Νάπολη τυφλή

0
597

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Canva-Panorama-of-Naples-view-of-the-port-in-the-Gulf-of-Naples-and-Mount-Vesuvius.-The-province-of-Campania.-Italy.-1024x494-1.jpgΤο ΄πε και το ΄κανε ο τρελός. «Θα σου δείξω εγώ τι θα πει να εμπιστεύεσαι», είχε πει μα μου ‘χε φανεί τόσο τρελό το σχέδιό του που δεν τον είχα πάρει σοβαρά. Μέχρι που ξύπνησα την επομένη και δεν έβλεπα καθόλου. Στην αρχή δεν κατάλαβα πού είμαι. Ενστικτωδώς άπλωσα το χέρι μου. Συνηθισμένη να κοιμάμαι κατάχαμα στο στρώμα, είχα μάθει να απλώνω το χέρι το πρωί και να αγγίζω πάτωμα. Μπα, τίποτα. Έψαχνα, έψαχνα, μέχρι που έπεσα. «Βαφανκούλο Αλεσσάντρο!» ούρλιαξα και δεν ήξερα αν τον έβρισα που έπεσα από τόσο ψηλό κρεβάτι ή γιατί θύμωσα που μου είχε κλείσει τα μάτια με μαντίλι.

Άκουσα γέλια από μακριά και βήματα να πλησιάζουν. «Μπουοντζόρνο πίκολα!» Μου έδωσε το χέρι και με βοήθησε να σηκωθώ, μα εγώ ξανάπεσα. Με το ζόρι πια με σήκωσε και κουτούλησα επάνω του. Τον αγκάλιασα κι έβαλα τα κλάματα. Μπερδεύτηκαν τα δάκρυα με το μαντήλι κι εγώ χάθηκα στην αγκαλιά του. Μες στο απόλυτο σκοτάδι, ήταν το τέλειο καταφύγιο. Ζεστή. Τρυφερή. Αλλά γεμάτη τρίχες. Μα πόσες τρίχες είχε αυτός ο άνθρωπος κι εγώ δεν τις είχα δει ποτέ μου; Είχα ερωτευτεί τον έρωτα κι όχι τον ίδιο, τώρα το κατάλαβα.  Είχα μαγευτεί που παράτησε σύζυγο, παιδί και σπίτι με πισίνα γιατί τρελάθηκε μαζί μου. Τώρα όμως που μου ζητούσε να ρισκάρω, μου φαινόταν τριχωτός σαν μια αρκούδα και με τον ιδρώτα του να μου μυρίζει πιο πολύ από ποτέ.

«Θέλω να κατουρήσω», είπα, και με πήρε από το χέρι τρυφερά να με πάει ως το μπάνιο. «Γιατρός είναι» σκέφτηκα, «σιγά μην σιχαθεί. Άσε που τα χαρτιά οι Ιταλοί τα πετάνε στη λεκάνη». Τρόμαζα που ένιωθα καθισμένη στο κενό, σα να κατουρούσα τον πλανήτη από ψηλά. Το σπίτι ήτανε στην κορυφή του λόφου κι αισθανόμουν πως ο αέρας θα το έπαιρνε και θα το σήκωνε κι ας ήτανε αρχές Οκτώβρη.

Την προηγούμενη ημέρα είχα θαυμάσει θέα: από το σαλόνι το λιμάνι κι ο Βεζούβιος, από το μπάνιο και το υπνοδωμάτιο το τσέντρο στόρικο, από την κουζίνα το Καποντιμόντε. Τίποτα από αυτά δεν έβλεπα στο σήμερα, ένιωθα μετέωρη σε ένα μετέωρο σπίτι που το έτρωγε ο άνεμος κι έψαχνα απεγνωσμένα το νιπτήρα. Ένα τριχωτό χέρι με βοήθησε, μου έβαλε το σαπούνι μες στα χέρια, αλλά γλίστρησε και μου ‘πεσε. Ξεπλύθηκα όπως- όπως, με ξαναπήρε από το χέρι και με οδήγησε. Έμεινα όρθια, ένας θεός ξέρει πού, δεν είχα ιδέα πού βρισκόμουν. «Θα σε ντύσω τώρα μου είπε, πάμε για καφέ».

Τραυματική εμπειρία να περπατάς στην πόλη με κλειστά τα μάτια και ειδικά στη Νάπολη. Το πεζοδρόμιο ήταν πλακόστρωτο και γλιστερό, με κρατούσε από το χέρι αλλά φοβόμουνα μην σωριαστώ. Πότε αφηνόμουν και με πήγαινε, πότε ένιωθα ότι έχανα τον έλεγχο κι ότι κινδύνευα και του κρατούσα το χέρι ακόμη πιο σφιχτά, αργούσα και το βήμα. Το πιο δύσκολο ήταν στα φανάρια: έτρεμα να κατεβώ στο πεζοδρόμιο και μια δυο φορές σταματήσαμε να βρίσει κάποιον οδηγό. Δεν ήξερα αν ήθελα να γελάσω με την εικόνα μας, ή να κλάψω που έπρεπε να πληρώσω τόσο ακριβά τον έρωτα.

Μπήκαμε στην αγορά. Φωνάζανε οι ψαράδες, φωνάζανε οι φρουτιβέντολοι, φωνάζανε και οι ανθοπώλες. Κι εγώ που μιλούσα τάχαμου ιταλικά αλλά ναπολετάνικα γρι δεν καταλάβαινα, νόμιζα πως φωνάζανε σ΄ εμάς, κι όλο γυρνούσα το κεφάλι τρομαγμένη λες και μπορούσα να τους δω.  Δε φτάνει που φοβόμουνα να περπατήσω, σε κάθε βήμα σταματούσα κιόλας γιατί νόμιζα από τις αγριοφωνάρες κάποιος επρόκειτο να μας επιτεθεί.

Μου αγόρασε ένα λουλούδι και μου το έδωσε για να μυρίσω. Δεν θυμάμαι πια τι ήταν, είκοσι χρόνια έχουν περάσει. Θυμάμαι όμως πως η μυρωδιά του ήτανε βάλσαμο την ώρα εκείνη. Ήθελα να κάτσω μες στο πλήθος, με τα μάτια δεμένα όπως ήμουν και ν’ απολαμβάνω το άρωμά του. Από τότε όποτε μυρίζω πια λουλούδια μου έρχονται αυτόματα στο νου και φωνές από τη λαϊκή του Βόμερο. Δεν έβλεπα κανέναν, ένιωθα όμως σα να έχω  χιλιάδες πουλτσινέλλα, πανταλόνε, αρλεκίνους, κολομπίνες να φωνάζουν γύρω μου. Ένιωσα σα να με ρούφηξε  ένας κυκλώνας από φωνές, ένα θέατρο του δρόμου που μπορούσα σχεδόν να δω με τα μάτια του μυαλού μου.

Όταν  πια αφήσαμε πίσω μας τον συφερτό, εγώ είχα εντελώς εξαντληθεί. «Χρειάζομαι επειγόντως ένα καφέ», είπα απεγνωσμένα στο τριχωτό το χέρι, και η παλάμη μου είχε πια ιδρώσει μέσα στη δική του. Την τράβηξα να την σκουπίσω κι ένιωσα μετέωρη και πάλι, θα ήταν η κούραση, θα ήταν που είχα ξενυχτίσει ή που είχα κλειστά τα μάτια τόση ώρα, μου ήρθε να λιποθυμήσω.

Μπήκαμε στην παστιτσερία του Σαντόρο. Ντρεπόμουνα απίστευτα, το τριχωτό το χέρι όμως καθόλου. «Μπουοντζόρνο ντοτόρε!» ακούστηκε από κάπου. «Ντούε καφέ περ φαβόρε, ε ουν κανόλο αλλά σιτσιλιάνα περ λα σινιορίνα», είπε και μου πρότεινε να κάτσω σε σκαμπό. Έβριζα από μέσα μου που καρέκλα δεν υπήρχε όπως στις καφετέριες στην Ελλάδα και δεν ρίσκαρα καθόλου να ξαναπέσω από ένα σκαμπό τόσο ψηλό όσο φανταζόμουνα θα ήταν, οπότε προτίμησα να μείνω όρθια παρά την κούραση μου.  Πήγα να πιάσω τον καφέ και κάηκα. Ούρλιαξα κι έριξα το φλιτζανάκι, «Σινιόρα, νον σι πρεόκουπι» είπε ευγενικά το γκαρσόνι κι έβαλα τα γέλια με την πάρτη μου.

Ένας νέος καφές έφτασε σύντομα αλλά εγώ επιδόθηκα στο να τρώω το κανόλο μήπως και κρυώσει το φλιτζάνι. Και ήταν το πιο ωραίο κανόλο της ζωής μου. Δεν ξέρω αν μόλις είχε φτάσει με το πλοίο, αν είχε την καλύτερη ρικότα της Ιταλίας, αν το φύλλο το είχε φτιάξει μάστορας ζαχαροπλάστης ή αν απλώς πεινούσα. Δεν είχα ξαναφάει τέτοιο πράγμα. Το απόλαυσα αργά, το τριχωτό το χέρι είχε πεθάνει από τα γέλια. «Σι φαρά φρέντο ιλ καφέ!», μου έλεγε, εγώ όμως ταξίδευα στη Σικελία. «Η Νάπολη έχει τον καλύτερο καφέ», μου είπε, «λένε φταίει το νερό».

Πήραμε ταξί. Σε μια πόλη όπου είναι άγραφος κανόνας πως στο κόκκινο τα αυτοκίνητα δε σταματούν παρά μονάχα αν υπάρχει τροχονόμος, το να κατεβαίνεις τους λόφους με φρεναρίσματα, σταμάτα και ξεκίνα μες στην κίνηση και με τα βαφανκούλο να εκσφενδονίζονται από δεξιά και αριστερά, με έκανε να βγω καταϊδρωμένη. Πώς θα ζούσα εγώ σε αυτή την πόλη; Και πώς μπορούσα να εμπιστευτώ ένα τρελό που μου έκανε ασκήσεις εμπιστοσύνης με ένα μαντήλι Φερραγκάμο μπρος στα μάτια; Ο ταξιτζής το διασκέδαζε μου φάνηκε, μιλούσε μάλιστα βαριά ναπολετάνικα για να μην τον καταλάβω, μάλλον όμως τον ρωτούσε αν ήμουνα Ρωσίδα. «Με λένε Μαλατέστα», μου ήρθε να του πω, «απόγονος Ενετών από τη Νάξο», μα κρατήθηκα.

Περπατήσαμε στην Μερτζελίνα, δίπλα θάλασσα. Άλλος θεός εδώ. Το ρετιρέ στη βία Τζιρόλαμο Σαντακρότσε βολόδερνε στον άνεμο, μα εδώ δε φύσαγε καθόλου. Με κέρασε λεμονάδα από ένα πλανόδιο και ο τριμμένος πάγος μου πάγωσε τα ούλα. Πού να ‘ξερα εγώ τότε πως σε μερικές δεκαετίες θα βρισκόμουν σε ένα νησί γεμάτο με ξινά όπως η Νάπολη. Όλη μου η ζωή γεύσεις και μυρωδιές από εσπεριδοειδή και θάλασσα.

Πάνω που ανάσανα, μου ζήτησε να κάνουμε ένα παιχνίδι:  να γυρίσω και να αρχίσω να πηγαίνω με την πλάτη, να τον κρατώ από το χέρι αλλά να περπατώ ανάποδα. «Δεν έχει καθόλου πλάκα» του είπα, αλλά τόλμησα. Να που τελικά χαλάρωσα κι επιτέλους ένιωθα να είμαι λούνα παρκ. «Παπά!»  Άκουσα ξαφνικά μια κοριτσίστικη φωνή. Σήκωσα το μαντήλι και την είδα μες στα μάτια. Ήτανε η κόρη του μαζί με την γυναίκα του. Με κοιτούσαν με απορία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Μαρία Μαγγανάρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.