Η φλόγα του κεριού

0
551

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Skull-Still-Life.jpg

Η Άινε, είναι μια νεαρή και πετυχημένη ζωγράφος, που με κάθε ευκαιρία οι κριτικοί τέχνης την αποθεώνουν για τις καινοτομίες που έχει καταφέρει να εισάγει με την ανεπανάληπτη τεχνοτροπία της στη σύγχρονη ζωγραφική. Ο Γκέραλντ, είναι ένας νεαρός και ανερχόμενος συγγραφέας, που βραβεύτηκε με το Ά κρατικό βραβείο για το πρώτο μυθιστόρημα του, ενώ κατάφερε να είναι και στη βραχεία λίστα του βραβείου Μπούκερ της χρονιάς. Η Άινε και ο Γκέραλντ είναι ζευγάρι. Ένα πολύ ερωτευμένο ζευγάρι. Αγαπάει ο καθένας την τέχνη του, μα πιο πολύ, αγαπάει ο ένας τον άλλον.

***

Η Άινε και ο Γκέραλντ νοίκιασαν πρόσφατα ένα σπίτι στα προάστια· ένα υπέροχο σπίτι μέσα στο πράσινο τοπίο, που θα ήταν το ησυχαστήριο τους, αλλά και πηγή έμπνευσης για τις δημιουργίες τους. Ήταν μια μονοκατοικία σε έναν λόφο, με πανοραμική θέα της πόλης, στις παρυφές ενός δάσους που το διαπερνούσε ένα μικρό ποτάμι· και στο βάθος η θάλασσα, που αέναα συναγωνίζεται τον ουρανό στο μπλε ως τον ορίζοντα. Το μέρος ήταν ειδυλλιακό για κάθε ζευγάρι, πόσο μάλλον για ένα ζευγάρι καλλιτεχνών.

Ο Γκέραλντ, μετά από μια μικρή περιοδεία παρουσίασης του βραβευμένου του βιβλίου, επέστρεφε για να περάσουν μαζί με την Άινε μια βδομάδα χωρίς υποχρεώσεις. Η Άινε, που είχε γυρίσει από το εξωτερικό λίγες μέρες νωρίτερα, απολάμβανε τον καθαρό αέρα και την ηρεμία του δάσους, κάνοντας περιπάτους κοντά στο ποτάμι. Είχε τελειώσει έναν καινούριο πίνακα, που απεικόνιζε δυο γυμνές φιγούρες, να κάθονται αγκαλιασμένες σε μια μεγάλη πέτρα δίπλα στο ποτάμι· με τα ψηλά πλατάνια στις όχθες του, να προσφέρουν απλόχερα τη σκιά τους. Ο πίνακας είχε τόση ζωντάνια, που πίστευες ότι όλα στον καμβά ήταν εν κινήσει. Το μέρος που ζωγράφισε ήταν ένα από αυτά που είχε ανακαλύψει μαζί με τον Γκέραλντ μέσα στο δάσος. Έτσι θυμόταν τους δυο τους, την πρώτη φορά που ανακάλυψαν το σημείο. Σκόπευε να τον δωρίσει στον Γκέραλντ. Ίσως να ήταν και ένας ωραίος πίνακας για να διακοσμήσει την κρεβατοκάμαρα τους.

Η Άινε αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι. Ήταν μεσημέρι και δεν θα αργούσε ο Γκέραλντ να γυρίσει. Κι όσο η ώρα περνούσε, η καρδιά της χτυπούσε πιο έντονα μέσα στο στήθος της, σε έναν ρυθμό που αν μη τι άλλο θα ερμηνευόταν ως προσμονή, αλλά ταυτόχρονα και ανυπομονησία. Η ίδια διακωμωδούσε συχνά τον εαυτό της, όταν ένιωθε αυτό το καρδιοχτύπι. Έτσι κι αυτή τη φορά μονολόγησε:

«Αχ Γκέραλντ! Όταν σε σκέφτομαι, καρδιοχτυπώ σαν ένα 15χρονο ερωτοχτυπημένο κοριτσάκι» και συνόδευσε τη φράση της με ένα πονηρό γελάκι.

Περπατούσε στο μονοπάτι χαζογελώντας με τις σκέψεις της, ώσπου μερικά λουλούδια που είχαν τους πιο απίθανους συνδυασμούς χρωμάτων στα πέταλα τους, της τράβηξαν την προσοχή. Δεν είχε ξαναδεί παρόμοια. Μάλλον ήταν κάποιο είδος παπαρούνας. Ενθουσιάστηκε τόσο, που αποφάσισε να πάει πιο κοντά ώστε να τα θαυμάσει, και να δει ποια οπτική θα ήταν η καλύτερη για να τα αποτυπώσει στον καμβά της, μια από τις επόμενες ημέρες. Το σημείο ήταν κάπως απόκρημνο, έξω από το μονοπάτι, δίπλα στον γκρεμό και η Άινε προσπάθησε να τα προσεγγίσει αργά και προσεκτικά. Κάπου όμως παραπάτησε, μάλλον σε καμιά πέτρα που προεξείχε, ήταν και κάπως ανώμαλο το έδαφος εκτός του μονοπατιού, έχασε την ισορροπία της και γρήγορα αντιλήφθηκε πως η άκρη του γκρεμού ήταν πιο κοντά από ότι νόμιζε.

Όταν άνοιξε τα μάτια της, κατάλαβε πως είχε πέσει, αλλά δεν ένιωθε πόνο ή να έχει χτυπήσει. Είχε προσπαθήσει να κρατηθεί από ένα λουλούδι, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να πάρει ένα κλωνάρι του παρέα στην κατάβαση της. Κι ενώ ήταν ακόμα ζαλισμένη και μπερδεμένη από την πτώση της, είδε έναν μυστηριώδη άντρα να έρχεται κοντά της με σταθερό αλλά γρήγορο βήμα. Σκέφτηκε πως θα την είδε να γλιστράει στον γκρεμό και πως την πλησίαζε για να τη βοηθήσει. Η φιγούρα του άντρα που περπατούσε για να έρθει κοντά της, αμέσως τη μαγνήτισε· ήταν σαν να άδειασε το μυαλό της και την έκανε να επικεντρωθεί στη γοητεία του. Το βήμα του εξέπεμπε μια σιγουριά, έναν αέρα νικητή. Και καθώς ερχόταν πιο κοντά, η Άινε παρατήρησε με θαυμασμό τα καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του και τα μαύρα διαπεραστικά του μάτια. Ο άντρας ήταν πολύ όμορφος. Ήταν ψηλός και τα μαύρα σγουρά μαλλιά του, έρχονταν σε αντίθεση με την κατάλευκη επιδερμίδα του. Φορούσε ένα επίσημο κοστούμι, με πουκάμισο και γραβάτα, όλα χρώματος μαύρου. Ακόμα και στην τσέπη του σακακιού του είχε ένα μαντήλι ποσέτ, κι αυτό μαύρο.

«Μα πόσο πολύ του πάει αυτό το στυλ το Total black!» σκέφτηκε η Άινε και του χαμογέλασε μόλις εκείνος σταμάτησε μπροστά της.

«Σας είδα να πέφτετε από τον γκρεμό και ήμουν σίγουρος πως θα με χρειαστείτε. Για πείτε μου, πώς νιώθετε;» Η φωνή του ήταν πολύ καθαρή και βαθιά. Ίσως να ήταν ακόμα πιο γοητευτική και από το ομολογουμένως ελκυστικό παρουσιαστικό του.

«Πρέπει να τη γλίτωσα φτηνά και να μην χτύπησα. Μόνο που πρέπει να μπήκε λίγο χώμα στο μάτι μου και δάκρυσα… κατά τα άλλα όμως, νομίζω, πως είμαι καλά. Ευχαριστώ που ενδιαφερθήκατε και ήρθατε για να δείτε πως είμαι».

«Όντως, κάτι έχετε στο μάτι σας, κι αν μου επιτρέπετε…» και πριν πάρει κάποια απάντηση, ξετύλιξε το μαντήλι του σακακιού του και σκούπισε το δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλο της.

Η Άινε τον ευχαρίστησε ξανά για την ευγένεια του. Ένιωθε να την ελκύει με έναν πρωτόγνωρο τρόπο, και ίσως αν δεν ήταν ζευγάρι με τον Γκέραλντ, αν ήταν ακόμη ελεύθερη, θα ήθελε να φλερτάρει μαζί του και να τον γνωρίσει καλύτερα.

«Αν είστε έτοιμη, μπορούμε να περπατήσουμε μαζί το μονοπάτι» και μαζί με την προτροπή του, έτεινε το χέρι του, σαν να της το πρόσφερε για να το κρατήσει.

Η Άινε κοκκίνισε. Κάτι μαγευτικό είχε η φωνή του, και όλα ακούγονταν από το στόμα του τόσο ελκυστικά. Ένιωσε κολακευμένη, και για μια στιγμή σκέφτηκε να αποδεχτεί την πρότασή του και να περπατήσουνε μαζί. Τι κακό θα έκανε, αν πήγαιναν μια βόλτα; Όμως αμέσως μετά, ο Γκέραλντ επανήλθε στο μυαλό της. Ίσως να την περίμενε ήδη στο σπίτι. Όσο κι αν την ιντρίγκαρε ο άντρας μπροστά της, ο Γκέραλντ της είχε λείψει και ήθελε πολύ να τον δει.

«Ξέρετε, πριν βγω από τον δρόμο μου και πέσω από εκεί ψηλά, γύριζα στο σπίτι μου, μιας και σήμερα επιστρέφει ο άντρας μου. Μένουμε εδώ κοντά. Μια άλλη φορά, αν ξανασυναντηθούμε, θα σας ακολουθήσω στον περίπατο σας».

Ο άντρας έμεινε ακίνητος, απλώς κοιτάζοντας την. Η Άινε ένιωσε πως ο άντρας αυτός, κάτι ήξερε γι αυτήν, που εκείνη δεν το γνώριζε· αλλά και πάλι, ίσως αυτή η αίσθηση να ήταν μέρος της φαντασίας της ή ακόμα και αποτέλεσμα της σύγχυσης που της προκάλεσε η πτώση. Σκέφτηκε πως καλύτερα θα ήταν να τον ευχαριστήσει και να φύγει.

«Θέλω να σας ευχαριστήσω άλλη μια φορά για το ενδιαφέρον σας. Θα χαρώ αν δεχτείτε αυτό το λουλούδι. Ξέρετε, εξαιτίας αυτής της πολύχρωμης παπαρούνας με είδατε να πέφτω. Θα κάνουν ωραία αντίθεση τα χρώματα της με τα μαύρα ρούχα σας. Μπορείτε να τη βάλετε στο πέτο σας. Θα ταιριάζει πολύ! Είμαι ζωγράφος, και μου αρέσει πολύ να συνδυάζω χρώματα».

Ο άντρας πήρε το λουλούδι και το στριφογύρισε μέσα στα δάχτυλά του. Φάνηκε σαν να τον εξέπληξε η χειρονομία της Άινε. Παρόλα αυτά, ακολούθησε την προτροπή της και πέρασε το λουλούδι στο πέτο του, ευχαριστώντας την εγκάρδια.

«Σας ευχαριστώ για το δώρο. Ήταν κάτι που δεν περίμενα. Επιτρέψτε μου να σας προσφέρω και εγώ κάτι».

Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό γυάλινο δοχείο με ένα πολύχρωμο κερί. Της το έδειξε, και αμέσως μετά πέρασε από πάνω του, το μαντηλάκι με το οποίο σκούπισε νωρίτερα το δάκρυ της. Οι κινήσεις του φάνταζαν σαν να εκτελούσε κάποιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο, όπου στο τέλος, το φιτίλι του κεριού άναψε.

«Ορίστε, αυτό είναι για σας».

Η Άινε ένιωσε παράξενα για το δώρο που της έκανε. Δεν περίμενε ο άντρας να έχει ένα γυάλινο δοχείο με κερί στην τσέπη του.

«Σας ευχαριστώ» του είπε κάπως αμήχανα, καθώς περιεργαζόταν το αναμμένο κερί στα χέρια της. «Θα πρέπει όμως τώρα να σας χαιρετήσω. Θα χαρώ να ξαναβρεθούμε και να γνωριστούμε καλύτερα. Αλήθεια όμως, δεν μου είπατε. Ποιο είναι το όνομα σας;»

Στο πρόσωπο του μυστηριώδους άντρα σχηματίστηκε ένα αμυδρό μειδίαμα. Ξεκίνησε να απομακρύνεται χωρίς να δώσει κάποια απάντηση, αφήνοντας πίσω του την Άινε να τον κοιτάζει. Λίγα μέτρα παρακάτω κοντοστάθηκε και έστρεψε το πρόσωπο του προς εκείνη, λέγοντας με τη βαθιά φωνή του:

«Μην ανησυχείς Άινε… Μόλις σβήσει το κερί, θα έρθω να σε βρω. Αν θες φύσα το. Αν θες περίμενε να σβήσει μόνο του. Αλλά να είσαι σίγουρη ότι θα έρθω. Πάντα έρχομαι. Θα τα ξαναπούμε…»

***

Η Άινε πήρε το βαζάκι με το κερί, και έτρεξε προς το σπίτι της για να περιμένει τον Γκέραλντ. Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα και άφησε το κερί στο κομοδίνο της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και άρχισε να σκέφτεται όλα όσα είχαν συμβεί με τον μυστηριώδη άντρα με τα μαύρα.

«Φαινόταν να έχει τόσο ενδιαφέρον, ενώ ήταν και τόσο γοητευτικός! Και τι ήταν όλο αυτό με το κερί; Και τι ακριβώς εννοούσε λέγοντας ότι θα έρθει να με βρει; Μήπως χτύπησα το κεφάλι μου κατά την πτώση και τα φαντάστηκα όλα; Μπα… Το κερί είναι δίπλα μου, στο κομοδίνο. Αυτό, αν μη τι άλλο, είναι εδώ και δεν είναι φανταστικό».

Το άκουσμα της εξώπορτας που άνοιγε και το κουδούνισμα που κάνουν τα κλειδιά όταν χτυπάνε μεταξύ τους, σταμάτησαν τον εσωτερικό μονόλογό της Άινε. Ο Γκέραλντ θα είχε φτάσει. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος της, από άγχος μήπως φαίνεται ταραγμένη ή περίεργη. Αμέσως όμως αποφάσισε, να σταματήσει να σκέφτεται ό,τι της συνέβη πριν από λίγο και να περάσει όσο καλύτερα γίνεται με τον Γκέραλντ. Πολύ την επηρέασε αυτός ο άντρας χωρίς κάποιον ουσιαστικό λόγο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατέβηκε τις σκάλες προς το σαλόνι. Τον είδε να στέκεται και να θαυμάζει τον πίνακα της, που ήταν στημένος στο καβαλέτο στο κέντρο του δωματίου.

«Αγάπη μου, αυτός είναι ο ωραιότερος πίνακας που έχεις φτιάξει ως τώρα. Είναι όλα ζωγραφισμένα πανέμορφα! Και με τέτοια ζωντάνια… Είναι όπως τα έχω και εγώ στη μνήμη μου, εκείνη την πρώτη φορά που βρήκαμε αυτό το μέρος στο δάσος!»

Η Άινε κατέβηκε και τα υπόλοιπα σκαλιά και πήγε κοντά στον Γκέραλντ όπου πέρασε τα χέρια της γύρω από την μέση του και του έδωσε ένα φιλί.

«Σου άρεσε τόσο; Για εσένα τον έφτιαξα. Ήθελα να σου τον κάνω δώρο».

Ο Γκέραλντ την έσφιξε στην αγκαλιά του και της χαμογέλασε. Αμέσως μετά έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα διπλωμένο χαρτί και το έδειξε στην Άινε.

«Και εγώ σου έχω ένα δώρο. Ένα ποίημα που έγραψα για σένα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής με το τρένο. Μου ήρθε σαν έμπνευση όσο σε σκεφτόμουν».

Ο Γκέραλντ διάβασε το ποίημα του, με έναν αργό και ερωτικό τόνο. «Αφιερωμένο σε σένα αγάπη μου» πρόσθεσε μόλις ολοκλήρωσε την απαγγελία.

«Αλήθεια; Αυτό το ποίημα το έγραψες για μένα;» ρώτησε η Άινε ναζιάρικα, που της άρεσε να χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη μετά από κάποιο κομπλιμέντο του Γκέραλντ, σαν έναν παιχνιδιάρικο τρόπο να επιβεβαιώνει ό,τι όμορφο είχε ακούσει. Και ο Γκέραλντ, που έβρισκε απίστευτα διασκεδαστικό το ναζιάρικο ύφος της· κάτι σαν ένα δικό τους παιχνίδι, της απαντούσε όπως και αυτή τη φορά, όσο πιο εμφατικά μπορούσε: «Αλήθεια. Πως αλλιώς;»

Τότε μια ιδέα πέρασε από το μυαλό της Άινε σχετικά με τα δυο τους έργα. Πήρε το ποίημα από τα χέρια του Γκέραλντ, και πήγε πίσω από τον πίνακα.

«Αγάπη μου, το ποίημα θα πρέπει να βρίσκεται μαζί με τον πίνακα. Θα το βάλω εδώ, έτσι ώστε να είναι πάντα μαζί». Και η Άινε σφήνωσε το διπλωμένο χαρτί στην κάτω δεξιά γωνία, της πίσω πλευράς του τελάρου του πίνακα.

Η ιδέα άρεσε στον Γκέραλντ, και συμφώνησε να είναι και τα δυο μαζί.

«Ίσως γράψω κάτι σχετικό. Μια ιστορία για κάποιον συλλέκτη έργων τέχνης, που σε έναν πίνακα που θα αγοράσει, ανακαλύπτει ένα ποίημα κρυμμένο στην κορνίζα του. Ίσως κάποιου άντρα που εξομολογείται τον έρωτά του, και έκρυψε το ποίημα, μα δεν έφτασε ποτέ στη γυναίκα που αγαπούσε!» της είπε γεμάτος ενθουσιασμό.

«Έλα, ας αφήσουμε την τέχνη και τα δώρα… Πάμε να περπατήσουμε λιγάκι στο δάσος, όσο έχει ακόμα φως!», είπε και τράβηξε τον Γκέραλντ προς την εξώπορτα.

***

Έκαναν μια μεγάλη βόλτα μέσα στο δάσος, πέρασαν και από το μέρος δίπλα στο ποτάμι που η Άινε απεικόνιζε στον πίνακά της. Τελικά κατέληξαν σε ένα κιόσκι, κοντά στη στροφή που έχασε νωρίτερα την ισορροπία της, και κάθισαν για να  θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα. Έμειναν αγκαλιασμένοι, δίνοντας φιλιά μέχρι να δύσει ο ήλιος. Στο δρόμο του γυρισμού και αφού είχε νυχτώσει, ξεκίνησε μια απρόσμενη βροχή.

«Έλα, δεν είμαστε μακριά από το σπίτι. Θα προλάβουμε να μην βραχούμε πολύ» είπε ο Γκέραλντ και τράβηξε το χέρι της Άινε για να τρέξει μαζί του. Εκείνη όμως δεν έδειξε να ενοχλείται από τις ψιχάλες που έπεφταν πάνω τους.

«Ξέρεις Γκέραλντ; Πόσο καιρό έχουμε να απολαύσουμε μια βροχή; Τι θα πάθουμε από λίγο νερό; Ή μήπως δεν σου αρέσω βρεγμένη;»

Ο Γκέραλντ βλέποντας την ερωτική διάθεση της Άινε, την έπιασε με το ένα του χέρι από τη μέση σφιχτά, κολλώντας το σώμα της στο κορμί του και με το άλλο χάιδεψε το πρόσωπο της απαλά. Τη φίλησε στην αρχή τρυφερά, και ύστερα συνέχισε πιο παθιασμένα, δαγκώνοντας τα χείλη της ελαφρά, όπως ήξερε ότι της αρέσει. Η βροχή ανέβαζε τη λίμπιντο και των δύο και συνέχισαν να ερωτοτροπούν ώσπου να φτάσουν στο σπίτι.

Ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα όπου πέταξαν τα βρεγμένα τους ρούχα βιαστικά και βρέθηκαν να κάνουν έρωτα στο κρεβάτι τους. Η Άινε έριξε μια ματιά στο κερί που έκαιγε δίπλα στο κομοδίνο της και η σκέψη πως τη φιλάει ο μυστηριώδης άντρας με τα μαύρα την κατέκλυσε. Ήθελε να διώξει την εικόνα του από το μυαλό της, μα δεν μπορούσε να τα καταφέρει. Όσο σκεφτόταν πως την φιλάει εκείνος, ένα ρίγος διαπερνούσε όλο της το κορμί. Αφέθηκε χωρίς να προβάλει άλλες αντιστάσεις στη φαντασίωση της. Ένιωθε μια ακαταμάχητη έξαψη, που την οδηγούσε να κάνει έρωτα με τη μεγαλύτερη ένταση που μπορούσε. Η Άινε δόθηκε στον Γκέραλντ πιο παθιασμένα από ποτέ. Ο Γκέραλντ έβλεπε τις αντιδράσεις της Άινε στα αγγίγματα του, μα δεν θα μπορούσε να μαντέψει τι πυροδοτούσε το έντονο πάθος της. Αφέθηκαν και οι δυο να χαθούν στα μονοπάτια της ηδονής και έκαναν έρωτα παράφορα, ώσπου ώρες μετά έμειναν αγκαλιασμένοι κάτω από τα σκεπάσματα.

Η Άινε είχε ακουμπήσει το πρόσωπο της στο στήθος του Γκέραλντ και άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του. Ένιωσε πως είχε ικανοποιήσει μια περίεργη παρόρμηση. Ενέδωσε φαντασιακά στην ακαταμάχητη έλξη του γοητευτικού άντρα που γνώρισε νωρίτερα, μα καταλάβαινε πως πάντα ο Γκέραλντ θα ήταν αυτός που θα την κέρδιζε. Κι αφού έκανε αυτές τις σκέψεις, παρατήρησε τη φλόγα του κεριού στο κομοδίνο που τρεμόπαιζε.

Ο Γκέραλντ τη φίλησε, μα τότε ήταν που ένιωσε το κορμί της Άινε κάπως παγωμένο.

«Κρυώνεις αγάπη μου;» τη ρώτησε και με τα χέρια του προσπάθησε να τη ζεστάνει. Η Άινε γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τον Γκέραλντ, με ένα βλέμμα τόσο γλυκό, θέλοντας να απολαύσει για τελευταία φορά το πρόσωπο του.

«Όχι αγάπη μου, δεν κρυώνω. Ξέρεις κάτι Γκέραλντ; Αυτές τις λίγες στιγμές που περάσαμε σήμερα, ήταν για μένα σαν μια ολόκληρη ζωή. Σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο». Μόλις τέλειωσε τη φράση της, άρχισε να γίνεται διάφανη μέσα στην αγκαλιά του. Να γίνεται ένα αχνό μπλε περίγραμμα και να συρρικνώνεται αργά, ώσπου μεταμορφώθηκε σε μια άυλη πεταλούδα με μπλε και μοβ φτερά. Έκανε μερικές στροφές πάνω από το κεφάλι του Γκέραλντ, και πέταξε προς το κερί και τη φλόγα του που εξασθενούσε. Η πεταλούδα κάηκε στη φλόγα που τρεμόπαιζε, και τελικά, το κερί έσβησε. Τότε ήταν που οι πρώτες αχτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.

Ο Γκέραλντ σηκώθηκε και είδε τα απομεινάρια του κεριού και της πεταλούδας. Τα μάζεψε ευλαβικά και τα έβαλε σε ένα μικρό ξύλινο κουτί που ήταν πάνω στο κομοδίνο. Αμέσως ξεκίνησε να ενημερώνει, και να κανονίζει την κηδεία της Άινε.

***

Πλήθος κόσμου μαζεύτηκε να αποχαιρετήσει τα απομεινάρια της ταλαντούχου ζωγράφου, που χάθηκε απρόσμενα τόσο νωρίς. Ο Γκέραλντ ήταν ανέκφραστος σε όλη την τελετή, μα στην πραγματικότητα ο πόνος που ένιωθε ξερίζωνε την καρδιά του. Περίμενε καρτερικά να ολοκληρωθούν όλα τα εθιμοτυπικά που γίνονται σε αυτές τι περιπτώσεις, ώστε να φύγουν όλοι· και οι περίεργοι και οι φίλοι και οι συγγενείς.

Όταν έμεινε και πάλι μόνος του, πήρε τον πίνακα με το ποίημα που είχε κρεμάσει αυτές τις μέρες στην κρεβατοκάμαρά τους και πήγε στο δάσος, στο ξέφωτο με την πέτρα και τα πλατάνια που απεικόνιζε ο πίνακας. Μπήκε με τον πίνακα μέσα στο ποτάμι, ώσπου ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα εμφανίστηκε, τείνοντας το χέρι του προς εκείνον.

«Έλα Γκέραλντ. Ήρθε η ώρα να με ακολουθήσεις. Μας περιμένουν».

Ο Γκέραλντ χαμογέλασε. Βγήκε από το ποτάμι και ακολούθησε τον μυστηριώδη άντρα γεμάτος ικανοποίηση.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.