά με την αυστηρή διαταγή το πρόσωπο του, ελαφρώς σκυφτό ούτως ή άλλως, να κοιτάει μόνο προς την στεριά. Ετοίμασε τα πράγματα της, φόρεσε την μαντήλα και τα μεγάλα γυαλιά της και ξεκίνησε το ταξίδι του γυρισμού. Δεν τον αποχαιρέτησε.
Οι περισσότεροι περαστικοί το πέρασαν για αληθινό και κάποιοι δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα. Όμως όποιος ήθελε να δει το πρόσωπο του δεν μπορούσε.
Η Ματίλντ ήθελε να δείξει την αθάνατη ομορφιά του σε όλους, όμως το πρόσωπό του ήθελε να είναι μόνο για εκείνην. Δεν ήθελε να το βλέπει κανένας άλλος. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τον έχει δικό της για πάντα.