Βάζω στοίχημα ότι, όσο κι αν προσπαθήσετε να θυμηθείτε πότε πρωτομπήκατε σε ανελκυστήρα, δεν θα τα καταφέρετε!
Η δική μου περίπτωση είναι εντελώς διαφορετική. Θυμάμαι αξέχαστα, την πρώτη φορά που το μεταλλικό θηρίο άνοιξε το στόμα του για να με καταπιεί. Δεν μου έφταιγε κανείς, δεν κατηγορώ κανέναν. Οικειοθελώς αφέθηκα στις ορέξεις του. Ούτε μετανιώνω, άλλωστε.
Σας υπόσχομαι ότι δεν θα βγείτε χαμένοι απ’ αυτήν την ιστορία, που σας διαβεβαιώνω, στον λόγο της τιμής μου, ότι είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Αν μη τι άλλο, ίσως να διδαχθείτε κάτι απ’ αυτήν την αφήγησή μου. Ίσως, εφεξής, να έχετε περισσότερο το νου σας στα παιδιά που συνοδεύετε, δικά σας ή ξένα, φροντίζοντας να μην τ’ αφήνετε ποτέ αφύλαχτα απ’ τα μάτια σας. Στο κάτω-κάτω της γραφής, τα παιδιά είναι η μοναδική ελπίδα, ότι το μέλλον της ανθρωπότητας θα πάψει να φαντάζει τόσο ζοφερό, όσο στις μέρες μας, εξαιτίας και ανθρώπων σαν κι εμένα.
Ζούσαμε ψηλά στο βουνό, πίσω από άλλα βουνά, πολύ μακριά από τη Μητρόπολη. Ήμουν αρκετά μεγάλος πια κι η μητέρα μου είχε σταματήσει να με ντύνει, χειμώνα-καλοκαίρι, μ’ εκείνα τα κοντά, παιδικά παντελονάκια, που ανέκαθεν με έκαναν να ντρέπομαι για την εμφάνισή μου.
Κοντοζύγωναν τα δέκατα τέταρτα γενέθλιά της ζωής μου, τότε που ο θείος Βενιαμίν, Βένια για τους φίλους και τους δικούς, ο μικρότερος αδελφός του πατέρα μου, με πήρε μαζί του, για πρώτη και τελευταία φορά, επίσκεψη στην μακρινή πρωτεύουσα.
Αξέχαστα θυμάμαι, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, έστω και σαν αστραπή, πόσο είχα θαμπωθεί από την πρωτάκουστη βοή και τα πρωτόφαντα χρώματα της πολυκοσμίας, εκείνο το ηλιόλουστο, σαββατιάτικο πρωινό. Όλο τράβαγα με μανία το ιδρωμένο μου χέρι, προσπαθώντας μάταια να ξεγλιστρήσω μέσα από τη φαρδιά χούφτα του θείου Βένια, που με κρατούσε σφιχτά σαν ατσαλένια άρπαγα. Είχε κάτι επείγουσες δουλειές και είχε κανονίσει να συναντηθεί με κάποιους συνεργάτες και φίλους του πρωτευουσιάνους, στο καφενείο του ξενοδοχείου «Εκάβη», δυο τετράγωνα απόσταση από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, όπου είχαμε αποβιβαστεί, προ ολίγου. Μου είχε εξηγήσει, στη διάρκεια της διαδρομής μας με το γαλάζιο, υπεραστικό λεωφορείο που είχαμε πάρει για να κατέβουμε στην πρωτεύουσα, ότι εκεί μαζεύονταν όλοι οι επαρχιώτες, άλλοι για να πουλήσουν την πραμάτεια τους -κι άλλοι για να εκτελέσουν τις παραγγελίες των κυράδων τους, όπως είχε συμπληρώσει ειρωνικά, ο αθεράπευτα εργένης θείος Βένια. Μετά που θα ολοκλήρωνε τις συναλλαγές του, μου είχε υποσχεθεί, θα κάναμε ό,τι ήθελα εγώ. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ήμουν ο αγαπημένος του ανιψιός, ήταν γνωστό αυτό στον κόσμο όλο.
Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, δεν ήταν ούτε μεσημέρι καλά-καλά, κι απέμενε μπόλικος χρόνος μέχρι το βράδυ που θα γυρίζαμε πίσω στο χωριό με το τελευταίο δρομολόγιο της γραμμής, όπως είχαμε προγραμματίσει. Αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, έτσι ξεκαπίστρωτος που ήμουν, από την ανέμελη ζωή του χωριού· είχα και ξύλινα αυτιά, κατά που συνήθιζε να λέει κι η μητέρα μου, με προσποιητή απόγνωση. Τα πάντα μαγνήτιζαν την περιέργειά μου και το κεφάλι μου σβούριζε χαρούμενα, μ’ όλα εκείνα τα οπτικά και ηχητικά ερεθίσματα των δρόμων της μεγαλούπολης. Έμενα εκστατικός, καθυστερώντας μπροστά στις πελώριες βιτρίνες με τα παιχνίδια και τ’ άλλα πρωτοφανή καλούδια κι επέμενα να τον τραβώ προς τις ανοιχτές πόρτες των καταστημάτων, καθυστερώντας και εκνευρίζοντας τον θείο Βένια. Τότε, μου έσφιγγε ακόμα πιο δυνατά το χέρι και με τραβούσε σαν να ήμουν ανυπάκουο κουτάβι· που ήμουν!
Με τα πολλά, φτάσαμε ως την μεγαλοπρεπή είσοδο κι από κει, ανεβαίνοντας τη λευκή, μαρμάρινη σκάλα, βρεθήκαμε στον προθάλαμο του πολυσύχναστου ξενοδοχείου. Πιασμένοι πάντα χέρι-χέρι, ανακατευτήκαμε με τον υπόλοιπο κόσμο. Άλλοι τρεχάτοι και βιαστικοί, άλλοι με την ησυχία τους, περπατώντας αργά ή σταματημένοι στη μέση της τεράστιας αίθουσας υποδοχής, συνομιλούσαν φιλικά μεταξύ τους, δείχνοντας να απολαμβάνουν τη σχόλη τους. Εκείνη την ώρα, ο θεός Βένια κοντοστάθηκε, προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Τότε ήταν που το είδα να ανοίγει για πρώτη φορά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Απόμεινα με ανοιχτό το στόμα, να χαζεύω το πλήθος, άλλους να βγαίνουν κι άλλους να μπαίνουν μέσα σ’ εκείνο το μεταλλικό κουτί, που έδειχνε ότι δουλειά του ήταν να ξερνάει ανθρώπους και να καταπίνει άλλους. Με το κεφάλι γυρισμένο προς τα εκεί, ένοιωσα τα βίαια τραβήγματα του θείου Βένια, που επιτέλους είχε αποφασίσει προς τα πού έπρεπε να τραβήξουμε πορεία.
Επιτέλους, φτάσαμε στο κατάμεστο καφενείο, εκεί παραδίπλα. Ο θείος Βένια εντόπισε από μακριά το ρεζερβέ τραπεζάκι μας, στην απέναντι άκρη και κατευθύνθηκε ως εκεί, τραβώντας με από πίσω του, χωρίς να χαλαρώνει τη σιδερένια λαβή που αιχμαλώτιζε το χέρι μου μέσα στο δικό του. Θέλοντας και μη, τον ακολουθούσα. Διάλεξα τη θέση μου δίπλα στο γυάλινο παραπέτασμα, που χώριζε το ευρύχωρο μαγαζί από την απέραντη σάλα που μόλις είχαμε διασχίσει. Χωρίς να με ρωτήσει, παράγγειλε για τον εαυτό του τον συνηθισμένο, διπλό, ελληνικό καφέ του, χωρίς ζάχαρη, και βανίλια υποβρύχιο για μένα, που ήξερε ότι τη λάτρευα, ο καλός μου, ο θείος Βένια. Η συντροφιά που περίμενε, είχε κατά τα φαινόμενα αργήσει κι έτσι καθόμασταν μόνοι, οι δυο μας, σ’ εκείνη τη φωτεινή γωνιά. Εγώ, αμίλητος, με το πρόσωπό μου κολλημένο στο τζάμι και την ανάσα μου να το θαμπώνει, χάζευα την κίνηση χωρίς ν’ αφήνω από τα μάτια μου το γυαλιστερό αντικείμενο του θαυμασμού μου, που συνέχιζε ασταμάτητα να καταπίνει και να ξερνάει ανθρώπους.
Ο θείος Βένια έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του, από την τσέπη του σακακιού του και βάλθηκε να ψάχνει τον αναπτήρα του. Ύστερα, σαν να θυμήθηκε ότι δεν επιτρεπόταν το κάπνισμα εκεί μέσα, εγκατέλειψε την προσπάθεια. Μετά, ήταν η σειρά του χαλασμένου του προστάτη, να θυμίσει στο θείο Βένια την ύπαρξή του. Γυρνώντας σ’ εμένα, μου είπε να τον περιμένω, θα γυρνούσε σε μισό λεπτό από την τουαλέτα. Η βανίλια υποβρύχιο αργούσε να φανεί κι εγώ δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Σηκώθηκα και χωρίς να υπολογίζω τίποτα άλλο, εκτός από το στόχο μου, χάραξα πορεία από το κάθισμα που ήμουν βολεμένος, κατευθείαν έξω· στο στόμα του λύκου, θα μπορούσε να πει κανείς, αν ήξερε τι θα επακολουθούσε.
Ούτε δυο λεπτά αργότερα, βρέθηκα να παρατηρώ την αντανάκλαση του ειδώλου μου, πάνω στις χρυσαφένιες πόρτες του ανελκυστήρα που κλειστές προς στιγμήν, περίμεναν την άφιξη του θαλάμου. Κατά περίεργο τρόπο, η αίθουσα είχε ξαφνικά μείνει άδεια από ανθρώπους. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Σαν να είχε παγώσει ο χρόνος, εκείνη τη στιγμή. Μόνος μου εκεί, περίμενα χωρίς να ξέρω τι γυρεύω. Την άλλη στιγμή, ένα κουδούνισμα έσπασε τη νεκρική σιγή. Το μέταλλο χωρίστηκε αθόρυβα στα δύο κι η καμπίνα αποκαλύφθηκε μπροστά στα αχόρταγα μάτια μου. Αυτή τη φορά, δεν βγήκε κανείς από κει μέσα, όπως άλλωστε και κανένας άλλος, παρεκτός από την αφεντιά μου, δεν περίμενε για να μπει. Ο χειριστής, ένας ξανθός νέος με φανταχτερή στολή που με το κόκκινο φέσι του, θύμιζε αυτοκρατορικό υπασπιστή παραμυθιού, χαμήλωσε το βλέμμα του κοιτάζοντάς με εξεταστικά. Ήταν εκεί στις διαταγές μου, μου ανήγγειλε με στόμφο που ταίριαζε γάντι στο παρουσιαστικό ανθρώπου, ταγμένου να υπηρετεί.
Διστακτικός, μπήκα μέσα στον θάλαμο, ακροπατώντας στην παχιά, κόκκινη μοκέτα και σηκώνοντας το βλέμμα, κοίταξα στα μάτια τον Έκτορα· αυτό το όνομα έγραφε η μικρή χάλκινη κονκάρδα που ήταν καρφιτσωμένη στην δεξιά πλευρά του κόκκινου σακακιού του, με τα χρυσά σιρίτια. Συνέχισα να τον κοιτάζω με απορία, ανακατεμένη με ανυπόκριτο δέος. Μέσα από τους καθρέφτες, στους τρεις τοίχους του θαλάμου, μπορούσα να παρατηρώ τον Έκτορα από πολλές οπτικές γωνίες. Ήταν όμορφος σαν κορίτσι κι ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα αυτό το παράξενο πράγμα μέσα μου, αυτό που οι ποιητές ονομάζουν «ερωτικό σκίρτημα».
«Κατάλαβα», είπε χαμογελώντας, ο Έκτορας, με την λεπτή, ένρινη φωνή του, σπάζοντας τον πάγο της ενοχλητικής σιωπής. Χούφτωσε το μικροσκοπικό κλειδί που κρεμόταν στην άκρη μιας λεπτής αλυσίδας, γύρω από τον λαιμό του. Χωρίς καθυστέρηση, το έβαλε στην κλειδαρότρυπα του πίνακα που χειριζόταν, κάτω από τα μαύρα κουμπιά, στην αριστερή άκρη της εισόδου.
Οι χρυσαφένιες πόρτες έκλεισαν αθόρυβα. Ένοιωσα τον θάλαμο να τρέμει και αρχίσαμε να κινούμαστε, ακίνητοι. Ο Έκτορας με κοίταζε χαμογελαστός, σαν να διασκέδαζε με την έκπληξη που πιθανολογώ ότι μαρτυρούσε, η έκφραση του προσώπου μου. Ύστερα, αυτό το περίεργο αίσθημα της κίνησης μέσα στην ακινησία, άρχισε να δυναμώνει. Δυσφόρησα με την απότομη επιτάχυνση του θαλάμου. «Μην φοβάσαι, χαλάρωσε» άκουσα τη γυναικωτή φωνή του Έκτορα, να με καθησυχάζει, σαν να ακουγόταν τώρα, από πολύ μακριά. Ύστερα τρανταχτήκαμε ακόμα πιο βίαια και ξαφνικά τα φώτα του θαλάμου έσβησαν. Τρομοκρατήθηκα, πνιγμένος στο σκοτάδι. Μια οθόνη άναψε ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα, παιδικά μάτια μου, σχίζοντας τη μαυρίλα του μικρού χώρου κι αμέσως άρχισε να παίζει μια βουβή ταινία, σε γρήγορη κίνηση. Είδα τον εαυτό μου να τρέχει μέσα στην πόλη, σε βρώμικους, δρόμους και άγνωστα σοκάκια. Μου φάνηκε ότι στο βάθος και την άκρη της οθόνης, διέκρινα τον θείο Βένια, να τρέχει στο κατόπι μου, μα δεν παίρνω και όρκο. Μετά, παρακολούθησα τον σωσία μου να ψηλώνει και να ανδρώνεται, μέσα σε σκοτεινά καταγώγια, ανάμεσα σε πρόστυχες γυναίκες και ύποπτους άνδρες. Τον παρακολούθησα να πρωταγωνιστεί σε ακατονόμαστες πράξεις. Ένας φριχτός εγκληματίας, πρωταγωνιστής σε μια ταινία ανατριχιαστική. Τρόμαξα ακόμα περισσότερο, δεν είναι πράγματα αυτά για παιδιά, σκέφτηκα. Ευτυχώς, ο ενοχλητικός βόμβος του ανελκυστήρα είχε σταματήσει, παρόλο που καταλάβαινα ότι η κίνησή του συνεχιζόταν αθόρυβα· ήταν φανερό. Μέσα στην ησυχία, με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη που συνέχιζε να ξεδιπλώνει τη ζωή του ενήλικου εαυτού μου, άπλωσα φοβισμένος το χέρι μου αναζητώντας τον Έκτορα. Αισθάνθηκα με ανακούφιση να παίρνει την παλάμη μου στα δυο ζεστά του χέρια και να την φέρνει στα χείλη του.
Τώρα, η ταινία της ζωής μου έδειχνε τον μεγάλο μου εαυτό να περιμένει υπομονετικά μπροστά από τις κλειστές πόρτες του ανελκυστήρα. Ο Έκτορας, έλειπε από το πλάνο κι αυτό μου φάνηκε παράδοξο, διότι τον αισθανόμουν γύρω και μέσα μου.
Την άλλη στιγμή, ο θάλαμος ακινητοποιήθηκε και με το οικείο πια κουδούνισμα να γεμίζει τα βάθη του μυαλού μου, η πόρτα άνοιξε. Κόσμος πολύς περίμενε απ’ έξω. Αισθάνθηκα κι άλλον κόσμο πίσω μου, να με σπρώχνει προς την έξοδο. Από που είχαν ξεφυτρώσει όλοι αυτοί οι συνεπιβάτες, ξαφνικά, στριμωγμένοι μαζί μου μέσα στον θάλαμο, δεν είχα ιδέα ούτε μ΄απασχολούσε, εκείνη τη στιγμή.
Βγήκα πρώτος από το ασανσέρ, χαιρετώντας μ’ ένα φιλικό νεύμα του κεφαλιού τον Έκτορα. Εκείνος, μου πέρασε διακριτικά στο χέρι μια κρεμ καρτ-βιζίτ με τη λέξη «Σε Ποθώ» σκαλισμένη με καλλιγραφικά χρυσά γράμματα στην μπροστινή όψη. Από την πίσω πλευρά, με μαλακό μολύβι, ήταν σημειωμένος ένας τηλεφωνικός αριθμός. Αισθάνθηκα τα πρόσωπό μου να κοκκινίζει κι άφησα ένα συνωμοτικό χαμόγελο να σχηματιστεί στις άκρες των χειλιών μου. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ήμουν ολόκληρος άνδρας πια. Μπορούσα να κάνω, ό,τι μου έκανε κέφι.
Ο κόσμος, πάλι πυκνός και πολύβουος όπως πριν, πλημμύριζε ξανά την αίθουσα υποδοχής της «Εκάβης». Έξω απ’ το ασανσέρ, ανάμεσα στον υπόλοιπο κόσμο, ήμουν ένας διαφορετικός άνθρωπος, ένας όμορφος άνδρας. Ναι, άνδρας. Δεν το ήξερα εκείνη τι στιγμή, αλλά η αστυνομική ταυτότητα που είχα στη μέσα τσέπη του σακακιού μου, πιστοποιούσε ότι είκοσι χρόνια είχαν περάσει μέσα στα λιγοστά λεπτά που είχα μείνει κλεισμένος στην καμπίνα του πρώτου ανελκυστήρα που είχα χρησιμοποιήσει στη ζωή μου.
Χωρίς τίποτα να μου προκαλεί εντύπωση πια, είχα παραδοθεί αδιαμαρτύρητα στην αλλόκοτη εμπειρία. Είχα ωριμάσει απότομα. Είχα μεγαλώσει παραφυσικά, θα έλεγα, αν υπήρχε τέτοιο επίρρημα στα λεξικά. Σε μια στιγμή, είχα ψηλώσει ίσαμε τρεις πιθαμές κι αν άνοιγα το στόμα μου για να μιλήσω, θα άκουγα μια άγνωστη, βαριά φωνή, γεμάτη ανδροπρέπεια. Αλλά αρκούσε κι η αντανάκλαση του ειδώλου μου στον καθρέφτη· μια εικόνα, χίλιες λέξεις, που λένε. Μην με ρωτήσετε το γιατί ούτε το πώς, αλλά θεωρούσα δεδομένη την αλλόκοτη πραγματικότητα, έτοιμος να την κατεβάσω σαν πικρό καταπότι που γουλιά-γουλιά, άρχιζε να γλυκαίνει μέσα στο στόμα μου και να νοστιμίζει.
Ήταν ανεξήγητο, παρανοϊκό ίσως, αλλά εγώ ο ίδιος, με σάρκα και οστά, ήμουν αδιάψευστος μάρτυρας του γεγονότος ότι είχα δει σε λίγα λεπτά, μια ολόκληρη ζωή να εκτυλίσσεται και να εξελίσσεται κινηματογραφικά, μπροστά στα παιδικά μάτια μου. Τη δική μου ζωή! Δεν ήταν αποκύημα νοσηρής φαντασίας· ήταν, το ξαναλέω, η δική μου ζωή. Θυμήθηκα ή μάλλον δεν θυμήθηκα, ήξερα ότι ήμουν ένα έκνομο κάθαρμα, ένας αμετανόητος ληστής και στυγνός δολοφόνος. Ένας δημόσιος κίνδυνος, που με καταζητούσαν οι περισσότερες αστυνομίες του κόσμου.
Περπάτησα μέχρι την είσοδο του καφενείου κι από απόσταση αντίκρισα το αποτέλεσμα της πράξης μου· αυτό που ήταν προφανές στα ενήλικα μυαλά μου, αυτό που δεν μπορούσα ούτε να το διανοηθώ λίγα λεπτά νωρίτερα, όταν ήμουν ακόμα εκείνος ο μικρός σκανταλιάρης που είχε χαθεί από προσώπου γης. Οι περισσότεροι θαμώνες, έδειχναν αναστατωμένοι. Εκεί, στο ίδιο ρεζερβέ τραπεζάκι, ο θείος Βένια, περίλυπος, καθόταν στη θέση του. Απαράλλαχτος, με μόνη διαφορά ότι τα κορακίσια του μαλλιά είχαν γίνει κάτασπρα μέσα σ’ εκείνα τα λίγα λεπτά της απουσίας μου, που έμελλε να είναι οριστική. Με το κεφάλι του κατεβασμένο, αλλοπαρμένος ανάμεσα στους φίλους του, που εν τω μεταξύ είχαν έρθει και που τώρα προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν, μονολογούσε ακατάληπτα. Δίπλα του, δυο άδεια ποτήρια του κονιάκ, μαρτυρούσαν ότι προσπαθούσε να πνίξει την οδυνηρή του ταραχή μέσα στο οινόπνευμα.
Εκείνη την ίδια στιγμή, μια μυώδης κι εντυπωσιακή ξανθιά, με σκληρά, καστανά μάτια, στάθηκε μπροστά μου και μου επέδειξε την κονκάρδα της Ιντερπόλ, κρύβοντας με τον όγκο της τη σπαραξικάρδια σκηνή που πρωταγωνιστούσε ο δυστυχής θείος Βένια. Με ήρεμη, αλλά αποφασιστική φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, με προειδοποίησε ότι ήμουν περικυκλωμένος κι ότι δεν είχε νόημα να αποπειραθώ να δραπετεύσω. Κοίταξα γύρω μου και το έμπειρο μάτι μου άρχισε να εντοπίζει τον ένα μετά τον άλλο, τους ακροβολισμένους αστυνομικούς με τα πολιτικά, που καραδοκούσαν. Συγκατένευσα σιωπηλός, ομολογώντας την ήττα μου.
«Κάποιος ας καλέσει “Το Χαμόγελο του Παιδιού” να δηλώσει το περιστατικό», είχε ακουστεί από μακριά μια ψύχραιμη γυναικεία φωνή, μέσα στην οχλοβοή του καφενείου, κάπου πίσω από την πλάτη μου. «Οι πρώτες ώρες της εξαφάνισης, είναι κρίσιμες», υπερθεμάτισε μια δεύτερη, ανδρική φωνή. Την ίδια εκείνη στιγμή, η όμορφη ξανθιά της Ιντερπόλ, με έσπρωχνε μαλακά αλλά αποφασιστικά, προς την έξοδο του ξενοδοχείου. Ένας άλλος, με μπλε μαρέν κουστούμι και σκούρα γυαλιά ηλίου στα μάτια, βγήκε από το πλήθος και μου πέρασε, πίσω από την πλάτη, τις χειροπέδες. Ύστερα άρχισαν να μαζεύονται ένας-ένας κι οι υπόλοιποι αστυνομικοί, όλοι ντυμένοι στην τρίχα, όλοι βλοσυροί, όλοι άτεγκτοι. Η κουστωδία μας, χάθηκε διακριτικά μέσα στο πλήθος.
Φυσικά, δεν απογοητευόμουν. Δεν ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που είχα συλληφθεί. Όχι, καθόλου δεν ανησυχούσα. Ήξερα ότι ο αγαπημένος μου Έκτορας, θα εμφανιζόταν από το πουθενά, στο ασανσέρ του τμήματος μεταγωγών ή στο άλλο, του δικαστικού μεγάρου ή όπου αλλού τέλος πάντων τον καλούσα, και θα με απελευθέρωνε με τον μοναδικό, μαγικό του τρόπο, όπως έκανε πάντα. Αρκεί να σχημάτιζα τον τηλεφωνικό αριθμό που είχε σημειώσει πίσω από την κάρτα που μου είχε πασάρει πριν από είκοσι χρόνια. Αρκεί να του το ζητούσα. Πάντα με ποθεί και πάντα φροντίζει για μένα, αλλά κι εγώ, με τον δικό μου τρόπο, ποτέ δεν τον έχω αφήσει παραπονεμένο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Alexandros Raskolnick, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής