Πώς ξεκίνησαν όλα
Στην πόλη της Αθηνάς οι άνθρωποι γερνούν απότομα, χάνουν τη νεότητά τους και τη ζωτική τους δύναμη. Μαζί με τη νεότητα χάνεται η ευτυχία και η χαρά. Δεν ακούγονται φωνές και γέλια παιδιών, δεν ακούγονται λόγια ερωτευμένων, ούτε τραγούδια και όνειρα πλανιόνταν στον αέρα.
Υπεύθυνος γι΄αυτή τη δυστυχία είναι ένα πλάσμα μια μάστιγα: Η Νικουλόνια.
Μια δύναμη μαγείας που παίρνει τη μορφή Μέγαιρας με απανθρακωμένο σώμα, μεγάλα στήθη που ρέουν πύον από τις θηλές τους, στην κοιλιά γυρίζει ασταμάτητα μια δίνη που ρουφάει τη νεότητα από τα θύματά της.
Η Νικουλόνια τρέφεται με την ζωτική δύναμη των νέων ανθρώπων και τη μετατρέπει σε μαγεία κι έτσι εξουσιάζει απόλυτα την πόλη της Αθηνάς. Οι άνθρωποι υποταγμένοι γίνονται συντηρητικοί, αγέλαστοι, δεν ανέχονται τίποτα το διαφορετικό , τίποτα το χαρούμενο , τίποτα το χρωματιστό. Γίνονται αυταρχικοί κι έχουν δυσανεξία σε οτιδήποτε καινούργιο και πρωτοποριακό.
Ζουν μέσα στη μιζέρια και τη δυστυχία σαν ζωντανοί νεκροί χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν στη μάστιγα.
Υπήρχαν πολλοί μαγεμένοι που ακολουθούσαν πιστά τη Νικουλόνια και είχαν θέσεις κρατικών υπαλλήλων, αστυνομικών, ιατρών και νοσηλευτών στα σανατόρια. Αυτά τα σανατόρια υπήρχαν στην άλλη άκρη απ τη νεκρή ζώνη. Οί νεκρές ζώνες είναι ερημικές εκτάσεις με πολύ υψηλή ραδιενέργεια που έχει μείνει μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα πριν 100 χρόνια. Οι πολιτείες μοιάζουν με νησάκια σε ωκεανούς από ερήμους
Ο ήρωας
Ο Chico έπεσε στα μάγια αυτής της μάστιγας. Μέχρι τότε ήταν νέος, δυνατός, χαρούμενος και μαζί με τους άλλους νέους κρατούσαν την Αθηνά ζωντανή.
Μαζί με όσους νέους είχαν απομείνει έκαναν αισθητή την παρουσία τους και ενοχλούσαν τους μαγεμένους. Έπαιζαν μουσικές, φλέρταραν, χόρευαν, έκαναν θέατρο, χρωμάτιζαν την πόλη. Μοιράζονταν τα υπάρχοντα τους και τις στιγμές τους ώστε να μη λείπει τίποτα σε κανένα.
Ο Chico ήταν στο στόχαστρο των αρχών καθώς είχε πείσει τους συντρόφους του να κάνουν μια αυτόνομη ζώνη μέσα στην Αθηνά.
Όλα αυτά εξόργισαν τη Νικουλόνια και προσπαθούσε να τον παγιδέψει. Δεν ήταν εύκολο. Για να πάρει τη νεότητα κάποιου πρέπει να το κάνει στον ύπνο του και να προλάβει να τον μεταφέρει με τη βοήθεια των μαγεμένων, καθώς η Νικουλόνια είναι άυλη, σ’ ένα από τα σανατόρια πολύ μακριά την πόλη. Εκεί οι μαγεμένοι φροντίζουν μέσα σε μια βδομάδα να ξεχάσει κάθε τι που τον συνδέει με τη νεότητα.
Η απόδραση
Ήταν ξημερώματα όταν ξύπνησα μαγεμένος. Κατάφερα να βγω απ’ το σανατόριο κατεβαίνοντας στα υπόγεια του κτιρίου, στα λεβητοστάσια. Οι τεχνικοί δεν είχαν πιάσει ακόμα βάρδια κι αυτό έκανε την απόδραση μου πιο εύκολη.
Βγαίνοντας έξω κατάλαβα ότι ήμουν στην άλλη μεριά της νεκρής ζώνης. Κατά μήκος των ορίων της υπήρχαν αραιά και που μεγάλα κυπαρίσσια σε μεγάλη απόσταση το ένα απ το άλλο σα να τα πέταξε τυχαία ο θεός.
Απο τον πατέρα μου έμαθα ότι όπου υπήρχαν κυπαρίσσια ήταν ένα σημάδι: Από κάτω υπάρχει στοά που οδηγεί στην υπόγεια πολιτεία. Εκεί που επιβίωσαν όσοι γλύτωσαν από το ολοκαύτωμα του προηγούμενου αιώνα.
Με τις λίγες μου δυνάμεις ως γέρος-μαγεμένος έσκαβα με τα χέρια και μετά μ’ ένα ξύλο ώσπου νύχτωσε και συνέχισα μέχρι να πέσω ξερός. Το άλλο πρωί συνέχισα κι άλλο μέχρι που στον πάτο άρχισε να φαίνεται άνοιγμα.
Κατάφερα να περάσω στην υπόγεια πολιτεία ενώ ένιωθα ότι θα αφήσω εκεί τα κόκαλά μου από την εξάντληση μέχρι που λιποθύμησα.
Ο δάσκαλος
Ξύπνησα σε ένα αχυρόστρωμα και δίπλα μου ήταν ένας καλόκαρδος γέροντας, ο Μανζού. Η όψη του έτσι ακριβώς: Σοφός γέροντας με γενειάδα, ύφος έντονο, ενώ μύριζε σανταλόξυλο.
Του εξήγησα τι μου συνέβη κι αυτός αποκρίθηκε
«Δυναμώσεις βοηθήσω εσένα. Μάγια λύσεις, μάστιγα νικήσεις εσύ.»
Ρώτησα τον Μανζού τι πρέπει να κάνω.
« Τρελό της πολιτείας αναζητήσεις. Αυτός οδηγήσει σε πηγή. Εκεί πουν εσένα.»
Έτσι είπε και μου άφησε κάτι μαντζούνια για να δυναμώσω.
Ο Τρελός βοηθός
Γρήγορα άρχισα να νιώθω πιο δυνατός και βγήκα στην υπόγεια πολιτεία. Η ατμόσφαιρα είχε χρώμα λεμονιού και το φως σαν να ερχόταν από παντού.
Είχα μια αίσθηση σα να ξέρω πού πηγαίνω. Δεν υπήρχαν στοές όπως φανταζόμουν, αλλά μονοπάτια ανάμεσα από φυτά γαλαζοπράσινα με οσμές μεθυστικές και γνώριμες. Τράβηξα ένα μονοπάτι και ακολούθησα έναν ήχο σφυριχτό σα τραγούδι φάλαινας. Μετά από λίγο είδα έναν άντρα πάνω σε ένα βράχο να τραγουδάει χωρίς να ανοιγοκλείνει το στόμα.
Πλησίασα κοντά και τον ρώτησα αν ξέρει κάποιον τρελό ή Τρέλο. Αυτός μου απάντησε τραγουδιστά:
« Ο Τρέλος σε πάει στην πηγή
– ο τρελός κοιμάται την αυγή-
ακολούθησε με σαν σκυλί.»
Ακολουθούσα τον Τρέλο κι αυτός συνέχεια τραγουδούσε και χασκογελούσε χωρίς να κουνάει ή να ανοίγει το στόμα του παρά μόνο είχε ένα πλατύ παγωμένο χαμόγελο και περπατούσε γρήγορα αλλάζοντας κατευθύνσεις σαν τους τσαλαπετεινούς.
Φτάσαμε σε κάτι πελώρια βράχια που ανάμεσά τους κελάρυζε νερό σκούρο καφετί, ανεβήκαμε πιο πάνω στο σημείο που αναβλύζει η πηγή.
«Πιες τσάι απ την πηγή
βρες τον Παν-ούλιε στην αυλή
παρ΄ το ρυάκι ως εκεί».
Ήταν τα τελευταία του λόγια και χάθηκε με ένα σάλτο στα ψηλά βράχια.
Το δώρο
Έσκυψα και ήπια το τσάι που έτρεχε από την πηγή, η γεύση του ήταν έντονη και έμοιαζε με πετιμέζι. Άρχισα να νιώθω ευεξία, στεκόμουν στα πόδια μου πιο δυνατός και το μυαλό μου ήταν καθαρότερο απο ποτέ.
Έπρεπε να βρω την αυλή και τον Παν-ούλιε, κατάλαβα ότι πρέπει να ακολουθήσω το ρυάκι και αυτό έκανα.
Δεν ξέρω πόσες ώρες είχαν περάσει από την στιγμή που κατέβηκα στην υπόγεια πολιτεία αλλά το φως δεν άλλαζε ποτέ. Το ρυάκι κατέληξε σε μια μεγάλη τρύπα σαν πηγάδι και πιο δίπλα είχε ένα κτίριο πέτρινο γεμάτο σκαλισμένα αραβουργήματα.
Η είσοδός του ήταν μια μεγάλη αυλή.
«Εδώ είναι», σκέφτηκα.
Προσπάθησα να μπώ μα βγήκαν οι φρουροί και με ρώτησαν:
«Eίσθε ο ιπποκόμος του άρχοντα Βασίλιε;»
«Ναι φυσικά, είμαι ο ιπποκόμος, σωστά», απάντησα αρπάζοντας την ευκαιρία να μπω μέσα.
« Ο Παν-ούλιε βρίσκεται εις τον στάβλο», μου είπε ο φρουρός και με οδήγησε εκεί.
Μπήκα στο στάβλο και συνάντησα τον Παν-ούλιε, που ήταν το χρυσό άλογο του άρχοντα Βασίλιε.
Πλησίασα τον Παν-ούλιε, άπλωσα το χέρι μου να τον χαϊδέψω και ξαφνικά φταρνίστηκε με δύναμη στο πρόσωπό μου. Τα έχασα, ζαλίστηκα και ένιωσα να έχω μπουκώσει θειάφι.
Όταν συνήλθα κοίταξα τα χέρια μου και είχαν αλλάξει όψη, τα τίναξα και έβγαζαν σκόνη χρυσή. Ο Παν-ούλιε ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου και άκουσα μέσα μου μια φωνή να μου λέει:
«Eίσαι έτοιμος, πέταξε στην Αθηνά και σκόρπισε τη χρυσή σκόνη.»
Τα μάγια είχαν λυθεί και τα δώρα μου έδωσαν τη δύναμη να αλλάξω την ιστορία.
Η τελική μάχη
Βγήκα έξω και το κάθε μου βήμα ήταν σαν εκτόξευση, η χρυσή σκόνη άφηνε πίσω τα ίχνη μου.
Μπορούσα να πετάω ψηλά μόνο με τη σκέψη. Κάτι με οδήγησε σ’ ένα βαρυτικό πεδίο που με μιας με ρούφηξε και με πέταξε στην άκρη της Αθηνάς.
Άρχισα να πετάω πάνω απο την πόλη και να χτυπάω παλαμάκια. Με κάθε χτύπημα η χρυσόσκονη έκανε χρυσοσύννεφο κι αυτό δημιουργούσε χρυσοβροχή στην πόλη.
Ακουγόταν φωνές, ο κόσμος έβγαινε έξω να δεί τη χρυσοβροχή κι αυτή τους μεταμόρφωνε σε νέους. Πονούσαν πολύ γιατί η μεταμόρφωση έσπαγε τα μάγια της Νικουλόνια.
«Που είναι η Νικουλόνια;» αναρωτήθηκα.
Δεν τελείωσα τη φράση μου και το μαύρο νέφος της άρχισε να κατακλύζει τον ουρανό. Μαύριζε όλο και περισσότερο μέχρι που πήρε τη τρομακτική μορφή της και χώρισε στα δύο.
Η Νικουλόνια έγινε δύο! Εγώ χτυπούσα δυνατά παλαμάκια και η χρυσόσκονη δεν την άφηνε να με πλησιάσει. Μου πετούσαν δίνες εναλλάξ , αλλά μάταια.
Το δώρο με έκανε άτρωτο, όμως η μάχη δεν κατέληγε πουθενά, σαν πόλεμος φθοράς.
Ο κόσμος στην πόλη, όλος έξω, παρακολουθούσε την ουράνια αυτή μάχη φωνάζοντας και βρίζοντας τη μάστιγα.
Η κούραση άρχισε να με πιάνει και η χρυσόσκονη έβγαινε με δυσκολία. Η Νικουλόνια άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι και διαλύει με τις δίνες της το χρυσοπέπλο μου.
Σκέφτηκα τον Παν-ούλιε και παρακάλεσα να μου δώσει δύναμη. Η μάστιγα με κύκλωσε και ούρλιαζε σα να γεννάει έναν δαίμονα.
Άρχισα να ζαλίζομαι , να μη βλέπω γύρω μου και η μύτη μου με γαργαλούσε καθώς έπαιρνε κοφτές ανάσες. Το κορμί μου έτρεμε, η αναπνοή μου βάρυνε ώσπου μου βγήκε ένα τρομερά δυνατό φτέρνισμα. Σαν να εκτόξευσα όλους τους πυραύλους του κόσμου.
Το ωστικό κύμα με γκρέμισε από τον ουρανό κάτω στην πόλη. Νόμιζα πως πέθανα.
Η γιορτή
Άνοιξα τα μάτια και είδα γύρω μου όλο χαμογελαστά πρόσωπα. Γλυκές φάτσες, όμορφες, νέες και ευγενικές.
Ήμουν στην ηλιόλουστη αγκαλιά της πόλης. Η μάστιγα εξαφανίστηκε, διαλύθηκε.
Μαζί της διαλύθηκε και η μαγεία της. Οι μαγεμένοι άλλαξαν όψη, κοίταζε ο ένας τον άλλον με δάκρυα στα μάτια. Οι μαγεμένες σχημάτιζαν κουβάρια απο τις αγκαλιές.
Σύντομα τα κουβάρια μεγάλωσαν και έκαναν μεγαλύτερους κύκλους με δεκάδες ανθρώπους, νέους πια. Το σήμα το έδωσε η μπάντα της Αθηνάς και όλη η πόλη άρχισε ένα χορό κυκλικό που όμοιος του δεν είχε συμβεί ξανά.
Ένα γλέντι που κράτησε 7 μέρες και 7 νύχτες και όλοι οι κάτοικοι ανακάλυψαν πάλι τη χαρά, τον έρωτα, τη μουσική, την αγάπη και την αλληλεγγύη.
Θα έχουν πολύ χρόνο να φτιάξουν την Αθηνά έτσι όπως τη θέλουν.
Κι αν χρειαστεί να αντιμετωπίσουν μια νέα μάστιγα ξέρω το μυστικό, που κρύβεται βαθιά κάτω από τη γη. Στην υπόγεια πολιτεία.
Το “παραμύθι” έγραψε ο Κωνσταντίνος Σβόλης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής