Καμπίνα 305 Β

0
616

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 11-1024x621.png

Είχε πια βολευτεί στην κουκέτα της και ένοιωθε την κούραση της ημέρας να βαραίνει για τα καλά τα βλέφαρά της. Όλη την ημέρα έτρεχε από ιδιαίτερο σε ιδιαίτερο, της βγήκε η γλώσσα να μιλάει και να εξηγεί θεωρήματα και ασκήσεις, αλλά η αγωνία της να τρυπώσει στο πλοίο το απόγευμα δε λεγότανε. Επιτέλους μετά από δυο μήνες θα ξανάβλεπε το Χρήστο της κι η λαχτάρα της ήταν μεγάλη. Έπαιρνε το πτυχίο του, ορκιζόταν, επιτέλους τέλος τα ταξίδια και τα πέρα δώθε.

  Είχε κλείσει από νωρίς τα εισιτήριά της η Μαρίνα, ήθελε να έχει την κάτω κουκέτα, η επάνω ήταν άβολη. Θα έμπαινε μάλιστα και νωρίς, από τις 7, να προλάβει να κάνει κανένα ντουζάκι και να βάλει τις πιτζάμες της πριν καταφθάσουν οι άλλες 3 συνταξιδιώτισσες.

 Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδίαζε βέβαια. Με το που μπήκε στην καμπίνα βρήκε την κουκέτα Β ήδη κατειλημμένη. Δεν θα είχε την άνεση των κινήσεων που θα ήθελε αλλά δεν πτοήθηκε κιόλας. «Τι περίεργη η γυναίκα της Β», σκεφτόταν. Η Μαρίνα την καλησπέρισε αλλά σαν αντάλλαγμα εισέπραξε μόνο ένα παγωμένο βλέμμα κολλημένο κάπου στο κενό. «Μπαίνω για ένα γρήγορο ντουζ, ελπίζω να μη χρειάζεστε άμεσα το μπάνιο», ξανάπε. Αλλά και πάλι το ίδιο ανέκφραστο και παγωμένο βλέμμα ήρθε από την κουκέτα Β. Καμία απόκριση.

   Αλλά κι αυτή η ικανοποίηση για την έγκαιρα κλεισμένη κουκέτα D της έφυγε γρήγορα. Η πόρτα της καμπίνας 305 άνοιξε και ένας νέος άντρας μπήκε κουβαλώντας μια μεγάλη βαλίτσα. Πίσω του ακολουθούσε μια επίσης νέα γυναίκα που κρατούσε από το χέρι ένα κοριτσάκι 3-4 χρόνων. Ο άντρας τσέκαρε τα εισιτήριά τους και τον άκουσε να λέει στη γυναίκα με σιγανή φωνή : «Η C είναι η πάνω γλυκιά μου. Θα είναι λίγο δύσκολα με τη μικρή, να την έχεις από μέσα μη σου πέσει».

«Μη στενοχωριέσαι αγάπη μου, θα τα καταφέρουμε» απάντησε η νέα γυναίκα. O άντρας τις φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε.

   Όσο και να λαχταρούσε τη βολή της η Μαρίνα, δεν μπορούσε να φανταστεί μια μητέρα με ένα μικρό παιδί να προσπαθούν να στριμωχτούν στην πάνω κουκέτα. Και αν το παιδάκι ήταν ανήσυχο και έπεφτε;

  Χωρίς δεύτερη σκέψη είπε αποφασιστικά στην κυρία της C : «Σας παραχωρώ την κουκέτα μου αν θέλετε, θα ανέβω εγώ στην πάνω». Η κυρία της C λίγο διστακτική, λίγο έκπληκτη, δεν μπορούσε παρά να δεχτεί. «Σας ευχαριστώ τόσο πολύ» της απάντησε. «Κλείσαμε τελευταία στιγμή τα εισιτήρια, πρέπει οπωσδήποτε να κατέβω να δω τους γονείς μου, η μητέρα μου αρρώστησε ξαφνικά, δεν βρήκα ούτε αεροπορικά».

«Μη μου δικαιολογήστε, παρακαλώ, σας την παραχωρώ με όλη μου την καρδιά» της απάντησε η Μαρίνα. Τι σημασία είχε άλλωστε; Ήταν μόνο για λίγες ώρες, σε λίγες ώρες θα ήταν στην αγκαλιά του Χρήστου της.

 Η κυρία της C πήρε προαγωγή στην D και η Μαρίνα ανέβηκε στην C της. ΄Εριξε μια τελευταία ματιά στην κυρία B. Ακόμα το ίδιο παγωμένο και απόκοσμο βλέμμα. Καμία αντίδραση, καμία κίνηση. Η Μαρίνα ένοιωσε μια ανατριχίλα. Λες να ήταν καμιά serial killer η γυναίκα της B; Καμιά λαλημένη; Έπιασε το πορτοφόλι της και το έχωσε κάτω από το μαξιλάρι της, ποτέ δεν ξέρεις. Και μετά χαλάρωσε.

Μέχρι τη στιγμή που ένας γδούπος κι ένα κλάμα την έκαναν να πεταχτεί πάνω.

                     __________________________

 

 Η Ειρήνη με τη μικρή Δέσποινα είχαν βάλει τις πιτζάμες τους, είχαν πλύνει τα δόντια τους και είχαν ήδη ξαπλώσει στριμωγμένες στην κουκέτα τους. Η αγωνία της για την υγεία της μητέρας της μετά το πρωϊνό τηλεφώνημα του πατέρα της, ήταν έντονη.

  Προσπάθησε να κλείσει αεροπορικά εισιτήρια αλλά μάταια, δεν υπήρχε τίποτα.  Η μόνη της ελπίδα ήταν το πλοίο των 8. Και αναγκαστικά θα έπαιρνε μαζί της και τη μικρή, δεν υπήρχε περίπτωση να βρει κάποιον να της την κρατήσει. «Μακάρι να είναι κάτι απλό και περαστικό» σκέφτηκε και η καρδιά της χτύπησε με αγωνία.

  Μέσα σε όλα είχε φανεί πολύ τυχερή, σκέφτηκε και χαμογέλασε. Αυτή η ευγενική κοπέλα της παραχώρησε την κουκέτα της χωρίς καν να της το ζητήσει κι έτσι δεν θα είχε το άγχος μην πέσει το παιδί, αλλά και θα μπορούσαν να ξεκουραστούν έστω για λίγο. Η αυριανή ημέρα στο νοσοκομείο θα ήταν πολύ κουραστική. «Αχ ας είναι όλα καλά», ξανασκέφτηκε.

  Η κυρία της κουκέτας Β της είχε φανεί πολύ παράξενη. Δεν αποκρίθηκε ούτε στην καλησπέρα της και είχε διαρκώς ένα απόκοσμο ύφος.

  Ακόμα κι όταν μπήκε στην καμπίνα η τελευταία κοπέλα του καρέ και της εξήγησε ότι σε εκείνην ανήκει η κουκέτα Β, δε φάνηκε να σαλεύει.  

«Έχετε κάνει λάθος» της έλεγε, «η δική μου κουκέτα είναι η B. Μπορείτε να μου δείξετε το εισιτήριό σας;». Καμία απόκριση. Η κυρία της κουκέτας Β χωρίς να βγάλει άχνα γύρισε πλευρό.

«Τι περίεργο» σκεφτόταν η Ειρήνη. Η τελευταία κοπέλα είχε σταθεί πολύ ψύχραιμη, δεν έκανε κανένα καυγά στην κυρία της κουκέτας Β. Το μόνο που έκανε ήταν να ζητήσει προκαταβολικά συγγνώμη από εκείνη και την κοπέλα της C. «Ξέρετε, διανύω τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης μου» είπε . «Έκλεισα την κάτω κουκέτα επειδή λόγω της συνεχόμενης ναυτίας μου, οι επισκέψεις στην τουαλέτα είναι συχνές. Πραγματικά ελπίζω να μη σας ενοχλήσω με τα ανέβα-κατέβα μου όλο το βράδυ».

  Η μικρή Δέσποινα είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της Ειρήνης. Η Ειρήνη δεν μπορούσε να ηρεμήσει ακόμα. Λίγο τα γεγονότα της ημέρας, λίγο η παράξενη κυρία της κουκέτας Β. Λες να ήταν καμία σχιζοφρενής και να έκανε κανένα κακό στη μικρή;

 Η Ειρήνη γύρισε και έσφιξε στην αγκαλιά της την κόρη της. Λίγες ώρες θα ήταν, θα είχε το νου της.

Μόλις είχε αρχίσει να γλαρώνει όταν ένας ήχος σαν πέσιμο κι ένας λυγμός την έκαναν να πεταχτεί πάνω.

                     __________________________

 

  Η Δανάη ανέβηκε προσεχτικά την στενή κάθετη σκαλίτσα και βολεύτηκε στην κουκέτα A.

Χάιδεψε στοργικά την επίπεδη ακόμα κοιλιά της. Ένοιωθε τρισευτυχισμένη. Δεν την πείραζε τίποτα, ούτε η συνεχόμενη πλέον ναυτία της, ούτε οι ζαλάδες, ούτε καν αυτή η αγενής που της είχε πάρει με το έτσι θέλω των κουκέτα της.

Σκεφτόταν τον άντρα της, την έκπληξή του όταν θα του ανακοίνωνε τα ευχάριστα. Τόσο καιρό το προσπαθούσαν, τόσο καιρό το περίμεναν και τώρα να που ήρθε.

  Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να του το ανακοινώσει στο τηλέφωνο. Όχι αυτή ήταν μια είδηση που έπρεπε να την μάθει ζωντανά από εκείνην. Πήρε το πλοίο χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε μερικές ώρες θα έφτανε Σούδα και μετά με ένα ταξί γραμμή για το Μαράθι, θα τον περίμενε έξω από τις εγκαταστάσεις της Διοίκησης Καυσίμων του ΝΑΤΟ.  Μακάρι να ήταν αυτή και μια ευκαιρία να αιτηθεί μετάθεση, να τον έχει κοντά της τους επόμενους μήνες.

 

  Της είχε κάνει εντύπωση η στάση της κυρίας της κουκέτας Β.  Όχι μόνο δεν συγκινήθηκε με τις εξηγήσεις της  αλλά άλλαξε και πλευρό. Η κυρία με το κοριτσάκι της κουκέτας D και η κοπέλα της κουκέτας C ήταν εξαιρετικά ευγενικές και την καθησύχασαν ότι δε θα είχαν κανένα πρόβλημα με τις πιθανές επισκέψεις της στην τουαλέτα, της είπαν μάλιστα να μη διστάσει να τις ενοχλήσει αν χρειαστεί κάτι από αυτές. Αυτή όμως της B; Τίποτα. Καμία απόκριση, καμία συγκίνηση, καμία αντίδραση.

Μια ανησυχία κατέκλυσε το μυαλό της. Λες να ήταν καμιά παρανοϊκή και να της έκανε κακό όταν θα κοιμόταν;

   Οι ανήσυχες σκέψεις όμως γρήγορα αντικαταστάθηκαν από τι σκέψεις για τις στιγμές ευτυχίας που την περίμεναν. Το πλοίο ήταν ήδη τέσσερις ώρες εν πλω, λογικά ήταν κάπου στην περιοχή της Φαλκονέρας, το ένοιωθε από τις δονήσεις του πλοίου πάνω στα κύματα. Τα μάτια της έκλεισαν γλυκά. Αλλά για λίγο. Ένας θόρυβος σαν πέσιμο κι ένα κλάμα την έκαναν να πεταχτεί μισοζαλισμένη απ’ το κρεβάτι της.

 

                        __________________________

 

   Η κυρία Άννα, μια όμορφη γυναίκα γύρω στα 40, κοκκινομάλλα και λίγο γεμάτη σα φιγούρα του Μποτιτσέλι, σηκώθηκε με κόπο να πάει στην τουαλέτα. Στο μυαλό της όλα ένα κουβάρι, το στομάχι της άδειο από χθες, ένας κόμπος. Ένοιωθε σα ρομπότ, χρειαζόταν κάποιον να την κατευθύνει, δεν μπορούσε ούτε μια σκέψη να βάλει σε σειρά. Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να φάει, αν διψάει ή αν χρειαζόταν τουαλέτα, μόνο μια γενική σύγχυση. Έκανε μερικά βήματα ξυπόλητη πάνω στη μοκέτα και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα της καμπίνας. Δεν ήταν σίγουρο αν έφταιγε το κούνημα του πλοίου, η ασιτία της ή η γενικότερη σύγχυσή της, αλλά ένοιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και να πέφτουν με όλο της το βάρος στη μοκέτα. Έμεινε εκεί γονατισμένη και ξέσπασε σε λυγμούς.

Τρία κεφάλια ανασηκώθηκαν απότομα από τις κουκέτες Α,C και D. Με το που είδαν την πεσμένη γυναίκα στο πάτωμα σηκώθηκαν και οι τρεις να βοηθήσουν.

«Είστε καλά;», «Χτυπήσατε;», «Να σας φέρω λίγο νερό;», «Να πούμε στη ρεσεψιόν να φωνάξει ένα γιατρό;», «να σας πάρω την πίεση; έχω πιεσόμετρο μαζί μου».

Η κυρία Άννα συνέχισε να σπαράζει στο πάτωμα. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι, τις κοίταξε και τις τρεις, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και αναφώνησε : «Δεν αντέχω άλλο κορίτσια. Μου ζήτησε διαζύγιο»

                    __________________________

 

«Χρόνια τώρα μαθές τα ίδια τσε τα ίδια. Να γλεντίζει με τη μια ροσπού και με την άλληνε κι εγώ αμοναχή μου εκειά ν’ ανημένω και να προσπαθώ να κουλαντρίσω το σπιτικό μας και ν’ αναντρανίσω το κοπέλι μας. Τσε ν’απογιαγέρνει ταχιά, τσε ν’αρσινάει τα κανατσίσματα σαμέ να φύγει το ινάτι μου. Ίσαμε που εγνώρισε ετουτεσά τη βιόλα. Άλλαξε ντιπ. Εκουζουλάθηκε με τα λούσα και τα βρακάτσια. Πόρισε, τσ’ αγιάερτος είναι ακόμα μαθές. Ίντα κάνω; Σπουδάζει το κοπέλι μου, να μην τονε βαγίσω; Λούσα και βρακάτσια;

Έχω ένα πόνο επαέ στην καρδιά μάθια μου, θαρρώ μου κόβεται η αναπνιά. Ίντα κάμνω

τώρα μονάχη μου; Ίντα κάμνει ο άντρας σου Αννιώ θε με ρωτούνε ούλοι. Και το κοπέλι μου αλάργο»

 

      Μια παιδική φωνούλα διέκοψε έναν μονόλογο που έμοιαζε να χει γραφτεί με συνεργασία Αισχύλου και Βιτσέντζου Κορνάρου. Ένα κοριτσάκι με αναστατωμένα μαλλάκια και πιτζάμες, ήταν όρθιο δίπλα στην κυρία με τα κόκκινα μαλλιά : «Θέλετε ένα μπισκότο;» λέει και απλώνει με το χέρι της ένα πακέτο με μπισκότα γεμιστά Παπαδοπούλου. «Η γιαγιά μου λέει ότι με αυτά περνάνε όλα και σταματάω πάντα να κλαίω. Έχει δίκιο η γιαγιά μου, θα της το πω τώρα που πάμε να τη δούμε».

 

                __________________________

 

Ξημερώματα Σαββάτου, στην καμπίνα 305 του πλοίου Λισσός της γραμμής Πειραιάς-Χανιά τέσσερις γυναίκες κάθονται οκλαδόν πάνω στη μοκέτα και μασουλάνε γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η μία έχει απλώσει το χέρι της πάνω στο γόνατο της κυρίας με τα κόκκινα μαλλιά, ενώ με το άλλο χέρι χαϊδεύει με αργές κινήσεις την κοιλιά της. Η δεύτερη έχει πάρει αγκαλιά το μαξιλάρι της, τα μάτια της είναι μισόκλειστα και πότε πότε κάτι λέει με σιγανή φωνή στην κυρία με τα κόκκινα μαλλιά. Η τρίτη κυρία έχει απλωμένο το χέρι της στον ώμο της κυρίας με τα κόκκινα μαλλιά. Κάπου κάπου με τα δάχτυλα χαϊδεύει τα κόκκινα μαλλιά της. Στο άλλο της χέρι κρατάει το κινητό της και του ρίχνει ματιές.

Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά έχει πρησμένα μάτια και ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της.  Στην αγκαλιά της έχει ξαπλώσει ένα κοριτσάκι με πιτζάμες και αναστατωμένα μαλλιά. Το κοριτσάκι ταΐζει την κυρία με τα κόκκινα μαλλιά με μπισκότα ενώ η κυρία του χαμογελάει και του χαϊδεύει τα αναστατωμένα μαλλάκια.  

 

Κάποιος χτυπάει την πόρτα της καμπίνας και μια αντρική φωνή ακούγεται απέξω : «Παρακαλώ να ετοιμάζεστε, το πλοίο φτάνει εντός 30 λεπτών στο λιμάνι της Σούδας».

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ίρις Τζιβαρίδου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής