Η φωτογράφηση είναι για καλό σκοπό

0
440

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 11111.jpg«Λίγο πιο δεξιά το πόδι.»  «Σήκωσε ελαφρώς το χέρι.» «Αυτή η φωτογράφιση είναι για καλό σκοπό.»

«Γύρε λίγο το κεφάλι.» «Αύριο δε θα είσαι μαζί τους, χόρτασέ τους τώρα.»  «Μη συνοφρυώνεσαι.»

«Πήγαινε να τον βρεις.»  «Πατέρα, το ‘χουμε!»

Σκέψεις μπερδεμένες, λόγια αλλόκοτα, με δυσκολία διέκρινε ο Γκουστάβο ποια από όσα άκουγε ήταν αληθινά και ποια δημιούργημα της φαντασίας του. Είχε ακούσει περισσότερα από όσα μπορούσε να διαχειριστεί για μια μέρα, του δημιουργούσε σύγχυση πλέον η παραμικρή επικοινωνία.

Ο Μάριο άρχισε να ξεστήνει το ring light καθώς ο Αντριάν έστρεψε την κάμερα προς στο παράθυρο. Είχε μάτι, σίγουρα κάτι καλό έπιασε το μάτι του κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης.  Κρίμα που ο Γκουστάβο δε θα ήταν εκεί να τον καμαρώσει στην επόμενη έκθεση φωτογραφίας, το Μάιο.

«Έλα να δεις πατέρα, το φύλλο έχει ξαπλώσει στο τζάμι και τώρα μου μιλά. Έχω την τέλεια λήψη με την πρώτη κιόλας προσπάθεια. Τι λες;» έστρεψε ο Αντριάν την κάμερα προς το μέρος του Γκουστάβο.

Δε σηκώθηκε από την πολυθρόνα παρόλο που ήθελε να πλησιάσει κι άλλο. Στο λεπτό ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Καθόλου δεν του άρεσε το θέαμα. Μα ποιον πίστευε ότι κορόιδευε αυτό το παιδί; Και πού βρήκε αυτή τη φωτογραφία, είκοσι χρόνια μετά;

Οι σκέψεις του σε παραλήρημα, εικόνες από το παρελθόν, με τον ίδιο μεθυσμένο να χτυπά πόρτες και έπειτα να πέφτει κατάχαμα, του μούδιαζαν το μυαλό. Και οι φωνές στο μυαλό του να δυναμώνουν «Η φωτογράφιση είναι για καλό σκοπό. Αύριο δε θα είσαι μαζί τους, χόρτασέ τους τώρα. Πήγαινε να τον βρεις.»

Άρχισε να ιδρώνει. Πάλι αυτή η άπνοια γύρω του. Πάλι το σφίξιμο στο στήθος. Πάλι οι εικόνες που διείσδυαν από τα μάτια δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με εκείνες που προέβαλε το μυαλό. Και οι φωνές πολλές. Καμία γνώριμη, ούτε αυτή του εαυτού του. Και νόημα δεν έβγαζαν, μόνο μια φράση μπορούσε να ξεχωρίσει που ίσως είχε αποτυπωθεί πιο έντονα στο αριστερό του ημισφαίριο: «Η φωτογράφιση είναι για καλό σκοπό».

«Μαζέψτε τα και φύγετε»  ψέλλισε και ούτε ο ίδιος μπορούσε να αντιληφθεί αν απευθύνονταν στα παιδιά ή στις σκέψεις του.

Με μιας ο Αντριάν τύλιξε την κάμερα σε ένα πανί, άρπαξε τη θήκη του ring light και έσπρωξε δυνατά το Μάριο προς την έξοδο. Το ring light παρέμεινε στο πάτωμα, δεν έμελλε να σωθεί αυτή τη φορά. Στα δεκαοχτώ του ο Αντριάν, ήξερε να διακρίνει τις προτεραιότητες. Και το ring light κατείχε θέση αδύναμη μπρος στο Μάριο και την κάμερα. Άσε που θα τους εμπόδιζε στο τρέξιμο και αυτοί τώρα καλούνταν να τρέξουν γρήγορα.

Ο Γκουστάβο έμεινε επιτέλους μόνος. Όσο μόνος μπορούσε να μείνει τα τελευταία δεκαέξι χρόνια. Μετά από εκείνη την ημέρα που η ζωή του απέκτησε τίτλο. Εκείνη τη μέρα, που δίπλα στη γυναίκα του δέχτηκε απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν είχε κάνει ποτέ. Εκείνη την ημέρα που φορτώθηκε μια διάγνωση που καθόλου δεν ένιωθε να τον αντιπροσωπεύει.

«Διαταραχή της προσωπικότητας, μη προσδιοριζόμενη αλλιώς». Λες κι όλα τα άλλα είχαν προσδιοριστεί στη ζωή του. Ψιλά γράμματα για εκείνον, τέτοιου είδους ταμπέλες. Ψιλά γράμματα κι η συμβουλευτική που δεν διήρκησε περισσότερο από έξι μήνες.

Δεν είναι πως απέφευγε τους γιατρούς, ούτε τους ψυχολόγους. Είναι που είχε να πει πολλά, όχι όμως στον καθένα. Αυτά που φύλαγε χρόνια, τα νέα του και τα παλιά, θα τα ‘λεγε στον Άλεξ, μέσα σε μια νύχτα, όπως τότε. Τη στιγμή που θα πήγαινε επιτέλους να το βρει.

Κι η στιγμή αυτή δε θα αργούσε. Είχε φτάσει κιόλας η παραμονή της συνάντησής τους κι ίσως ήταν αυτή η αιτία της σύγχυσης που βίωνε σήμερα.

Στην ίδια πολυθρόνα που καθόταν εδώ και ώρα, τώρα πια δε χωρούσε. Η θύμηση του Άλεξ τον έκανε να φουσκώνει. Από λύπη θες; Από συγκίνηση που θα τον συναντήσει; Από ανάγκη να τον σφίξει στην αγκαλιά του και να κλάψει γοερά; Ήταν σαν να τον ένιωθε κιόλας δίπλα του, για αυτό μάλλον στένεψε η πολυθρόνα.

Πήγε βιαστικά προς το παράθυρο και παραμέρισε το φύλλο. Μια φωνή του το υποδείκνυε εδώ και ώρα, όμως προσποιούνταν πως την αγνοεί. Τελικά υπέκυψε καθώς αυτή η συμβουλή ίσως να μην ήταν και τόσο παράλογη. Ποιος είπε άλλωστε πως μόνο παράλογες ιδέες θα του γεννούσαν οι φωνές του;

Τέτοια ήταν κι αυτή που του πρότεινε να συναντήσει ξανά τον Άλεξ, δέκα χρόνια μετά την κηδεία του.

Τη θυμόταν εκείνη την ημέρα, πολύ καθαρά. Θυμόταν το πρόσωπό του και την απάθειά του όταν αντίκρισε τον Γκουστάβο. Για χρόνια ένιωθε θυμό με αυτή την συμπεριφορά του Άλεξ, όμως πλέον τον είχε συγχωρήσει. Τον δικαιολόγησε τελικά. Άλλωστε σε κανέναν δεν είχε μιλήσει εκείνη την ημέρα ο Άλεξ, ούτε καν στη μητέρα του που είχε πλαντάξει στο κλάμα. Ίσως να είχε κάποιο λόγο. Ίσως δεν ένιωθε άνετα που όλος αυτός ο κόσμος είχε μαζευτεί για τον ίδιο.

«Δε βαριέσαι», σκέφτηκε. «Ίσως να μου εξηγήσει από κοντά το λόγο που φέρθηκε έτσι».

Κι αυτή του η σκέψη ήταν ανάσα για τον ίδιο . Γιατί κατάλαβε πως αυτή τη στιγμή βρισκόταν σε πλήρη διαύγεια. Και οι φωνές μέσα του είχαν πάψει. Και καμία σκιά δεν προσπαθούσε να παρασύρει το βλέμμα του. Ήταν καλά, είχε έρθει η ώρα να γράψει το γράμμα.

Έβγαλε ένα τσαλακωμένο λευκό χαρτί από την τσέπη του και ένα στυλό που από τη χρήση, δεν έγραφε πια έντονα. Ακούμπησε το χαρτί στο μπράτσο της πολυθρόνας και ξεκίνησε να γράφει:

«Αγαπημένοι μου Μάριο και Αντριάν,
Αύριο θα φύγω. Έχω βρει τον τρόπο, μην ανησυχείτε για μένα. Θα πάω στον Άλεξ, τον χρειάζομαι κι εκείνος επίσης. Η τελευταία μου εκκρεμότητα ήταν αυτή η φωτογράφιση. Διαλέξτε την καλύτερη και τοποθετήστε την σε μια καφέ κορνίζα. Το καφέ κάνει όμορφη αντίθεση δίπλα στα λουλούδια, έτσι το έχω φανταστεί.
Σας ευχαριστώ για όλα, θα σας περιμένω.
Γκουστάβο.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ολίνα Π, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Ο πίνακας είναι του Γιώργου Ρόρρη