Δυο βδομάδες μετά το πρώτο τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον πρόεδρο της Κοινότητας των Αντικυθήρων, ο Πρωτονοτάριος ήταν ήδη λίγα μίλια μακριά απ’ το λιμάνι. Δεν είχε κάθε μέρα καράβι από Πειραιά για Κύθηρα κι έπρεπε άλλωστε να τακτοποιήσει κι όλες τις γραφειοκρατίες με το σχολείο. Από το Καψάλι δεν πήρε το πλοίο της γραμμής. Το “Κύθηρα-Αντικύθηρα” το ’30 ήταν φουρτουνιασμένη υπόθεση.
Πήγε να τον προϋπαντήσει ο πρόεδρος με το γραμματέα κι άλλους δυο κοστουμαρισμένους με την λάντζα του Βατικιώτη. Λάδι η θάλασσα.
-Κύριε Πρωτονοτάριε, καλύτερο σημάδι για τον ερχομό ενός ξένου απ’ την μπουνάτσα, δεν υπάρχει. Καλώς ήρθατε!
Τα γέλια κάτω απ’ τα γαλανόλευκα σημαιάκια που ’χαν στολίσει το σκαρί του καπετάνιου κι αιωρούνταν πάνω απ’ τα όρθια κοστούμια έδωσαν στον Πρωτονοτάριο εκείνο το σφάχτη στο νεφρό που αισθανόταν κάθε φορά στις σχολικές γιορτές που έπρεπε να οργανώσει.
Από μακριά ξεχώρισε το πλήθος που ’ταν στημένο στη μαρίνα. Εκατόν πενήντα άνθρωποι όλοι κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού μαζεύτηκαν για τα καλωσορίσματα. Τα πιτσιρίκια, όχι πάνω από ένα δεκαπενταμελές τσούρμο, σκουντιόνταν να κλέψουν κανέναν μελωμένο λουκουμά απ’ τ’ ασημένιο πιάτο που ’χαν στήσει στο τραπέζι, πλάι στον αγιασμό. Συνήθεια για να γλυκαθεί ο νεόφερτος οι λουκουμάδες.
Δεν κράτησε πολύ το πανηγύρι. Με τις πρώτες μπουκιές τηγανιτό ζυμάρι που γλύκανε τη γούλα, άνοιξαν οι ουρανοί κι έτρεξαν όλοι να κρυφτούν. Ξέπλυνε το νερό της βροχής τις στάλες του αγιασμού και τα κολλημένα μέλια στα χέρια των παιδιών και τους ψαλμούς του ιερέα. Ο Πρωτονοτάριος με τον πρόεδρο πήγαν στην Κοινότητα να υπογράψουν τα χαρτιά. Έπρεπε ήδη από ’κείνο το βράδυ να βρίσκεται στο πόστο του.
-Όπως σας εξήγησα και στο τηλέφωνο, Κύριε Πρωτονοτάριε, η θέση του φαροφύλακα, είναι σαν να λέμε μια αυτοδίκαιη κληρονομιά. Με το που είχε αναλάβει ο θείος σας, ξέραμε ότι είστε ο επόμενος.
Ο Πρωτονοτάριος πήρε στα χέρια το κιτρινισμένο έγγραφο που του άπλωσε ο πρόεδρος.
“Μάρκελλος Πρωτονοτάριος, 1922
Σάββας Πρωτονοτάριος, 1929
Αντίπας Πρωτονοτάριος…”.
-Βάλτε τη σημερινή ημερομηνία και υπογράψτε. Πρέπει να ξεκινήσουμε σιγά σιγά, μη μας πάρει το βράδυ. Μόνο απ’ τη θάλασσα φτάνεται ο φάρος.
Ο Πρωτονοτάριος είχε μονάχα μια μικρή βαλιτσούλα μαζί του με δυο ρούχα και μερικά βιβλία. Τον είχε διαβεβαιώσει ο πρόεδρος πως τίποτε δεν έλειπε ποτέ από τον φαροφύλακα. Ήτανε πρόσωπο επίτιμο κι όλοι ήταν στις υπηρεσίες του. Πέρα από τον υψηλό μισθό, για τα δεδομένα της εποχής, δε χρειαζόταν ανησυχίες και φροντίδες ούτε για τα απαραίτητα, ούτε για τα δευτερεύοντα.
Μια ώρα σύριζα στο γιαλό μέχρι να φτάσουν στ’ ακρωτήρι. Το καΐκι χοροπηδούσε μανιασμένο πάνω στο κύμα που ’σκαγε στην πέτρα. Ο Βατικιώτης το ’δεσε με δυσκολία στον κάβο και τράβηξε με δύναμη που δεν έμοιαζε ανθρώπινη το σχοινί για να ζυγιάσει το σκαρί στο βράχο.
-Σάλτα να προκάμω να γυρίσω.
-Κύριε Πρωτονοτάριε, δε θα σας συνοδεύσω. Έχει θάλασσα και πρέπει να γυρίσουμε. Στο φάρο έχει τα πάντα. Σε δυο μέρες θα έρθω να σας δω. Καλή διαμονή.
Ο Πρωτονοτάριος μάγκωσε με τα δόντια του το χερούλι της μικρής βαλίτσας, τύλιξε με το δεξί του χέρι στο σώμα τη μάλλινη ρεντικότα, με τ’ αριστερό έβαλε αντίσταση κόντρα στον άνεμο να κρατήσει το καπέλο στο κεφάλι και ξόδεψε είκοσι λεπτά να φτάσει στην ξύλινη πόρτα. Χρειάστηκε να βάλει δύναμη για να την κλείσει πίσω του.
Ο φάρος μύριζε χορταριασμένη πέτρα που ’χει κρατήσει χώμα και μούχλα στις ρωγμές της. Ανέβηκε τη σκάλα κι άναψε τη λάμπα του λαδιού που ’ταν ήδη στρωμένη στο μικρό τραπεζάκι. Το καμίνι του φάρου θα το ’βλεπε το πρωί. Είχε χάρτη και γραπτές οδηγίες για τα ξύλα, τα λάδια και τις ρητίνες.
Έφαγε τρεις ακόμη λουκουμάδες από το μπακιρένιο κατσαρολικό που κάποιος είχε αφημένο στον ξύλινο πάγκο που ακολούθαγε τη διάμετρο του χώρου και ξάπλωσε. Τρεις στίχους άντεξαν τα βλέφαρα κι έπεσαν βαριά και σφάλισαν τα μάτια.
***
Ήταν ακόμη το σκοτάδι πηχτό, σαν ξύπνησε από το γυναικείο τραγούδισμα. Είχε κοπάσει η μπόρα κι έβραζε η πέτρα του φάρου σαν να ’ταν στα μισά της μέρας και του χρόνου. Έριξε πάνω του μια ζακέτα και βγήκε ακολουθώντας τη φωνή, αν κι ένιωθε βάρος στο στομάχι ασήκωτο. Δε συνήθιζε τα τηγανιτά.
Περπάτησε μέχρι τον κάβο και στο τελευταίο στρίψιμο του βράχου την είδε. Ξαπλωμένη στην πέτρα με το κύμα να πηγαινοέρχεται στο σώμα της, κάνοντας το λείο δέρμα της πιο στιλπνό κάτω από το φεγγαρόφωτο.
-Όμορφο τραγούδι!
-Νανούρισμα απ’ τον τόπο μου.
-Πώς σε λένε;
-Αναστασία.
-Αναστασία, δεν έχω ξανακούσει φώκια να τραγουδά τόσο όμορφα!
-Κληρονομιά από τη μάνα η φωνή.
-Ζει;
– Δεν την αντάμωσα απ’ το μεγάλο χαμό. Δεν ξέρω τι απέγινε.
Συνέχισε το τραγούδι. Ο Πρωτονοτάριος διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο στο στομάχι.
-Μη φοβάσαι! Σε λίγο θα περάσει.
-Τι είναι;
-Ένα παιδί ή δύο. Θα δούμε. Εγώ τα δίδυμα τα γέννησα επάνω στη βάρκα.
Η μελωδία του νανουρίσματος μπλέχτηκε με τις κραυγές του άντρα που γεννούσε εκείνο το βράδυ το πρώτο του παιδί.
Ο Πρωτονοτάριος σήκωσε στα δυο του χέρια το λεχούδι και πήγε να το πλύνει στο νερό της θάλασσας.
-Δεν είναι πολύ όμορφο;
-Πολύ!
Ο άντρας χάιδεψε τρυφερά το κεφαλάκι του μικρού που ηρεμούσε μονάχα σαν έπιανε και πάλι το τραγούδι η Αναστασία.
-Και τώρα δωσ’ το μου.
-Γιατί;
-Γιατί μας το χρωστάς.
Ο Πρωτονοτάριος έσφιξε το μωρό στην αγκαλιά. Άρχισε να σηκώνεται κύμα σαν την αντάρα του απογεύματος της περασμένης μέρας.
-Κάθε παιδί που θα γεννάς από ’δω και πέρα κάθε βράδυ, μας το χρωστάς.
Ο άντρας κάρφωσε τα πόδια στο βράχο.
Η Αναστασία κατάλαβε πως δε θα τον έπειθε ήρεμα για το γραμμένο του. Πλατάγισε δυνατά την ουρά στο νερό. Σήκωσε κύμα κι έσπρωξε με το βαρύ της σώμα το νεόκοπο πατέρα στο νερό. Τα κύματα πήραν από τα χέρια του το λεχούδι κι εκείνος γραπώθηκε από το βράχο παλεύοντας να βγει. Βαριές ανάσες κι αλμύρα από δάκρυα και θάλασσα.
Μόλις κατάφερε να ορθοποδήσει και να μετρήσει πέντε ήρεμες ανάσες, διέκρινε πίσω από τον πλαταγισμό των κυμάτων στην αντικρινή ξέρα ένα κοπάδι φώκιες να τρώνε το πλάσμα που ’χε πριν λίγο ξεπηδήσει απ’ το σώμα του. Ο αέρας και η θάλασσα κατάπιναν τη φωνή του που πάσχιζε να στείλει στον απέναντι βράχο.
Ύστερα από λίγο παραδόθηκε στη μοίρα του κι έμεινε να κοιτά ασάλευτος. Σαν τέλειωσε το μακέλεμα της παιδικής σάρκας η θάλασσα γαλήνεψε και πάλι. Οι φώκιες βούτηξαν στο νερό και στήθηκαν χορογραφικά θαρρείς απέναντι από τον άντρα με το κεφάλι και το βλέμμα καρφωμένα πάνω του. Η Αναστασία αρχηγός στην κεφαλή του κοπαδιού.
– Με το που πάτησα το πόδι στη λαμαρίνα,σ’ εκείνο τ’ αναθεματισμένο το σκαρί… Ακόμη η μυρουδιά του ανεβαίνει απ’ τη γούλα μου στη μύτη… με το γκαστρί στο στόμα, κάρφωσα το βλέμμα μπροστά. Δε γύρισα στιγμή να διω το λιμάνι. Κι ας καιγότανε ολάκερο, κι ας είχε μείνει πίσω κι η μάνα κι ο Αναστάσης, κι ας έφτυνε η πόλη τη γεύση της σκουριάς, σαν από ξεραμένο αίμα. Εγώ εκεί. Κοίταα τη θάλασσα και τις μέρες που ’ρχονταν. Δεν είχα να διαλέξω. Και κράταα τα σκέλια μου σφιχτά, απανωτά το ένα στ’ άλλο μη τυχόν και κάνουν απόφαση τα δίδυμα και φύγουν. Τρία μερόνυχτα τα σκέλια κλειστά να μη μου φύγουν. Τρία μερόνυχτα… Έπειτα δε βάστηξα, γεννήθηκαν κοιλάρφανα. Και σαν ζυγώσαμε σε τούτο τ’ αναθεματισμένο μέρος και μας είδε απ’ αλάργα πρώτα ο φύλακας του φάρου, μαζεύτηκαν όλοι σαν τα καρτάλια στα βράχια και τις ξέρες. Και βύθισαν τις βάρκες μας και πνίξαν τα παιδιά μας. Έτσι γίναμε ψυχές της θάλασσας κι έτσι μας χρωστάτε. Κάθε βράδυ, απ’ την αρχή, το παιδί που θα γεννάς θα μας το χρωστάς.
Και χάθηκαν στα κύματα.
Ο Πρωτονοτάριος γύρισε στο φάρο, ανέβηκε στην κάμαρη και κοίταξε την ανατολή που ’χε ροδίσει ουρανό και θάλασσα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ειρήνη Μποζοπούλου, ως άσκηση στο μαγικό ρεαλισμό, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.