Άκουσα κάποτε ένα παραμύθι. Δεν μου το είπε άνθρωπος, μήτε ξωτικό, μα μια φωτιά που το’ μαθε και αυτή από ένα ξύλο, που το’ μαθε κι αυτό από ένα φύλλο, που το’ μαθε κι αυτό απ’ τον αγέρα, που τ’ άκουσε κι αυτό από μια φλογέρα. Και από τις τρύπες της φλογέρας πετάχτηκε το παρακάτω πλάσμα, ένας Γέρος δίχως Όνομα και χωρίς Πατρίδα.
Τσακισμένος από τη μοίρα, αφού όταν μπορούσε ν’ αποκτήσει παιδιά κείνος ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά κι όταν πια γέρασε καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε για άντρα. Κι όχι μόνο αυτές αλλά όλοι, όλοι τον αποφεύγανε και σταυροκοπιόνταν κι αλλάζαν δρόμο μονομιάς.
Κακομούτσουνος και κακορίζικος, γερογρουσούζης και παλιόγερος, αυτά ήταν τα λόγια που άκουγε αν τύχαινε καμιά φορά κι απάνταγε συχωριανό στη ρούγα. Κι όσα τα λόγια π’ άκουγε, τόσο πιο πολύ μαράζωνε, τόσο γινόταν αυτό που λέγαν οι άλλοι. Και έτσι τ’ αποφάσισε κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης, πήγε στην άκρη του βουνού, στην άκρη του γκρεμού, εκεί που τελειώνει η στεριά.
Στην τέχνη του -ούτε θυμάται πόσα χρόνια πριν- ήταν καλός και τα “παιδιά” του όλα, έτσι τα‘βλεπε, φεύγαν ταξίδια μακρινά. Πιατέλες με πετροχελήδονα, πιθάρια με ζωνάρια, κανάτια με δαντελωτά αυτιά, ολόκληρες πόλεις και χωριά από πηλό. Ταπεινό χώμα και νερό που φάνταζαν θησαυροί. Και κάθε “παιδί” μοναδικό, ξεχωριστό και κάθε άρχοντας από τη Βενετιά, το Ιάσι ή την Πόλη μέχρι και που θα εσκότωνε για να το αποκτούσε. Και χαλαστήκαν καμπόσοι πονηροί σαν μαθευόταν πως η παραγγελιά πήγε λειψή, κάνοντας το ταξίδι.
Αυτός ήταν κάποτε ο Τρανός – κι άλλο όνομα δεν είχε- ούτε ποτέ κανείς έμαθε πως τον είχαν βαφτισμένο, μήτε πούθε κρατούσε η σκούφια και η γενιά του.
Κι όλα θα γίνονταν αλλιώς αν σε μια τρέλα επάνω το Καμίνι δεν το χάλαγε.
Σαν το καμίνι χάλασε, άλλαξε η ζωή του και ζούσε πια χωρίς να ζει· ο Γέρος δίχως Όνομα.
Mια νύχτα, πριν το ξημέρωμα, σηκώνεται απ’ τον ύπνο του, και έτσι μισοξύπνιος, προχωράει στα σκοτάδια· το λυχνάρι δεν τ’ άνάβει. Τα πόδια του τα’νιώθει ξάφνου πιο λαφριά. Με πέντε δρασκελιές φτάνει ως στην πόρτα του κελαριού και την κλείνει πίσω του σφαλίζοντας με σύρτη. Μέχρι να λαλήσει ο πετεινός κάθε λογής θόρυβοι και γδούποι σηκώνονται στον αέρα, και κατακάθονται πάλι πάνω στ’ άχυρο.
Σαν αποτελειώνει αυτό που είδε στ’ όνειρό του, σουφρώνει τα φρύδια. Κάτι λείπει. Ένα πρόσωπο φεγγαρίσιο, ξανθά χρυσά μαλλιά, μάτια κάρβουνα, χείλια κερασένια, φορά γαλάζια φορεσιά μ’ όλα τ’ άστρα επάνω. Μια γαϊτανοφρύδα κόρη, νεράιδα σωστή, μα ο Γέρος βλέπει πως όση κι αν είναι η τέχνη του, κόρη σωστή δεν είναι.
Πιάνει και την απιθώνει εκεί σιμά στο πέτρινο πηγάδι της αυλής κι απέναντι κάθεται κι αυτός και αρχίζει να της λέει. Της λέει για τα νιάτα του, για την αγάπη που ‘χασε, για τ’ όνειρο που είχε και πόσο θα’ θελε να του πει κι αυτή πως τον αγαπά, πως θα τον έχει σαν πατέρα και τα στερνά του χρόνια θα τον παρηγορήσει. Μα αυτή μόνο τον κοιτά με τα μεγάλα μάτια, και δεν μιλά.
Περνούν μέρες και νύχτες πολλές κι ο Γέρος κοιμάται και ξυπνάει πια με αυτό το άχτι. “Αχ και να μιλήσει η Κόρη”.
“Η Κόρη δεν θα μιλήσει αν δεν βρεις το νερό που τραγουδεί.”
“Τι; Ποιος μίλησε; Ποιος είσαι, φανερώσου.”
“Είμαι το πουλί που κάποτε ανάστησες θυμάσαι; Κόντευα να πεθάνω απ’ την πείνα και τη δίψα και με φρόντισες. Αυτό το καλό που μου΄κανες δεν το ξεχνώ και θα στο ανταποδώσω. Άσε με να σου φέρω δυο στάλες απ’ το νερό που τραγουδεί και θα μιλήσει η Κόρη.”
“Μικρό Σπουργίτι μου εσύ; Μπρος φέρε μου το νεράκι για να αποκτήσω Κόρη.”
Κάνει δυο γύρους το πουλί και χαιρετά το Γέρο.
Και πραγματικά δεν αργεί πολύ, μέχρι να φτάσει ο ήλιος στα μισά, ζυγώνει και ακουμπά της Κόρης το κερασένιο στόμα.
“Πατέρα!” Αναφωνεί αυτή κι αρχίζουν όλοι να γελούν και να γιορτάζουν τη χαρά. Όμως όχι για πολύ. Η Πήλινη Κόρη δεν φαίνεται να ξέρει να λέει κάτι άλλο.
“Αχ πουλάκι μου καλό, σ’ ευχαριστώ, μα Κόρη ακόμα εγώ δεν έχω, πώς θα μου πει τι σκέφτεται και πώς νιώθει για μένα;”
Και το πουλάκι σκέφτεται ώρα πολλή και λύση δεν υπάρχει. Ίσως όμως να ξέρει η σοφή η Κουκουβάγια που έχει τη γνώση την παλιά. Άλλο δεν καθυστερούν και ξεκινούν όλοι μαζί για να τη βρουν.
Σαν βασιλεύει ο ήλιος, ζυγώνουν στην Πέτρινη Φωλιά και περιμένουν τη Σοφή.
“Η λύση είναι απλή, αύριο μόλις χαράξει θα κλέψετε από την κορφή του Δέντρου της Γνώσης τον καρπό που βρίσκεται στο μέσο της Μαύρης Λίμνης. Θα ταξιδέψετε μακριά από δω, όπου δεν έχει πατήσει το πόδι του άνθρωπος κανείς, στη Χώρα του Άλλου. Μα προσοχή δεν είναι τόσο εύκολο, θα πρέπει να ξεγελάσετε τον Φύλακα τον τρομερό, που έχει σώμα ψαριού και στόμα σκύλου. Μια Πήλινη Κόρη, ένας Γέρος δίχως Όνομα κι ένα Μικρό Σπουργίτι πώς θα τον νικήσουν; Να είστε ενωμένοι”, λέει και φτερουγίζει μακριά.
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν και φτάνουν σ’ένα ξέφωτο. Αποκαμωμένοι απ’το δρόμο γέρνουν γλυκά κι ονειρεύονται.
Και βλέπουν όλοι το ίδιο τ’όνειρο και ξέρουν πια τι να κάνουν. Η Πήλινη Κόρη έχει φωνή να τραγουδά, ο Γέρος δίχως Όνομα έχει την τόλμη, και το Μικρό Σπουργίτι τα φτερά. Ακούστε τι σκαρφιστήκαν.
Σαν φτάνουν στη Μαύρη Λίμνη είναι πια μεσημέρι. Ο ήλιος σ’ όλη του τη δόξα και όλα τα πλάσματα ψάχνουν σκιά για να κουρνιάσουν. Τότε ακούγεται εκείνη. Ιερά σιωπή. Ένα κυματιστό τραγούδι κόβει το μεσημέρι στα δυο, μια σειρήνα θαρρείς πως τους μαγεύει όλους. Κανείς δεν νοιάζεται για την άγνωστη γλώσσα, η φωνή αυτή δεν είναι του κόσμου τούτου.
“Πα-τε-ρα” αυτές είναι οι συλλαβές που στροβιλίζονται σε δίνη ως την Άκρη του Ουρανού και τα βάθη της Μαύρης Λίμνης. Ο Φύλακας που βρίσκεται στο βυθό ρουφάει κάθε νότα κι ακολουθώντας το ρεύμα της φωνής κολυμπά, και κολυμπά ως την όχθη ·κι εκεί παραδίνεται.
Στο μεταξύ ο Γέρος δίχως Όνομα διασχίζει απ΄την απέναντι μεριά τη Μαύρη Λίμνη με το Μικρό Σπουργίτι στην πλάτη. Στα ριζά του Δέντρου το Μικρό Σπουργίτι δίνει ένα τίναγμα και ρίχνει τον καρπό του Δέντρου της Γνώσης στα χέρια του φίλου του.
Φτερωτή η επιστροφή, τόση η λαχτάρα. Και ο Καρπός της Γνώσης κάνει την Πήλινη Κόρη να μιλά όλες τις γλώσσες του κόσμου, ν’ απαγγέλει ποιητές και να μιλά για το Θεό που υπάρχει πέρα από το Καλό και το Κακό, πέρα από τα όρια και τους φράχτες, τόσο μικρός όσο και Μεγάλος και έχει όνομα. Ο Θεός είναι Χαρά.
Όσο μιλά, τόσο ο Γέρος δίχως Όνομα θαυμάζει. Στο τέλος τη ρωτά.
“Κόρη εσένα πώς θες σε λένε; Εμένα πώς θες να με φωνάζεις;”
Σ’ αυτά η Κόρη δεν είχε τι να αποκριθεί. Σαν να τελειώσαν πια οι απαντήσεις.
“Πατέρα για να σου απαντήσω δεν φτάνει μόνο η Γνώση χρειάζομαι και Καρδιά. Και η Καρδιά δεν είναι νερό, ούτε καρπός για να τη βρεις. Θα σε βοηθώ σαν Κόρη, μα Κόρη δεν θα ’μαι.”
Πύρινες γλώσσες κόκκινες πετάγονται και αναβλύζουν στα τελευταία αυτά λόγια της, γύρω και μέσα από τον πατέρα.
“Κόρη μου είσαι τώρα, πάρε την καρδιά μου και πες μου τ’ όνομά μας.”
Ο Γέρος κρατά ζεστή και παλλόμενη την καρδιά του στα χέρια και χωρίς να χάνει λεπτό τη χώνει στο δικό της παγωμένο στήθος.
“Είσαι ο Άγγελος κι εγώ είμαι η Αγάπη. Τώρα που μ’ έμαθες να ζω θα φτιάξω έναν κόσμο νέο από πηλό που θα’χει τ’ όνομά σου.”
Εδώ τελειώνει τη διήγησή της η φλογέρα. Κι εμείς θα ζήσουμε καλά κι ακόμα καλύτερα όταν κάποτε περάσουμε τα όρια και συναντήσουμε τον κόσμο που έφτιαξε μια Πήλινη Κόρη, που έγινε Κόρη με τ’ όνομα Αγάπη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το παραμύθι έγραψε η Λίνα Ντ’ Άμα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.