του Περικλή Πασχίδη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το (αυτόνομο) πρώτο μέρος εδώ Ο Λαγουδάκης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Φορούσα τ’ ακουστικά στ’ αυτιά και έβλεπα τον Μάκη και τον Βάγκο να σπάνε τα δόντια του τυπά. Η μάπα του είχε γίνει κιμάς και θα έκανε πολύ καιρό να συνέλθει.
Το Άβε Μαρία του Σούμπερτ σκέπαζε τις κραυγές και τα μουγκρητά και με ανύψωνε σε άλλα ύψη. Θεός δίνει, Θεός παίρνει, κι εμείς, ο καθένας μας χωριστά ένας απόστολος της βούλησής του.
Όταν ήρθε η ώρα να παρέμβω μπήκα αποφασιστικά ανάμεσα στα σκυλιά και το θύμα τους.
«Τέλεια δουλειά, αγόρια. Μπράβο σας», τους χάιδεψα τ’ αυτιά με λόγια.
Γύρισα και κοίταξα τον τυπά στο πάτωμα. Πενηντάρης, με κοιλιά και καράφλα, γένι τριών ημερών στο πηγούνι του. Το πουκάμισό του είχε σκιστή και η χοντρή κοιλιά του ανεβοκατέβαινε γρήγορα με κάθε κοφτή του ανάσα. Το ένα μάτι κλειστό και το στόμα του ερείπιο. Με κοίταξε με το ένα καλό του μάτι που κι αυτό για λίγες μέρες θα τον παίδευε. Έκατσα βαθύ κάθισμα και του εξήγησα πως όλο αυτό θα το είχε αποφύγει αν είχε πληρώσει στην ώρα του. Τον ρώτησα αν άξιζε που είχε μπλέξει τους μπάτσους, αν πίστευε τώρα πως θα μπορούσαν να τον είχαν βοηθήσει. Του μίλησα για τον γιο του, τον Νικολάκη που πήγαινε δευτέρα δημοτικού, και την κόρη του την Ελένη που στα δεκατέσσερα είχε ήδη αρχίσει να μπουμπουκιάζει σαν λουλούδι που ξετυλίγει τα όμορφα πέταλά του. Του εξήγησα πόσο επικίνδυνο θα ήταν για ένα όμορφο λουλούδι να περιφέρεται σ’ έναν βρόμικο κόσμο, όπου κυκλοφορούνε πολλοί άνθρωποι διψασμένοι για λίγη ομορφιά, και που πάνω στον καημό τους ίσως να μην δίσταζαν να κόψουν ένα όμορφο λουλούδι για να χαρούν την ομορφιά του, έστω κι αν αυτό θα οδηγούσε στον μαρασμό του.
Με παρακολουθούσε με προσοχή και που και που ένευε με κατανόηση.
«Θέλω να πιστεύω», του είπα, «πώς δε θα χρειαστεί να συναντηθούμε ποτέ ξανά. Θέλω να πιστεύω, πως θα συνεχίσεις να έχεις το μαγαζάκι σου και να προσφέρεις ό,τι χρειάζονται τα δυο ορφανούλικά σου. Κι αν υπάρχει ένα μικρό τίμημά γι’ αυτό, ε, άξιον εστί που λέει και το τροπάρι. Δε συμφωνείς;»
Κάτι προσπάθησε ν’ απαντήσει αλλά άρχισε να βήχει και να φτύνει αίμα μαζί με κάνα δυο δόντια που είχαν μείνει μισοκολλημένα.
«Μη το κουράζεις. Απλά κάνε ναι με το κεφάλι σου».
Ένευσε καταφατικά.
Σηκώθηκα όρθιος κι έσιαξα το παντελόνι μου γραπώνοντας την ζώνη μου. «Χαίρομαι που τελικά τα βρήκαμε. Μου είσαι συμπαθής, ξέρεις. Πάντα έχω μια αγάπη για τους πατεράδες. Βλέπεις, εγώ τον δικό μου τον έχασα μικρός και μού ’χει μείνει απωθημένο».
Τίναξα την καπαρντίνα μου και κοίταξα τα δυο μπουλντόγκ. «Είχε δίκιο τ’ αφεντικό. Είστε πολύ καλοί στη δουλειά σας. Θα του το αναφέρω αυτό». Αν είχαν ουρές θα τις κουνούσαν. Τους έκανα πατ-πατ στον ώμο και βγήκα έξω από το καλύβι. Έβγαλα το ηλεκτρονικό που ήταν τίγκα στο κρύσταλλο και πήρα μερικές ρουφηξιές να χαλαρώσω.
Ο Βάγκος, δύο μέτρα και κάτι με εκατόν πενήντα κιλά κρέας βγήκε και μου γρύλισε κάτι.
«Όχι. Τώρα!» του απάντησα. Τσέκαρα την ώρα στο μάτι μου. «Πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Θα τον αφήσετε στη μέση του δρόμου, όπως είναι λερωμένος. Να τον δει ο κόσμος κι οι υπόλοιποι μαγαζάτορες. Άλλωστε, σκοπός μας είναι να στείλουμε ένα μήνυμα. Θαρρώ πως το έχουμε καθαρογράψει αρκετά καλά. Δε συμφωνείς;»
Γρύλισε κάτι και μπήκε πάλι μέσα. Τους άκουσα να σηκώνουν τον τυπά που κλαψούριζε από τον πόνο. Τον έβγαλαν από την αποθήκη και τον έβαλαν μέσα στο σκούρο τζιπ.
Δεν τον λυπόμουν. Ήξερε που ζούσε. Αν ένας άνδρας της ηλικίας του δεν ξέρει τον τόπο και τον χρόνο που ζει, είναι άξιος της μοίρας του. Είμαστε κοντά οχτώ εκατομμύρια αμοιβάδες στην Αθήνα. Κάποιος πρέπει να επιβάλει την τάξη, κι αυτό δε θα το κάνουν οι πραίτορες. Όλα έχουν ένα κόστος, κι οι σωστοί άνθρωποι πληρώνουν τους λογαριασμούς τους στην ώρα τους. Τους είδα να βάζουν μπρος και να φεύγουν. Κανείς δε με χαιρέτησε.
Έκατσα κάνα πεντάλεπτο να χαλαρώσω λίγο ακόμη με το κρύσταλλο να λειώνει και σιγά-σιγά να μου φράζει τους πνεύμονες. Φύσηξε ένας δροσερός αέρας από την θάλασσα που μου ανακάτευε τα μακριά μαλλιά και την καπαρντίνα. Τον ένιωσα να στεγνώνει τον ιδρώτα στο γυμνό μου στήθος. Κόντευε να βγει Οκτώβριος.
Φόρεσα το κράνος και καβάλησα την μηχανή. Ώρα να χαιρετήσω τ’ αφεντικό. Σε μια ευθεία έπιασα τα διακόσια τριάντα επτά. Καύλα!
~~
Πάρκαρα στο υπόγειο και πέρασα ανάμεσα από τα κρέατα που φύλαγαν το νυχτερινό κέντρο. Ήδη οι πρώτοι θαμώνες είχαν πάρει θέση και στην πίστα οι φρέσκιες κάνανε προθέρμανση. Ανάμεσά τους κι ο Σελίμ με το πεταχτό κωλαράκι που μου άρεσε.
«Καλώς το φαγκοτίνι μας», μου φώναξε η Αποστολία πάνω από την δυνατή μουσική. Ως συνήθως ήταν γυμνή, μονάχα μ’ ένα σέξι κιλοτάκι κι ετοίμαζε τα ποτήρια πίσω από την μπάρα.
Πούστης-ξεπούστης… θα ήμουν τυφλός αν δεν αναγνώριζα την ομορφιά αυτής της κοπέλας. «Το συνηθισμένο, κούκλα». Την κοίταζα όσο ετοίμαζε το ποτό μου· λεπτή μέση, σφιχτοί γοφοί, στήθη αγίας και μαλλί που θα έκανε την Ραπουνζέλ να ξυρίσει το κεφάλι της από ντροπή. Μου έσπρωξε το ποτήρι στη μπάρα και σταμάτησε λίγα μόλις εκατοστά από το χέρι μου. Εξαιρετική και στο κέρλινγκ πάγκου!
«Τι κάνει το Μανωλάκης;» με ρώτησε καθώς έπιασε άλλη μια ντάνα με ποτήρια να τα στοιβάξει.
«Ιντσαλλάχ. Θα γυρίζει κάπου έξω με τους φίλους του να δείχνει τα νέα του βυζιά».
«Ξενερώνεις να σε γαμάει κάποιος με βυζιά;»
Ανασήκωσα τους ώμους κι έπιασα το ποτό μου. «Πούτσα νά ’χει και τα βρίσκουμε». Κατέβασα το μισό ποτήρι και το στομάχι μου κατέβασε γενικό. «Αν και τον προτιμούσα με επίπεδο στήθος». Έβγαλα το ηλεκτρονικό. «Μέσα είναι ο βασιλιάς;»
«Ναι, αλλά δώστου λίγο χρόνο. Είναι κι η Κασσάνδρα επάνω».
Ανασήκωσα το φρύδι μου.
«Τα ξαναβρήκαν…»
Έβγαλα το κινητό και άνοιξα το σημειωματάριο. Τράβηξα μια γραμμή και το ξανάβαλα μέσα.
«Πόσες φορές;» με ρώτησε.
«Τριάντα τέσσερις φορές. Μόνο μέσα σ’ αυτό το χρόνο. Μαλάκα μου, βλαμμένα είναι. Ας βάλουν στεφάνι να τελειώνουμε».
«Εχ, μωρέ. Τα βρίσκουν, τα χαλάνε, τα ξαναβρίσκουν… Έτσι είν’ οι άνθρωποι».
«Ο δικός σου;» κατέβασα τ’ άλλο μισό ποτήρι και αυτή τη φορά το στομάχι πήρε βαλίτσες κι έφυγε.
«Τον έδιωξαν από την αποθήκη. Δεν ήθελε να φοράει πάμπερς, λέει! Τον σούταρα από το σπίτι μέχρι να βρει νέα δουλειά. Δε ταΐζω κηφήνες εγώ».
«Έτσι το κορίτσι μου!» της έσπρωξα το ποτήρι. Με ρώτησε αν ήθελα άλλο. Τις ένευσα αρνητικά.
Φόρεσα τ’ ακουστικά κι έβαλα μια διασκευή του Βιβάλντι από ένα Κογκολέζικο συγκρότημα που είχε προκαλέσει αίσθηση. Έστρεψα το βλέμμα μου στην πίστα. Ο Σελίμ ξέσκιζε το κωλαράκι της πιτσιρίκας, που κι αυτή με την σειρά της είχε πέσει με τα μούτρα στο μουνί της φίλης της. Μπροστά, δυο παρέες ανδρών κοιτούσαν το θέαμα με μάτια να γυαλίζουν και πούτσες να σφαδάζουν παγιδευμένες μέσα σε στενά υφάσματα. Βαρέθηκα και έπαιξα κάνα δυο σοντόκου στο δύσκολο επίπεδο. Κάποια στιγμή το μάτι μου έπιασε την Κασσάνδρα να κατεβαίνει τα σκαλιά. Με είδε και με πλησίασε. Σταμάτησα τη μουσική.
«Φαγκοτινάκι μου», με φίλησε στο μάγουλο.
«Πες μου πως έπλυνες το στόμα σου και πως δεν έχω την πούτσα του μαλάκα στο μάγουλό μου».
Χαμογέλασε ένοχα.
«Το μουνί που με πέταξε!» έτριψα το μάγουλό μου με μια χαρτοπετσέτα.
«Αντί να με ευχαριστείς που τον μαλάκωσα…»
«Γιατί; Τι τρέχει;»
«Δεν κατάλαβα πολλά. Έχει κάτι να περιμένει από Μέση Ανατολή;»
«Κάτι έχει…»
«Αυτό το κάτι λοιπόν έχει πάει στραβά και μάλλον θα σε στείλει για έρευνα».
«Καλά που έχω φάει για ταξίδι δηλαδή».
«Κοντά είναι. Στην Πύλο· δυο ώρες με τις ρόδες σου».
«Έχει ισχυρή καταιγίδα αυτή τη στιγμή στην νότια Πελοπόννησο».
«Από πότε φοβάσαι λίγη βροχή;»
«Δε φοβάμαι. Απλά αυτή η μαλακία έχει δυο χιλιάρικα», ανέμισα την καπαρντίνα μου.
«Βγάλτην κι άστη εδώ πέρα τότε».
«Καλή σκέψη», έχωσα το κινητό στη κωλότσεπη. «Εσύ, όλα καλά; Οι δουλειές;»
«Μαλώνω με τους κωλοκινέζους πάλι. Όλο χώνονται τα μαλακιστήρια. Δεν τους φτάνει που έχουν πάρει τον μισό Πειραιά και βρωμάει παντού κρέας σκύλου, θέλουν και βόρεια προάστια μη χέσω!»
«Είναι πολλοί και χρειάζονται τον χώρο τους».
«Μισό εκατομμύριο κι ακόμη έρχονται. Χα! Θυμάσαι που κάποτε φοβόμασταν τους μαύρους; Τουλάχιστον αυτοί είχαν ωραίες πούτσες».
«Ωχ, μη μου το θυμίζεις».
«Σου έμεινε ζημιά;»
«Όχι κάτι που να μην διορθώθηκε, αλλά», στέναξα, «διάολε! Μου θύμησες μερικά πολύ καλά γαμήσια».
«Τέλος πάντων. Μάλλον θα πρέπει να κατέβω πάλι Πειραιά μια απ’ αυτές τις μέρες να μιλήσω με την Μαντάμ Τσι. Αν πάω, θα ’ρθεις μαζί μου παρέα;»
«Άμα δε μ’ έχει να τρέχω πουθενά τ’ αφεντικό…»
«Τέλεια», σηκώθηκε από το σκαμπό της. «Θα κανονίσω να μην έχεις δουλειά τότε», μου έκλεισε το μάτι. Έφυγε χωρίς να πει αντίο.
Είπα στην Αποστολία πως ανέβαινα πάνω στ’ αφεντικό και να μου ετοιμάσει κάνα τοστ για τον δρόμο. Ανέβηκα την σιδερένια σκάλα στον ημιώροφο και μπήκα μέσα χωρίς να χτυπήσω.
Ο Βασιλιάς ήταν ακόμη ξαπλωμένος στην πολυθρόνα, με τα παντελόνια κάτω και την πούτσα να αναπαύεται μετά από την δύσκολη μάχη.
«Α, εσύ είσαι;» με κοίταξε. Το χέρι του είχε πεταχτεί εκεί που έκρυβε το όπλο του. Άμα το ήθελα, θα ήταν ήδη νεκρός. «Δε σε ντρέπομαι εσένα».
Σηκώθηκε με κόπο από την πολυθρόνα και σήκωσε τα βρακιά του. Κάποτε αυτός ο άνθρωπος είχε σώμα γεμάτο μύες και έσβηνε ζωές σε παράνομες μάχες. Τώρα είχε μείνει μόνο ένα φάντασμα απ’ αυτό κρυμμένο πίσω από δίπλες και διπλοσάγονο. Έκατσε στο γραφείο του και έβαλε ποτό. Με ρώτησε με το βλέμμα κι έκανα όχι.
«Πώς πήγε με τον κοσμηματοπώλη μας;» με ρώτησε και κατέβασε μερικές γουλιές.
«Θα τρώει με το καλαμάκι για λίγο διάστημα. Λεφτά έχει αρκετά για να πάει να βάλει νέα δόντια. Εκτός κι αν είναι τσιγκούνης και βάλει μασελάκι».
«Δεν έχει πλάκα ρε γαμώτο όπως παλιά να σπάζεις δόντια, ε; Με τα εμφυτεύματα και μαλακίες. Κάποτε όταν έσπαζες καποιανού τα δόντια, αυτό έμενε ενθύμιο για μια ζωή. Τώρα…»
«Αχ, μην αρχίζεις να μιλάς σαν κάτι παππούδια, να χαρείς».
«Είσαι νέος, φαγκοτίνι. Έλα στα χρόνια μου και θα καταλάβεις».
«Σιγά ρε παππού! Δέκα χρόνια με περνάς όλο κι όλο».
Αναστέναξε. «Σαράντα δύο… Μαλάκα, ακόμη δε μπορώ να χωνέψω πως είμαι σαραντάρης».
«Ωχού…»
Γύρισε και με κοίταξε με σοβαρό βλέμμα. «Πώς με πονάς, φαγκοτίνι. Γιατί δεν είσαι λίγο πιο φιλόδοξος, ρε γαμώτο; Θα σε είχα κάνει διάδοχό μου, γαμώ το! Αύριο να με φάνε, πού θα πάνε όλ’ αυτά, μου λες;» έδειξε μια γύρα το γραφείο του. Ο ένας ο τοίχος ήταν μια γιγάντια οθόνη όπου κάμερες έδιναν ζωντανή εικόνα απ’ όλα τα μαγαζιά της συμμορίας.
Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Τίποτα δε κρατάει για πάντα».
«Αχ, αν ήσουν… Θα σ’ είχα παντρέψει με την κόρη μου με το ζόρι. Και τότε θα σού έλεγα ’γώ».
«Έχεις και γιό, αν θες ντε και καλά να συγγενέψουμε».
Γέλασε. «Μικρός είν’ ακόμα. Τώρα ξεκίνησε Λύκειο. Άσε που έχει πάρει και την αρρώστια του μπαμπά του. Έχω πληρώσει για τρεις εκτρώσεις ως τώρα».
«Ίσως αν του είχες μιλήσει για τις καπότες;»
«Μπα! Μαλακία είναι. Να ψεκάζεις τον πούτσο σου με σπρέι πριν να γαμήσεις… Λες και βάφεις κάναν τοίχο ξερωγώ». Κατέβασε το ποτό του και το άφησε κάτω με πάταγο. «Αρκετά! Ώρα για δουλειά τώρα».
«Επιτέλους. Με κούρασες με τα οικογενειακά σου».
«Το λοιπόν. Αν θυμάσαι περιμέναμε ένα βαπόρι από Λίβανο. Πριν δυο μέρες είχε περάσει από Κύπρο και το πρωί είχε δώσει σήμα από Κρήτη. Ο δορυφόρος είναι λοκαρισμένος πάνω του. Υποτίθεται πως θα φτάσει Αλβανία αύριο».
«Και πού είναι το πρόβλημα;»
«Το πρόβλημα είναι πως έχει κόψει ταχύτητα και πάει σαν σαλιγκάρι. Μηχανική βλάβη κι έτσι».
«Μηχανικό δεν έχουν;»
«Έχουν, και μάλιστα καλό. Αλλά πολλά συμβαίνουν στη θάλασσα. Για παράδειγμα, έξω από την Πύλο, στα διεθνή ύδατα, κάνα δυο καραβάκια από Ελλάδα το πλησιάσανε για λίγα λεπτά και μετά φύγανε».
«Αχά!»
«Ακριβώς! Αχά!» Έπιασε το κινητό του και μου έστειλε υλικό. Έπιασα το δικό μου να το μελετήσω όσο αυτός συνέχιζε την ιστορία.
Φωτογραφίες του καπετάνιου κι άλλων τεσσάρων ατόμων. Το πλοίο ήταν μισορομποτικό, δεν χρειαζότανε πολύ προσωπικό. Κι αυτό που είχε, λόγω καποτάζ το βάζανε. Ο βασιλιάς με ενημέρωνε για το ποιόν των ατόμων. Ο μηχανικός κι ο γιός του που ήταν μαζί σαν βοηθός, μάλλον ήτανε περιστέρια. Ξένοι, Ιρακινοί. Αλλά ο καπετάνιος ήταν παλιά καραβάνα κι είχε περάσει από πολλά μέρη και πολλές εταιρίες. Η βοηθός, και χιλιατακατό γκόμενά του, είχε κάνει φυλακή για λαθρεμπόριο και απάτες. Ο αξιωματικός της ένωσης ήταν άγνωστο φύλλο.
«Κατάλαβες λοιπόν;» με ρώτησε αφού είπε τα περισσότερα που χρειαζότανε να ξέρω. «Αν συνεχίσουν την παραμύθα της μηχανικής βλάβης, θα είναι εκεί μέχρι το πρωί. Αν φύγεις τώρα, σε κάνα δυο ώρες θα έχεις φτάσει. Έχω έναν ντόπιο εκεί που μου χρωστάει χάρη. Θα σε περιμένει και με ταχύπλοο θα σε πάει στο πλοίο. Θα ανεβείτε επάνω και θα κάνετε μια κουβέντα με τον καπετάνιο. Τσέκαρε ό,τι μπορείς και κόψε φάση. Δε θέλω να πάει στραβά αυτή η δουλειά και μετά να μαλώνω πάλι με τους Αλβανούς. Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα», σηκώθηκα όρθιος. «Πες και το πιο σημαντικό. Αν βρω κάτι, τι κάνω;»
«Δε θα ήθελα πτώματα. Πέντε ξεκίνησαν με το πλοίο, πέντε θέλω να φτάσουν στον τελικό προορισμό. Τώρα… αν καναδυό απ’ αυτούς γλιστρήσουν και σπάσουν κάνα κόκαλο… Ε, συμβαίνουν αυτά. Έτσι δεν είναι;»
«Άμα κουνάει πολύ το βαπόρι…»
«Ακριβώς!» Σηκώθηκε όρθιος. «Πάνε και ξεκαθάρισε το τοπίο. Θα σου δώσω τα κλασσικά».
«Βάλε και οδοιπορικά και εκτός έδρας, σε παρακαλώ».
Αναστέναξε. «Αχ, έχε χάρη που είσαι ο αγαπημένος μου».
Μου έσκασε ένα φιλάκι στο μάγουλο.
«Ε, να σε γαμήσω!» έτριψα το μάγουλο με το μανίκι της καπαρντίνας. «Έτρωγες μουνί πριν λίγο ρε μαλάκα!»
Χαμογέλασε μέχρι τ’ αυτιά. «Ευτυχώς δεν κολλάει η στρεϊτίδα, αγόρι μου. Άντε. Μην χάνεις άλλο χρόνο. Πάνε και πάρε να μ’ ενημερώσεις».
Τον χαιρέτησα μ’ ένα νεύμα και κατέβηκα τα σκαλιά. Είχε περισσότερο κόσμο τώρα και στην πίστα είχαν βγει νέα άτομα.
Η Αποστολία μου έσπρωξε μια χαρτοσακούλα με σάντουιτς και κόλα-κλασσικ· με αληθινή ζάχαρη! Την χαιρέτησα και βγήκα από το κλαμπ.
Έκανα μια σύντομη στάση στο σπίτι για να αλλάξω ρούχα. Φόρεσα μαγιό από κάτω και μια απλή μπλούζα. Κι από πάνω αδιάβροχη φόρμα για μακρύ ταξίδι με αερόσακο. Χάιδεψα τον Κιθ, το κοκόνι μου και του έβαλα έξτρα τροφή. Κατέβηκα κάτω κι έβαλα πορεία για Πύλο.
~~
Στην διαδρομή του έδωσα και κατάλαβε. Μέση ταχύτητα εκατόν πενήντα τρία· σε κάποια μέρη η βροχή έπεφτε με τόση ορμή που δεν άξιζε να το διακινδυνεύσω. Επικοινώνησα τρεις φορές με τον τυπά στην Πύλο και μου είπε πως το πλοίο συνέχιζε να είναι σταματημένο στ’ ανοιχτά. Μετά μού ’σκασε πως είδε πραίτορες να παρακολουθούνε το πλοίο κι εκεί τ’ αρχίδια μου λίγο σφίχτηκαν.
«Γιατί είναι οι πραίτορες στο παιχνίδι;» ρώτησα τον βασιλιά.
«Δεν ξέρω. Σίγουρα δεν τους καλέσαμε εμείς πάντως», η φωνή του στ’ αυτί μου· το κράνος είχε χαμηλώσει αυτόματα την μουσική.
«Περιπλέκονται τα πράγματα και δε μ’ αρέσει».
«Να σου πω την αλήθεια… ούτε κι εμένα. Αν δεις πως είναι σοβαρά τα πράγματα ακύρωσέ το και γύρνα πίσω. Θα βρούμε λύση μ’ άλλο τρόπο».
«Τώρα! Σε κάνα τέταρτο φτάνω Πύλο. Ήδη ο δικός σου με περιμένει».
«Καλά, ρίξε μια ματιά και βλέπουμε».
Τελικά ο τύπος μου είπε να βγω Μεθώνη, ένα χωριό λίγο πιο κάτω από την Πύλο. Μου έστειλε συντεταγμένες και βρεθήκαμε σε μια αποθήκη στα προάστια του χωριού. Αφού συστηθήκαμε μπήκα στο τζιπ όπου μου έδειξε εικόνα από ένα ντρόουν που πετούσε χαμηλά κάνα μίλι απόσταση από το πλοίο με φουλ ζουμ και νυχτερινή όραση.
«Έχει πάει μια βάρκα και παρέλαβε άτομα», είπε ξύνοντας το κεφάλι του. Ήταν γύρω στα τριάντα, στιβαρός, μάλλον όμορφος, αλλά με μια μάσκα μόνιμης παραίτησης στο βλέμμα του. «Τους ανέβασαν σε ένα λεωφοριάκι. Μάλλον μπάτσοι. Δε μπορώ να πω με σιγουριά. Φοβήθηκα να πλησιάσω με το πετούμενο μην έχουν κάνα γεράκι κι αυτοί στον αέρα και με πιάσουν».
«Καλά έκανες», του είπα και μελέτησα την εικόνα. «Πόσο μακριά είναι;»
«δώδεκα μίλια και κάτι. Ίσα-ίσα έξω από τα χωρικά μας».
«Αχ, αυτά τα δώδεκα… Ακριβά τα πληρώσαμε».
«Αυτό ξαναπέστο! Δε μας βγήκε σε καλό ο πόλεμος με τους Τουρκαλάδες». Σήκωσα το φρύδι μου. «Η αδερφή μου έμενε Ξάνθη. Δεν την ξανάδα από τότε», πήρε θάρρος. «Μετά από καιρό βρήκαμε την ανιψιά μου μέσω του Ερυθρού σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Βουλγαρία. Μένει στην Νέα Θράκη τώρα, στην Αττική».
«Λυπάμαι».
«Τι τα θες; Σύνορα στον Στρυμόνα τώρα…»
Δεν είχα όρεξη για συζήτηση και κλάψα με τον πόλεμο. Είχαν περάσει κοντά δέκα χρόνια. Φτάνει πια. Τον πίεσα να επιστρέψουμε στο θέμα μας.
«Στην αρχή είπα να πάμε με βάρκα. Είχε καμιά εφτά-οχτώ μποφόρ και το κύμα θα μας κάλυπτε· αν και θα ξερνούσες το φαγί σου».
«Δεν ξερνάω εύκολα. Τι άλλαξε;» Έβγαλα τσιγάρο και πήρα μερικές τζούρες κρύσταλλο να χαλαρώσω.
«Η καταιγίδα πέρασε. Έχει περάσει Αιγαίο μεριά. Τώρα έχει τρία μποφόρ σταθερά. Αν έχουν γεράκι θα μας δούνε».
«Και ποια η λύση σου;»
«Ψαροντούφεκο», μου έσκασε ένα χαμόγελο. Παρατήρησα ότι του λείπανε μερικά από τα πίσω δόντια.
«Δώδεκα μίλια; Πάω γυμναστήριο, αλλά δεν είμαι για τέτοια».
«Θα πάμε με την βάρκα κάπου τρία-τέσσερα μίλια από το πλοίο. Θα ρίξουμε άγκυρα και θα βουτήξουμε. Μετά θα πιαστούμε από την τορπίλη <google it!→ Ελληνικά;> και θα μας πάει μέχρι το πλοίο. Πετάμε γάντζο κι ανεβαίνουμε. Πώς σου φαίνεται;»
Τον κοίταξα στα μάτια για λίγο χωρίς να μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου.
«Τι;» με κάρφωσε κι αυτός.
«Τίποτα. Απλά μ’ εντυπωσιάζει το μέγεθος των αρχιδιών σου…»
«Μη σου μπαίνουν ιδέες. Είμαι παντρεμένος άνθρωπος».
Γύρισα τα μάτια μου προς το πάνω. «Ωνασουγαμήσω. Έχεις και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου. Τέλος πάντων. Είμαι μέσα. Πού πάμε;»
Έβαλε μπρος τ’ αμάξι. Σε πέντε λεπτά βρισκόμασταν μέσα σε ένα μαγαζί με είδη αλιείας που είχε τα πάντα. Είχε κλειδιά από την πίσω πόρτα. Με βοήθησε να διαλέξω το σωστό μέγεθος στολής και να την φορέσω. Του είπα πως είχα κάνει μια φορά κατάδυση πριν πολλά χρόνια· πριν τον πόλεμο. Αυτός παρόλα αυτά μου εξήγησε ξανά στα γρήγορα τα βασικά για τον αναπνευστήρα, την μπουκάλα και τα σήματα. Αν και πώς θα τα έβλεπα μέσα στο νερό και την νύχτα δεν το γνώριζα. Δεν είπα τίποτα όμως γιατί δεν ήθελα να χάσουμε άλλο χρόνο.
Ξανά στο αμάξι. Παρκάραμε στο λιμάνι, κάπως απόμερα, κι ανεβήκαμε σε ένα ανοιχτό ταχύπλοο κάπου έξι μέτρα με δυο κατοστάρες μηχανές. Γύρισε τον διακόπτη κι οι μπαταρίες δώσανε κίνηση στις προπέλες.
«Κρατήσου», μου είπε καθώς κατέβασε τον μοχλό τέρμα κάτω. Βγήκαμε από το λιμάνι. Στο πέλαγος είχε μερικά καΐκια. Τον ρώτησα και μου είπε πως μαζεύουν τα δίχτυα· να δούνε τι ζημιά άφησε πάνω τους η καταιγίδα. Στο χέρι κρατούσα το τάμπλετ και έβλεπα την εικόνα από το ντρόουν. Του είπα πως οι ενδείξεις έδειχναν πενήντα οκτώ λεπτά εναπομείνασας πτήσης. Μου είπε πως θα το μάζευε όταν θα ρίχναμε άγκυρα. Για να περάσει η ώρα μου εξήγησε πως όταν λέει άγκυρα εννοούσε το αυτόματο σύστημα που θα κρατούσε το πλοίο σταθερό στο στίγμα του. Το βάθος ήταν κοντά τέσσερις χιλιάδες μέτρα εκεί που ήταν το πλοίο. Όταν τον ρώτησα για καρχαρίες έσκασε στα γέλια.
Όταν φτάσαμε στο σωστό σημείο φόρεσα τα βατραχοπέδιλα και τον υπόλοιπο εξοπλισμό. Μου έδεσε στο χέρι ένα είδος ρολογιού με πολλαπλές λειτουργίες.
«Θ’ ακολουθείς το κόκκινο βελάκι», μου εξήγησε. «Δείχνει πάντα προς τα εμένα. Το έχω συγχρονίσει με το δικό μου κι έτσι ο ένας βλέπει πάντα προς ποια κατεύθυνση είναι ο άλλος. Από κάτω δείχνει την απόσταση. Εδώ είναι το οξυγόνο σου», συνέχισε να εξηγεί. Όταν τέλειωσε του έκανα νόημα πως ήμουν εντάξει. Μάζεψε το ντρόουν και το έβαλε μέσα σε ένα ντουλαπάκι. Ρίξαμε μια τελευταία ματιά με τα κιάλια στο πλοίο που βρισκότανε περίπου τρία μίλια μακριά μας.
Βουτήξαμε. Πιαστήκαμε κι οι δυο από τα χερούλια της τορπίλης.
«Κρατήσου γερά» μου είπε μέσα από την ενδοεπικοινωνία. Χωρίς να περιμένει απάντηση πάτησε κάτι και η προπέλα πήρε μπρος. Αμέσως ένιωσα ένα δυνατό τράβηγμα. «Περίπου σαράντα λεπτά», με ενημέρωσε.
Όταν τον ρώτησα γιατί δεν πάμε πιο γρήγορα μου εξήγησε πως θα ήταν αδύνατον να κρατηθώ από την τορπίλη και θα ξεκολλούσαν τα χέρια μου. Μετά από λίγα λεπτά τα μπράτσα μου πονούσαν και κατάλαβα πως ο τύπος είχε δίκιο και γνώριζε την δουλειά του· οπότε το βούλωσα και δεν είπα τίποτα άλλο στην διαδρομή.
~~
«Πεντακόσια μέτρα», μου ανακοίνωσε ξαφνικά και έσβησε την τορπίλη. Βγήκαμε στην επιφάνεια και ρίξαμε μια ματιά. Είδαμε το βαπόρι. Ένα πλοίο καμιά σαρανταριά μέτρα μακρύ. Εμπορικό παλιάς κοπής που το είχαν μετατρέψει σε ηλεκτροκίνητο σύμφωνα με τον νέο χάρτη του Δελχί. Με απλά λόγια, σαπιοκάραβο. «Εκεί έχει ανεμόσκαλα», έδειξε ο τύπος κοιτώντας μέσα από ένα μονόκυαλο που το έχωσε σε μια τσέπη της στολής του.
«Σαν να μας περιμένουν…»
«Μπά. Αφού χρειάστηκε να επιβιβάσουν κόσμο σε σκάφος λογικό να την έχουν κατεβασμένη».
«Είπες ο καπετάνιος κατέβηκε μαζί τους;»
«Στο τελευταίο δρομολόγιο. Δεν τον είδα να γυρνάει. Λογικά είναι ακόμα στη στεριά. Αλλιώς γιατί να περιμένει το πλοίο ακίνητο;»
Ένα δίκιο το είχε. Ξανάβαλε μπροστά την τορπίλη και με σιγανή ταχύτητα κινηθήκαμε προς το πλοίο. Όταν φτάσαμε λίγα μέτρα από αυτό σταματήσαμε και κάτσαμε για λίγο να κόψουμε κίνηση. Νέκρα στο κατάστρωμα. Τώρα, αν είχαν καμιά κάμερα ή κάναν αισθητήρα, αυτό ήταν αδύνατο να το γνωρίζουμε.
«Δένω την τορπίλη. Βγάλε την μπουκάλα και τα πέδιλα να τα δέσω κι αυτά και να κολλήσω την βεντούζα». Έκανα ότι μου είπε. Όταν ήμασταν έτοιμοι, κάναμε να κολυμπήσουμε προς την σκάλα. Το κύμα χτυπούσε τα πλευρά του πλοίου κάνοντας έναν μεταλλικό θόρυβο. Γράπωσα την σκάλα και σιγά-σιγά ανέβηκα πρώτος. Όταν έφτασα στο κατάστρωμα, μια μικρή λάμπα φώτιζε απαλά μια μεταλλική σκάλα που ανέβαινε προς την γέφυρα. Έστησα αυτί να πιάσω κάποιον θόρυβο, ενώ τα μάτια μου σκανάριζαν να πιάσουν την παραμικρή κίνηση. Κρατούσα την αναπνοή μου κι ένοιωθα τους χτύπους της καρδιάς μου στ’ αυτιά μου. Τελικά έκανα νόημα στον τύπο να σκαρφαλώσει κι αυτός. Έβγαλα το όπλο μου και βαδίσαμε προς την γέφυρα. Όταν ανεβήκαμε δυο ορόφους έριξα μια ματιά από το παράθυρο. Ένας τύπος καθόταν σταυροπόδι σε μια από τις βιδωμένες καρέκλες της γέφυρας και κάτι διάβαζε στο ταμπ του.
«Μπουκάρω» ψιθύρισα στον σύντροφό μου. Εσύ κάτσε εδώ και κόβε κίνηση μη μας έρθει κάποιος από πίσω».
Πήρα μια ανάσα και άνοιξα απότομα την πόρτα· το όπλο μου να σημαδεύει τον τυπά. «Χέρια ψηλά και τσιμουδιά!»
Τον πλησίασα με γρήγορα βήματα και του πήρα το ταμπ από τα χέρια και το πέταξα στην διπλανή καρέκλα. «Σήκω!» του φώναξα και τον έψαξα. Του πήρα το κινητό· όπλο δε βρήκα. Τον μελέτησα για λίγο. Ψηλός, λεπτός, κουρασμένο βλέμμα και κακό κούρεμα· τριαντάρης. Φορούσε πουκάμισο με το σήμα της Ευρωπαϊκής επιτροπής ναυτικού εμπορίου. Από κάτω το όνομά του που ήταν ξένο· μάλλον γαλλικό.
«Μιλάς αγγλικά;» τον ρώτησα στα αγγλικά. Χαζή ερώτηση. Αδύνατον να εργάζεσαι σε κάποιον οργανισμό και να μην γνωρίζεις αγγλικά. Αλλά η ζωή έχει τόσες εκπλήξεις…
Μιλούσε.
Τον ρώτησα για τον καπετάνιο, το πλοίο, το εμπόρευμα, τον προορισμό και τα λοιπά. Είπε ό,τι προβλεπότανε να γνωρίζει. Στο κάτω-κάτω, αυτή ήταν, υποτίθεται, η δουλειά του· να συνοδεύει και να παρακολουθεί τα πλοία που κινούνταν στον ευρωπαϊκό ναυτιλιακό χώρο.
«Τι έβγαλε ο καπετάνιος στη στεργιά;» ρώτησα· το όπλο πάντα στο χέρι μου.
«Λαθραίους», απάντησε. «Εσύ τι είσαι;»
«Τουρίστας. Οι μηχανικοί κι η κυρά του καπετάνιου;»
«Κλειδωμένοι στο μηχανοστάσιο. Αυτή, μάλλον ξαπλωμένη στην καμπίνα του καπετάνιου».
«Κλειδωμένοι;»
«Όσα λιγότερα βλέπουν, τόσα λιγότερα γνωρίζουν».
«Σωστό…»
Ανασήκωσε τους ώμους.
«Δε θέλω να σου κάνω κακό», του εξήγησα. «Εγώ είμαι εδώ να τσεκάρω πως όλα πάνε καλά και δεν θα έχουμε πρόβλημα με το φορτίο για Αλβανία. Θέλω να ρίξω μια ματιά τριγύρω. Δε θα μου δημιουργήσεις προβλήματα;»
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
Είπα στον σύντροφό μου να βρει σκοινί και να μπει μέσα. Εμφανίστηκε με μια κουλούρα στο χέρι. Τι διάολο, σε πλοίο βρισκόμασταν! Έδεσα ο ίδιος τον αξιωματικό, γιατί αν θες κάτι να γίνει σωστά, πρέπει πάντα να το κάνεις ο ίδιος.
«Κάτσε εδώ και φύλαγε τσίλιες», είπα στον δικό μου. «Πάω κάτω να δω τι παίζει».
Συμφώνησε μ’ ένα νεύμα και άνοιξα την πόρτα που έβγαζε σε μια σκάλα που κατέβαινε προς τα κάτω.
Τα γυμνά μου πόδια βοηθούσαν στο να κάνω ελάχιστο θόρυβο. Σε τακτικά διαστήματα ένας γλόμπος φώτιζε ίσα-ίσα για να μην κοπανάς την μύτη σου εδώ κι εκεί. Ήταν ένας γαμημένος λαβύρινθος. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένας συνεχόμενος ηλεκτρικός βόμβος και η δόνηση από τον κινητήρα στο αμπάρι. Κάποια στιγμή έφτασα σε κάτι που έμοιαζε με μικρή τραπεζαρία. Βιδωμένα τραπέζια και πάγκοι και κάτι σαν κουζίνα στην μια μεριά. Από κάπου έπιασα μουσική. Ακολούθησα την μελωδία και έφτασα έξω από μια μισάνοιχτη μπουκαπόρτα· τα φώτα έκαιγαν μέσα. Ένα διπλό κρεβάτι και ένα γραφείο γεμάτο με σκόρπια χαρτιά πάνω του. Έριξα ένα βλέφαρο προσπαθώντας να δω την κυρά του καπετάνιου. Τίποτα. Πήρα βαθιά ανάσα και την άφησα να βγει αργά-αργά. Έσφιξα το όπλο στο χέρι και με τον ώμο μου έσπρωξα απαλά την πόρτα η οποία στην αρχή υπάκουσε αθόρυβα, αλλά στο τέλος έβγαλε ένα μεταλλικό κελάηδισμα που μου φάνηκε σαν σειρήνα.
Η πόρτα όρμησε κατά πάνω μου. Δεν το περίμενα και σκόνταψα στο σίδερο που εξείχε από κάτω της που υπάρχει στα πλοία. Έσκασα με την πλάτη στον τοίχο του διαδρόμου. Το κεφάλι κι ο ώμος μου πόνεσαν. Κάτι έσκασε στα μούτρα μου. Κάτι που έσπασε σε κομμάτια.
«Την παναγία μου!» φώναξα και κλότσησα στα τυφλά. Κάτι πέτυχα, αλλά τα γυμνά δάχτυλα του ποδιού μου διαμαρτυρήθηκαν έντονα και φοβήθηκα πως κάτι είχε σπάσει. Μια γυναικεία φωνή μου εξήγησε τι συνέβαινε.
«Ποιος είσαι γκαμιόλι!» φώναξε με σπαστά ελληνικά· προφορά βαριά, σλάβικη.
«Αυτός που θα σε γαμήσει, καργιόλα!» ούρλιαξα. Μου την δίνει όταν μου την φέρνουν από το πουθενά!
Ό,τι κι αν ήταν αυτό που μου είχε κοπανίσει στο κεφάλι, είχε σκορπιστεί στο πάτωμα. Αυτή πήγε να κλείσει την πόρτα αλλά έβαλα όλο μου το βάρος και την έσπρωξα πίσω. Βρέθηκα μέσα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου μέτρησα τις διαστάσεις του χώρου και έβαλα σημάδια. Η τύπισσα στεκότανε λίγα μέτρα παρακεί και έκανε να πιάσει κάτι για να μου το κοπανίσει. Φορούσε μόνο εσώρουχα· σέξι και προκλητικά. Το σώμα της νέο, σφριγηλό και καλοσχηματισμένο. Κάτι έφτυσε στα ρωσικά; Δεν ήμουν βέβαιος. Αν και σίγουρα δεν ήταν κάποιο κομπλιμέντο.
«Δε θέλω να σου κάνω κακό», της φώναξα.
Μ’ έγραψε στο μουνί της και μου πέταξε κάτι βαρύ. Δε πρόλαβα να καταλάβω τι ήταν κι ούτε μ’ ένοιαζε να μάθω. Κατάφερα να κάνω πλάγια και πέρασε ξυστά από δίπλα μου. Μέχρι να σταθώ πάλι σωστά είχε ήδη αρπάξει κάτι άλλο για να μου το φέρει στο κεφάλι.
Βιδώθηκα!
Όρμηξα μπροστά και της έριξα μπουνιά στο σαγόνι.
Μαλακία.
Το παράκανα. Η τύπισσα έκανε δυο στροφές πριν σκάσει στον τοίχο και γλιστρήσει κάτω στο πάτωμα σαν σακί με άπλυτα. Πλησίασα προσεχτικά, έτοιμος για όλα· μπορεί να έπαιζε θέατρο.
Όχι, ήταν φυσική η παράσταση.
Έχωσα το όπλο στην ζώνη της φόρμας κατάδυσης και κοίταξα τριγύρω. Λίγα σκόρπια ρούχα, κουτάκια από μπύρα και μπουκάλια βότκας από την Τουρκία.
Τούρκικη βότκα ρε πούστη μου!
Σχεδόν την λυπήθηκα.
Άρπαξα το σεντόνι από το κρεβάτι και το έσκισα λωρίδες. Ξάπλωσα την κοπέλα στο στρώμα και τις έδεσα τα πόδια και τους καρπούς πίσω από την πλάτη. Τσέκαρα την ζημιά. Θα άφηνε μελανιά αλλά πίστευα πως δεν είχα σπάσει κάποιο δόντι. Πήγα να φύγω από το δωμάτιο αλλά γύρισα για να της φιμώσω και το στόμα. Ποτέ δεν ξέρεις…
Όταν βγήκα έξω, πίσω στον διάδρομο, είδα γυαλιά κάτω. Κοίταξα τα πόδια μου και είδα πως άφηνα πίσω αιμάτινες πατούσες.
Γαμημένο μουνάκι!
Δεν την λυπόμουν πια. Ευχήθηκα να της πρηστεί το μάγουλο και κάθε φορά που ο καπετάνιος θα έχωνε το καυλί του στο στόμα της να έκλαιγε από τον πόνο.
Έφτασα στην άκρη του διαδρόμου όπου μια στενή σκάλα κατέβαινε κάτω. Η δόνηση του πλοίου είχε γίνει πιο έντονη.
Όταν έφτασα στο τέλος της σκάλας εντόπισα μια μπουκαπόρτα με στρόφιγγα που έκλεινε τον δρόμο. Υπήρχε αλυσίδα κι ένα λουκέτο που εμπόδιζε την περιστροφή της.
Θυμήθηκα που ο τύπος είχε αναφέρει ότι οι μηχανικοί ήταν κλειδωμένοι. Κοίταξα τριγύρω και είδα πως τα κλειδιά κρεμόντουσαν από έναν γάντζο εκεί κοντά. Ξεκλείδωσα και γύρισα την στρόφιγγα. Καλού-κακού έπιασα τ’ όπλο μου για να είμαι έτοιμος. Άνοιξα την πόρτα και κοίταξα μέσα. Αμέσως ο δυνατός ήχος ηλεκτροκινητήρων γέμισε τ’ αυτιά μου. Φώτα λεντ από το ταβάνι έβγαζαν έντονο άσπρο φως που δημιουργούσε δυνατές σκιές. Σε μιαν άκρη, είδα μια διπλή κουκέτα βιδωμένη στον τοίχο. Στην πάνω μεριά κάποιος νέος μονάχα με το σώβρακο φαινότανε να κοιμάται. Παραδίπλα, ένας τυπάς με φόρμες καθόταν σε μια καρέκλα και –φρικάρω ακόμη που το θυμάμαι— έλυνε σταυρόλεξο σε περιοδικό.
Περιοδικό, φίλε μου!
Μάλλον κάτι έκανα που του τράβηξε την προσοχή. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς το μέρος μου. Αμέσως κάρφωσε τα μάτια του στο όπλο μου, και μετά στο αγόρι που κοιμόταν παραδίπλα.
«Δεν θα σου κάνω κακό», του είπα στ’ αγγλικά.
Σιγά μη πίστευε έτσι απλά έναν άγνωστο με όπλο στο χέρι. Τον ρώτησα από που ήταν. Ιράκ, μου απάντησε.
Του μίλησα στα αραβικά. Δεν τα μιλούσα τέλεια, αλλά μπορούσα να συνεννοηθώ για τα βασικά. Αυτό φάνηκε να τον χαλαρώνει λίγο. Τον ρώτησα αν είναι αιχμάλωτος. Μου είπε πως όχι, αλλά πως κι ούτε ελεύθερος ήταν.
Κατάλαβα. Το πλοίο ήταν η χώρα και τα σύνορα της ελευθερίας του. Κι αυτό, ανάλογα με τις διαθέσεις του καπετάνιου που θα περνούσε ή όχι την αλυσίδα.
Με ρώτησε αν ήμουν αστυνομία και πού βρισκόμασταν. Του είπα πως όχι, δεν ήμουν μπάτσος, και βρισκόταν νοτιοδυτικά της Ελλάδας.
«Ευρώπη!» αναφώνησε· ένα ίχνος χαμόγελου στα χείλι, ένα τρεμόπαιγμα ελπίδας στα μάτια.
«Ήρθα να δω τι μαλακίες έχει κάνει ο καπετάνιος», του εξήγησα. «Σε λίγο θα φύγω. Αν θες να έρθεις μαζί μας, θα σε βοηθήσω. Απλά να ξέρεις. Θα αφήσω εσένα και τ’ αγόρι σου στην παραλία, στη στεργιά. Μετά είσαι μόνος».
«Μη με βάζεις σε πειρασμό», κοίταξε πάλι προς τον κοιμώμενο νεαρό που στο μεταξύ είχε γυρίσει ανάσκελα. Τον έκοψα για ανήλικο· δεκάξι-δεκαεπτά; Όμορφο σώμα· πυκνά μαύρα μαλλιά.
«Σκέψου το και πες μου. Θέλω να πάω στο αμπάρι να δω τι κουβαλάει το πλοίο. Πώς θα πάω;»
Μου εξήγησε κουτσά-στραβά.
«Σε πέντε λεπτά θα έχω γυρίσει. Σκέψου το. Συζήτα το με τον μικρό και μου λέτε. Δε θα έχετε άλλη ευκαιρία».
Έφυγα χωρίς να περιμένω απάντηση. Ακολούθησα τις οδηγίες του και βγήκα σε έναν μεγάλο χώρο που άνοιγε από πάνω με μεταλλικές μπουκαπόρτες. Ακουγόταν ο αέρας κι ο ήχος της θάλασσας. Ο χώρος ήταν διαμερισματοποιημένος με βιδωμένα μεταλλικά πάνελ που μπορούσαν να τα αλλάξουν όπως ήθελαν. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η μυρουδιά. Εκτός από μέταλλο και λάδι, μύρισα έντονα κόπρανα, κάτουρα, εμετό κι ιδρώτα· η μυρουδιά φοβισμένων ανθρώπων.
Βρήκα και γύρισα έναν διακόπτη. Φώτα άναψαν και φώτισαν τον χώρο. Κομμάτια από ρούχα, ένα-δυο παπούτσια, μια πάνινη κούκλα, ντάνες πλαστικά μπουκάλια και χαρτιά σκορπισμένα παντού. Ένας μπόγος σε μια γωνία.
Πλησίασα.
Ο μπόγος κουνιόταν. Η σταθερή, σιγανή κίνηση της ανάσας. Πλησίασα κι άλλο. Γυμνά πόδια, χέρια. Σορτς, μπλούζα, καπελάκι τζόκει· στραβά από τον ύπνο. Μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά από κάτω. Δέρμα σταχτί, μύτη αράβικη.
Αγόρι, οχτώ, εννιά, δέκα το πολύ.
Πίεσα την παλάμη στην μάπα μου. Έτριψα τα μάτια και την μύτη μου. Την δάγκωσα με το στόμα μου.
Δεν χρειαζόσουν πτυχίο κβαντικής για να καταλάβεις. Ο κυρ καπετάνιος κουβαλούσε λευκή σάρκα. Για σεξ, όργανα; Δεν ξέρω ποιο είναι πιο φρικτό. Το θέμα είναι πως είχε ξεφορτώσει. Μόνο αυτό το μικρό είχε μείνει. Δεν ήθελα καν ν’ αρχίσω να σκέφτομαι τους λόγους.
Είχα πάρει τις απαντήσεις μου. Ήξερα τι έτρεχε και σύντομα θα μετέφερα τα νέα στον βασιλιά. Αυτός, μετά, ας κανόνιζε τις συμφωνίες του.
Γύρισα πλάτη στον μικρό κι έκανα ένα βήμα.
Σταμάτησα.
Γύρισα πίσω. Τον κοίταξα.
Υποσιτισμένος, αφυδατωμένος. Σημάδια από σχοινιά στα πόδια και στα χέρια. Ποδαράκια τόσο λεπτά· σαν καλαμάκια. Αναρωτήθηκα πως μπορούσε να περπατάει αυτό το λεπτοκαμωμένο πραγματάκι χωρίς να σπάει από το ίδιο του το βάρος.
Έβρισα τον εαυτό μου και με βήμα γοργό πήγα προς την πόρτα. Κατά λάθος κλότσησα μερικά πλαστικά μπουκάλια. Πάγωσα στη θέση μου. Δεν το άκουσα· το αισθάνθηκα να ξυπνάει. Ένοιωσα το βλέμμα του καρφωμένο στη πλάτη μου.
Γύρισα. Είχε ανασηκωθεί στους αγκώνες και με κοιτούσε. Και είδα. Μάτια μαύρα, σαν πηγάδια κάτω από την αστροφεγγιά. Και την μπλούζα. Με την καρτουνίστικη φάτσα ενός λαγού.
Η καρδιά μου κλότσησε δυνατά· έχασε για λίγο τον ρυθμό της. Ο εγκέφαλος βάρεσε έρορ και έβγαλε φρακάρισμα μνήμης. Ψέλλισα ένα όνομα από παλιά. Κάτι ψιθύρισε το μικρό σε μια γλώσσα που ακούστηκε σαν αραβικά αλλά δεν ήταν αραβικά. Μετά κατάλαβα. Περσικά!
Το αγόρι ήταν από Περσία, την κλειστή χώρα των Αρίων. Περιφραγμένη με αόρατο σιδερένιο παραπέτασμα, όπου τίποτα δεν έμπαινε και τίποτα δεν έβγαινε. Ένα τέτοιο αγόρι ή κορίτσι θα έπιανε καλά λεφτά στα μποντέλα της Ευρώπης. Δεν χρειαζόταν καν να ήταν όμορφα· αρκούσε η μυστήρια καταγωγή.
Κάτι ξαναείπε. Του απάντησα στα αραβικά.
«Πεινάω», είπε σε σπαστά αραβικά.
Και εγώ τι θες να κάνω!
Ένοιωσα όλο μου το σώμα να πονάει από το σφίξιμο. Έπρεπε να καταβάλω συνειδητή προσπάθεια για να χαλαρώσω τους μύες μου. Συνειδητοποίησα πως ο χρόνος περνούσε.
Τι έπρεπε να κάνω;
Τι μπορούσα να κάνω;
Χωρίς να πλέξω την κατάσταση περισσότερο;
Το παιδί σηκώθηκε και τρέκλισε για λίγο. Όταν βρήκε την ισορροπία του με πλησίασε. Επανέλαβε πως πεινούσε.
Το βλέμμα του.
Δεν ξέρω ούτε πώς, ούτε γιατί. Αλλά ανέβηκα τα σκαλιά στο μηχανοστάσιο με το χέρι μου τυλιγμένο γερά γύρω από τον καρπό του παιδιού. Κυριολεκτικά το έσερνα.
Όταν μπήκα στο μηχανοστάσιο βρήκα τον μηχανικό και τον γιό του να ντύνονται και να μαζεύουν σ’ έναν σάκο τα λιγοστά τους προσωπικά αντικείμενα.
Ο πατέρας με κοίταξε στα μάτια.
Του έκανα απλά ένα νεύμα και βγήκα μπροστά να ανέβω στη γέφυρα. Περνώντας από την κάμαρα του καπετάνιου σταμάτησα να δω την κοπέλα. Είχε ξυπνήσει και σπαρταρούσε σαν ψάρι προσπαθώντας να λύσει τα δεσμά της. Όταν με αντιλήφθηκε που την κοιτούσα από την μισάνοιχτη πόρτα σταμάτησε και τα μάτια της καρφώθηκαν στο όπλο μου. Έκανα παντομίμα πως την πυροβολούσα και έμεινε ακίνητη να κοιτάζει. Τράβηξα τον μικρό και συνέχισα για πάνω.
Σχεδόν τράκαρα στον σύντροφό μου που έτρεχε προς το μέρος μου. «Πού είσαι τόση ώρα!» Κοίταξε μια στιγμή τον μικρό που έσερνα πίσω μου. «Τι ειν’ αυτό; Χέσε! Δε με νοιάζει. Ο καπετάνιος γυρνάει. Θα είναι εδώ σε λίγα λεπτά. Τι κάνουμε;»
«Πόσους χωράει η βάρκα που χρησιμοποιεί;»
Πάγωσε για λίγο. «Μικρή είναι. Κάνα τρίμετρο. Τρία, τέσσερα άτομα; Πέντε το πολύ;»
«Τέλεια».
«Τι θα κάνεις;»
«Θα την επιτάξω, φυσικά».
«Νόμιζα πως ήμασταν εδώ απλώς για έλεγχο…»
«Όχι πια. Οι συνθήκες άλλαξαν».
«Δεν συμφώνησα για κάτι τέτοιο!»
«Ούτε εγώ. Αλλά ο άνθρωπος που δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες δεν τα καταφέρνει για πολύ».
Ζύγισε για λίγο τα λόγια μου και με κοίταξε στα μάτια. «Είσαι ή μαλάκας ή πολύ επικίνδυνος, φιλάρα», μου είπε τελικά.
«Γιατί όχι και τα δύο;»
«Σωστό κι αυτό. Οκέυ. Νέο πλάνο. Πόσους βρήκες;»
«Τρία άτομα με το αγόρι. Το μικρό όμως θα έρθει μαζί μου».
«Πώς θα—»
«Άκου. Περιμένουμε τον κάπτεν. Τον πιάνουμε στα πράσα πριν προλάβει να κάνει κάτι ή να ειδοποιήσει κάποιον. Παίρνουμε τη βάρκα. Εσύ πας μπροστά με την τορπίλη στη βάρκα σου. Εγώ σ’ ακολουθώ με την μικρή. Εγώ κι ο μικρός συνεχίσουμε μαζί σου πίσω από εκεί που ήρθαμε. Ο μηχανικός κι ο μικρός του πάνε μόνοι τους στεργιά και στην ευχή του Θεού. Σε πληρώνω για τις υπηρεσίες σου διπλάσια τιμή. Καβαλάω την μηχανή με τον μικρό και δε με ξαναβλέπεις. Πώς σ’ ακούγεται;»
Έξυσε το κεφάλι του. «Τριπλά;»
«Με γαμάς τον κώλο ακάποτα!»
«Έχεις κάνει μεγάλη ζημιά όμως…»
«Τριπλά και τέρμα. Και θα πω τα καλύτερα λόγια για σένα μόλις γυρίσω Αθήνα».
Έβγαλε έναν στεναγμό. Με έκοψε από πάνω ως κάτω, κάνοντας μια σύντομη στάση στο όπλο μου. «Νομίζω πως είσαι πιο γενναιόδωρος από κάτι άλλους. Σύμφωνοι».
Στήσαμε καρτέρι και περιμέναμε να φτάσει η βαρκούλα με τον καπετάνιο. Ο μικρός κι οι άλλοι δύο περίμεναν κρυμμένοι πίσω από την γέφυρα.
Μόλις ο καπετάνιος έφτασε, έδεσε την βάρκα κι έκανε ν’ αρπάξει την ανεμόσκαλα, σκάσαμε μούρη με τις μάσκες μας φορεμένες και τα όπλα παρατεταμένα.
«Χελόου κάπτεν», του φώναξα. «Πλιζ, ελάτε πάνω που σας θέλουμε δυο λεπτά».
Η έκπληξή του ήταν φανερή. Κοίταξε πίσω προς την στεριά.
«Πλιζ, νο πολις, κάπτεν. Ελάτε πάνω. Δε θα σας πειράξουμε. Στο λόγο της τιμής μου».
Το πήρε απόφαση κι ανέβηκε την ανεμόσκαλα με εντυπωσιακή ευκολία. Τον ψάξαμε και δεν βρήκαμε κάποιο όπλο. Του πήραμε όμως το κινητό και το πετάξαμε στη θάλασσα.
Η συνομιλία μας δεν κράτησε πολύ. Του εξήγησα την κατάσταση και φάνηκε να την δέχεται πολύ στωικά. Ρώτησε για την γκόμενά του και του είπα πως αν του αρέσει το σαδομαζό θα γουστάρει αυτό που θα βρει στο δωμάτιό του.
«Και χωρίς μηχανικούς;» ρώτησε όταν τους είδε φορτωμένους κι έτοιμους.
«Ελάτε τώρα, κάπτεν. Ξέρουμε κι οι δυο πως είναι διακοσμητικοί κυρίως. Ένας απλός ηλεκτροκινητήρας συνδεδεμένος με μια σειρά μπαταρίες που γυρνάει μια προπέλα. Του πούστη!»
«Θα χρειαστεί να πληρώσω και να εξηγήσω πολλά», συνέχισε τις διαμαρτυρίες του.
«Το μικρό πέθανε από την κακουχία και το πέταξες στη θάλασσα να μην το βρούνε στο πλοίο. Ο μηχανικός βρήκε ευκαιρία και τό ’σκασε. Συμβαίνουν αυτά…»
«Θαρρώ πως ναι, συμβαίνουν… Η θάλασσα είναι μεγάλη καργιόλα μερικές φορές».
«Για να το λέτε εσείς, κάτι θα ξέρετε». Έκανα νόημα να κατέβουν την σκάλα και να μπούνε στην βαρκούλα. «Και τώρα, κάπτεν, χωρίζουν οι δρόμοι μας. Θα μας συγχωρήσετε, φαντάζομαι, την μικρή ζημιά στις επικοινωνίες, αλλά δε θα θέλαμε να βρούμε μπάτσους να μας περιμένουν στην στεργιά. Αυτό θα ήταν δυσάρεστο για μας, καταλαβαίνετε;»
Παρέμεινε σιωπηλός. Ο σύντροφός μου έριξε μια τελευταία ματιά και βούτηξε στη θάλασσα. Περίμενα μέχρι να τον ακούσω να μου φωνάζει πως ήταν έτοιμος.
«Σαλούντ», έκανα στο καπετάνιο χαιρετισμό με το όπλο στο κεφάλι μου. «Μακάρι να μην ξανασυναντηθούμε».
«Αυτό θα το κρίνει μονάχα ο Θεός», είπε καθώς κατέβαινα τη σκάλα.
«Δεν υπάρχει Θεός, κάπτεν», του είπα καθώς το πόδι μου έσκασε στην μικρή βαρκούλα που κλυδωνιζότανε από τα κύματα. «Μονάχα εμείς οι καταραμένοι κι οι συνειδήσεις μας». Έλυσα το σκοινί κι έδωσα μια σπρωξιά. «Αντίο, κάπτεν». Έκατσα πίσω κι έβαλα μπρος τον κινητήρα. Τσέκαρα την μπαταρία και είδα πως είχε ρεύμα για πάνω από πέντε ώρες. Γύρισα την μανιβέλα και ακολούθησα τον σύντροφό μου που προπορευότανε και μου έκανε σήμα με ένα κόκκινό φωτάκι στη στολή του.
Τα πράγματα κύλησαν όπως τα είχα ελπίσει. Ανέβηκα στη βάρκα του τυπά και έδωσα οδηγίες στον μηχανικό και τον γιό του για την στεργιά. Του εξήγησα τα βασικά για τα δικαιώματά του και πως να ζητήσει άσυλο. Θα του έπαιρνε χρόνια, αλλά αν ήταν τυχερός θα τα κατάφερνε. Στην χειρότερη θα τους έβαζαν μια μέρα σ’ ένα αεροπλάνο της κακιάς ώρας και θα τους επέστεφαν στην κόλαση της μέσης ανατολής.
«Τι το θες το μικρό;» με ρώτησε ο τυπάς όταν γκάζωσε το ταχύπλοο και έβαλε ρότα για εκεί απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει.
«Μην ανησυχείς», διάβασα το βλέμμα του. «Είμαι ένα καταραμένο σίχαμα, αλλά όχι τόσο ώστε να πηδάω ανήλικα».
«Τότε γιατί το μάζεψες;»
Έμεινα σιωπηλός για λίγο. «Δεν ξέρω», είπα τελικά. «Ήταν το τελευταίο από το φορτίο τους. Ολομόναχο στ’ αμπάρι. Ποιός ξέρει για που το ετοίμαζαν…»
«Κάναν πελάτη με ακριβά γούστα;»
«Ή τεμαχισμό και μεταμόσχευση…»
«Ή και τα δυο…»
Ένευσα.
«Δεν ξέρω αν είσαι μεγάλη καρδιά ή μεγάλος μαλάκας», είπε τελικά μετά από ώρα, όταν πλησιάζαμε την ακτή. Στο βάθος μακριά έπεφταν ακόμη μερικοί κεραυνοί στα κεντρικά της Πελοποννήσου. «Αν ήσουν μαλάκας», συνέχισε, «δε θα είχες επιβιώσει τόσα χρόνια. Αλλά αν είχες μεγάλη καρδιά, πάλι θα σε είχαν ξεσκίσει από νωρίς».
Έσκασα στα γέλια. Δε μπορούσα να σταματήσω. Ο τυπάς κι ο μικρός με κοίταζαν με απορία.
«Μη το ψάχνεις», του είπα τελικά. «Κανείς μας δεν ξέρει πραγματικά ποιοι είμαστε και τι είμαστε ικανοί να κάνουμε —κυρίως εμείς οι ίδιοι. Εκεί πάμε;» έδειξα με το δάχτυλο.
Ένευσε ναι και διόρθωσε την πορεία του.
Φτάσαμε, δέσαμε, ξεφορτώσαμε και πήγαμε με το αμάξι πίσω στην αποθήκη του.
Εκεί πέταξα από πάνω μου την ελαστική στολή κατάδυσης κι απόλαυσα την αίσθηση του γυμνού σώματος που το χαϊδεύει η αύρα μετά από καταιγίδα. Πήρα μερικές τζούρες κρύσταλλο να χαλαρώσω.
Το μικρό είχε κάτσει σε μια πλαστική καρέκλα και μελετούσε τον χώρο με απορία. Αυτό μου έδωσε ελπίδα. Θυμήθηκα τα λόγια μιας δασκάλας όταν ήμουν μικρό, όταν είχε έρθει ένα αφρικανάκι στην τάξη μας, μαύρο σαν την πίσσα: «Όλο κοιτάζει και μελετάει· πράγματα, πρόσωπα. Είναι έξυπνο. Θα μάθει γρήγορα». Έτσι και τ’ αγόρι· τα μάτια του πετούσαν σαν πουλιά.
Όσο ντυνόμουν ο τυπάς σήκωσε το ντρόουν του και μελέτησε την περιοχή. «Δε βλέπω μπάτσους, ούτε πραίτορες. Νομίζω πως ό,τι ήταν να μαζέψουν το έχουν ήδη πάει μακριά».
«Καλύτερα για μένα. Δε θέλω προβλήματα και εξηγήσεις για ένα παιδί χωρίς χαρτιά και ταυτότητα.
«Τι θα το κάνεις τελικά;»
Αναστέναξα. «Δεν ξέρω. Πάντως δε θα το πετάξω στα σκουπίδια. Άνθρωπος είναι».
«Τι θα πω στ’ αφεντικό σου όταν με πάρει τηλέφωνο;»
«Την αλήθεια, φυσικά! Καταλαβαινόμαστε. Πάμε χρόνια πίσω μαζί. Θα θυμώσει· θα με πει μαλάκα και ηλίθιο που πάω και μπλέκω. Αλλά στο τέλος απλά θα με στείλει να διορθώσω την επόμενη μαλακία που θα σκάσει. Έτσι πάνε αυτά».
«Οκέυ. Αφού έτσι το θες…»
Βλεφάρισα τα μάτια και ετοίμασα ένα ποσό στο μυαλό μου. «Άνοιξε πορτοφόλι», του πέταξα. Με υπάκουσε. Έδωσα την εντολή μεταφοράς. «Μια μικρή αμοιβή για τις εξαιρετικές σου υπηρεσίες. Με κάτι έξτρα για να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό για ό,τι συνέβη απόψε· μ’ εξαίρεση, βέβαια, τον βασιλιά. Το εννοώ· δεν έχω να κρύψω τίποτα».
«Είναι πάρα πολλά…»
«Επειδή ήσουν πάρα πολύ καλός».
Αναστέναξε. «Οκέυ. Θα την κάνεις τώρα;»
«Ναι. Δεν νομίζω να ξαναβρεθούμε, εκτός κι αν αποφασίσεις ν’ ανέβεις Αθήνα».
«Παραμαζευτήκανε πολλοί εκεί μωρέ».
Ανασήκωσα τους ώμους. «Αν, λέμε, τ’ αποφασίσεις ποτέ, εγώ θα πω σε όλους μια καλή κουβέντα για σένανε. Να ξες».
Πλησίασα τον μικρό. Του είπα με σπαστά αραβικά ότι θα πάμε σπίτι μου. Ότι είναι μακριά και θα μας πάρει μερικές ώρες. Τον ρώτησα αν είχε ξανανέβει σε μηχανή. Το βλέμμα κι η απάντησή του με έκαναν να νιώσω μαλάκας. Φυσικά. Πέρσης ήτανε· όχι εξωγήινος τουρίστας.
Ο τύπος είχε ανοίξει την γκαραζόπορτα και περίμενε να την κάνουμε.
Καβάλησα την μηχανή και περίμενα τον μικρό να ανέβει από πίσω. Ένιωσα τα δυο λεπτά σαν καλαμάκια χεράκια του να τυλίγονται γύρω από την μέση μου. Πίεσα την μανιβέλα κι ο κινητήρας πήρε μπρος. Χωρίς άλλες καθυστερήσεις βγήκα έξω και πάτησα γκάζι.
Λίγο έξω από τους Γαργαλιανούς εντόπισα ένα κατάστημα με είδη μηχανής. Βρήκα ένα σιδερικό και αφού κατέβασα την βιτρίνα μπούκαρα μέσα με τον συναγερμό να βαράει αλύπητα. Βρήκα κι άρπαξα ένα κράνος για παιδιά και το έδωσα στον πιτσιρικά· παρακολουθούσε την όλη διαδικασία σαν να ήταν κάτι απόλυτα συνηθισμένο. Το φόρεσε και τον ρώτησα αν του καθόταν οκέυ;
Μου έκανε σήμα με τον αντίχειρα. Πάτησα το κουμπί στο κράνος να κάνει συγχρονισμό με την μηχανή και το δικό μου, για να μπορεί να βλέπει πληροφορίες και να επικοινωνούμε. Δεν περίμενα πολύ. Όταν είδα από μακριά τα φώτα των μπάτσων εμείς ήδη είχαμε γκαζώσει για Πάτρα. Όταν περάσαμε την μεγάλη γέφυρα έστριψα δεξιά και έβαλα πορεία για Αθήνα.
Στην Άμφισσα κάναμε μια σύντομη στάση για μπουγάτσα και κακάο. Ο μικρός έφαγε διπλή μερίδα. Θα έτρωγε και παραπάνω αλλά του είπα πως θα πονούσε και πως θα τον τάιζα ξανά αργότερα. Άφησα ένα μήνυμα στον βασιλιά όπου το είπα τα καθέκαστα. Η απάντησή του ήρθε κάνα μισάωρο μετά καθώς οδηγούσα.
«Βρε μαλάκα… Πότε θα πάψεις να μαζεύεις ό,τι αδέσποτο βρίσκεις μπροστά σου;» με ρώτησε. Ήταν μια καλή ερώτηση για την οποία δεν είχα απάντηση. Με ενημέρωσε πως το πλοίο είχε βάλει μπρος και κινούνταν προς Αλβανία με κανονική ταχύτητα.
Όλα πρίμα λοιπόν!
Ήταν περασμένες εννιά όταν φτάσαμε Αθήνα· λόγω του μικρού είχα προσπαθήσει να μην πηγαίνω με παραπάνω από εκατόν είκοσι. Όχτο εκατομμύρια μαλάκες τρέχανε σαν τα κοτόπουλα να αδράξουν την μέρα και είχαν φρακάρει τους δρόμους. Οι δυτικές γραμμές του μετρό ήταν κλειστές λόγω των επεισοδίων στην περιοχή. Πραίτορες είχαν αποκλείσει κεντρικές αρτηρίες και γινότανε της καργιολοπουτάνας.
Σμπούτσαμ! Ξέρω πως να ξεγλιστράω με την μηχανή.
Ο μικρός, αντί να φοβάται, γελούσε στους απότομους ελιγμούς και γκαζώματα. Με έγδαρε λίγο με τα νύχια του στην κοιλιά όταν έκανα σούζα, αλλά τον άκουγα να γελάει στην ενδοεπικοινωνία.
Άρχιζε να μου αρέσει.
Φτάσαμε σπίτι μου. Πάρκαρα στο θωρακισμένο γκαράζ και χαιρέτησα τον Νόντα που είχε βάρδια στην πύλη. Μπήκαμε στο ασανσέρ κι ανεβήκαμε στο ρετιρέ.
Το σπίτι ήταν δροσερό στους είκοσι οχτώ. Είχα δώσει εντολή πριν καμιά ώρα στο κλιματιστικό, καθώς και στα παντζούρια να κυλήσουν κάτω αφήνοντας ένα λιγοστό φως να μπαίνει από τις σχισμές. Ο μικρός σκάναρε το χώρο. Ήρθε ο Κιθ να μας χαιρετήσει. Μύρισε τον μικρό κι άρχισε να κουνάει την ουρά του. Το αγόρι έσκυψε και τον χάιδεψε τρυφερά.
Του εξήγησα πως εδώ ήταν το σπίτι μου και πως θα ήταν ασφαλής. Δεν θα τον πείραζε κανένας. Με πίστεψε όσο πίστευα εγώ στον άγιο Βασίλη. Με ρώτησε που ήταν το μπάνιο. Τον άκουσα να αδειάζει την κύστη του και να πλένει τα χέρια του όσο εγώ έψαχνα για σεντόνια. Έστρωσα τον καναπέ και του έκανα νόημα να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί.
Έβγαλε τα ρούχα του κι έμεινε με τα εσώρουχα. Χρειαζόταν ένα καλό μπάνιο, αλλά δεν ήταν τώρα η ώρα. Το βλέμμα του εξέφρασε μια άρρητη ερώτηση.
Στέναξα και τον πλησίασα. Τον πίεσα απαλά στον ώμο μέχρι να κάτσει, και μετά μέχρι να ξαπλώσει. Τον σκέπασα με το σεντόνι και του χάιδεψα τα μαλλιά.
«Κοιμήσου» του είπα στην γλώσσα που καταλάβαινε. «Εγώ θα είμαι δίπλα. Θα κοιμηθώ. Είμαι πτώμα. Κανείς δε θα σε πειράξει εδώ. Όταν σηκωθώ, θα μιλήσουμε. Να μάθω για σένα κι εσύ για μένα. Εντάξει;»
Ένευσε.
Μπήκα στο δωμάτιό μου και πέταξα τα ρούχα μου στο πάτωμα. Έμεινα με το σλιπάκι και στην κυριολεξία έκανα βουτιά στο κρεβάτι. Νόμιζα πως η ένταση της βραδιάς θα με κρατούσε ξύπνιο. Κοίταξα την άδεια πλευρά του κρεβατιού και ξαφνικά κατάλαβα, με απόλυτη βεβαιότητα, πως ό,τι είχα με τον άνθρωπο που συνήθιζε να κοιμάται εκεί είχε τελειώσει από καιρό. Δεν ξέρω αν έφταιγε η βραδιά, ή η παρουσία του παιδιού στο σπίτι ή κάτι άλλο.
Έτσι απλά, η πραγματικότητα τρύπωσε στο μυαλό μου κι έλαμψε σαν θέσφατο.
Πριν το καταλάβω, όλα μαύρισαν, και βυθίστηκα σ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα.
—ΤΕΛΟΣ—