από τη Fido
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έκλεισε το λάπτοπ τόσο δυνατά όσο θα ήθελε να τσιρίξει στα μούτρα του Γενικού της.
Πάλι τα ίδια, δέκα λεπτά πριν το σχόλασμα, τους ζήτησε να κάνουν ένα ‘γρήγορο meeting με το team για στοχοθεσία για την επόμενη εβδομάδα.
Ήθελε να τσιρίξει αυτές τις τσιρίδες που φτύνεις σάλια μαζί με χολή και οι λέξεις κολλάνε στο λαρύγγι σαν να ντύθηκαν τα μέσα σου με γυαλόχαρτο. Που όταν ειπωθούν όλα, μένει στις άκρες των χειλιών ένας άσπρος αφρός σαν σόδα αναμεμειγμένη με αναβράζουσα ψυχή.
Ήθελε να τον βρίσει που απαιτούσε να τον αποκαλούν κύριε Γενικέ. Που ενώ ποτέ δεν τους πλήρωνε υπερωρίες, δέκα λεπτά πριν το τέλος της βάρδιας, κάθε σκατομέρα, τους ζητούσε να κάνουν μια “έξτρα τελευταία μικρή δουλίτσα. Δεν θα πάρει πολύ”. Και τι παραπονιούνται τέλος πάντων; Δουλεύουν όλοι από το σπίτι, δεν είναι ότι θα έχουν να οδηγήσουν μέσα στην κίνηση. Και πως κανονικά του χρωστάνε κιόλας, αφού δεν τους κάνει να πηγαίνουν στο γραφείο και είναι στα σπιτάκια τους όλοι αραχτοί με τις πιτζάμες να ρίχνουν και ένα μάτι στην κατσαρόλα με το φαγητό. Αχάριστοι!
Ήθελε να τον βρίσει για τον μισθό που της δίνει, που κάθε φορά φτάνει για τον μισό μήνα. Κανονικά θα έπρεπε να έφτανε έστω και αυτός αφού εδώ και χρόνια ένιωθε πια μισή, μισή Αφροδίτη. Αλλά ο νοικάρης της, η εταιρεία ηλεκτρισμού, το κινητό, το γυμναστήριο που μόνο το πλήρωνε και ποτέ δεν πατούσε, το αυτοκίνητο… όλοι την χρέωναν για ένα ολόκληρο άτομο. Τι παράξενο!
Πότε να ήταν η τελευταία φορά, που ένιωσε σαν ένα ολόκληρο άτομο;
Ήθελε να τον βρίσει που τις λιγοστές φορές που τον είδε live στην μετα-Covid εποχή, σε κατι ανούσια meeting που θα μπορούσαν να είχαν αντικατασταθεί εύκολα από ένα μέιλ, έριχνε την φωνή του κατά μερικές οκτάβες κάθε που της μιλούσε και πλησίαζε τόσο κοντά που μύριζε στην ανάσα του αυγουλίλα με κρέας από το πρωινό που είχε φάει ο άθλιος.
“Γαμώ την keto μου όλοι μέσα. Όλη μέρα να τρώμε σάρκες. Τις δικές μας… αλλωνών”, έτριξε πίσω από τα δόντια της.
Θα έβρεχε άραγε; Πήρε το κινητό στα χέρια και άνοιξε το application του καιρού αντί να κοιτάξει από το παράθυρο. 50% βροχή έδειξε η οθόνη του κινητού. Χρησμός Πυθίας ακόμα και ο καιρός.
Πού καιρός και χρόνος για ρίσκα; Φόρεσε το αδιάβροχο και πήρε το λουρί του σκύλου.
Η Λάικα μόλις είδε την Αφροδίτη να παίρνει το λουρί, σηκώθηκε από το κρεβάτι της αργά, σαν να της ανήκε όλος ο χρόνος του κόσμου- ίσως και να της ανήκε τελικά – τέντωσε τα μπροστά της πόδια και χασμουρήθηκε τεντώνοντας την γλώσσα της σε μια τέλεια καμπύλη που έμοιαζε με νεροτσουλήθρα.
Νεροτσουλήθρες. Τι θυμήθηκε;
Ίσως αυτή να ήταν μια από τις τελευταίες φορές που αισθάνθηκε πιο πολύ από μισή.
Μάλλον κατά 3/4 Αφροδίτη.
Είχαν πάει με τον Μιχάλη στα Χανιά και πέρασαν μια μέρα στο Water Park. Τι και αν το τέλος της μέρας τους βρήκε στο μικρό μπαλκονάκι στα ενοικιαζόμενα με τις πλαστικές άσπρες καρέκλες με γιαουρτώμενες πλάτες και κόκκινα μάτια από το χλώριο;
Γέλασαν τόσο πολύ που το γέλιο τους διακοπτόταν για να ανασάνουν και ακούγονταν σαν να σνιφάρουν. Ίσως τελικά και να σνίφαραν, γραμμές από σπασμένη, σκάρτη ζωή.
Έφαγαν καρπούζι, έπαιξαν Αγωνία και ήπιαν σκέτο τζιν, πριν τους πάρει ο ύπνος κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, χωρίς σεξ μιας και τα δέρματα τους τα αισθανόντουσαν δυο νούμερα μικρότερα από το κάψιμο.
Ήταν οι καλύτερες τελευταίες διακοπές μαζί. Στην πορεία ανακάλυψαν πως υπάρχουν χειρότερα ήδη καψίματος: της χημειοθεραπείας, της ραδιοθεραπείας, της αποτέφρωσης.
Πήγαν μια χρονιά ακόμα στην Σίφνο, με τον Μιχάλη χωρίς μαλλιά, μούσια και ψυχή και την επόμενη η Αφροδίτη μόνη, με τον Μιχάλη στάχτες να τον σκορπίσει σε μια παραλία στα Κύθηρα που όλο έλεγαν να πάνε αλλά που τελικά όντως δεν τα βρήκαν ποτέ μαζί.
Η Λάικα, κλαψούρισε στην πόρτα γρατσουνώντας την μαλακά.
Πόση ώρα στεκόταν με το λουρί και το κλειδί στο χέρι; Έριξε μια τελευταία μάτια στον αρακά και έκλεισε την φωτιά, το μόνο πράγμα που είχε δίκιο ο Γενικός, τσέκαρε τον θερμοσίφωνα και άνοιξε την οθόνη του λάπτοπ φοβούμενη μην την αντικρίσει σπασμένη έτσι όπως το είχε κοπανίσει προηγουμένως; ακόμα το χρωστούσε στο Πλαίσιο.
Με την Λάικα πλέον να γαβγίζει ανυπόμονα, έκλεισε πίσω της την πόρτα του διαμερίσματος και την άφησε να την κατευθύνει προς τα όπου ήθελε, δικιά της ήταν η βόλτα άλλωστε, εκείνη αποφάσιζε κάθε φορά πού θα πάνε. Πότε στον κολλητό Λαμπράντορ του πάνω στενού, πότε στην Βουλγάρα γειτόνισσα με τις ωραίες λιχουδιές, πότε στο Άλσος.
Σήμερα η Λάικα τράβηξε προς το Άλσος, αυτό ακριβώς που ήλπιζε και η Αφροδίτη. Στην είσοδο, απασφάλισε το λουρί και η σκύλα ξεχύθηκε με μανία και κωλοτούμπες στο χώμα, πριν εξαφανιστεί πίσω από μια συστάδα δέντρων.
Μόλις η Αφροδίτη πάτησε το πόδι της πάνω στο στρώμα από πευκοβελόνες, αυτή η μακάρια αίσθηση του να πατάς πάνω σε σύννεφα, είτε στον παράδεισο, είτε στον έρωτα, είτε στα μεγάλα ατέλειωτα δάση, άφησε μια ανάσα που ίσως να την κρατούσε από την αρχή της εβδομάδας.
Άρχισε να περπατάει.
Από παιδί ερχόταν εδώ. Πέρασε μπροστά από το παγκάκι που καθόταν όταν ήταν πέντε χρόνων. Μια μέρα έσκασε ανάσκελα στην τσιμεντωμένη του βάση, άνοιξε το κεφάλι και χρειάστηκε να πάνε με τη μαμά της στο Παίδων, για ράμματα για εκείνη και ηρεμιστικά για την μάνα που έπαθε υστερία. Έκτοτε, συνέχισαν να διατηρούν την σχέση τους σε αυτό το μοτίβο όπου η Αφροδίτη της έκρυβε όλα τα σημαντικά για μην υστεριασει και απέμεινε να τα περνάει όλα μοναχή.
Δεν έκλαψε εκείνη τη μέρα ούτε για τα ράμματα, ούτε και για την υστερία της μάνας. Μόνο για εκείνο το ροζ φούτερ με την Στρουμφίτα έκλαψε που έγινε κόκκινο από το αίμα και δεν καθάρισε ποτέ.
Έβαλε το χέρι της μέσα στα μαλλιά της και με τα δάχτυλά της βρήκε στην κορυφή του κεφαλιού της το καύκαλο από εκείνη την παλιά πληγή. Ήταν όντως εκείνη η ίδια Αφροδίτη. Θα ορκιζόταν πως το είχε ονειρευτεί.
Τι να απέγινε εκείνη η μικρή Αφροδίτη; Δεν χάθηκε, δεν πέθανε αλλά και σήμερα δεν είναι πια εδώ.
Ποια να ήταν ακριβώς εκείνη η στιγμή που έπαψε να είναι εκείνη η συγκεκριμένη μικρή Αφροδίτη και αντικαταστάθηκε από κάποια άλλη;
Το σκεφτόταν σαν ένα ποτήρι φραπέ γεμάτο καφέ. Νερό αρχίζει να πέφτει μέσα στο ποτήρι με τον καφέ. Στην αρχή, ο καφές νερώνει λίγο αλλά ακόμα είναι καφές και το νερό συνεχίζει να υπερχειλίζει το ποτήρι. Μέσα το νερό, έξω ο καφές, πότε σταματάει να είναι ο καφές πια καφές και να γίνεται νερό; Και το ποτήρι θυμάται; Ξέρει πως κάποτε ήταν ένα ποτήρι για καφέ και ας έχει χρόνια να γεμίσει με καφέ ή πάνε χρόνια που ξέχασε τι έμελλε να είναι;
Η άλλη Αφροδίτη; Εκείνη που στην σχολή Tae Kwon Do, την έβαζαν να μονομαχεί με τα αγόρια, αφού τα λιγοστά κορίτσια που υπήρχαν τα έβγαζε knock out στο πεντάλεπτο;
Τι και αν της έλεγαν γονείς και συγγενείς πως ‘αυτό δεν είναι άθλημα για κορίτσι πράγμα!’ και να ‘βρει κάποιο άλλο άθλημα όπως μπαλέτο ή χορό ή έστω στίβο;’
Εκείνη συνέχιζε να πληρώνει με χαρτζιλίκι και δώρα γενεθλίων την σχολή και να έχει αφίσες του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ στον τοίχο του δωματίου της, ειδικά εκείνη που ο Βαν Νταμ πόζαρε σε εναέριο σπαγκάτο με τις φτέρνες μόνο να ισορροπούν σε δύο καρέκλες ήταν η αγαπημένη της. Δεν σταμάτησε να πηγαίνει ούτε όταν άρχισε το κάπνισμα στα δώδεκα, ούτε καν όταν κατά λάθος ένας τριαντάρης συναθλητής της, της έσκασε μια γροθιά στο στόμα ενώ του κρατούσε το σάκο του μποξ στην προθέρμανση και αισθανόταν για δέκα μέρες τα πάνω δόντια της να κουνιούνται. Φυσικά δεν το είπε ποτέ στη μάνα.
Ώσπου έσπασε το πόδι της στην παιδική χαρά –πόση ειρωνεία- δεν γύρισε ποτέ πίσω στην σχολή, κατέβηκαν οι αφίσες από τους τοίχους και τα μόνο που έμειναν να θυμίζουν εκείνη την Αφροδίτη ήταν οι λαδιές από τις αφίσες που άφησε το Blu-Tack στους τοίχους, ένας πόνος στον αστράγαλο κάθε που άλλαζε ο καιρός και το να θυμάται ακόμα πως να μετράνε στα κορεάτικα μέχρι το δέκα: Hana, Dul, Set, Net, Dausut, Yeosut, Llgup, Yeodul, Ah-hope, Yuhl.
Πού πήγε εκείνη η ατρόμητη Αφροδίτη και φτάσαμε στο σήμερα που οι πιο γυμνασμένοι μύες της ειναι εκείνοι του αντίχειρα από το ατελείωτο scrolling να γεμίζει το σκοτάδι της άδειας κρεβατοκάμαρας με ένα άρρωστο κίτρινο φως;
Ή η άλλη μικρή Αφροδίτη; Που ταξίδευε με ένα σακίδιο και με ανοιχτή επιστροφή;
Εκείνη που γυρνούσε στα κουτούκια και έπινε χύμα κρασί γελώντας δυνατά και άνοιγε με τα δόντια τα καπάκια απο τις μπύρες ; “Χωρις Σωτηρία!” έγραφε το πρωτοσέλιδο από τη μέρα που πέθανε η Μπέλλου, που ήταν κολλημένο στον τοίχο του κουτουκιού που πήγαινε εκείνα τα χρόνια και που παρά την σούρα της πήγαινε να βοηθήσει όταν την φώναζε ο ταβερνιάρης στην κουζίνα να πιουν τσιγάρα και να κόψουν μήλα για την παρέα της.
Η μικρή Αφροδίτη που ήθελε να γίνει ηθοποιός; ‘Μα επάγγελμα είναι αυτό;’ Της έλεγαν. Όλοι πεινασμένοι είναι. Μην βλέπεις μερικές σπάνιες ταλαντούχες περιπτώσεις. Στην ψάθα θα πεθάνεις.’ Άρα συμπέρανε πως δεν ήταν ούτε σπάνια ούτε ταλαντούχα.
Η αρχαιολόγος Αφροδίτη που τα καλοκαίρια σάρωνε τα νησιά σε ανασκαφές;
Εκείνη που όλο ήθελε να ασχοληθεί με τα παιδιά και τον εθελοντισμό;
Πού πήγαν όλες τους και την άφησαν μόνη;
Η Λάικα σταμάτησε στην κορυφή του μονοπατιού να ελέγξει ότι ακόμα ερχόταν και χάθηκε ξανά πίσω από τα δέντρα.
Μετά από μερικά βήματα την είδε.
Ήταν σίγουρα πάνω από 80 χρόνων, με ρυτίδες πάνω στα μάγουλα και με μάτια τόσο χαρακωμένα γύρω γύρω που έμοιαζαν με φωλιές πουλιών. Ήταν σκυμμένη και αναποδογύριζε ξύλα και πέτρες και τα έλεγχε εξονυχιστικά πριν να τα αφήσει πάλι ακριβώς όπως τα είχε βρει.
‘Έχετε χάσει κάτι; Θέλετε βοήθεια;’ Ρώτησε η Αφροδίτη.
‘Δεν ψάχνουν μόνο όσοι έχουν χάσει κάτι,’ απάντησε με τα μάτια της ακόμα να σκανάρουν το χώμα. ‘Αλλά ναι, θα ήθελα λίγη βοήθεια αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις κορίτσι μου.’
Κάτι καλύτερο; Μόνο χειρότερα μπορούσε να σκεφτεί.
‘Όχι. Πείτε μου. Τι ψάχνετε;’
‘Χρυσόμυγες. Ψάχνω χρυσόμυγες. Ξέρεις ποιες; Όχι τις σκατόμυγες που γενικά είναι άφαντες σαν κάτι ανθρώπους και που εμφανίζονται μόνο να κολλήσουν στα σκατά. Όχι αυτές. Τις άλλες, τα σκαθάρια με το πράσινο μεταλλικό χρώμα. Εκείνες που μοιάζουν σαν να φοράνε πανοπλία.’
Το ’χασε η γιαγιά, σκέφτηκε η Αφροδίτη.
‘Ναι ξέρω ποιες λέτε,’ απάντησε και δίχως να ξέρει γιατί, άρχισε να ψάχνει, μαζί και η Λάικα που στο μεταξύ είχε επιστρέψει περίεργη για το τι συμβαίνει.
Ανάδεψαν ξερά φύλλα και πευκοβελόνες, λιθαράκια και φλοιούς από δέντρα. Βρήκαν έντομα και ζουζούνια, αυτά τα αστεία που κλείνονται σαν μπάλες όταν φοβηθούν, -πώς τα λένε άραγε;- σαύρες έτοιμες για τον χειμώνα, αργοκίνητες και νωχελικές σαν να είχαν μόλις τελειώσει από Χριστουγεννιάτικο δείπνο, τρομαχτικές και πάντα βιαστικές σαρανταποδαρούσες, αγριεμένες ψαλίδες, βαριεστημένα σκουλήκια και φανερά ενοχλημένους γυμνοσάλιαγκες. Τόση ζωή. Πόση κρυμμένη ζωή;
Πόση ώρα είχε περάσει; Γιατί έψαχναν για χρυσόμυγες τελοσπάντων;
Πριν προλάβει να ρωτήσει, η γιαγιά έπεσε στα γόνατα ρωτώντας απαλά: ‘Εδώ ήσουν καλή μου;’
Σήκωσε το χέρι της και ένα σιγανό μπζζζζζ ακούστηκε. Μια χρυσοπράσινη χρυσόμυγα έκοβε βόλτες πάνω στις πανάδες των χεριών της, μέσα και έξω από τα δάχτυλά της.
‘Συγνώμη. Συγνώμη. Θα με συγχωρέσεις; Ήμουν παιδί. Δεν ήξερα,’ έλεγε η γιαγιά στην χρυσόμυγα ξανά και ξανά, κλαίγοντας.
Ακροβατώντας στην άκρη του δαχτύλου της, η χρυσόμυγα σήκωσε τα μπροστινά της πόδια και απαλά ακούμπησε την γιαγιά στο πρόσωπο, που τώρα έκλαιγε σιωπηλά. Με ένα τελευταίο μπζζζ, ξεδίπλωσε τα φτερά της και χάθηκε πάνω από τα δέντρα.
Μείνανε και οι τρεις από κάτω να κοιτάνε τον ουρανό.
‘Νομίζω… σας συγχώρεσε;’ είπε η Αφροδίτη με αβεβαιότητα. ‘Αλλά τι της κάνατε;’
‘Της συγκεκριμένης, τίποτα, αλίμονο,’ απάντησε η γιαγιά. ‘Στις άλλες όμως… Σαν παιδί, τις πιάναμε. Δεν ξέραμε καλύτερα βλέπεις. Αφού δεν πετούσαμε εμείς, θέλαμε να ελέγχουμε αυτούς που μπορούν. Να γευτούμε ουρανό. Τις δέναμε από το πόδι με μία κλωστή και αυτές προσπαθούσαν να φύγουν, να πετάξουν μακρυά αλλά φυσικά όσο πιο πολύ τραβούσαν τόσο πιο πολύ έσφιγγε ο κόμπος και δεν πήγαιναν πουθενά. Τελικά εγκατέλειπαν μέχρι που πέθαιναν διαμελισμένες και ηττημένες. Εσύ όμως γιατί κλαίς κόρη μου; Έπαιζες και εσύ με τις χρυσόμυγες μικρή;’
Η Αφροδίτη ένευσε αρνητικά πίσω από αναφιλητά, αγκάλιασε την γιαγιά και συνέχισε να κλαίει. Για όλες τις μικρές Αφροδίτες που τις κράτησαν δεμένες από το πόδι και δεν πέταξαν ποτέ και μετά χάθηκαν στο τίποτα.
Και για τις χρυσόμυγες.
Φυσικά και για τις χρυσόμυγες.
Μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε προς τον σκουπιδοντενεκέ. Πέταξε στα σκουπίδια το αδιάβροχο και το λουρί της Λάικας, που έπινε λαίμαργα νερό πιτσιλώντας το πάτωμα.
Θυμήθηκε κάτι κλωστές που είχε στο κουτί με τα ραπτικά. Το βρήκε στην βιβλιοθήκη, μπλε και λίγο σκουριασμένο με φωτογραφίες από μπισκότα βουτύρου στο καπάκι. Το άνοιξε και το άδειασε και αυτό στα σκουπίδια. Στο τέλος πέταξε και το ίδιο το κουτί στα σκουπίδια μαζί με το καπάκι.
Στο συρτάρι του μπάνιου βρήκε πίσω πίσω ένα παλιό αλλά αχρησιμοποίητο κόκκινο κραγιόν. Της το είχε πάρει δώρο ο Μιχάλης αλλά ποτέ δεν το είχε βάλει, της είχε φανεί πολύ τολμηρό για εκείνη. Τράβηξε με τα δόντια το πλαστικό που κάλυπτε στην συσκευασία και έφτυσε τα κομμάτια του στον νιπτήρα πριν περάσει το κραγιόν πάνω από τα χείλη της.
Όταν τελείωσε, έβαλε το καπάκι πίσω στο κραγιόν, το τοποθέτησε προσεχτικά όρθιο πάνω στο ράφι και πήρε στα χέρια της τον μικρότερο καθρέφτη που είχε για να βγάζει τα φρύδια. Γύρισε πλάγια προς τον μεγάλο καθρέφτη στον τοίχο του μπάνιου και κοίταξε την αντανάκλασή της μέσα από τον μικρότερο καθρέφτη. Πολλές μικρές Αφροδίτες με κόκκινα βαμμένα χείλη την κοίταξαν πίσω.
‘Hana, Dul, Set,’ είπε η Αφροδίτη στον καθρέφτη.
Hana, Dul, Set,’ είπαν εν χορώ όλες οι μικρές Αφροδίτες.
Με τον καθρέφτη στο χέρι, πήγε πίσω στην κουζίνα, έκατσε στην καρέκλα, άνοιξε το λάπτοπ, πήγε στα μέιλ της, πάτησε ‘δημιουργία νέου’ και άρχισε να δακτυλογραφεί.
«Γαμημένε Κύριε Γενικέ…»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Fido, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής