Η Γενοβέφα ζούσε στο δώμα που βρισκόταν στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Η μητέρα του Αδάμ έλεγε πως ήταν Ρωσίδα ζωγράφος, αλλά ο πατέρας του προτιμούσε να τη λέει “τρελοκαλλιτέχνιδα”.
Ζούσε μόνη της και ήταν πολύ πιο μεγάλη από τη μητέρα του, αλλά όταν την πετύχαινε στο ασανσέρ είχε τα χείλη της κόκκινα και τα μάγουλα ροζ. Έβαζε τόσο πολύ άρωμα που ο Αδάμ έκλεινε τη μύτη του μέχρι να φτάσουν στον όροφο τους.
Φορούσε πάντα ένα κίτρινο φουλάρι στο λαιμό – “για να μη φαίνονται οι ζάρες”, έλεγε ο πατέρας του- κι έβαφε κόκκινα τα αραιά μαλλιά της.
Όταν βοηθούσε τη μητέρα του να απλώσει τα ρούχα στην ταράτσα προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα στο σπίτι της από το παράθυρο. Αυτό εξόργιζε τη μητέρα του Αδάμ, που του φώναζε να κάτσει φρόνιμα και να της δίνει μανταλάκια.
–
Ο Αδάμ ήθελε πολύ να δει το εσωτερικό του σπιτιού της Γενοβέφας γιατί πίστευε ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν το μέρος όπου ζουν “σαν τα μούτρα τους”.
Της γιαγιάς ήταν γεμάτο παλιά αντικείμενα, σκόνη και ξεθωριασμένες φωτογραφίες.
Το δωμάτιο της αδελφής του ήταν ροζ και υπήρχαν παντού λούτρινα και κούκλες.
Αυτός με τον αδελφό του είχαν βάλει στους τοίχους αφίσες του Μπρους Λη και πλέι-μομπίλ στα ράφια. Η ντουλάπα τους ήταν πάντα άνω-κάτω, ενώ στο δωμάτιο των γονιών του επικρατούσε απόλυτη τάξη.
“Οπότε το σπίτι της κυρίας-Γενοβέφας”, σκεφτόταν ο Αδάμ, “πρέπει να είναι πολύχρωμο και παράξενο. Και τρελό… Να είναι γερασμένο, αλλά να μυρίζει βαριά σαν το άρωμα της. Θα έχει εξωτικά πράγματα και βαλσαμωμένα ζώα που θα έχει φέρει από τη Ρωσία και βιβλία στα ρώσικα που δεν θα μπορώ να διαβάσω και φωτογραφίες από τη Σιβηρία και…”
–
Η ευκαιρία να διαπιστώσει αν όλα όσα φανταζόταν ήταν αληθινά του δόθηκε μια Κυριακή. Η μητέρα του είχε φτιάξει μουσακά κι από την ώρα που έβγαλε το ταψί δεν σταμάτησε να δίνει συγχαρητήρια στον εαυτό της.
Ο Αδάμ τριγυρνούσε γύρω από το μουσακά σαν μύγα και παρηγορούσε την πείνα του με θραύσματα κιμά, αφού ήξερε ότι δεν θα έτρωγαν μέχρι να γυρίσει ο πατέρας στο σπίτι.
Η μητέρα του, αφού κουράστηκε να περιαυτολογεί, έβαλε δυο κομμάτια σε ένα πιάτο και τα έστειλε με τον Αδάμ στο νεαρό ζευγάρι που έμενε από κάτω τους, γιατί “σίγουρα η κοπελίτσα δεν ξέρει να φτιάχνει τέτοιο μουσακά”.
Μετά του έδωσε να πάει και στην κυρία-Γενοβέφα. Ο Αδάμ άδραξε την αναπάντεχη ευκαιρία -ευκαιρία με πατάτες, μελιτζάνες, κιμά και μπεσαμέλ- κι έφυγε τρέχοντας.
–
Στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα της ακούγοντας τα ρώσικα τραγούδια που ξετρύπωναν από’την κλειδαρότρυπα. Χτύπησε μια φορά χωρίς να πάρει απόκριση. Ξαναχτύπησε όταν η τραγουδίστρια έκανε διάλειμμα. Η κυρία-Γενοβέφα, με το κίτρινο φουλάρι στο λαιμό, άνοιξε και γέλασε με το μικρό της επισκέπτη.
“Μ’ έστειλε η μαμά μου”, είπε και έδειξε το μουσακά.
“Ω, καλό μου παιδί, μπες να σε κεράσω κι εγώ ένα γλυκάκι”, είπε εκείνη και παραμέρισε.
“Δεν κάνει να φάω γλυκό. Δε θα μπορώ να φάω φαγητό”, είπε ο Αδάμ, αλλά χωρίς να χάσει χρόνο τρύπωσε στο δώμα.
Ο χώρος δεν ήταν όπως τον είχε φανταστεί, αλλά το θέαμα τον ξάφνιασε περισσότερο απ’ όσο περίμενε. Παντού υπήρχαν πίνακες. Ούτε βαλσαμωμένα ζώα ούτε αλλόκοτα αντικείμενα από τη Σιβηρία, μόνο πίνακες.
Κρεμασμένοι στους τοίχους, ακουμπισμένοι στο πάτωμα, στις καρέκλες και στον καναπέ. Άλλοι ήταν γυρισμένοι ανάποδα και έδειχναν πρόστυχα το υπόλευκο καμβά, σαν τα εσώρουχα της μαμάς του στο σύρμα. Άλλοι έδειχναν ημιτελείς.
Μάλλον όλοι έμοιαζαν μισοτελειωμένοι. Ήταν φτιαγμένοι σαν σπασμένοι καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν κάτι το αβέβαιο. Πολλά επίπεδα το ένα πάνω στο άλλο και χαρτιά κολλημένα σε αλλεπάληλες στρώσεις. Αλλά μία άκρη τους -στην κορυφή ή στη γωνία- ήταν αφημένη λευκή και άδεια.
Ο Αδάμ γυρνούσε με το μουσακά στα χέρια και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί η Γενοβέφα δεν τους τελείωνε και γιατί ζωγράφιζε σαν τη μικρή του αδελφή.
“Δως μου το πιάτο να σου φέρω μια πορτοκαλάδα”, είπε αυτή και πήγε στην κουζίνα.
Συνέχισε να κοιτάει γέρνοντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, αν και δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά όπως και να κοίταζε τους πίνακες.
Δεν υπήρχε τίποτα σε αυτούς. Ούτε ένα δέντρο ούτε ένα πρόσωπο, τίποτα. Μόνο χρώματα, σχήματα, κίτρινα τετράγωνα και μπλε κύκλοι. Γραμμές που περιστρέφονταν και κατέληγαν στα λευκά κομμάτια στην άκρη. Κύματα από αβέβαια γκρίζα που πνίγονταν σε θάλασσες μαύρου. Απροσδιόριστα χρώματα που δραπέτευαν από ακανόνιστα πολύγωνα.
“Δεν έχω πορτοκαλάδα, μικρέ μου”, είπε η Γενοβέφα. “Κρασί πίνεις;” Και γέλασε.
“Όχι, δεν κάνει να πίνουν τα παιδιά κρασί”, είπε ο Αδάμ.
Στάθηκε μπροστά σε έναν πίνακα, ενώ η Γενοβέφα τον πλησίαζε. Ήταν ο πρώτος πίνακας που μπορούσε να καταλάβει: Πέντε γυμνοί άνθρωποι χόρευαν πιασμένοι από το χέρι και κρατούσαν μια γυναίκα που είχε σκοντάψει και ήταν έτοιμη να πέσει.
“Σ’ αρέσει η ζωγραφική μου;” ρώτησε η Γενοβέφα.
“Αυτός μ’ αρέσει”, είπε ο Αδάμ, προσπαθώντας να δείχνει ενθουσιασμένος για να μην την απογοητεύσει.
“Αυτός δεν είναι δικός μου, είναι του Ματίς.”
“Φίλος σας;”
“Αγαπημένος”, είπε και έκατσε στην κουνιστή της καρέκλα.
Ο Αδάμ έκανε άλλον ένα γύρο και τη ρώτησε γιατί δεν τους τελείωνε.
“Τελειωμένοι είναι”, απάντησε αυτή.
“Τελειωμένοι; Και γιατί δεν είναι… Γιατί δεν έχουν… Δεν μπορώ να καταλάβω.”
“Τι θες να καταλάβεις, μικρέ μου;”
“Να. Οι πίνακες που έχουμε στο σχολείο, και στο σπίτι, δείχνουν ένα δάσος, μια γυναίκα, ένα άλογο, δείχνουν κάτι. Οι δικοί σας δεν δείχνουν τίποτα.”
Η Γενοβέφα σήκωσε έναν κόκκινο πίνακα με μαύρα τετράγωνα από το πάτωμα και του τον έδειξε.
“Τι νιώθεις όταν κοιτάς αυτόν;” τον ρώτησε.
Ο Αδάμ δεν κατάλαβε τι ζητούσε να της πει.
“Τι βλέπεις;” επέμεινε η Γενοβέφα.
“Βλέπω… Μια πασχαλίτσα!”
Η Γενοβέφα γέλασε και κοίταξε τον πίνακα της με απορία.
“Πασχαλίτσα είναι λοιπόν”, είπε μετά.
“Μα, κυρία Γενοβέφα, οι πασχαλίτσες έχουν πόδια και πετάνε. Αυτή εδώ. Δε θέλω να σας στεναχωρήσω, αλλά εγώ ζωγραφίζω καλύτερα. Ακόμα και η αδελφή μου ζωγραφίζει καλύτερα.”
“Δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’ αυτό, μικρέ μου”, είπε και κούνησε το κεφάλι της πάνω-κάτω, “αληθινά δεν αμφιβάλλω.”
–
Το ίδιο απόγευμα ο Αδάμ άνοιξε την εγκυκλοπαίδεια και αντέγραψε μια πασχαλίτσα που έτρωγε ένα φωσφορίζον πράσινο ζωύφιο. Πρόσεξε την κάθε λεπτομέρεια και έβαψε επιμελώς το φόντο μπλε, όπως ήταν και στη φωτογραφία.
Την επόμενη μέρα ρώτησε τη μητέρα του αν θα πήγαιναν φαγητό στην κυρία-Γενοβέφα και όταν εκείνη του απάντησε αρνητικά αποφάσισε να πάρει μια πορτοκαλάδα από το ψυγείο και να της την πάει.
Η Γενοβέφα καθόταν έξω και έπινε κρασί καπνίζοντας. Της έδειξε τη ζωγραφιά του.
“Αυτή είναι μια ζωντανή πασχαλίτσα!” είπε η Γενοβέφα. “Θα τη βάλω να πετάει πάνω από το Χορό.”
Του έφερε μια καρέκλα και ήπιαν τα ποτά τους κοιτώντας τα πλανόδια βουνά πίσω από τα κρεμασμένα ρούχα.
–
Μετά από μερικές μέρες είχαν γίνει φίλοι και η Γενοβέφα τον άφηνε να κάθεται στο δωμάτιο της όσο ζωγράφιζε. Ο Αδάμ απλωνόταν στον καναπέ και παρατηρούσε τα χέρια και τις εκφράσεις της.
Η Ρωσίδα-τρελοκαλλιτέχνιδα έστηνε τον καμβά στο καβαλέτο, έπινε κρασί και άκουγε κασέτες με ρώσικη μουσική, όπου συνήθως κάποιος τραγουδούσε γαλλικά. Έπειτα έμενε για λίγο χωρίς να αναπνέει και κοιτούσε πέρα από τους τοίχους, τα απλωμένα ρούχα και τα βουνά.
Αστραπιαία μετά εφορμούσε στον πίνακα και ζωγράφιζε ένα απλό τετράγωνο ή μια ευθεία γραμμή. Αυτό ήταν το έναυσμα. Συνέχιζε να φτιάχνει κύκλους και χρωματιστές γωνίες, αφήνοντας πάντα ένα κενό σημείο, που το απέφευγε λες και ήταν μολυσμένο.
Ο Αδάμ την παρακολουθούσε μέχρι που βράδιαζε και μετά -χωρίς να της μιλήσει- κατέβαινε στο σπίτι του.
–
Ένα απόγευμα, που η Γενοβέφα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να κάνει εκείνη την τόσο σημαντική πρώτη γραμμή, τη ρώτησε γιατί έφυγε από τη Ρωσία.
“Γιατί έφυγα από πού;” έκανε εκείνη απορημένη.
“Απ’ τη Ρωσία. Η μαμά μου λέει ότι είστε από τη Ρωσία”.
Φυσικά δεν ανέφερε τα λόγια του πατέρα του.
“Όχι, όχι! Απ’ την Τσεχία είμαι. Η μόνη σχέση που έχω με τους Ρώσους είναι ότι μου πήραν την πατρίδα μου.”
“Γιατί;”
“Για να μας ελευθερώσουν.”
Ο Αδάμ δεν το κατάλαβε αυτό, αλλά ήξερε ότι υπήρχαν πολλά πράγματα που έλεγαν ή έκαναν οι μεγάλοι, τα οποία δεν μπορούσε να καταλάβει -ή δεν ήθελαν να τον αφήσουν να τα καταλάβει, μέχρι να μεγαλώσει τουλάχιστον.
“Και γιατί μένετε μόνη σας; Ο άντρας σας έχει πεθάνει;”
“Δεν παντρεύτηκα”, είπε αυτή χωρίς να γυρίσει.
“Και δεν είχατε ποτέ άντρα;”
“Είχα πολλούς άντρες στη ζωή μου, μικρέ μου”, είπε και του έριξε ένα γρήγορο βλέμμα.
Έπειτα γέλασε.
“Κατάλαβα”, είπε ο Αδάμ κοκκινίζοντας. “Ο μπαμπάς μου λέει ότι μερικοί άντρες δεν παντρεύονται και έχουν πολλές… Γκόμενες, αλλά δεν τις αγαπάνε όπως αυτός τη μαμά και δεν κάνουν παιδιά.”
“Έτσι ακριβώς είναι. Και δεν κάνουν παιδιά.”
“Εσείς δε θέλατε να παντρευτείτε; Δεν αγαπήσατε κανέναν για να τον παντρευτείτε;”
Η Γενοβέφα άφησε το πινέλο και ήπιε μια γουλιά κοιτώντας τον πάτο του ποτηριού.
“Πειράζει που ρωτάω;”
“Όχι, μικρέ μου, δε με πειράζει αυτό.”
Πήγε κοντά του, σήκωσε έναν πίνακα από τον καναπέ και έκατσε.
“Αγάπησα πολλούς. Και στην Πράγα και στην Τουλούζη και στην Ελλάδα. Μα πιο πολύ αγάπησα ένα αγόρι που σου ‘μοιαζε λιγάκι. Θα του μοιάσεις όταν μεγαλώσεις. Ήταν όταν είχα πρωτοέρθει στην Ελλάδα, πριν… Πριν πολύ καιρό.”
“Και δεν ήθελε να σας παντρευτεί;”
“Αυτός ήθελε. Να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά, να έχουμε ένα ωραίο σπίτι.”
Έμειναν για λίγο χωρίς να μιλάνε. Μόνο κοιτούσαν τριγύρω, το μικρό δωμάτιο. Η Γενοβέφα πρόλαβε την ερώτηση του Αδάμ.
“Τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα θέλουμε. Κοίτα όλους αυτούς τους πίνακες. Τότε πίστευα ότι θα άλλαζα τον τρόπο που βλέπουν οι άνθρωποι. Πίστευα ότι θα με κρεμούσαν δίπλα στον Καντίνσκι και στα όνειρα μου δεν υπήρχε χώρος για την οικογένεια και για τη γάτα που ξαπλώνει μπροστά στη φωτιά.”
Ο Αδάμ χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε τη γάτα της γιαγιάς του που γουργούριζε μπροστά στο τζάκι.
“Έτσι κατέληξα εξήντα χρονών, να φτιάχνω πορτρέτα στα νησιά για να ζήσω. Τα πράγματα δεν έρχονται–”
“Το μετανιώσατε”, την έκοψε ο Αδάμ.
“Όχι, όχι, μικρέ μου, δε μετάνιωσα για τίποτα.”
Σηκώθηκε και άρχισε να κοιτάει τους πίνακες της, ενώ τραγουδούσε ένα από εκείνα τα ρώσικα: “Non, rien de rien, non, je ne regrette rien…”
Έπιασε ένα πινέλο και έδειξε με αυτό τον Αδάμ.
“Να θυμάσαι κάτι”, του είπε απότομα. “Αν δεν κυνηγήσεις τα όνειρα σου, κάποια μέρα θα σε κυνηγήσουν αυτά. Σαν άγρια σκυλιά. Να το θυμάσαι.”
Άναψε ένα τσιγάρο, το κράτησε ανάμεσα στα χείλη και κοίταξε τον λευκό καμβά.
“Τους ακούω να με φωνάζουν. Τους βλέπω στον ύπνο μου. Αν δεν ζωγράφιζα, όλη μου η ζωή θα είχε πάει χαμένη.”
Έψαξε για το ποτήρι με το κρασί.
“Κι ας μην ξέρω να φτιάχνω τόσο ωραίες πασχαλίτσες σαν τη δική σου”, είπε χαμογελώντας.
“Δεν είναι δύσκολο. Πρέπει να βλέπετε τη φωτογραφία μόνο”, έκανε ο Αδάμ.
“Le photographe”, είπε η Γενοβέφα και ξεκίνησε να ψάχνει τις κασέτες της. Βρήκε αυτή που ήθελε και την έβαλε στο κασετόφωνο, να παίζει δυνατά.
Ο Αδάμ κατάλαβε ότι ήταν καιρός να φύγει.
“Έλα μια μέρα να φτιάξουμε το πορτρέτο σου, μικρέ μου αγαπημένε”, του είπε η Γενοβέφα και του έκλεισε το μάτι.
Μετά έβαλε στη διαπασών το κασετόφωνο:
“j’ suis l’ pornographe du phonographe, le polisson de la chanson”.
Ο Αδάμ έκλεισε την πόρτα πάνω στη φωνή του Ρώσου.
–
Αυτό που παραξένεψε περισσότερο τον Αδάμ, όταν είδε την προσωπογραφία του, ήταν ότι του έμοιαζε. Περίμενε να δει έναν από εκείνους τους παράξενους, ημιτελείς πίνακες.
Όxι. Ήταν ακριβής σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία, αφού η Γενοβέφα τον είχε κάνει με κάρβουνο, αλλά είχε και κάτι παραπάνω. Κάτι που δεν έβλεπε ούτε στον καθρέφτη.
Το κοιτούσε με τις ώρες και προσπαθούσε να καταλάβει πως η Γενοβέφα κατάφερε να φτιάξει ένα τόσο… ολοκληρωμένο πορτρέτο. Αλλά, από την άλλη, δεν ήταν ακριβώς ο εαυτός του αυτό που έβλεπε.
Ήξερε πως κοιτούσε το πρόσωπο του, όμως υπήρχε εκείνη η αδιευκρίνιστη λεπτομέρεια που έκανε την προσωπογραφία του πιο “ζωντανή” από κάθε φωτογραφία. Υπήρχε κάτι σαν ρευστότητα, σε αντίθεση με τις φωτογραφίες, όπου το χαμόγελο έμενε παγωμένο, απαθανατισμένο.
Μάλιστα όσο περνούσε ο καιρός τόσο έτεινε το πρόσωπο του Αδάμ να μοιάζει στα ίχνη από κάρβουνο που είχε αφήσει η Γενοβέφα στο χαρτόνι.
Μόνο μετά από χρόνια, όταν πια είχαν μετακομίσει σε μια άλλη πόλη, σε ένα άλλο σπίτι, χωρίς δώμα και χωρίς ρωσίδες-τρελοκαλλιτέχνιδες, κατάλαβε γιατί ο “Αδάμ” της προσωπογραφίας του έμοιαζε τόσο πολύ:
Ήταν το πρόσωπο του όπως θα γινόταν στο μέλλον.