Λεωφόρος Εκδίκησης

0
312

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 171515393_491942071941182_4887146217223573782_n.jpg

Ένα κόκκινο αυτοκίνητο βρισκόταν μπροστά από ένα κόκκινο φανάρι σταματημένο. Ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος κάνοντας τον θόρυβο του κινητήρα τον μοναδικό ήχο σε ακτίνα πολλών μέτρων. To χώμα που είχε καθίσει πάνω στη λαμαρίνα σε συνδυασμό με το μαύρο σκοτεινό ουρανό, του έδιναν μία καφέ απόχρωση.

Στη θέση του οδηγού καθόταν ο Τόλης. Ήταν περίπου στα σαράντα αν και φαινόταν κατά πολύ νεότερος. Φορούσε ένα μαύρο καπέλο. Μόνο οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια πρόδιδαν την πραγματική του ηλικία. Καθόταν λίγο άβολα στην θέση του και το ένα του χέρι ήταν ακουμπισμένο στο τιμόνι με το ένα δάχτυλο να παίζει νευρικά πάνω του. 

 ~~{}~~

Ο Τόλης στάθηκε στην ουρά του ταμείου ενός πολυκαταστήματος. Μπροστά του βρισκόταν μόνο ένας πελάτης ο οποίος άδειαζε ασταμάτητα πράγματα απ’ το μεταλλικό του καρότσι στον κινούμενο πάγκο του ταμείου. 

Ο Τόλης στηρίχτηκε με το ένα χέρι στον πάγκο. Έδειχνε ανυπόμονος.  Άφησε άγαρμπα μετά το ταμπελάκι ‘επόμενος πελάτης’ ένα φτυάρι, ένα πακέτο δεματικά καλωδίων, ένα ρολό μονωτική ταινία, ένα κλαδευτήρι και ένα μικρό ρολό από bubble-wraps. Ο ήχος των πραγμάτων που έπεσαν στον πάγκο έκαναν τους παρευρισκόμενους πελάτες να σταματήσουν και να τον κοιτάξουν. Κοίταξε προς άλλη κατεύθυνση. Το δάχτυλό του ‘έπαιζε’ νευρικά στον πάγκο.

Ήρθε η σειρά του.

“Η άνοιξη μπήκε νωρίς, βλέπω”, είπε ο ταμίας.

Ο Τόλης τον κοίταξε για μια στιγμή, αλλά δεν μίλησε. Εκείνος συνέχισε σκανάροντας τα προϊόντα.

“Θα μου πείτε ένα κινητό;” τον ρώτησε αφού τελείωσε.

Το δάχτυλο ξεκίνησε να παίζει ξανά στον πάγκο.

“Χρειαζόμαστε ένα κινητό για να περάσουμε τους πόντους και να”
“Πόσο κάνουν;” τον διέκοψε

Ο ταμίας σοβάρεψε απότομα και του είπε. Ο Τόλης άφησε μερικά χαρτονομίσματα, πήρε τα πράγματα χωρίς σακούλα και εξαφανίστηκε.

~~{}~~

Το δάχτυλο συνέχιζε να χτυπάει νευρικά το τιμόνι. Το φανάρι άναψε πράσινο. Ο Τόλης κούμπωσε απότομα την πρώτη. Τα λάστιχα σπρίνιαραν στο οδόστρωμα. Το στροφόμετρο έπιανε κόκκινα. Το κόκκινο αυτοκίνητο εξαφανίστηκε.

~~{}~~

Η κεντρική πύλη της φυλακής άνοιξε. Από μέσα της βγήκε ο Άγης. Δεν ήταν πάνω από εικοσιπέντε. Είχε καλοσυνάτο πρόσωπο, αν και πάνω του διαγραφόταν μία νότα πικρίας. Κρατούσε ένα φθαρμένο σακβουαγιάζ που έμοιαζε να είναι άδειο.

“Μπαμπά”, ακούστηκε από την απέναντι μεριά του πεζοδρομίου.

Ο Άγης τρόμαξε. Γύρισε το κεφάλι του και είδε δύο πιτσιρίκια, τεσσάρων και έξι ετών να τρέχουν προς το μέρος του. Έσκυψε και τα αγκάλιασε δυνατά. Λύγισε. Πίσω τους και με αργό ρυθμό τους πλησίασε η Ρία. Την κοίταξε όπως γεμάτος δάκρυα.

“Σ’ ευχαριστώ” είπε με σπασμένη φωνή.
“Δεν υπήρχε περίπτωση να σ’ τα στερήσω, όχι τώρα” απάντησε η Ρία

Λίγα μέτρα πιο μακρυά ένα χέρι ξεκουραζόταν στο τιμόνι ενός σταθμευμένου αυτοκινήτου, με τον δείκτη του να παίζει νευρικά πάνω του. Μέσα απ’ το παρμπρίζ μπορούσε να δει το Άγη αγκαλιά με τα μικρά.

~~{}~~

Το χέρι κατέβηκε και έπιασε τα κλειδιά που ήταν στη μίζα. Το αυτοκίνητο έφυγε.

Το πράσινο φανάρι μόλις είχε αλλάξει σε πορτοκαλί. Το αυτοκίνητο βρισκόταν μακρυά του. Ο Τόλης πάτησε αποφασιστικά το γκάζι. Το φανάρι κοκκίνισε. Δεν θα προλάβαινε. Το πόδι του άλλαξε και πάτησε απότομα το φρένο.

~~{}~~

Ένας άντρας βρισκόταν δεμένος σε μία πλαστική καρέκλα σε ένα σκοτεινό υπόγειο, με μόνη πηγή φωτός μία δυνατή λάμπα πάνω απ’ το κεφάλι του. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν ακινητοποιημένα με μονωτική ταινία στα πόδια της καρέκλας και τα χέρια του δεμένα με δεματικά καλωδίων στο πίσω μέρος του σώματός του. Ο άντρας ήταν ο Άγης που το πρόσωπό του αιμόφυρτο είχε αλλάξει μορφή απ’ τα πολλά χτυπήματα που είχε δεχτεί.

“Τι θέλεις από ‘μένα;”

Μπροστά του ήταν το απόλυτο σκοτάδι απ’ το οποίο εμφανίστηκε μία φιγούρα. Ένας άντρας που φορούσε ένα μαύρο καπέλο.

“Τι θέλεις, πες μου.”

~~{}~~

Το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο κάτω απ’ το κόκκινο φανάρι. Το δάχτυλο του Τόλη πάτησε το κουμπί του ραδιοφώνου. Εκείνη τη στιγμή έπαιζε το Payback του James Brown. Το χέρι του πήγε ξανά στο τιμόνι και το δάχτυλο έπαιζε σύμφωνα με τον ρυθμό.

Το πράσινο φως απ’ το φανάρι χτύπησε το πρόσωπο του Τόλη και το αυτοκίνητο επιτάχυνε απότομα.

~~{}~~ 

Ο Τόλης με κλαδευτήρι έκοψε ένα κομμάτι μονωτικής ταινίας. Ο Άγης έκανε απότομες κινήσεις για να απελευθερωθεί απ’ την καρέκλα. Η πλαστική καρέκλα μετατοπίστηκε και έγειρε προς τα πίσω. Συνειδητοποίησε πως θα χτυπούσε με το πίσω μέρος του κεφαλιού του στο πάτωμα.

Ένα “πρόσεχε” βγήκε ασυναίσθητα από τα χείλη του Τόλη. Πέταξε ότι είχε στα χέρια του, έπιασε τον Άγη πριν βρεθεί ξαπλωμένος στο έδαφος και επανέφερε την καρέκλα στην αρχική της θέση.

“Πάλι καλά που έχω εσένα να με προσέχεις” είπε ο Άγης.

Ο Τόλης πήρε το κομμάτι της μονωτικής και τον πλησίασε.

“Όχι” κούνησε νευρικά το κεφάλι του “ βοήθεια” πρόλαβε να πει, η ταινία κόλλησε στο στόμα του.

Ο Τόλης γύρισε πλάτη και έψαξε να βρει το κλαδευτήρι, όταν ο Άγης ανοιγόκλεισε απότομα το σαγόνι του και απελευθέρωσε το στόμα του ξανά.

“Κοίτα”, μ’ ένα νεύμα έδειξε προς την τσέπη του. “Να, εδώ είναι η κάρτα μου, πάμε μαζί σε ένα atm να σου βγάλω όσα χρειάζεσαι.”

Ο Τόλης δεν αντέδρασε και με γυρισμένη πλάτη έσκυψε να πιάσει το κλαδευτήρι και το ρολό της μονωτικής.

~~{}~~

Ένα φανάρι πράσινο μέσα στο ήσυχο βράδυ. Από κάτω του μία κόκκινη μάζα από λαμαρίνες πέρασε με ανυπόφορα μεγάλη ταχύτητα και εξαφανίστηκε.

Το ράδιο συνέχιζε να παίζει πιο δυνατά. Ο Τόλης πλέον καθόταν βολικά στο κάθισμα και το ένα του χέρι έξω απ’ το παράθυρο χτυπούσε ρυθμικά τη λαμαρίνα της πόρτας. Με το στόμα του τραγουδούσε τους στίχους, στην πραγματικότητα μουρμούριζε ανοιγοκλείνοντας το στόμα του αφού ήξερε μόνο αυτούς του ρεφραίν.

Τερμάτισε το γκάζι όταν είδε το επόμενο πράσινο φανάρι μισό χιλιόμετρο μακριά.

~~{}~~

Το νύχι του Τόλη έξυνε να βρει την άκρη της μονωτικής.

“Τα χρήματά σου δεν ξεπλένουν τις πράξεις σου.”
“Σε γνωρίζω;”

Ο Τόλης έφερε το πρόσωπό του μπροστά απ’ του Άγη.

“Κοίτα με καλά. Δεν σου θυμίζει κάτι, ε; Φυσικά και δεν σου θυμίζει, αφού πάτησες το γκάζι και παράτησες το μωρό μου στην άσφαλτο.

Τα μάτια του Άγη άνοιξαν διάπλατα.

“Κοίτα ήμουν μεθυσμένος, το έχω μετανοιώσει.”
“Τώρα είναι αργά να πάρεις ταξί”

Το νύχι του έψαχνε ακόμα για την άκρη της ταινίας.
“Άντε γαμήσου!”
Πέταξε το ρολό στο πάτωμα με δύναμη, έκανε γκελ και πέρασε ξυστά απ’ το κεφάλι του Άγη, που φάνηκε να το ευχαριστιέται.

“Πλήρωσα για ότι έκανα.”

 Ο Τόλης εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Ακούγονταν εργαλεία να ανακατεύονται.

“Ξέρεις, λάτρευε τις κούνιες. Από εκεί γυρνούσαν όταν…”

Ακούστηκαν λυγμοί απ’ το σκοτάδι. Σιωπή. Ο Τόλης εμφανίστηκε στο φως με δάκρυα στα μάτια.

“Νομίζεις οχτώ μήνες είναι αρκετοί;”

Προσπέρασε τον Άγη και πιάνει την πεσμένη μονωτική απ’ το πάτωμα πίσω του. Επέστρεψε μπροστά του.

“Την επόμενη πάρε και δεύτερη” είπε ο Άγης.

Μία γροθιά προσγειώθηκε στο πρόσωπό του. Έφτυσε πολύ αίμα.

“Δεν ξέρεις με ποιον τα έχεις βάλει. Όταν αυτό το αστείο τελειώσει, θα σε τσακίσω.”
“Βλέπεις να γελάει κανείς;” ρώτησε ο Τόλης

Ο Τόλης με το κλαδευτήρι  χάραξε καινούρια άκρη στο ρολό.

“Όπα, περίμενε” είπε ο Άγης.

Ο Τόλης έφερε την άκρη του ρολού δίπλα απ’ το μάγουλο του θύματος και το ξετύλιξε γύρω απ’ το κεφάλι του Άγη πολλές φορές αφήνοντας μόνο την μύτη ακάλυπτη. Φώναζε, αλλά πλέον δεν ακουγόταν. Ο Τόλης πήγε στο πίσω μέρος και πλησίασε το κλαδευτήρι στα δάχτυλά του θύματος. Όσο και να φώναζε δεν θα ακουγόταν.

~~{}~~

Το φανάρι άναψε πορτοκαλί. Ο Τόλης έπιασε δυνατά το τιμόνι με τα δύο του χέρια και πάτησε το γκάζι. Ήταν μακριά, δεν θα τα κατάφερνε. Πάτησε φρένο. Το αυτοκίνητο τσούλησε για αρκετά μέτρα και όταν τελικά σταμάτησε βρισκόταν σταματημένο πάνω στην διάβαση πεζών. Ο Τόλης έφερε το σώμα του κοντά στο τιμόνι για να βλέπει το φανάρι που πλέον ήταν κόκκινο.

~~{}~~

Το κόκκινο αυτοκίνητο βρισκόταν σε ένα σκοτεινό άδειο χωράφι. Οι προβολείς του ήταν αναμμένοι. Μπροστά του ο Τόλης με το φτυάρι στα χέρια έριχνε χώμα σε μία τρύπα στο έδαφος.

Το πορτ-μπαγκάζ άνοιξε και το φτυάρι και το μαύρο καπέλο έπεσαν στο εσωτερικό του. Το χέρι του Τόλη έπιασε το ρολό με τα bubble wraps κι άρχισε να τα σκάει με μανία. Έμεινε μερικές στιγμές να τα σκάσει και μόλις τα τελείωσε όλα μπήκε μέσα κι έφυγε απ’ το σημείο σηκώνοντας ένα μεγάλο σύννεφο καπνού.

~~{}~~

Ο Τόλης ακουμπούσε με το στήθος το τιμόνι. Το φανάρι ήταν ακόμη κόκκινο. Κοίταξε διστακτικά αριστερά και δεξιά στην διασταύρωση μπροστά. Δεν υπήρχε ψυχή.

Έβαλε πρώτη και το αυτοκίνητο ξεκίνησε αργά όταν ένα άλλο αυτοκίνητο έπεσε με μεγάλη ταχύτητα πάνω του απ’ την μεριά του συνοδηγού. Η σύγκρουση ήταν δυνατή.

…..

Ο Τόλης άνοιξε τα μάτια του. Το οπτικό του πεδίο είχε καλυφθεί απ’ τον ανοιγμένο αερόσακο. Με τα χέρια του τον παραμέρισε. Με δυσκολία άνοιξε την πόρτα του που είχε παραμορφωθεί και έκανε ένα βήμα να βγει έξω.

Πριν προλάβει να το καταλάβει βρέθηκε στο έδαφος. Πείσμωσε και ξανασηκώθηκε με υπερπροσπάθεια. Κουτσαίνοντας και γεμάτος αίματα πλησίασε το άλλο αυτοκίνητο. Απ’ το καπό έβγαιναν καπνοί.

Πλησίασε την πόρτα του οδηγού. Κοίταξε το εσωτερικό του, όπου δύο νεαρές κοπέλες ντυμένες με επίσημα βραδινά φορέματα βρίσκονταν αναίσθητες. Καμία τους δεν φόραγε ζώνη ασφαλείας.

Η συνοδηγός έμοιαζε να βρίσκει τις αισθήσεις της. Ο Τόλης έβαλε το δάχτυλό του στο λαιμό της οδηγού. Δεν έπιανε παλμό.

~~{}~~

Ένα κινητό χτύπησε με δόνηση φωτίζοντας το ολοσκότεινο εσωτερικό ενός υπνοδωματίου. Στην οθόνη του εμφανίστηκε η νεαρή οδηγός του αυτοκινήτου αγκαλιά με έναν μεσήλικα. Η νεαρή φορούσε τήβεννο αποφοίτησης.

Το φως απ’ το πορτατίφ άναψε κι ένα αντρικό χέρι έπιασε το κινητό. Ο άντρας σηκώθηκε και έκατσε στο πλαϊνό του κρεβατιού.

“Ναι; …   Η κόρη μου; …   Σε ποιο νοσοκομείο;  …”

Ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε ξανά στο τραπεζάκι.

“Ποιος ήταν αγάπη μου;” ακούστηκε μία νυσταγμένη γυναικεία φωνή στην άλλη μεριά του κρεβατιού

Ο άντρας έμεινε να κοιτάζει απέναντι το τοίχο. Το ένα του βλέφαρο άρχισε να ανοιγοκλείνει νευρικά.

~~{}~~

Μία υφασμάτινη σακούλα τραβήχτηκε κι από κάτω εμφανίστηκε το χτυπημένο και αιμόφυρτο πρόσωπο του Τόλη. Το σώμα του ήταν δεμένο σε ένα ξύλινο κρεβάτι. Το φως ήταν πολύ δυνατό μπροστά του και ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια του για να το συνηθίσει. Δεν μπορούσε να δει καθαρά.

“Εσύ πρέπει να είσαι ο Τόλης” ακούστηκε απ’ το δωμάτιο η φωνή του μεσήλικα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Καραπλής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Στη φωτογραφία ο James Brown