από τον Σοφοκλή Πανταζή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τελικά, το διαζύγιο ήταν ό,τι καλύτερο του συνέβη – ακόμα και τα παιδιά του έβλεπε περισσότερο. Σαράντα δύο χρονών, πετυχημένος επιχειρηματίας με αλυσίδα καταστημάτων εστίασης, γοητευτικός, καλοσυνάτος, αρκετά αγχώδης και μανιακός καπνιστής, ο Παύλος προσαρμοζόταν μετά από δεκατέσσερα έτη γάμου – παραδείγματος χάριν, δε θα ξανάκουγε για χιλιοστή φορά από τη γυναίκα του: «Σταμάτα να δουλεύεις διαρκώς, έχεις και οικογένεια! Το ξέχασες;»
Μια ωραία μέρα το θυμήθηκε κι αποφάσισε να διακόψει ένα ταξίδι, για να κάνει έκπληξη στη γυναίκα του, και βρήκε αυτήν να ταξιδεύει καβάλα στον γείτονα. Νοίκιασε ένα τριάρι και είχε τα παιδιά κάθε σουκού, ενώ τις υπόλοιπες μέρες εξερευνούσε πόλεις και έψαχνε συνεργάτες για νέα μαγαζιά, ή ασχολούνταν με τα παλιά.
Ήταν πρωί Σαββάτου και περίμενε την πρώην να φέρει τα τέκνα. Μετά το ντους, δοκίμασε την καινούρια ζυγαριά που του χάρισε η δικηγόρος και καλή φίλη του Κατερίνα – το διαζύγιο τον πάχαινε.
«Καλώς ήλθες! Είσαι… δεκαπέντε χρόνια, πέντε μήνες και εννέα μέρες μακριά. Θα συνιστούσα να κόψεις το κάπνισμα, να τρως με μέτρο υγιεινά, ξεκίνα άσκηση και μείωσε το άγχος της εργασίας!»
«Ορίστε;»
Η αληθοφανής, γυναικεία φωνή που ακούστηκε από το ηχείο της ζυγαριάς, τον αιφνιδίασε όσο και τα λόγια της. Κατέβηκε. Έξυσε το κεφάλι. Ξανανέβηκε.
«Είσαι… δεκαπέντε χρόνια, πέντε μήνες και εννέα μέρες μακριά. Θα συνιστούσα –εκτός από επίσκεψη σε ωτορινολαρυγγολόγο– να σταματήσεις να φουμάρεις, μπουκώσου με υγιεινές τροφές, γράψου σε κάνα γυμναστήριο και δούλευε λιγότερο, ε!» είπε η ζυγαριά λίγο νευριασμένη. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω – πρώτη μέρα στη δουλειά αγχώθηκα. Έχεις γίνει σαν βόδι, ενενήντα έξι κιλά έφτασες!»
Ο Παύλος σάστισε – του είχε πει η Κατερίνα ότι η ζυγαριά έλεγε χαριτωμένες ατάκες, αλλά δεν περίμενε κάτι τέτοιο.
«Τι εννοείς όταν λες… Από τι είμαι μακριά δεκαπέντε χρόνια και τα λοιπά;» ρώτησε με μισή καρδιά.
«Πώς να το θέσω ήπια; Απ’ όσο προγραμματίστηκα, οι άνθρωποι κάποια στιγμή… σβήνουν – έτσι δεν είναι;»
«Θες να πεις… (δεν το πιστεύω ότι συζητάω με ζυγαριά) πως σε δεκαπέντε χρονιά και τα λοιπά θα…»
«Ποια λοιπά; Πέντε μήνες και εννιά μέρες, είπαμε… Hello!»
«Θες να πεις ότι… τότε θα πεθάνω;»
«Αυτή τη λέξη προσπαθούσα να αποφύγω – ναι, θα πεθάνεις!»
«Μήπως τα παραλές;»
«Σε σκανάρισα από πάνω ως κάτω, Κύριε Παύλο – τα/πάντα/όλα. Η προηγμένη τεχνολογία υπέρηχων βιοενέργειας δεν κάνει λάθος».
«Και… πώς ξέρεις τ’ όνομά μου;» ψέλλισε απορημένος.
«Αν έκανες, Κυρ-Παύλο, τον κόπο να διαβάσεις το προσπέκτους που εσωκλείεται στη συσκευασία μου, δε θα ρωτούσες. Αλλά αφού ρωτάς, είμαι προγραμματισμένη ν’ απαντήσω: Συνδέθηκα αυτόματα με το διαδίκτυο και άντλησα πληροφορίες από το κομπιούτερ σου».
Ο Παύλος πάτησε το On-Off.
«Αντίο και καλή μέρα να ‘χεις, αφεντικό!» είπε κι έσβησε.
Το σκέφτηκε καλύτερα και την έβαλε στο κουτί – δεν ήθελε τα παιδιά να πιάσουν κουβέντα μαζί της.
Πέρασε ένα υπέροχο διήμερο με τη δωδεκάχρονη Αγγελική και τον δεκάχρονο Περικλή – Κυριακή βράδυ τους γύρισε πίσω.
Δευτέρα πρωί, αφού σιγουρεύτηκε ότι δε θα έβρεχε, άρχισε να ετοιμάζεται για επαγγελματικό ταξίδι ως τη Θεσσαλία, με αρκετές ενδιάμεσες στάσεις. Για κάποιο λόγο, πήρε τη ζυγαριά μαζί.
Μετά τη Θήβα, πήγε στη Λιβαδειά όπου και διανυκτέρευσε. Στο ξενοδοχείο, εξέτασε το προσπέκτους. Διάβασε ότι το εξελιγμένο σύστημα διάγνωσης παρουσίαζε ποσοστό επιτυχίας 72%, και ότι το συγκεκριμένο μοντέλο κυκλοφορούσε σε δεκαοκτώ διαφορετικές προσωπικότητες.
«Εμένα μου έτυχε η οξύθυμη αλανιάρα», είπε.
Την απελευθέρωσε και την ενεργοποίησε.
«Βρε βρε, καλώς τ’ αφεντικό!»
«Γεια σου», του ξέφυγε. «Ξέρεις… διάβασα το προσπέκτους».
«Αν κρίνω απ’ το διαδίκτυο, μην πιστεύεις ότι διαβάζεις!»
«Καλά, καλά. Διάβασα πως μπορείς να μου δώσεις τα αναλυτικά στοιχεία τού διαγνωστικού ελέγχου που διενέργησες. Αληθεύει;»
«Με προσβάλλεις, Κυρ-Παύλο!»
«Συγνώμη, δε θα επαναληφθεί». Γελάει.
«Οι πρωτάρηδες συγχωρούνται – χα χα». Βγάζει κάτι σαν γέλιο.
«Πάω να φέρω χαρτί και στυλό κι έρχομαι».
«Άσε, μην κάνεις τον κόπο, αφεντικό. Βρίσκονται ήδη στο κινητό σου – έφτιαξα προφίλ στο facebook και σου έστειλα μήνυμα».
«Πότε πρόλαβες; Πώς το έκανες;»
«Μάλλον δε διάβασες όλο το προσπέκτους για να συνεχίζεις να με προσβάλλεις!»
«Ε, η αλήθεια είναι…» Σταμάτησε απότομα καθώς αντιλήφθηκε ότι δικαιολογούταν σ’ ένα μηχάνημα. Ανέβηκε πάνω της.
«Σοβαρά τώρα; Τι περιμένεις δηλαδή σε δυόμιση μέρες; να σου πω κάτι διαφορετικό; Όπα, στάσου. Λείπουν τετρακόσια δεκαπέντε γραμμάρια – τα παιδιά σού κάνουν καλό»…
«Αρχίζω δίαιτα, κόβω τσιγάρο και άγχος!» αποφάνθηκε, όταν οι εξετάσεις που έκανε επικύρωσαν τις προβλέψεις της ζυγαριάς…
Ακολούθησαν κι άλλα ταξίδια. Τα σαββατοκύριακα με τα παιδιά φόρτωναν τις μπαταρίες του. Αυτό που από τη μία τον τρόμαζε αλλά από την άλλη απάλυνε τη μοναξιά του, ήταν η σχέση που είχε αναπτύξει με τη ζυγαριά. Την άκουγε με προσοχή, γελούσε με τ’ αστεία της, της έλεγε τα προβλήματά του. Την είχε μεταφέρει στην κρεβατοκάμαρα, μάλιστα, και συζητούσαν κάθε βράδυ.
Πέρασαν δώδεκα μήνες με αυστηρή δίαιτα, τακτική γυμναστική, μείωση εργασίας και άγχους αλλά και πολλή συζήτηση…
«Καλημέρα, Παυλάκο! Πώς κοιμήθηκες σήμερα;»
«Σαν πουλάκι, Ζυγαριά μου. Εσύ;»
«Έμεινα πάλι ως αργά στο διαδίκτυο – δεν έκλεισα κύκλωμα όλη νύχτα», είπε το μηχάνημα.
«Τι καλύτερο απ’ το να ξυπνάς ευδιάθετα;»
«Να ζυγιστείς και να μη σου κοπεί η διάθεση!»
«Αλήθεια; ήρθε η ώρα;» είπε ανήσυχα ο Παύλος.
«Ω ναι! Πέρασαν τριάντα μέρες. Ανέβα αμέσως!»
Ο Παύλος πλησίασε διστακτικά – άραγε επετεύχθη ο στόχος;
«Εβδομήντα έξι κιλά, Παύλο – τα κατάφερες!»
«Είσαι σίγουρη; Γιατί αισθάνομαι σαν εβδομήντα επτά».
«Αστειάκι; Είδες όταν νιώθεις καλά με τον εαυτό σου;»
«Δε θα τα κατάφερνα δίχως τη στήριξή σου, Ζυγαριά».
«Σταμάτα! Κάνεις τα τσιπάκια μου να υπερθερμαίνονται!»
«Λοιπόν; Πόσο “μακριά” βρίσκομαι τώρα;» απόρησε ο Παύλος.
«Συγχώρα με, μεγάλε, δεν το ‘πιασα αυτό!» απόρησε η Ζυγαριά.
«Πόσο χρόνο έχω ώσπου… ξέρεις, να πεθάνω;»
«Και πού θες να ξέρω; Για Πυθία με πέρασες;»
«Μα… όταν γνωριστήκαμε μου επισήμανες πότε θα πεθάνω!»
«Α, αυτό. Το ανέφερα για να σου δώσω κίνητρο! Εγκατεστημένο λογισμικό κόλπο στις εργοστασιακές μου ρυθμίσεις!»
«Με κορόιδεψες, δηλαδή;»
«Πώς να το θέσω ήπια;…»
Ήταν Κυριακή, στο τραπέζι η Αγγελική έγραφε –όπως συνήθως!– ποιήματα κι ο Περικλής διάβαζε κόμικς. Λίγο πιο δίπλα η Ελευθερία, «η όμορφη κοπέλα του μπαμπά», όπως την έλεγαν τα παιδιά. Τη γνώρισε σ’ ένα απ’ τα συχνά ταξίδια αναψυχής, που τον παρότρυνε να κάνει η Ζυγαριά, κι απολάμβανε τη σχέση μαζί της.
Τελικά, η Ζυγαριά ήταν ό,τι καλύτερο του συνέβη – ακόμα και τον εαυτό του αλλά και τον χρόνο του εκτιμούσε περισσότερο, και τους μοίραζε ισόποσα μ’ αυτούς που αγαπούσε και τη δουλειά του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής