Το σπάσιμο της φρυγανιάς

0
318

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 119713514_.jpgαπό τη ΛΥΚΑΙΑ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Δεν είμαστε πια παιδιά και σε θέλω τόσο» της ψιθύρισε ο Νικόλας. Βρίσκονταν στην καβάτζα του Στρέφη όπου απομονώνονταν από τότε που ξεκίνησαν να ‘ναι ζευγάρι.

Η Έλλη με το λευκό παλτό της, κεντημένο πευκοβελόνες απ’ το αναίμακτο ερωτικό τους κύλισμα. Ο Νικόλας με το κατάμαυρο βαρύ παλτό του πατέρα του, που φορούσε σαν παράσημο -αφού εκείνος ήταν πολεμιστής της Εθνικής Αντίστασης και υπέρμαχος του Φλωράκη. Το άφηνε ανοιχτό ν’ ανεμίζει και μαζί με το γεροδεμένο του ανάστημα, τα κατσαρά μαλλιά και την ομοιότητά του με τον Κλιντ Ίστγουντ, είχε πάρει το μυαλό της μικρής του περιστέρας.

Έτσι φώναζε την Έλλη, ανάμεσα σ’ άλλες γλυκές προσφωνήσεις, όπως αερικό και νεράιδα· έτσι έμοιαζε με τα  μακριά κόκκινα μαλλιά της και τη λεπτοκαμωμένη της κατασκευή. Στην αγκαλιά του ήταν περιστέρι στα χέρια αετού.

Όμορφη νιότη· δευτεροετείς φοιτητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ελευθερία απ’ τα οικογενειακά δεσμά, ανεξαρτησία στη διαχείριση του χρόνου τους, και η εισαγωγή τους στην ενήλικη ζωή και την πολιτική δραστηριοποίηση – απαραίτητη προϋπόθεση για τους φοιτητές, στις αρχές του ‘80. Η χώρα διένυε την ενθουσιώδη μεταπολιτευτική περίοδο και οι πανεπιστημιακές παρατάξεις είχαν την τιμητική τους.

Ο Νικόλας, μαζί με τα κολλητάρια του, τον Γιάννη και τον Αλέξη, και αρκετές όμορφες συμφοιτήτριες, ήταν στρατολογημένοι στην Πανσπουδαστική

Η Έλλη με τις δικές της κολλητές, την Κική και τη Χαρά, ήταν ακόμα χλιαρές με τα πολιτικά, έχοντας για πρώτη φορά την δυνατότητα να φύγουν απ’ την αυστηρή επιτήρηση που είχαν τα κορίτσια της ηλικίας τους.

«Τι πολιτικές και κουραφέξαλα» έλεγε η Χαρά φουριόζα. Ήταν η πιο ζωηρή απ’ τις τρεις με πλούσιο στήθος και απεριόριστη διάθεση να γευτεί σύντομα τα καλά της ελευθερίας. «Εγώ θέλω πάρτι και χορό και κανέναν ομορφούλη συμφοιτητή να ξεφορτωθώ τη φρυγανιά που έχω ανάμεσα στα πόδια. Ένα κρατς και πάει περίπατο ό,τι με χωρίζει απ’ την ελευθερία μου και το σεξ. Που ηδονή ακούω και ηδονή δεν βλέπω!”

Ήταν η πρώτη που έσπασε τη φρυγανιά της, στο πρώτο ολονύχτιο πάρτι της παρέας. Κανένα κρακ δεν ακούστηκε. Μόνο κραυγές πόθου, όταν εγκατέλειψε ότι θεωρούσε βάρος, μετά βαΐων και κλάδων και χωρίς καμία τύψη για τη μαμά της -που έκανε την πρώτη της ολονυχτία, περιμένοντας την απολωλή να γυρίσει σπίτι ξημερώματα.

Η Κική απ’ την άλλη με πατέρα ναυτικό και μάνα νοικοκυρά, ήθελε να βρει τον άντρα των ονείρων της νωρίς και μ’ αυτόν να χάσει ό,τι πολυτιμότερο. Αυτός ο ένας, έπρεπε να πληρεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις· να είναι μεγαλύτερος, κατά προτίμηση απ’ τη Νομική, να έχει πατέρα δικηγόρο, (ώστε να έχει εξασφαλισμένη δουλειά) και να είναι μοναχοπαίδι όπως εκείνη. «Να μη μπερδευόμαστε με τα κληρονομικά!»

Πολύ ψηλά τον έβαλε τον πήχη και δεν της βγήκε ακριβώς η συνταγή, αλλά αυτά αφορούν σε άλλη διήγηση. Τελικώς ενέδωσε στον ωραίο Τάσο, που βρέθηκε κατά λάθος να φοιτά στο ποιμαντορικό της Θεολογικής -προκειμένου να βρεθεί εκτός νυμφώνος και να παραμείνει στην στενόχωρη επαρχία.

Στο εργένικο δωματιάκι του, στο πατάρι μιας πολυκατοικίας χτισμένης την περίοδο της Χούντας, έχασε το πολυτιμότερο, αλαλάζουσα «γλυκό μυστήριο της ζωής σε βρήκα!»

Η Έλλη δίσταζε να κάνει το μεγάλο βήμα. Η αυστηρή της οικογένεια, η θεούσα μάνα και η εμπλοκή της με το κατηχητικό της ενορίας στα παιδικά χρόνια, της είχαν φυτέψει πως σεξ και γάμος πάνε μαζί.

Έτσι ο Νικόλας που τον λιμπίζονταν όλες οι κοπέλες της Πανσπουδαστικής για την εμφάνιση, την αγωνιστικότητα, τον ωραίο λόγο του και την δεξιότητά του στην κιθάρα, μάταια προσπαθούσε τους τελευταίους οκτώ μήνες να πείσει το αερικό του, να ενδώσει στον έρωτά του ολοκληρωτικά.

«Μετά από τόσους μήνες εγώ δηλαδή τι πρέπει να κάνω;» της άναβε φωτιές, όταν τον άφηνε σύξυλο, μετά τα ξεμοναχιάσματα τους στη καβάτζα του Στρέφη ή στο μικρό πατάρι του Τάσου. Καθότι ο Νικόλας έμενε με τους γονείς του κι ο Σύντροφος πατέρας καλός καλός, αλλά αν πήγαινε κοπέλα στο σπίτι με τρεις αδελφές, δεν το ‘χε σε τίποτα να του δείξει πώς γίνεται να του πάρει ο διάολος το γονιό!

Η Έλλη ζορισμένη απ’ τις αρχές της απ’ τη μια κι απ’ το ψηστήρι των κοριτσιών και του Νικόλα απ’ την άλλη, για να κερδίσει χρόνο υποσχέθηκε πως το το καλοκαίρι στις διακοπές θα…

~~

Το καλοκαίρι, όλη η παρέα συμφώνησε να πάει Κρήτη. Το σπίτι του Αλέξη στον Κεφαλά του Αποκόρωνα Χανίων ήταν φιλόξενο, με την αγκαλιά των γονιών του ζεστή κι έτοιμη να τους δεχτεί.

Ο καυτός Αύγουστος διαδέχτηκε την εξεταστική και οι συντηρητικοί γονείς των κοριτσιών, πεισμένοι απ’ τους γονείς του Αλέξη, με τους οποίους επικοινώνησαν για να εξασφαλίσουν την παρουσία και επίβλεψη τους, ώστε να αποκλειστούν τα ευτράπελα (εκείνη την εποχή κορίτσια κι αγόρια στο ίδιο δωμάτιο ήταν ανεπίτρεπτο) έδωσαν την συγκατάθεσή τους για τις ομαδικές διακοπές.

Κανείς απ’ τους γονείς των τριών κορασίδων, δεν φαντάζονταν πως τα καμάρια τους, είχαν εγκαταλείψει φρυγανιές και παρθενικά κεκάκια αντί ουρλιαχτών ηδονής σε φοιτητικά πατάρια, εστίες και γωνιές σκοτεινών αλσυλλίων και άλλων σημείων συνάντησης, ανεπίτρεπτων ακόμα και για την πιο οργιώδη γονεϊκή φαντασία.

Κι η πολυπόθητη μέρα ήρθε. Το ταξίδι υπέροχο, με το φεγγάρι πρόσωπο ολόφωτο και την κιθάρα του Νικόλα, να συνοδεύει την τραγουδιστική τους ολονυχτία.

“Αερικό-αερικό λένε την κο… λένε την κόρη π’ αγαπώ!”

Η Έλλη να λιγώνει σαν κερί από ανομολόγητο πόθο κι ο Νικόλας να παίζει το τελευταίο του χαρτί πριν φτάσουν στον προορισμό τους. Τα κορίτσια με γέλια και πειράγματα και τ’ αγόρια μ’ άγαρμπα σκουντήματα και πονηρές ματιές να προετοιμάζουν τον Νικόλα, σαν δρομέα σε μαραθώνιο.

Το σπίτι στον Κεφαλά Χανίων ήταν χτισμένο στην κορυφογραμμή που βλέπει τόσο τα Λευκά όρη όσο και τη θάλασσα. Πέτρινο με ξύλινα μεσοδόκια και ευρύχωρα δωμάτια είχε ετοιμαστεί για να υποδεχτεί χωριστά τα κορίτσια και τ’ αγόρια.

Το χωριό παλιό και με αρκετούς κατοίκους, συγκέντρωνε την νεολαία του κάθε καλοκαίρι, που μαζί με τους φιλοξενούμενους του Αλέξη, έφτασε να αριθμεί είκοσι δύο άτομα.

Οι μέρες περνούσαν κάτω απ’ το μεγάλο πλάτανο, με τα τοπικά όργανα, να φτιάχνουν σχεδόν κάθε βράδυ, όμορφα γλέντια με κρασί, τραγούδια και χορό.

Κι όταν η νεολαία βαριόταν, στο μεγάλο αλώνι του χωριού που είχε από χρόνια εγκαταλειφθεί, διοργανώνονταν συχνά η αυτοσχέδια ντισκοτέκ, με γραμμένες κασέτες και φορητά ραδιοκασετόφωνα. Εκεί κάτω απ’ τ’ άστρα στο απόλυτο σκοτάδι, η παρέα ερχόταν πιο κοντά, με τους Rolling Stones στο ανεπανάληπτο Angie -κι άλλα μπλουζ της εποχής.

Η Έλλη λυμένη με απ’ το κρασί και το φεγγάρι, χυμένη στην αγκαλιά του Νικόλα, ζούσε τ’ όνειρο κάθε εικοσάχρονης καταπιεσμένης κοπελίτσας που γνωρίζει για πρώτη φορά τον έρωτα.

~~

Ήταν παραμονή της Παναγίας και το χωριό ετοιμάστηκε για μια δική του γιορτή· Την γιορτή των γερόντων. Τα τραπέζια στρωμένα για το μεγάλο γλέντι, ξεκινούσαν απ’ τη μεγάλη πλατεία του χωριού και κατέληγαν  στην αυλή του παρακείμενου δημοτικού σχολείου. Το έθιμο ήθελε τον γηραιότερο, να σηκώνει στην πλάτη του ένα ξύλινο βαρελάκι με κρασί και να κερνάει τους συνομηλίκους του – και μετά ολόκληρο το χωριό. Αν τα κατάφερνε, έπαιρνε έπαθλο μια μαγκούρα από γυρισμένο λιόκλαδο.

Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, με κατάληξη έπειτα από πρόταση του Αλέξη, να επισκεφτούν τα δυο νεκροταφεία του χωριού, που έστεκαν μοναχικά κι απόμερα στις δυο του άκρες, το ένα αγναντεύοντας τα Λευκά όρη και τ’ άλλο τη θάλασσα.

Φτάνοντας στο πρώτο κοιμητήριο, τ’ αγόρια εξαφανίστηκαν συνεννοημένα μέσα στο σκοτάδι, αφήνοντας τα κορίτσια μόνα τους.

Η Έλλη δεν είχε ποτέ στην ζωή της βρεθεί σε νεκροταφείο. Ο θάνατος ήταν ο τεράστιος φόβος της, που την παρέλυε. Απέφευγε να έρθει σ’ επαφή, με οτιδήποτε τον πυροδοτούσε.

Η Χαρά και η Κική βγήκαν στο κατόπι των αγοριών, με την Έλλη να μένει ολομόναχη τρέμοντας στο αυτοκίνητο.

Ξαφνικά το αυτοκίνητο, άρχισε να κινείται σαν να γίνεται σεισμός. Συγχρόνως ουρλιαχτά, ήχοι απόκοσμοι, έσκισαν το έρημο κοιμητήριο, σα να ξύπνησαν χίλιοι δαίμονες. Η Έλλη πάγωσε. Η νύχτα σκοτείνιασε κι άλλο, μετακομίζοντάς την σε άλλη διάσταση.

~

Το μοναδικό πράγμα που ένιωσε καθώς συνέρχονταν, ήταν το γυμνό της σώμα, στο δωμάτιο του Αλέξη, πάνω στα ντρίλινα ζεστά σεντόνια. Ο Νικόλας δίπλα της και ο Αλέξης να κοιμάται γαλήνιος στην άκρη του δωματίου, σε ένα ράντζο. Πώς βρέθηκαν στο δωμάτιο του Αλέξη, στο διπλό κρεβάτι, δεν μπορούσε να θυμηθεί.

Θυμήθηκε μόνο, πως πριν λιποθυμήσει καταράστηκε ουρλιάζοντας όποιον έκανε εκείνο το χοντρό αστείο να μουγκαθεί.

~~

Το υπόλοιπο βράδυ το πέρασε στην αγκαλιά του Νικόλα. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς αναστολές, χωρίς φόβο για την ζωή (αλλά σιωπηλά, μιας κι ο Αλέξης κοιμόταν παραδίπλα).

Ο φόβος για μια ζωή χωρίς ζωή, ήταν ισχυρότερος από την ηθική του κατηχητικού που της τριβέλιζε το μυαλό με μεταθανάτιες τιμωρίες.

Το επόμενο πρωί την βρήκε χαρούμενη, να κλείνει το μάτι με νόημα στα κορίτσια της παρέας…

Και τον Αλέξη μ’ έναν καραμπινάτο πονοκέφαλο και μουγκό από πονόλαιμο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η ΛΥΚΑΙΑ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής