Κουνιόταν ρυθμικά πάνω στην πολυθρόνα με μια αέναη κίνηση, λες και ένα μηχανικό χέρι τον έσπρωχνε πάντα με ακρίβεια. Το δεξί πόδι του ακούμπαγε στο πάτωμα, ενώ το αριστερό ήταν επάνω στην πολυθρόνα και αναπαυόταν κάτω από τον δεξιό μηρό του. Επάνω στα πόδια του ξεκουραζόταν το βιβλίο που διάβαζε και με το χέρι του το κράταγε ανοιχτό.
Ακούστηκαν άνθρωποι να μιλάνε μέσα από το δωμάτιο. Σήκωσε αργά το βλέμμα του από το βιβλίο του. Πρώτα στο χαλί. Μετά στο τζάκι που ήταν μπροστά του και έκαιγε αργά. Τέλος στην τηλεόραση που ήταν κρεμασμένη πάνω από το τζάκι. Είχε ανοίξει πάλι μόνη της. Εδώ και σχεδόν μία εβδομάδα χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα η τηλεόραση άνοιγε.
Πλέον ζούσε μόνος του στο σπίτι, οπότε δεν υπήρχε κανείς άλλος να πειράξει την τηλεόραση. Έπιασε το τηλεκοντρόλ από το μπράτσο της πολυθρόνας και την έκλεισε. Είχε σκεφτεί να την πετάξει, αλλά από την άλλη, ο θόρυβος της ήταν αρκετός κάποιες φορές για να μην ακούει τίποτα άλλο.
Κοίταξε στο παράθυρο δίπλα από το τζάκι. Ο ήλιος είχε πέσει και η νύχτα σκέπαζε τα πάντα. Η πλαγιά του βουνού γεμάτη δέντρα στεκόταν πάντα εκεί. Ότι και αν έκανε, όποιος και αν ήταν, το βουνό έμενε εκεί. Ήθελε μόνο να νιώθει ήρεμος.
“Σσσαααα”, ακούστηκε μια φωνή.
“Πρέπει να πας…”, ακούστηκε πάλι.
“Θέλω…”.
Κοίταξε την τηλεόραση, όπως θα την κοίταζε ένα μικρό παιδί όταν ξυπνάει το Σάββατο πρωί για να δει το αγαπημένο του καρτούν. Περίμενε εναγωνίως να την δει να παίζει. Αλλά η τηλεόραση ήταν κλειστή.
Έκλεισε τα μάτια του και ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο δεξί του μάγουλο. Ήξερε πως δεν μπορούσε να σταματήσει τη φωνή πλέον.
“Ήρθε η ώρα…”
Το μόνο που ήθελε ήταν να σταματήσει και ήξερε τι έπρεπε να κάνει γι’ αυτό, είτε του άρεσε είτε όχι. Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα και πήγε προς το τζάκι. Η φωτιά είχε αρχίσει να πέφτει, έριξε ένα ακόμα ξύλο μέσα και την πείραξε για να φουντώσει. Κοίταξε το ημερολόγιο που είχε πάνω στο τζάκι.
25 Δεκεμβρίου, Χριστούγεννα, Γέννησις του Σωτήρος Ιησού Χριστού
Κάποτε αυτή η μέρα σήμαινε ευτυχία και δώρα. Από τότε όμως που έχασε και τη μητέρα του, το μόνο που σήμαινε ήταν φωνές και πόνος.
Πήγε προς το δωμάτιο του να πάρει το πανωφόρι του. Στην άλλη μεριά του σαλονιού που καθόταν είχε ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. Ακριβώς από πάνω μια μικρή ανοιχτή σοφίτα γεμάτη στρώματα. Δεν μπορούσε να σταθεί ούτε ένα μικρό παιδί όρθιο αλλά ήταν ικανά να κοιμηθούν τέσσερα άτομα εκεί. Περπάτησε προς το δωμάτιο του. Είχε ένα ελαφρύ σύρσιμο όταν βημάτιζε το δεξί του πόδι.
Μερικά ακόμα κρεβάτια υπήρχαν στο δωμάτιο του. Πήρε το πανωφόρι του από την κρεμάστρα και το φόρεσε με μια αργή κίνηση.
“Το θέλω τώρα…”, σφύριζε η φωνή μέσα στο κεφάλι του.
Έπιασε τα αυτιά του για να μην ακούει, αλλά δεν σταμάταγε και συνέχισε να κλαίει. Βγήκε πιο γρήγορα από το δωμάτιο και άνοιξε την πόρτα από μία διπλανή αποθήκη. Μερικά εργαλεία στοιβαγμένα μέσα σε τελάρα και ένα τσεκούρι στεκόταν όρθιο δίπλα από τη πόρτα. Άλλο ένα κρεβάτι μέσα στην αποθήκη.
Τα κρεβάτια τον βοηθούσαν να πολεμήσει την μοναξιά του. Ένιωθε λιγότερο μόνος όταν σκεφτόταν ότι είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει περισσότερα άτομα. Ακόμα και αν δεν είχε κοιμηθεί σε αυτά κανείς εδώ κα πολλά χρόνια.
Πήρε το τσεκούρι και προχώρησε προς την εξώπορτα. Την άνοιξε και μπροστά στεκόταν μια τσουγκράνα, την παραμέρισε με το τσεκούρι και προχώρησε προς την αποθήκη του. Ήταν μερικά βήματα κάτω από το σπίτι. Η κερκόπορτα της αυλής ήταν κλεισμένη με αλυσίδες για να μην μπαίνει κανείς. Αλλά ούτε και να βγαίνει.
Έπιασε το κλειδί από την δίπλα πέτρα όπου το είχε και το έβαλε στην πόρτα. Κοντοστάθηκε πριν ανοίξει.
“Είναι δικαιοσύνη για τη μητέρα σου.”
Έσφιξε το κλειδί στο χέρι του και σκούπισε με το μπράτσο του ένα ακόμα δάκρυ. Ήταν σκοτεινά και άνοιξε το φως που είχε δίπλα από την πόρτα. Εκείνη ήταν κολλημένη στο τοίχο, δίπλα από ένα σίδερο. Τα χέρια της πίσω από την πλάτη της δεμένα μεταξύ τους αλλά και με το σίδερο πιο δίπλα. Καθόταν δίπλα στο τοίχο και ήταν ταλαιπωρημένη. Είχε ένα μαντήλι στο στόμα της, σήκωσε το βλέμμα της και κοιτούσε τον άνδρα μέσα στα μάτια παρακαλώντας τον με κάθε της έκφραση χωρίς να μπορεί να μιλήσει.
Έφερε το τσεκούρι πιο κοντά του και γύρισε την πλάτη του στην κοπέλα για να πιάσει το τσεκούρι και με τα δύο χέρια. Αυτή με μια κίνηση σηκώθηκε και τον έσπρωξε με όλο της το κορμί στην πλάτη. Τα σκοινιά ήταν λυμένα. Παραπάτησε και έπεσε κάτω δίπλα στο τσεκούρι. Η κοπέλα πέταξε το μαντήλι από το στόμα της και έτρεξε επιτέλους έξω στην ανοιχτή πόρτα.
Έτρεξε προς την κερκόπορτα. Ήταν κλειστή, δεν είχε που να πάει. Γύρισε πίσω στο σπίτι. Μπήκε μέσα. Από την μία το σκοτάδι της νύχτας, από την άλλη όλα τα φώτα στο σπίτι ήταν σβηστά. Μόνο η φωτιά στο τζάκι παρέμενε αναμμένη να φέγγει ελάχιστα. Άνοιξε την πόρτα αριστερά της, το μπάνιο. Έφυγε και πήγε προς την επόμενη πόρτα. Κατέβασε αργά το χερούλι και άνοιξε. Μπήκε μέσα και είδε ένα τελάρο και ένα κρεβάτι. Έσπρωξε την πόρτα ελαφριά και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι.
Σηκώθηκε και την είδε να πηγαίνει προς το σπίτι. Την ακολούθησε και πριν μπει στο σπίτι είδε πάλι την τσουγκράνα που παραμέρισε πριν. Την τράβηξε και την έβαλε ακριβώς έξω από την πόρτα. Έκλεισε και κλείδωσε. Άνοιξε το φως και πήγε προς το μπάνιο. Άδειο. Είδε την πόρτα του δωματίου λίγο ανοιχτή. Θυμήθηκε. Μπήκε μέσα με το τσεκούρι ανά χείρας. Προχώρησε και κοίταξε πίσω από την πόρτα. Τίποτα. Πήγε αργά προς το κρεβάτι. Γονάτισε. Οι φωνές στο κεφάλι του δεν σταμάταγαν.
Ένα ποτήρι ακούστηκε να πέφτει και να σπάει από το σαλόνι. Σηκώθηκε και έτρεξε προς τα εκεί. Έπειτα ακούστηκαν φωνές να συζητάνε. Η τηλεόραση είχε ανοίξει πάλι μόνη της. Πήρε το τηλεκοντρόλ στα χέρια του και την έκλεισε.
Με το που τον άκουσε να φεύγει, με δάκρυα στα μάτια από τον φόβο της, σηκώθηκε και έτρεξε να φύγει. Βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς τη πόρτα προσπαθώντας να ξεκλειδώσει.
Άκουσε τα βήματα και την πόρτα να προσπαθεί να ανοίξει. Έτρεξε προς τα εκεί.
Ξεκλείδωσε την πόρτα, άνοιξε και ετοιμάστηκε να βγει. Ένιωσε το χέρι του κρύο πάνω στο χέρι της. Την τράβηξε με δύναμη πάλι προς τα μέσα. Την έσπρωξε πάνω στο τοίχο και έκλεισε τη πόρτα με το πόδι του
Κόλλησε το χέρι του στο λαιμό της και αυτή πάνω στο τοίχο. Στο άλλο χέρι του είχε το τσεκούρι. Αυτή πάλευε με τα χέρια της να βγάλει το χέρι του. Προσπαθούσε να τον χτυπήσει στο πρόσωπο. Τον κλωτσούσε στα πόδια του με όλη της τη δύναμη. Πλησίασε κι άλλο κοντά της και σήκωσε το τσεκούρι έτοιμος να τη χτυπήσει. Τον κλώτσησε με όλη της τη δύναμη ανάμεσα στα πόδια του.
Έπεσε μπροστά στη πόρτα κουλουριασμένος και σφάδαζε από τον πόνο.
Δεν μπορούσε να φύγει προς τα έξω γιατί ήταν αυτός μπροστά στην πόρτα. Έτρεξε τότε προς το σαλόνι. Είδε τη σκάλα που οδηγούσε στην ανοιχτή σοφίτα και έτρεξε προς τα εκεί. Ανέβηκε και σύρθηκε πάνω στα στρώματα προς την πιο μακρινή γωνία για να κρυφτεί. Σαν μικρό παιδί που κουλουριάζεται σε μια γωνιά όταν τρέμει από φόβο μετά από μία αταξία.
Σηκώθηκε όρθιος. Πήγε προς το σαλόνι και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα. Όσο ανέβαινε την άκουσε να φωνάζει και να κλαίει. Αυτός προσπαθούσε να τη χτυπήσει με το τσεκούρι πριν καν ανέβει. Πονούσε από το χτύπημα της αλλά και από τις φωνές που δε σταματούσαν πλέον. Έπρεπε να τη σκοτώσει και να το κάνει γρήγορα γιατί δεν άντεχε άλλο.
Τον είδε να ανεβαίνει και το τσεκούρι όλο και να την πλησιάζει από τα χτυπήματα του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έκλαιγε γοερά. Το μόνο που της έμενε ήταν να φύγει από εκεί πέρα. Λίγο πριν τον δει να φτάνει στη κορυφή της σκάλας, πήρε φόρα και έπεσε από τη σοφίτα, κάτω. Για καλή της τύχη το τραπέζι ήταν από κάτω και της έκοψε λίγο την πτώση. Έπρεπε να πονάει μετά από τέτοιο χτύπημα, αλλά το ένστικτο της επιβίωσης δεν της το επέτρεπε. Την έσπρωχνε μόνο να τρέξει προς την έξοδο.
Λίγο πριν φτάσει στην σοφίτα την είδε να πηδάει από κάτω. Κατέβηκε δύο σκαλιά και στη συνέχεια πήδηξε κάτω να την προλάβει. Είχε περάσει από κάτω του και έτρεχε προς την έξοδο.
Άνοιξε τη πόρτα και έτρεξε με όλη της τη δύναμη προς τα έξω να μην την προλάβει. Ήταν μόνο μερικά βήματα πίσω της. Προτού κάνει το δεύτερο βήμα, άρχισε να σφαδάζει και βρέθηκε κάτω. Κάτι είχε πατήσει με το πόδι που την τρύπησε και την είχε χτυπήσει στη δεξιά της πλευρά.
Την άκουσε να φωνάζει από τον πόνο. Βγήκε και την είδε να προσπαθεί να συρθεί μακριά. Την πάτησε στο χτυπημένο της πόδι.
Φώναξε δυνατότερα.
Σήκωσε το τσεκούρι του. Την άκουγε να κλαίει και να τον παρακαλεί με όλο της το είναι, να μην την σκοτώσει.
Και το τσεκούρι έπεσε. Και οι φωνές των Χριστουγέννων για άλλη μια χρονιά έπεσαν μαζί του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Φώτης Κούνελης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής