του Περικλή Πασχίδη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Ένα κουκλόσπιτο σου λέω. Αυτό ήταν όλο. Ωραίο στο μάτι, αλλ’ άχρηστο και μη πρακτικό.
»Αυτή, μανία με την καθαριότητα. Όλη μέρα γενική στο σπίτι. Κάθε μέρα! Κάθε, γαμημένη, μέρα, σου λέω! Όποτε περνούσα, οι μπαλκονόπορτες ανοιχτές, τα χαλιά κι οι κουβέρτες να κρέμονται από το μπαλκόνι κι από μέσα ν’ ακούγεται η σκούπα. Τις λίγες φορές που μπήκα μέσα για κοινόχρηστα, ντράπηκα που πάτησα μέσα. Κι ας ήμουν με τις παντόφλες. Ν’ αστροβολάει το πλακάκι, σε λέω.
»Τείνω να συμφωνήσω με τη γυναίκα μου. Αγάμητη την είχε, γι’ αυτό και ξεσπούσε σ’ αυτά. Τώρα, θα με πεις. “Ναι, αλλ’ έχει τρία παιδιά”. Και θα σε πω: τά ’χεις δει τα παιδιά της; Το ένα πιο κομπλεξικό απ’ τ’ άλλο. Ο μεγάλος είναι λες και τού ’χουν βάλει παλούκι στον κώλο. Σαν ρομπότ περπατάει. Περνάει από το πάρκο και δεν το χαιρετάει κανείς. Ξέρω, γιατί μου το λέει κι ο γιος μου: κανείς δεν το πάει. Όχι. Δεν είναι πως το μισούνε, αλλά είναι… Πώς να σε πω;… σαν ξένο! Παρόλο που γεννήθηκε σ’ αυτή δω τη γειτονιά και κοντεύει Λύκειο πια, κανείς δεν τον ξέρει. Κανένα παιδάκι ποτέ δε μπήκε σπίτι του, στο δωμάτιό του, να παίξουν, να κάνουν χαζά, πράγματα, ξέρεις, μαλακίες! Ούτε έξω να βγει, ούτε βόλτα, ούτε σινεμά, ούτε καφέ, ούτε τίποτα. Ξέρεις πότε το βλέπεις; Σχολείο-σπίτι-φροντιστήριο-σπίτι. Σ’ αυτές τις διαδρομές. Μετά, τίποτα. Ρε, τίποτα σε λέω! Είναι να βαράς το κεφάλι σου. Τέτοιος παλίκαρος και τον έχει χαλάσει η τρελή με τα καμώματά της.
»Τα κοράσια τώρα, μια απ’ τα ίδια. Μόνο π’ αντί για σκουπόξυλο στον κώλο, τά ’χει μουλιάσει στο ξύδι. Τέτοιες κοκέτες της πλάκας, τόση ξινίλα, ούτε ο λεμονοστύφτης. Καλημέρα τις λες, και ίσα που σε κοιτάνε. Όχι για να ανταποδώσουν, όχι να πουν μια κουβέντα, παρά μονάχα να κοιτάξουν μ’ αυτό το… απαξίνωμα ρε. Έτσι δε το λεν’; Σα να ’σαι το τελευταίο σκουπίδι, και θλίβονται που είχαν την ατυχία να πέσουν πάνω σου.
»Ναι, δε λέω. Μικρές κούκλες. Και ο γιος τους. Ντυμένοι όλοι στη τρίχα. Ρούχα όμορφα, καλοσιδερωμένα και μοσχομυριστά. Από το απέναντι πεζοδρόμιο μυρίζεις τ’ απορρυπαντικό. Χτενισμένα, περιποιημένα, στη πένα σε λέω. Κουκλάκια… Αλλ’ αυτό. Κουκλάκια. Άψυχα, χωρίς ζωή· μαριονέτες σε κουκλοθέατρο. Θυμάσαι, ε; Πού ’μασταν μικρά και πηγαίναμε. Και καραγκιόζη. Μαλακίες. Τέλος πάντων. Σαν εξωγήινοι σε λέω είναι. Ξένοι σε ξένο τόπο —και ξένο χρόνο μη σου πω.
»Αυτός όμως; Αχα! Αυτός είναι μεγάλο τσογλάνι. Σκύψε να στα πω από κοντά. Αυτός ποτέ δε με γέμισε το μάτι. Και ξέρω αυτά που σου λέω από πρώτο χέρι. Έχω δει, έχω ακούσει. Ξέρω, σε λέω.
»Αυτός δεν είν’ από δω. Από κάτω μας ήρθε. Νότιος. Σπουδαστής και μετά δουλειά εδώ με βύσμα από καθηγητή. Ρίζοσ’ εδώ. Βρήκε και την λεγάμενη, το παίξανε I-love-you-you-love-me κάνα δύχρονο και μετά πέρασαν κουλούρες.
»Και θα με πεις: Πού ‘ν’ το κακό ρε ’σύ; Σε πω. Άκου.
»Κακές γλώσσες -κακές, αλήθεια;- λέν’ πως το βύσμα ο καθηγητής που τον έχωσε στο πανεπιστήμιο και σε θέση με καλό χρήμα, το πάει το γράμμα. Μ’ρ’ όχι μόνο το πάει, στο γυροφέρνει σ’ όλη τη χώρα! Άγριοσυκιά, βαριά κι ασήκωτη. Τον ξέρω. Κι εσύ τον ξερ’ς μωρέ. Τον έχεις δει. Άμα σε δείξω φωτό στο κινητό θα καταλάβεις. Έλειπες ’κεί στα ξένα για σπουδές και ξέχασες τον τόπο σ’ μ’ φαίνεται…
»Τεσπά. Τι έλεγα; Α, ναι. Ο λεγάμενος. Ο τύπος που λες, αφού έδεσε την κουλούρα και την έβαλε στο σπίτι, άρχισε τα τσιλιμπουρδίσματα. Πού το ξέρω, θα με πεις. Τα ξέρω όπως τα ξέρει όλη η πόλη και κανείς δε μιλάει. Γιατί, βλέπ’ς, άλ’ δουλειά δεν είχαμε να κυνηγάμε τον κάθε κουνιστό με το κινητό, να το βγάλουμε με την κάμερα. Άσε με καημένε. Μιλάει ο κόσμος και μετά ξεχνάει —έχει τα δικά του προβλήματα ο καθένας, ξέρεις. Να, σα’ και μένα. Λίγα τραβάω με τον μεγάλο μετά το δυστύχημα; Τρία χρόνια κι ακόμα ζορίζεται με τις πατερίτσες. Καμιά βοήθεια από το κράτος. Ούτε φυσιοθεραπείες, ούτε φάρμακα, ούτε τίποτα… Άσε, γιατί θ’ αρχίσω τα μπινελίκια τα βαριά, και θα μας σουτάρει ο κάπελας. Μεταξύ μας, κοίτα με ρε που σε μιλάω, μη μας πάρει καν’ αυτί, δεξιός του κερατά ο κάπελας. Λέγεται πως τα βρήκε με τον βουλευτή και τού ’σβησε τα χρέη στο ΙΚΑ. Εμ’ έτσι το παίζω κι εγώ εντερπρενέρ, φίλε μου. Αλλ’ εγώ ’χω δώδεκα χιλιάρικα χρωστούμενα στον ΤΕΒΕ! Ναι ρε, αλλιώς το λέν’ τώρα, αλλ’ όλοι ΤΕΒΕ το λέμε. Σιγά μην άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλ’ τα ρούχα τ’ αλλιώς. Δε μας χέζουν… Α, ναι. Αυτός…
»Αυτός ντόλτσε-βίτα, κι αυτή κλεισμένη στο κάστρο. Καλά λεφτά βγάζει από την θεσούλα του, έχει κάνει και τα κονέ του, και τρώει πολύ χρήμα. Ξέρεις: προγράμματα και τέτοια. Από την ΕΟΚ, την Ευρώπη, τις Αμερικές. Μαλακίες. Φαταούλας με τα όλα του. Ξέρεις τι τον σώζει; Είναι σπάταλος και τα σκορπά. Καλό είναι. Το χρήμα πρέπει να γυρνά. Κι’ αυτήν, πήρε το διαμέρισμα, όλο τον όροφο, διακόσια τόσα τετραγωνικά. Το στόλισε, το γέμισε, έτρεξαν από δω, εκεί, πάνω-κάτω. Σε λέω, σαν μουσείο. Τα πάντα αστράφτουνε εκεί μέσα. Καναπέδες, σκρίνια, πίνακες στον τοίχο. Έχει αυτόν με τον Θεό που ακουμπάει με το δάχτυλο τον Αδάμ να πιάνει όλο τον τοίχο. Αλλά δε βλέπεις το πουλί του. Έχει κολλήσει ένα χρωματιστό χαρτόνι η λεγάμενη, να μην φαίνονται και κολάζεται που το στερείται η καημένη… Αχ, μεγάλο δράμα να ’σαι γυναίκα νέα κι όμορφη κι ο άντρα σ’ να μην στον σφυράει.
»Θα με πεις τώρα “Γιατί δεν τον χωρίζει;” Ε, γάμησέ με τώρα. Πού να ξέρω. Βίαιος δεν είναι. Ποτέ δεν ακούσαμε φασαρίες, ποτέ δεν είδαμε να κυκλοφορεί βράδυ με μαύρα γυαλιά. Και τα παιδιά, δεν τα είδα ποτέ ταλαιπωρημένα. Μόν’ που… Πώς να σε πώ ρε γαμώτ’. Είναι σαν άψυχα. Σαν να μην έχουν ζωή μέσα τους. Ιδίως η μικρή… Αχ… Η μικρή…
»Μια ζαργάνα, όμορφη. Κάτι μάτια μαύρα, πίσσα! Σα τα δικά μ’. Τα κοιτάς και χάνεσαι μέσα τους. Λυγερή, όμορφη, με κόκκινα μαγουλάκια που θες να τα τσιμπήσεις. Την ξέρω καλά, γιατί την βλέπω στο τένις, απέναντι απ’ το μαγαζί, τα Σάββατα που την πάει η μάνα της να παίξει. Ρε, ακόμη κι εκεί, σα ρομπότ παίζει. Να, τρέχει, προλαβαίνει το μπαλάκι απ’ απέναντι, το χτυπάει, το στέλνει πίσω. Αλλ’ αντί να χαμογελάσει, να φωνάξει, να χαχανίσει, να κάνει κάτι -κάτι!- όταν κερδίζει, απλά τα βάζει όλα στο σάκο της και φεύγει με την μάνα της για τ’ αμάξι σαν να μην ήταν καν εκεί. Σαν να ήταν απλά περαστικοί που απλά, να, περνούσαν από το σημείο. Σου λέω, μου το σκότωσε το γλυκουλίνι η κάργια. Αυτό, και τ’ άλλα δυό. Έτσι μού ’ρχεται ώρες-ώρες να την πιάσω από τα μπράτσα και να την ταρακουνήσω μέχρι να ξεκολλήσει ο εγκέφαλος από ’κεί που τό ’χει χώσει!
»Τι, αυτός; Ναι, δίκιο έχεις. Πελαγοδρόμησα πάλι. Μισό γιατί άδειασε.
»Άλλο ένα καράφι! Φέρε και κάνα τσίρο, και ψωμί. Α’ μπράβο!
»Δεξιός. αλλά δε κλέβει στο φαΐ. Καλό κρασί και καλό φαΐ. Πληρώνεις μεν, αλλά τρως καλά, δε. Το σωστό να λέγεται!
»Που λες, ο λεγάμενος μετά την πρώτη μασαμπούκα, κι αφού έβαλε το μπιμπελοκόριτσο στο σπίτι που της το στόλισε σαν παλατάκι, μαζεύτηκε λίγο. Μικρή πόλη, έπρεπε να κρατήσει τα προσχήματα. Άρχισε τα ταξίδια. Συνέδρια, συμπόσια, συνεργασίες, αποστολές και μαλακίες. Τα ξες. Εκεί έβγαζε τα μάτια του μ’ ό,τι είχε πούτσα. Μαύρη, άσπρη, κομμένη, άκοφτη, σκούπα όλα! Χώνα χωρίς πάτο. Και μάντεψε… Κολλάει αρρώστια. Απ’ αυτή που -ευτυχώς- στις μέρες μας δε σε σκοτώνει, αλλά τό ’χεις πάντα μέσα σου.
»Πού το ξέρω; Εμ, τι τό ’χει το μικροβιολογικό η κουμπάρα μας για! Εκεί πήγε -κι ακόμα πάει- και τα κάνει όλα. Κουμπάρα μας είναι. Δε κρατήθηκε. Το είπε στη γυναίκα, αυτή το είπε σε μένα, κι εγώ -καλή κουτσομπόλα ελόγου μου- τό ’πα σ’ άλλους. Εννοείται ’κεί πάει και το μπιμπελό να κάνει τις εξετάσεις της. Μόνο που το μπιμπελό είχ’ τότε τα δύο πρώτα της. Καθαρή αυτή, καθαρά κι αυτά.
»Η κουμπάρα. Μόνη της, χωρίς να ρωτήσει, χωρίς να τους πει. Αν έχεις το αίμα, μπορείς να κάνεις ό,τι θες.
»Μαλάκα, μεταξύ μας αυτά, έτσι! Μπράβο. Βάλε κρασί. Και σε μένα. Πιο πολύ. Έτσι. Μπράβο. Ε, γειά μας! Αχ, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Τι λέγαμε; Ναι…
»Και που λες, τότε έγινε το κακό…
»Ήταν μια περίοδος που η δικιά μου είχε τα κάτω της. Μετά την δεύτερη. Επιλόχεια κατάθλιψη-πως-το-λένε και δεν ήξερα που πάν’ τα τέσσερα. Νεύρα τη μια μέρα, κλάματα την άλλη. Μια το μωρό αγκαλιά, μια “μάνα-ελα-πάρ’το-δε-μπορώ!” Εγώ, δουλειά! Σαν τον πούστη! Να βαράω διπλοβάρδιες γιατί μας πέσαν πολλά μαζί. Σπίτι, το δάνειο, τ’ αμάξι. Καλή χρυσή, αλλά τ’ αγαπάει τα λούσα κι η δικιά μου. Κι εγώ, τόσο βόδι: “πάρε καλή μου, κι ό,τι θες!” Να! Μαλάκα! Μωρ’ άσε με να μουντζόνομαι. Και περίμενε. Σε λίγο θα με μουντζώσεις κι εσύ. Έρχεται η φόλα.
»Που λες, σού ’πα. Έχω κι εγώ τα κόμπλεξ μου. Δώδεκα χρόνια διαχειριστής. Ρε, μαζόχας. Μ’ αρέσει να χτυπάω πόρτες, να μπαίνω μεσ’ τα σπίτια, να βλέπω, να ρωτάω. Ποιός χρωστάει, ποιός ζορίζεται, ποιός είναι ταμείο. Είπαμε: στην προηγούμενή μου ζωή πρέπει να ήμουν πολύ Κατίνα.
»Εγώ στα κάτω μου. Να μη μ’ αφήνει ούτε στο κρεβάτι ν’ ανέβω. Όχι κοκό. Αυτό ξέχνα το. Έκλεισε το μαγαζί κι ο ιδιοκτήτης έφυγε εξωτερικό λόγω χρεών. Γράψε μας… Που λες, θυμάμαι, τέλη Οκτώβρη. Μια-δυο μέρες μετά την παρέλαση. Μαζεύω κοινόχρηστα. Φτάνω πάνω-πάνω, χτυπάω κουδούνι. Μ’ ανοίγει αυτή, μόνη. Ο άλλος στη πρωτεύουσα, ντυμένος πουτάνα να ξεσκίζεται. Τα ξέρω γιατί ο ανιψιός της ξαδέλφης της γυναίκας μου είναι κι αυτός του συρφετού και τον έχει πετύχει πολλές φορές στα μαγαζιά εκεί. Τέλος πάντων. Λέγαμε για ’κείνη. Που λες, μ’ ανοίγει. Κλαμένη, για κάποιο λόγο. Ανησύχησα. Τη ρώτησα. Δε μ’ είπε. Μ’ έμπασε μέσα –πράγμα σπάνιο– και μ’ έκατσε και στον καναπέ. Με κέρασε καφέ. Καφέ παπαριά, νεροζούμι, που πίνουν αυτοί. Αλλά το κουπάκι, ντρεπόμουν που το λέρωνα με τα χέρια μου, που τό ’φερνα στα χείλη μου.
»Αχ, δε μ’ είν’ εύκολο αυτό που θα πω, αλλά πρέπει. Εσύ θα με βρεις λύση. Βάλε κρασί. Έτσι. Μέχρι πάνω. Έμαθες.
»Να σε πω ότι θυμάμαι; Ψέματα θα σε πω. Πώς από τον καφέ καταλήξαμε στο κρεβάτι; Ούτε που ξέρω. Αλλά… Αυτή, η μία και μόνη φορά… Ρε φίλε, τι γυναίκαρος! Με ξετίναξε. Με ξεζούμισε. Εφτά χρόνια κι ακόμη το θυμάμαι. Τέτοιο πήδημα! Τέτοια γυναίκα, και την έχει έτσι ο άλλος…
»Ρε φίλε. Αν είσαι ντιγκιντάγκας, μαγκιά σου. Με γειά και χαρά σου. Τέτοιο θηλυκό, τι το παίρνεις και το κλείνεις μέσα; Έγκλημα. Έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, σε λέω. Τέλος πάντων. Έγινε ό,τι έγινε και συγνώμη δε ζητάω.
»Ένιωθα άσχημα για την δικιά μου. Έχασα κι εγώ τον εαυτό μου. Ποιός είμαι; Τέτοιος είμαι; Και τέτοια. Δουλειά, δουλειά, δουλειά σε λέω, να ξεχαστώ.
»Κάποια στιγμή, ξέρεις, ανοίγει ο ουρανός. Δε μπορεί να βρέχει για πάντα. Συνήλθε η δικιά μου —βοήθησαν και τα χάπια! Α, ναι. Κάνουν θαύματα τα χάπια σήμερα, φίλε μου. Δεν είν’ όπως παλιά. Καλό κάνουν. Άμα χαλά’ εδώ —να!— στο μυαλό, καλό ’ναι να πηγαίνεις στον ειδικό και να το φτιάνεις. Εγώ άρχισα να δουλεύω και λίγο λιγότερο, νά ’μαι μαζί της και με τα παιδιά. Πέρασε κάπως το κακό, ξαναβρήκαμε μια ισορροπία.
»Τώρα, μ’ αυτή, πάνω… Ήταν παράξενα. Ανέβηκα μια-δυό φορές να μιλήσουμε. Τίποτα, ρε. Ξόανο, που λέμε. Το ξέρω γιατί το ’χω λύσει σε σταυρόλεξο. Κάποτε έλυνα πολλά. Ήμουν πολύ καλός. Της το πήγαινα από δω, από ’κεί. Τίποτ’ αυτή. Κλείσιμο την πόρτα στη μούρη.
»’Νταξ. Το δέχτηκα. Ένα πήδημα ήταν. Περασμένα ξεχασμένα. Και σκάει κατά Πάσχα ότι είναι έγκυος. Στην κουμπάρα, εξετάσεις, η κοιλιά να φουσκώνει.
»Με που μου το πετάει η κουμπάρα, ανοίγω κινητό-ημερολόγιο και μετράω μήνες, βδομάδες, μέρες. Ρε μπας; Αναρωτιέμαι. Μαλακίες…
»Και γεννάει. Στον ένατο μήνα. Πάλι στο ημερολόγιο εγώ. Μήνες, βδομάδες, μέρες. Τέλη Οκτωβρίου —άντε αρχές-αρχές Νοέμβρη! Μαζί ξαπλώσαμε τότες. Ο δικός της γαμιότανε μ’ ότι είχ’ αρχίδια. Ποιανού είν’ το παιδί, με λες; Όχι, πες.
»Μουτρώνεις, ε; Θες να με ρίξεις και τη μούντζα που με χρωστάς; Μη φοβάσαι, δε παρεξηγώ. Με μουτζώνω μόνος μου όλη μέρα, κάθε μέρα. Αλλ’ ό,τι έγινε, έγινε.
»Ζώ από τότε με την απορία. Μαλακίες! Βέβαιος είμαι. Δικό μου είναι. Απλά δες το. Δες το! Τα μάτια μου έχει, τ’ αυτιά μου. Και μέσα του βαθιά, την καύλα για ζωή. Όπως είμ’ εγώ. Καίει το μέσα της. Βράζει. Αυτό το κορίτσι θέλει… Πρέπει! Πρέπει να ζήσει. Αυτή το μαραίνει. Του ρουφάει τη ζωή, την ψυχή! Έκανα τον μαλάκα τόσον καιρό. Αλλά δεν πάει άλλο. Θέλω το παιδί. Να το σώσω! Να μην γίνει σαν τ’ άλλα. Η καρδιά μου χτυπά γι’ αυτό το παιδί. Τι να κάνω; Ε, πες μου. Τι να κάνω;
»Ναι. Όλα γίνονται. Δίκιο έχεις. Να τα πω όλα. Να γαμήσω την ψυχή της γυναίκας μου, των παιδιών μου, να χωρίσω. Να μπω να χωρίσω κι αυτούς, να το κάνουμε βούκινο σ’ όλη την πόλη. Τι λες μωρέ! Γινοντ’ αυτά τα πράγματα; Δε χαλάνε έτσι οι οικογένειες.
»Αν είμαι σίγουρος πως είν’ δικό μου; Πού να ξέρω; Σκέφτομαι, που και που, να πω την κουμπάρα: Πάρε λίγο αίμα δικό μου. Πάρε και λίγο αίμα από το μικρό. Το ’χει φέρει ήδη μια φορά για αίμα πριν κάνα δυο χρόνια. Δε ξέρω το γιατί. Δεν μίλησα τότες, βλέπεις. Που λες: να πάρει λίγο αίμα δικό μου, και αίμα δικό του, και να με πει αν είναι ίδιο. Αλλά για να γίν’ αυτό, θα πρέπει να τα πω όλα στην κουμπάρα. Κι η κουμπάρα είναι φίλη παιδική της δικιάς μου. Θα με φτύσει, και μετά θα τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι στη δικιά μου. Καταλαβαίνεις; Πουτάνα όλα…
»Άσπρο πάτο. Εβίβα! Έτσι που λες… Τώρα ξέρεις τα πάντα. Σού ’πα την ιστορία μου, κι ό,τι κατάλαβες.
»Δεν είμαι ανώμαλος, που λέει η τρελή από πάνω. Πατέρας είμαι, που διψάω για το παιδί μου. Τού ’πιασα την κουβέντα μερικές φορές που το πέτυχα κάτω στην είσοδο. Το κοιτάζω όταν είναι στο τένις απέναντι από την δουλειά. Σκέφτομαι, το φαντάζομαι να το πιάνω από την μέση και να το σηκώνω ψηλά, να το φέρνω σβούρες, να τσιρίζει, να γελά. Και μετά να το πετάω ψηλά, να τρομάζει, μα εγώ πάντα το πιάνω. Δε μου πέφτει εμένα το μωρό μου. Όχι, ποτέ. Γιατί τ’ αγαπάω το μωρό μου. Κι ας μην το ξέρει. Κι ας -έλα τώρα!- κιασμη… κι ας μη το ξέρει κανείς. Μαλάκα μου, μη κλαις, θα σε γαμήσω! Έμενα λέω ρε, βλάκα. Εσένα γιατί να σε βρίσω; Γαμώ το. Θα με πάρουν τα ζουμιά δω μέσα και θα με κοροϊδεύουν. Σφίξου, πούστη. Σφίξου! Α! Α, έτσι. Ήρεμα. Κρύψτο καλά γιατί χάθηκες. Ουφ. Πέρασε. ’Ντάξει είμαι. Με συγχωρείς. Ας αλλάξουμε κουβέντα. Στο ζήτημά μας…
»Δεν είμ’ ανώμαλος, λοιπόν. Δεν ξέρω αν είμαι καλός άνθρωπος ή όχι, αλλά τέτοιος δεν είμαι. Δε πειράζω παιδάκια, που λέει η υστερικά από πάνω. Πατέρας είμαι. Πα-τέ-ρας! Καταλαβαίνεις; Είσαι νέος. Δε ρώτησα, έχεις παιδάκια; Ανύπαντρος; Κρίμα τέτοιο παλικάρι. Μη το καθυστερήσεις πολύ. Περνάνε τα χρόνια. Ξέρω τι σου λέω. Πενηντάρισα φέτος. Πότε ήμουν εικοσάρης, πότε έφτασα εδώ, χαμπάρι δε το πήρα.
»Ναι, στο θέμα μας. Κάνε ότι μπορείς, λοιπόν. Μου ’χει βγάλει περιοριστικά μέτρα η τρελή. Κι ο κόσμος αρχίζει να βουίζει. Ξέρεις τι λέει η παροιμία. Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα. Η δικιά μου όλο νεύρα. Μου την μπαίνει, μου πετάει μπηχτές. Τις προάλλες μπήκα στο δωμάτιο της μικρής και μπούκαρε μέσα, και καλά να διπλώσει τα ρούχα. Μού ’ρθε να της δώσω μία, αλλά κρατήθηκα. Ήρεμα, είπα, δε θα γίνεις τέτοιος. Αλλά χαλάστηκα πολύ.
»Κινδυνεύω. Εγώ, κι ο γάμος μου. Κι έχω την ανοιχτή πληγή από πάνω. Θα μ’ αναλάβεις λοιπόν; Βλέπεις ήμουν σωστός. Στα είπα όλα. Τίποτα δε σ’ έκρυψα. Κρίνε όπως θες. Αλλά δεν ειμ’ ανώμαλος. Αν είναι κάποιος ανώμαλος, είναι αυτοί εκεί πάνω, το κουκλόσπιτό τους και τα κουκλάκια τους. Μόνο που… Μόνο που —γαμώ το! Μη κλάψεις! Καργιόλι, μη!
»Μόνο, που λες, το ένα κουκλάκι είν’ δικό μου! Σ’ αυτό το κουκλόσπιτο, ένα κουκλάκι είν’ δικό μου! Και δε μ’ αφήνουνε να παίξω μαζί του. Κι είν’ δικό μου, ρε ’σύ. Καταλαβαίνεις; Δικό μου! Άντε μην τα πάρω και μπουκάρω μέσα και το σπάσω το γαμίδι! Το δικό τους και το δικό μου, κι ολονών. Στ’ αρχίδια μου! Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε. Τέλος με τα κουκλόσπιτα. Τέλος!»
—ΤΕΛΟΣ—
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Μια άσκηση προφορικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης (θεατρικός μονόλογος).