Όσο χτυπά η καμπάνα

0
590

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι OIP.jpg

Ο στακάτος ήχος της καμπάνας διέσχισε το χωριό κι έφτασε στη δυτική άκρη του, εκεί που ήταν το κοιμητήριο. Δυο εργάτες, ένας νέος κι ένας γέρος, που άνοιγαν έναν λάκκο φτυαρίζοντας εναλλάξ, σήκωσαν το βλέμμα τους και κοίταξαν προς το καμπαναριό της εκκλησίας, προς την ηχητική πηγή που τους έβγαλε από τον ρυθμό της εργασίας τους.

«Πάλι μια φορά χτύπησε η καμπάνα» είπε ο νεαρός εργάτης, με μια δόση εκνευρισμού.

«Και λοιπόν;» απόρησε ο γέρος.

«Τι ώρα να έχει πάει;»

«Γιατί, τι σε νοιάζει;»

«Μα σκάβουμε χωρίς σταματημό μέσα στη ζέστη. Δεν κουράστηκες;»

«Τι σημασία έχει αν κουράστηκα; Είτε κουράστηκα, είτε όχι, η ζέστη θα παραμένει, η καμπάνα θα συνεχίσει να χτυπάει και ο χρόνος θα περνάει. Δεν χρειάζεται να αναρωτιέσαι. Όταν φτάσεις στην ηλικία μου θα το καταλάβεις».

Ο νεαρός στερέωσε κάθετα το φτυάρι του στο χώμα, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και φάνηκε να σκέφτεται όσα του είπε ο γέρος.

«Ναι, αλλά δεν κουράστηκες; Σου αρέσει να φτυαρίζεις μέσα στη ζέστη;

Ο γέρος κάρφωσε το φτυάρι του παράλληλα με το φτυάρι του νεαρού εργάτη και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν του απαντήσει.

«Όταν είναι χειμώνας, τότε κρυώνω και θα μου άρεζε να έχει ζέστη. Όταν πάλι είναι καλοκαίρι, δεν προτιμώ τη ζέστη, αλλά θα μου άρεζε να έχει κρύο. Μα δεν με νοιάζει ό,τι καιρό και να κάνει, μου αρέσει να φτυαρίζω».

«Σου αρέσει να φτυαρίζεις… Το κατάλαβα… Θα σου άρεζε να έχει ζέστη τον χειμώνα και κρύο το καλοκαίρι. Αλλά δεν έχει αυτά που ζητάς εδώ έξω. Οπότε τι σου αρέσει;»

«Μου αρέσει ό,τι και όπως έρχεται».

«Μα πριν από λίγο μου είπες ότι θα σου άρεζε να δουλεύεις με κρύο το καλοκαίρι και με ζέστη τον χειμώνα, κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί σε ένα προαύλιο».

«Θα μου άρεζε, αλλά είτε φτυαρίζω καλοκαίρι, είτε φτυαρίζω τον χειμώνα, για μένα είναι το ίδιο».

«Ε και δεν έχεις κάποια προτίμηση;»

«Όχι, καμία».

«Τότε τι προσδοκάς από το σκάψιμο;»

«Τι άλλο; Την απόλαυση του να σκάβω».

«Μα υπάρχει νόημα στο να σκάβεις; Γιατί να ξυπνήσεις το πρωί; Γιατί να δουλεύεις; Γιατί να συζητάμε;»

«Πώς δεν υπάρχει νόημα στο σκάψιμο; Έτσι περνάει και η ώρα».

Η καμπάνα έστειλε άλλον έναν μοναχικό χτύπο. Οι δυο τους ξανακοίταξαν προς την εκκλησία του χωριού. Ο γέρος γέλασε και συνέχισε.

«Ορίστε, πέρασε η ώρα».

«Και πόση ώρα να πέρασε άραγε;»

«Έχει σημασία;»

«Δηλαδή είσαι ευχαριστημένος που πέρασε έτσι η ώρα σου;»

«Νομίζω, νεαρέ μου φίλε, πως χάνεις το νόημα».

«Και ποιο είναι το νόημα;»

«Ότι ενώ δεν υπάρχει κανένα νόημα, η ώρα πέρασε εκτελώντας μια εργασία, βάζοντας τη συνείδησή μου σ’ αυτήν. Εκεί είναι το νόημα».

«Αυτό είναι το νόημα; Να περνάει η ώρα;»

«Ξέρω πως ό,τι και να σκεφτώ, ο χρόνος δεν σταματά. Εγώ κάποια στιγμή θα σταματήσω, εκείνος ποτέ».

«Ναι, αλλά δεν μου απάντησες. Είσαι ευχαριστημένος; Νιώθεις ευτυχισμένος όσο σκάβεις; Τι σε κάνει να νιώθεις;»

«Ό,τι και να νιώθω, ο χρόνος θα περάσει. Το ίδιο θα συμβεί ό,τι και να αισθάνομαι. Οπότε καλύτερα ευτυχισμένος».

«Καλά, πως θα συμβεί το ίδιο; Πιο εύκολα δεν περνάει η ώρα αν είσαι ευτυχισμένος;»

«Πιστεύεις πως αν δεν είμαι ευτυχισμένος, η καμπάνα δεν θα ξαναχτυπήσει όταν έρθει η ώρα της;»

«Δεν είπα αυτό. Είπα ότι εσύ σ’ αυτό το διάστημα θα περάσεις πιο καλά, και ίσως θα αισθανθείς ότι πέρασε πιο γρήγορα ο χρόνος».

«Και πιο το νόημα;»

«Καλά δεν βρίσκεις νόημα πουθενά;»

«Ε… μα τι λέμε τόση ώρα; Ό,τι και να πούμε, ό,τι και να νιώσουμε, η καμπάνα θα ξαναχτυπήσει. Να γιατί πρέπει να συνεχίσουμε το σκάψιμο».

«Να συνεχίσουμε το σκάψιμο… Αλλά εμείς σκάβουμε τόσες ώρες, ούτε που ξέρω πόσες. Ως πότε θα σκάβουμε; Ας σταματήσουμε και να περιμένουμε. Δεν φτάνει τόσο;»

«Ποτέ να μην αναρωτιέσαι αν έσκαψες αρκετά. Απλά να συνεχίζεις για όσο χρειάζεται».

«Μα το αναρωτιέμαι. Γιατί έπρεπε να σκάψουμε τόσο βαθιά; Θα χωρέσει όταν το φέρουν».

«Δεν το έχουν φέρει όμως. Άρα η δουλειά μας δεν έχει τελειώσει ακόμα. Θα πρέπει να συνεχίσουμε να σκάβουμε. Μην αναρωτιέσαι άλλο. Σκάβε».

Ο γέρος έπιασε και πάλι το φτυάρι του και συνέχισε το άνοιγμα του λάκκου.

Ο νεαρός δυσανασχέτησε. Ο γέρος, του είχε μάθει πολλά για τη δουλειά τους, αλλά ποιο το νόημα να συνεχίζουν να σκάβουν όταν η τρύπα ήταν ήδη τόσο μεγάλη; Όταν θα έφερναν το φέρετρο, θα το έβαζαν μέσα και θα μπορούσαν να βάλουν και ακόμα ένα, ίσως να χωρούσε και ένα τρίτο, χωρίς δυσκολία. Ο νεαρός έπιασε κι εκείνος το φτυάρι του και ακολούθησε τον ρυθμό του γέρου.

***

Η καμπάνα χτύπησε, απελευθερώνοντας για μια ακόμα φορά έναν και μόνο χτύπο. Το κεφάλι του το σήκωσε μόνο ο νεαρός, ενώ ο γέρος συνέχισε το σκάψιμο του.

«Ακόμα να μας το φέρουν. Και η καμπάνα χτύπησε μόλις μια φορά. Ξανά. Δεν ξέρουμε και τι ώρα είναι. Οι ώρες περνάνε και εμείς συνεχίζουμε το σκάψιμο. Έτσι όπως πάμε θα σκοτεινιάσει. Κι αν δεν φέρουν τον νεκρό; Κανέναν δεν νοιάζει που σχεδόν νύχτωσε κι εμείς είμαστε ακόμα εδώ να σκάβουμε χωρίς λόγο;»

Ο γέρος δεν σταμάτησε το φτυάρισμα του, γιατί δεν υπήρχε λόγος. Όμως καθώς συνέχιζε να σκάβει, απάντησε στον νεαρό.

«Οι μέρες κυλάνε χωρίς να νοιάζονται για τίποτα και για κανέναν. Το ίδιο και οι νύχτες. Και τι είναι οι μέρες και οι νύχτες για να νοιαστούν; Μόνο οι άνθρωποι νοιάζονται. Και από αυτούς όχι όλοι. Μόνο αυτοί που είναι ακόμα ζωντανοί νοιάζονται. Και από αυτούς πάλι όχι όλοι. Μόνο όσοι από τους ζωντανούς είναι ξύπνιοι νοιάζονται. Και από αυτούς πάλι όχι όλοι. Μόνο όσοι από τους ξύπνιους έχουν συνείδηση νοιάζονται. Ναι. Αυτοί όντως νοιάζονται. Αν είναι από αυτούς που νοιάζονται, αυτοί που έδωσαν την εντολή για να ανοίξουμε το λάκκο, τότε προφανώς και θα νοιαστούν. Αλλά φίλε μου… ποτέ το σκάψιμο δεν γίνεται χωρίς λόγο. Πάντα κάτι θα καταλάβεις όσο σκάβεις».

Ο νεαρός δεν ήξερε τι άλλο να πει. Ίσως ο γέρος να ήταν τόσο σοφός που να ήξερε τι έλεγε. Ίσως θα έπρεπε να περιμένει να φτάσει τα χρόνια του για να καταλάβει. Αποφάσισε να συνεχίσει όπως εκείνος. Κάποια στιγμή θα έφερναν τον νεκρό, και θα την έκλειναν την τρύπα. Τότε θα είχε πιο καθαρό μυαλό για να σκεφτεί.

***

Η καμπάνα χτύπησε μερικές ακόμα φορές, πάντα με έναν χτύπο τη φορά. Οι δυο τους δεν σταμάτησαν ξανά, και ο νεαρός ακολουθούσε τον γέρο στο άνοιγμα του λάκκου. Θα βράδιαζε σε μερικούς χτύπους, αλλά δεν υπήρχε λόγος να σταματήσουν.

Ένα παπαδοπαίδι μπήκε τρέχοντας από την είσοδο του κοιμητηρίου και κατευθύνθηκε προς τους δυο εργάτες.

«Καλησπέρα σας. Με στέλνει ο Πάτερ. Μου είπε να σας μεταφέρω, πως ο νεκρός αποφάσισε να μην πεθάνει ακόμα, και πως δεν έχει κάποιον άλλον να σας στείλει για να θάψετε. Είστε ελεύθεροι λοιπόν».

Το παιδί γύρισε και έφυγε αστραπιαία, όπως και όταν μπήκε μέσα στο κοιμητήριο.

«Τελικά δεν έπρεπε να σκάψουμε τόσο πολύ» είπε ο νεαρός περιπαιχτικά, σαν να ήθελε να πειράξει τον γέρο συνάδελφό του.

Ο γέρος χάιδεψε για λίγο τα γένια του, προτού αρχίσει να γεμίζει τον λάκκο. Αφού έριξε μερικές φτυαριές με χώμα μέσα στη μεγάλη τρύπα, άρχισε να λέει στον νεαρό:

«Αφού είμαστε ελεύθεροι, τότε θα πρέπει να τελειώσουμε την εργασία μας. Μόνο τότε θα την έχουμε εκτελέσει συνειδητά».

Ο νεαρός έπιασε ξανά το φτυάρι και ξεκίνησε να ρίχνει κι εκείνος χώμα μέσα στον λάκκο, ενώ συνέχισε να ακούει τον γέρο.

«Οι ώρες, και γενικά ο χρόνος δεν έχουν καμία σημασία. Εμείς δεν έχουμε καμία σημασία. Ό,τι γεννήθηκε θα πεθάνει. Το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος, είναι άνευ ουσίας. Σημασία έχει ότι κάποια στιγμή κάτι άρχισε, για να φτάσει η άλλη η στιγμή, η τελευταία, που θα τελειώσει. Σήμερα ξεκινήσαμε να σκάβουμε, μέχρι να μας φέρουν έναν νεκρό για να μπει στον λάκκο και να τον κλείσουμε. Αυτό κάνω εδώ και 40 χρόνια. Αλίμονο αν χαλάσουμε αυτή την ακολουθία…»

Ο νεαρός κουνούσε το κεφάλι του, δείχνοντας ότι συμφωνεί. Οι σκέψεις του ταξίδεψαν ως την ταβέρνα του χωριού, όπου θα μπορούσε να πιεί καμιά κρύα μπύρα. Μια κρύα μπύρα θα ήταν ότι πρέπει, μετά από τόση δουλειά. Αυτή κι αν είχε νόημα μια τόσο ζεστή μέρα. Και καθώς φτυάριζαν το χώμα μέσα στο λάκκο, τον γέμισαν τόσο, που θα χωρούσαν μέσα μόλις δυο νεκροί και όχι τρεις. Και λίγο αργότερα, ο λάκκος θα χωρούσε το πολύ έναν κι όχι δύο.

Ο γέρος σταμάτησε να φτυαρίζει. Πέταξε το φτυάρι του και ξάπλωσε μέσα στον λάκκο.

«Νεαρέ συνάδελφε. Μιας και είμαστε ελεύθεροι, αποφάσισα να μην αφήσω αυτό το σκάψιμο να πάει χαμένο. Υπάρχουν ασυνείδητοι νεκροί που αποφασίζουν τελευταία στιγμή να μην πεθάνουν, αφήνοντας το σκάψιμο στη μέση και τον λάκκο άδειο. Του είχαμε τάξει έναν νεκρό όταν ξεκινήσαμε να σκάβουμε. Δεν πρέπει να τον υποδεχτεί; Η δουλειά, κακώς, έμεινε στη μέση».

Ο νεαρός σταμάτησε και κοίταξε τον γέρο με απορία.

«Μα θα επιλέξεις να θαφτείς εσύ, στη θέση του νεκρού που το μετάνιωσε, για να γίνει η δουλειά όπως πρέπει;»

«Αφού είμαι ελεύθερος, το αποφασίζω. Δεν θα πρόδιδα ποτέ το σκάψιμο που έκανα τόσα χρόνια. Αυτό με δίδαξε όσα κατάλαβα ότι δεν μπορώ να καταλάβω. Μην χρονοτριβείς. Ο χρόνος δεν έχει νόημα, μα ο λάκκος βρήκε κάποιον να υποδεχτεί. Ας τελειώνουμε λοιπόν».

Ο νεαρός δεν έφερε αντίρρηση. Ποιος ήταν αυτός που θα στερούσε μια συνειδητή απόφαση ενός ελεύθερου ανθρώπου; Συνέχισε να γεμίζει με χώμα τον λάκκο, ώσπου ο γέρος καλύφθηκε σχεδόν ολόκληρος· ολόκληρος εκτός από το πρόσωπο του.

Η καμπάνα χτύπησε άλλη μια φορά, με τον ίδιο μονότονο τρόπο που είχε χτυπήσει ξανά και ξανά απροσδιόριστα πολλές φορές νωρίτερα.

«Τι ώρα να είναι;» αναρωτήθηκε ο γέρος.

«Έχει σημασία;» απάντησε ο νεαρός.

«Τελικά κάτι κατάφερα να σου μάθω».

Ήταν τα τελευταία λόγια που μπόρεσε να πει ο γέρος πριν το χώμα σκεπάσει και το πρόσωπό του.

Ο νεαρός γέμισε τον λάκκο και τράβηξε προς την ταβέρνα του χωριού. Μια κρύα μπύρα θα ήταν ό,τι πρέπει μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Μια άσκηση πάνω στη λογοτεχνία του Παράλογου.

Η φωτογραφία από το Περιμένοντας τον Γκοντό, του Σάμουελ Μπέκετ, όπως το έπαιξαν ο Ian Mckellen και ο Patrick Stewart.