“Ντροπή, Γιάννη, ντροπή”

0
800

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Diana-Markosian_Magnum-Photos-MKD-NN11534247-copy.jpgΑν η ντροπή είχε μυρωδιά, θα μύριζε κατρουλιό. Αυτό που με έκανε να ξυπνάω το πρωί, όπως μουσκεύονταν τα σεντόνια μου. Αυτά τα σεντόνια που η μαμά τα είχε λιώσει στο πλύσιμο. Έτσι έλεγε κάθε φορά, ενώ τα ξέστρωνε. Ο μπαμπάς πάλι δεν έλεγε τίποτα. Ψέματα. Κάποιες φορές έλεγε “Ντροπή, Γιάννη, ντροπή” και με το κλειδί σαν κουδουνίστρα στο χέρι έφευγε.

Ο μπαμπάς κουδούνιζε, όποτε έφευγε και όποτε έμπαινε. Είχε διάφορα κλειδιά. Το πιο αγαπημένο του όμως ήταν αυτό της μηχανής του. Της μπέμπας του. Δεν ήξερα γιατί την έλεγε έτσι. Σκέφτηκα όμως ότι αφού η μηχανή ήταν μπέμπα, το κλειδί για να την βάλει μπροστά ήταν η κουδουνίστρα της. Ο μπαμπάς ντυνόταν αστακός, προτού φύγει με την μπέμπα. Είχα καταλάβει ότι αυτά τα ρούχα θα τον προστάτευαν, αν έπεφτε όπως οδηγούσε. Μόνο εκείνος είχε αυτά τα ρούχα.

Η αδελφή μου ντυνόταν παρόμοια, όταν έβαζε τα ρόλερ της. Ο μπαμπάς ήταν πολύ χαρούμενος που την έβλεπε πάνω στα ροδάκια. “Μπράβο το κορίτσι μου!” φώναζε. Τελικά έλεγε και άλλες λέξεις εκτός από το “Ντροπή, Γιάννη, ντροπή”.

Και εγώ ζήλευα τόσο πολύ, όταν τον άκουγα να της λέει μπράβο. Αν η ζήλια ήταν φαγητό, θα ήταν χταπόδι ξυδάτο. Αυτό που μια φορά έφαγα. Στραβοκατάπια και από τον πολύ βήχα άρχισα να κλαίω. “Ντροπή, Γιάννη, ντροπή”. Η θεία Τασία έκανε τόσο κόπο να το φτιάξει και εγώ κόντεψα να κάνω εμετό στο τραπέζι.

Ο φίλος μου ο Ιάσονας είχε κάνει εμετό μια φορά το Πάσχα. Μου είχε πει ότι τον είχε αηδιάσει τόσο το αρνί που αμέσως αφού το κατάπιε, το έβγαλε. Με τον Ιάσονα είχαμε ξεκινήσει ένα δικό μας παιχνίδι. Εκείνος θα έλεγε “αν η αηδία ήταν φαΐ…” εγώ θα απαντούσα “θα ήταν μπάμιες” και εκείνος θα συμπλήρωνε “θα ήταν αρνί”. Και ξεραινόμασταν και οι δύο στα γέλια. Ο Ιάσονας ήταν τόσο αστείος που θα μπορούσε να γίνει ηθοποιός. Θα έπαιζε σε κωμωδίες και οι ατάκες του θα προκαλούσαν πονόκοιλο. Όχι από αυτόν που προκαλεί η φασολάδα. Τον άλλο που σφίγγεται η κοιλιά από τα γέλια.

Ήταν ο καλύτερός μου φίλος, γιατί με έκανε να γελάω. Και γιατί μια μέρα που ήρθε να μου κάνει έκπληξη για τα γενέθλια μου και μπήκε το πρωί στο δωμάτιό μου είδε τα κατουρημένα μου σεντόνια. Άφησε την πάστα-ποντικό στο γραφείο μου και κάθισε στην άκρη στο στρώμα. “Μου συμβαίνει και εμένα κάποιες φορές στον ύπνο μου”. Ένιωσα να φεύγει ένα τεράστιο βάρος εκείνη τη στιγμή από πάνω μου. Άρπαξε και πάλι το σοκολατένιο ποντίκι που παραλίγο να καεί από το κερί και όρμηξε μπροστά μου. “Φύσα!”. Και εκεί που αποτελειώσαμε το ποντίκι με ρώτησε αν πρόλαβα να κάνω ευχή. Είχα προλάβει. Δεν θα του την έλεγα ακόμα. Είχα γίνει εννιά ετών. Μα ανυπομονούσα να κλείσω τα δέκα. Ήταν πιο γεμάτος αριθμός. Άσε που είχε και δύο νούμερα. Ο Ιάσονας ήταν έντεκα. Όπως και η αδελφή μου.

Ο Ιάσονας όμως δεν έκανε ρόλερ. Ήταν πολύ καλός στο ποδήλατο. Είχε αρχίσει να κάνει και διάφορα κόλπα. Ίσως αν γινόταν ηθοποιός θα έκανε και ακροβατικά στη σκηνή. Ο Ιάσονας μου έμαθε ποδήλατο. Μια φορά που είχε δοκιμάσει να μου δείξει ο μπαμπάς, δεν πρόσεξα και σαβουριάστηκα. Έκλαιγα σαν μωρό. Τόσο πολύ με έτσουζαν τα γόνατά μου και δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. “Ντροπή, Γιάννη, ντροπή”. Με τον Ιάσονα είχα φάει πολλές τούμπες, αλλά ποτέ δεν έκλαψα.

Ήξερα ότι δεν θα γινόμουν ποτέ καλύτερός του. “Αν το ποδήλατο ήταν γλυκό, θα ήταν σοκολάτα!” ούρλιαζε καθώς έτρεχε και η αλυσίδα κόντευε να πάρει φωτιά. Ο Ιάσονας είχε πολλούς φίλους. Από το σχολείο και τη γειτονιά. Καμιά φορά φοβόμουν μην προτιμούσε περισσότερο τους άλλους και άφηνε εμένα. Δεν του το είχα πει ποτέ. Δεν ήθελα να με περάσει για κάνα φοβιτσιάρη. Του χρόνου θα γινόμουν δέκα χρονών. Ίσως του χρόνου να σταματούσε η θεία Τασία να με φωνάζει “Γιαννάκη”.

Ο Φώτης ερχόταν πολλές φορές μαζί μας για ποδήλατο. Ήταν και αυτός 11 χρονών. Αν και έμοιαζε μικρότερος και από εμένα. Ήταν πάντα ο τελευταίος στις παρελάσεις. Ήταν όμως ο πρώτος στο σκέιτ. Για το λόγο αυτό πολλά κορίτσια ήθελαν να γίνουν το κορίτσι του. Τον τραβούσαν φωτογραφίες και πόζαραν κι αυτά μαζί του. Ο Φώτης πήγαινε μπροστά και εμείς ακολουθούσαμε με τα ποδήλατα. Εμάς δεν ήθελε καμιά να μας φωτογραφίσει. Άσε που εγώ ντρεπόμουν, όταν στεκόμουν για φωτογραφία. Η μαμά έλεγε ότι δεν έχω φωτογένεια. Σαν τη γιαγιά Ευδοκία. Τη μαμά του μπαμπά δηλαδή. Κάποιες φορές σκεφτόμουν αν και η γιαγιά Ευδοκία κατουριόταν στον ύπνο της. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ.

“Αν ο Φώτης ήταν παιχνίδι, θα ήταν ο κρυμμένος θησαυρός!”  έλεγε ο Ιάσονας κάθε φορά που ήθελε να τον κοροϊδέψει. Ο Φώτης είχε μια περίεργη συνήθεια. Έθαβε διάφορα αντικείμενα. Πέρυσι είχε θάψει μερικά λέγκο στον κήπο του σπιτιού του. Εχθές είχε σκάψει σε μια γλάστρα στο μπαλκόνι του και είχε βάλει ένα πλέιμομπιλ. Μόνο εγώ και ο Ιάσονας ξέραμε για αυτούς τους κρυμμένους θησαυρούς.

Κάποιες φορές είχα την απορία πώς θα αντιδρούσε η μαμά του, αν άλλαζε γλάστρα και έβρισκε το πλέιμομπιλ. Ή αν έπεφτε το φτυάρι του κηπουρό πάνω στα λέγκο. Τι συμβαίνει όταν φανερώνεται ένα μυστικό; Ο Ιάσονας μπορεί να έλεγε “Η στιγμή που φανερώνεται ένα μυστικό, έχει τη γεύση τσιχλόφουσκας”. Αυτή που έχει ένα σιρόπι και όπως τη μασουλάς, γλιστράει στο λαιμό. Με αυτές που κάνεις φούσκες σε μέγεθος μπαλονιού.

Σκέφτηκα να ζητήσω τη βοήθειά τους, για να ετοιμάσουμε έναν νέο κρυμμένο θησαυρό. Τι θα γινόταν αν κρύβαμε το κλειδί της μπέμπας; Ο Ιάσονας με τον Φώτη δεν βρήκαν καλή την ιδέα μου και μου είπαν να το ξεχάσω. Δεν μπορούσε όμως να βγει από το μυαλό μου. Κουδούνιζε για πολλές μέρες. Σηκώθηκα ένα βράδυ. Όλοι είχαν κοιμηθεί. Περπάτησα μέχρι το τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα. Μέσα σε ένα μπολάκι γυάλιζε το κλειδί της μπέμπας. Το άρπαξα με μια κίνηση τρέχοντας πίσω στο κρεβάτι μου. Το έχωσα κάτω από το στρώμα.

Ξύπνησα το πρωί από φασαρία στο σαλόνι. Ο μπαμπάς φώναζε “Πού είναι το κλειδί μου;” και η μαμά έψαχνε σαν σβούρα παντού. Δεν τόλμησα να κουνηθώ. Κουκουλώθηκα κι ας με ενοχλούσαν τα βρεγμένα σεντόνια. Ο μπαμπάς κοπάνησε την πόρτα και έφυγε. Η μαμά μπήκε στο δωμάτιό μου ρωτώντας αν είχα δει κάπου το κλειδί.

“Όχι” απάντησα και έκανα τον νυσταγμένο. Ετοιμάστηκα για το σχολείο αφήνοντας το κλειδί στο στρώμα. Είπα στον Ιάσονα τι είχα κάνει και μου απάντησε ότι αυτό δεν ήταν πλάκα. Με συμβούλευσε να το βάλω στη θέση του επιστρέφοντας στο σπίτι. Έτσι και θα έκανα. Ο Ιάσονας έδινε καλές συμβουλές.

Την ημέρα εκείνη ξαφνιάστηκα βλέποντας τον μπαμπά να με περιμένει έξω από το σχολείο. Άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου. Συνέχισα να περπατάω προς το μέρος του. Κάτι κακό είχε γίνει. Το έβλεπα στα μάτια του. Στάθηκα για μια στιγμή ακίνητος. “Γιάννη!” μου φώναξε. “Έλα αμέσως εδώ!”. Μακάρι να είχα τη δύναμη να τρέξω μακριά. Κατάφερα να φτάσω απέναντί του. Έτρεμαν και τα χέρια μου. Τέντωσε το αριστερό του χέρι. Μέσα στη χούφτα του ήταν το κλειδί. “Τι έχεις να πεις γι’ αυτό Γιάννη;” είδα τα δόντια του να γυαλίζουν μπροστά μου. Δεν μπορούσε να βγει η φωνή μου. Ακόμα και τα βλέφαρά μου είχαν παγώσει. Είχα μείνει κόκκαλο. Αφού η δεξιά του παλάμη άφησε σημάδι στο μάγουλό μου, με άρπαξε από το χέρι γκαρίζοντας “Πάμε! Θα δεις τι θα πάθεις τώρα”.

Σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι μου φώναζε και μου έλεγε πόσες τιμωρίες θα με έβαζε. Άκουγα χωρίς να πω λέξη. Ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει να μιλά για τόση ώρα. Σκέφτηκα ότι επιτέλους είχε πραγματοποιηθεί η ευχή μου. Τι θα έλεγε ο Ιάσονας αν το μάθαινε; Έβαλα τα κλάματα. “Κλαις κιόλας; Ντροπή, Γιάννη, ντροπή!”.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Σταυρούλα Σανίδα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Φωτογραφία -Doud, age 11. Wolfsburg, Germany. 2017. © Diana Markosian / Magnum Photos-