Οι πρόγονοι του Αδάμ
~~{}~~
Δεν ξέρω αν η Ελένη παρερμήνευσε τα λόγια που άκουσε στο αγγέλιασμα της, αλλά μόλις συνήλθε λιγάκι και πάτησε γερά στα πόδια της είπε στους γονείς της πως ήθελε να γίνει γιατρός. Εκείνοι τρόμαξαν. Γυναίκα γιατρός; Τότε οι γυναίκες οφείλαμε να παντρευόμαστε νωρίς και να κάνουμε παιδιά όσο ήμασταν δυνατές. Όσο προλαβαίναμε.
Μάθαιναν, οι αριστοκράτισσες, γαλλικά και πιάνο για να είναι ευχάριστη παρέα για τους συζύγους τους και για να ανεβάσουν την τιμή τους στο παζάρι των προξενιών. Δούλευαν μόνο οι παστρικιές στις πόλεις και οι χωριάτισσες στα χωράφια. Οι αρτίστες και οι τραγουδιάρες ήταν αναγκαίο κακό. Οι ξεπεσμένες Ρωσίδες πριγκήπισσες και οι λοιπές κοινές γυναίκες ασκούσαν το αρχαιότερο επάγγελμα στον κήπο Βασιλέως Γεωργίου. Οι πρώτες προσφυγοπούλες και αυτές που ήρθαν μετά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Αλλά η κόρη ενός στρατηγού; Η κόρη ενός στρατηγού που είχε παντρευτεί μία από τις πλούσιες της πόλης;
Ξέρεις, μικρέ μου Αδάμ, τότε τα πράγματα ήταν αλλιώς. Τα κορίτσια που είχαν περιουσία έπρεπε να παντρευτούν νωρίς για να μην μείνουν στο ράφι. Αυτό ήταν το κύριο μέλημα των γονιών, αυτός και ο μεγαλύτερος τους τρόμος. Επιστήμη; Ποια επιστήμη; Εδώ ακόμα δεν μας εμπιστεύονταν να ψηφίζουμε. Το μόνο που επιτρεπόταν να κάνουμε ήταν να γεννάμε κι αυτό επειδή δεν μπορούσαν να το κάνουν μόνοι τους. Χρειάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια για να μας θεωρούν όχι ισάξιες, προς Θεού, αλλά άξιες, ικανές. Ναι. Και μετά λένε για τον παλιό καλό καιρό. Οπωσδήποτε. Αν ήσουν άντρας και είχες και λεφτά ήταν ωραία. Αν ήσουν φτωχός ή γυναίκα… Λες ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Μπορεί…
Η Ελένη πάντως δεν φοβήθηκε. Το είχε πάρει απόφαση. Όλα τα κορίτσια, όλες οι φίλες της, έλεγαν ότι της είχε σαλέψει. Γιατρός γυναίκα! Οι γονείς της αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν, αλλά μόλις απείλησε ότι θα φαρμακωθεί κατέβασαν το κεφάλι. Ένα παιδί τους είχε μείνει και η θλίψη του πρόσφατου θανάτου του Τζώρτζη συνέβαλε στη διάσπαση της τελευταίας γραμμής άμυνας του στρατηγού. Απ’ ό,τι κατάλαβα νόμιζαν ότι είναι ένα καπρίτσιο της Ελένης και πως μόλις θα αντιμετώπιζε τις πρώτες δυσκολίες θα ξεχνούσε την ιατρική και θα έπαιρνε κι εκείνη έναν καλό γαμπρό, γιατί όχι έναν γιατρό; Όμως λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο.
Εκείνη έβαλε τη φωτογραφία του Τζώρτζη πάνω στο γραφείο της και για ένα χρόνο δεν βγήκε από το δωμάτιο της, δεν την είδε ο ήλιος για έναν χρόνο. Μελετούσε δέκα οχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο και καταρρίπτοντας όλα τα προγνωστικά κατάφερε να γίνει μία από τις πρώτες φοιτήτριες της Ιατρικής. Μέγα καημός έπιασε τους γονείς της που έβλεπαν την κόρη τους έτοιμη να χαραμίσει τα γόνιμα της χρόνια στις σπουδές. Και μη φανταστείς ότι ήταν τίποτα οπισθοδρομικοί.
Η μάνα της είχε τελειώσει όλο το σχολείο, παρακολουθούσε τις πολιστικές εκδηλώσεις, έπαιζε μαντολίνο και διάβαζε ποίηση. Μέχρι που πήγε να δει τη Μωρά Παρθένο του Βεάκη. Μέγα σκάνδαλο της εποχής… Ο στρατηγός από την άλλη ήταν κάμα διμούτσουνη. Για τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο έγραψε πέντε χιλιάδες στίχους και για τον δεύτερο άλλους τόσους. Αυτό που άκουσες. Ήταν ποιητής! Ήθελε να φτιάξει έπος εφάμιλλο της Ιλιάδας, αλλά σαν το ‘μαθε ο Διάδοχος τον τίμησε με τον αργυρό σταυρό και τον αποστράτευσε. Ποιητής και στρατηγός είναι ιδιότητες αταίριαστες…
Έτσι που λες. Ήταν μορφωμένοι οι γονείς της και από τις σημαντικότερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης. Μέχρι που τουφεκίσανε τον Τζώρτζη το σπίτι τους ήταν γεμάτο κόσμο. Κάθε μέρα είχαν γιορτή και δεν τσιγγουνεύονταν τα έξοδα. Λεφτά είχαν, ας είναι καλά η προίκα της κυρίας Βελλερεφόντη… Και αυτά έκαναν την Ελένη νύφη περιζήτητη. Κάθε αξιοπρεπής και πλούσια οικογένεια που είχε γιο είχε κάνει την πρόταση της και η κυρία Βελλερεφόντη προετοίμαζε την Ελένη για τη θυσία από μικρή. Γιατί σαν θυσία το έβλεπε η Ελένη.
Ήταν τσαούσα η άτιμη και σαν πέθανε ο αδελφός της και είδε εκείνο το όραμα, το όνειρο, το… Ό,τι ήταν τέλος πάντων αυτό που είδε, τότε παράγινε το κακό. Πήγαινε στο πανεπιστήμιο με φούστα λίγο πιο κάτω από το γόνατο και οι συμφοιτητές, οι καθηγητές, οι περαστικοί σκανδαλίζονταν. Τότε δεν είχε κάμει ακόμα το πραξικόπημα ο Πάγκαλος, που έτρεχαν οι χωροφυλάκοι και μετρούσαν πόσο απέχει ο ποδόγυρος από το έδαφος. Δεν ήταν παράνομο, αλλά ήταν ανήθικο… Η Ελένη αλώνιζε στους δρόμους και όλων τα μάτια καρφώνονταν στους αστραγάλους και στις γάμπες της. Ήταν κι ωραίο κορίτσι…
Αμ, το άλλο; Έβαζε χαλιά και κουβέρτες γύρω στα κάγκελα στο μπαλκόνι για να μην τη βλέπουνε και ξάπλωνε γυμνή για να μαυρίσει. Ολόγυμνη! Τώρα εσείς τα έχετε συνηθίσει κι αυτά, αλλά φαντάσου τι τρομάρα είχε πάρει η μάνα της. Νόμιζε ότι είχε τρελαθεί… Τότε δεν είχε κάνει μόδα το μαύρισμα η Σοφία Λόρεν και τα κορίτσια έπρεπε να είναι άσπρα-άσπρα, σαν πορσελάνη. Όσο πιο άσπρη, τόσο ανώτερης τάξης ήσουνα. Μόνο οι χωρικές, οι παστρικές και οι Τουρκάλες ήταν μελαψές. Αλλά η Ελένη δεν ήθελε να είναι εύθραυστη, από πορσελάνη, ήθελε να είναι από φωτιά. Και να ‘ταν μόνο αυτά καλά θα ήταν.
Αψηφούσε κάθε κανόνα κόσμιας διαγωγής και ακόμη χειρότερα, ήθελε να κάνει ό,τι της απαγορευόταν. Διάβαζε τα κομμουνιστικά φυλλάδια και τις εφημερίδες των συνδικαλιστών, που τότε ήταν ιδιώνυμο έγκλημα. Πήγαινε μόνη της, χωρίς συνοδεία, στο θέατρο Τζούπιτερ και αργότερα στον κινηματογράφο Αττικόν. Μόνη… Ασυνόδευτη… Σύχναζε στο ζυθεστιατόριο του Ναούμ, όπου καθόταν στη γωνία, παράγγελνε μπύρα και κάπνιζε δημοσίως, προκαλώντας θύελλες διαμαρτυριών. Ναι, κάπνιζε δημόσια. Αφού δεν τη λυντσάρανε πάλι καλά.
Οι γονείς της είχαν αγανακτήσει με την ευρωπαϊκού τύπου συμπεριφορά της και με τα παράπονα που ακούγανε κάθε μέρα, και από την αστυνομία συχνά, είχαν αγανακτήσει, αλλά δεν τολμούσαν να της κακομιλήσουν γιατί φοβόντουσαν μην τη χάσουνε κι αυτήν. Λέγανε στον κόσμο ότι έχει πρόβλημα με τα φρένα της, εξαιτίας του αδελφού της, κι ό,τι θα γινόταν καλά μόνο αν την αφήνανε να εκτονώσει όλο τον πόνο της. Τους το ‘χε πει ο γιατρός από τη Βιέννη. Υπέμεναν και προσεύχονταν στο θεό να τη φωτίσει…
Ξέρεις τι παρατσούκλι είχαν βγάλει στη προγιαγιά σου; Στρατηγός. Η στρατηγός Ελένη. Περπατούσε καμαρωτή-καμαρωτή στο δρόμο και τους κοιτούσε όλους στα μάτια. Όταν κανείς την πείραζε ή της σφύριζε στο δρόμο γυρνούσε και του ζητούσε το λόγο. Με μαγκιά. Ήταν έτοιμη ανά πάσα στιγμή να τσακωθεί, δεν σήκωνε μύγα σου λέω στο σπαθί της. Τα άλλα κορίτσια την έκαναν πέρα και σαν την έβλεπαν να περνά έλεγαν, προσέξτε κορίτσια, ο Γιαγκούλας…
Ο Γιαγκούλας… Όχι μπαμπούλας, Γιαγκούλας… Δεν τον ξέρεις τον μέγα λήσταρχο; Το λήσταρχο Γιαγκούλα; Ου, είχε πάρει τα βουνά κι έμενε εκεί, στο βασίλειο των ορέων, ίσα με δέκα χρόνια. Πως ήταν ο Ρομπέν των Δασών; Ο Ζορό; Κάτι τέτοιο ήταν και ο Γιαγκούλας, αλλά ήταν αληθινός και είχε σφάξει πολύ κόσμο… Ναι, σαν τον Τζαβέλλα…
Θες άλλο κρασάκι; Θέλεις, ε; Σε βλέπω, το κατεβάζεις κι εσύ. Πρόσεχε μόνο γιατί πολλοί έπνιξαν τη ζωή τους σε τούτο το κατρουλοκάνατο. Είναι ύπουλο το ποτό. Το πρώτο ποτήρι είναι λίγο. Το δεύτερο αρκετό. Το τρίτο πολύ. Και το τέταρτο είναι λίγο… Και μην καπνίζεις, κοφ’ το το ρημάδι. Αλλά τι σου λέω τώρα; Αν είσαι κι εσύ σαν την Ελένη…
Για ποιο πράγμα έλεγα; Για τον Γιαγκούλα; Ναι, μόνη είχε μείνει η Ελένη. Μονάχα εγώ πήγαινα σπίτι της και μου μιλούσε με τις ώρες.
Τι είμαστε, μου έλεγε, τίποτα χανούμισσες να μας χώνει ο αφέντης στο σπίτι και να μην τολμάμε να μιλήσουμε; Στην Ευρώπη και στην Αμερική οι γυναίκες είναι ίσες με τους άντρες. Δουλεύουνε, σπουδάζουνε, γίνονται επιστήμονες και καλλιτέχνες. Εμείς είμαστε ακόμα ανατολίτισσες. Σφάξε με άντρα μου ν’ αγιάσω. Και σκύβουμε το κεφάλι στους γονείς μας. Και σκύβουμε το κεφάλι στον άντρα μας. Και σκύβουμε το κεφάλι στον καπιταλισμό. Μια ζωή υπό. Εγώ δεν θα το ανεχτώ αυτό, Διοτίμα μου, δεν θα ανεχτώ τίποτα άλλο. Θα τελειώσω την ιατρική και θα πάω να ζήσω στην Ευρώπη, μπορεί και στην Αμερική. Μόνη μου. Δεν θέλω να παντρευτώ. Δεν θέλω να μου λένε ποιον θα παντρευτώ και τι θα κάνω με τον εαυτό μου, με τη ζωή μου. Θα τη ζήσω.
Μιλούσε λες και φλεγόταν. Άφηνε τα κατσαρά μαλλιά της να πέφτουν ελεύθερα γύρω στο ηλιοκαμμένο πρόσωπο της και είχε τα πιο όμορφα γλαυκοπράσινα μάτια, μάτια που την έκαναν να μοιάζει με αερικό. Με αγριεμένο αερικό. Μαινάδα σωστή…
Η καημένη η μητέρα μου έλεγε να προσέχω, όλοι γνώριζαν ότι η κόρη του στρατηγού τριγύρναγε στους καφενέδες, μα εγώ την καθησύχαζα χρησιμοποιώντας τα λόγια του Βιεννέζου, ότι είναι μια παροδική φάση που την πυροδότησε ο χαμός του αδελφού της, και ότι με τη βοήθεια των φίλων, με συζητήσεις και παρέα, θα το ξεπεράσει… Αλλά ήξερα ότι καθόλου περαστικό δεν ήταν, ήξερα ότι η Ελένη είχε πάρει τις απόφασεις της σώας τας φρένα.
Η Ελένη είχε πάρει τις αποφάσεις της και η μοίρα τις δικές της. Άμα τα βλέπεις έτσι από μακριά ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Αισθάνεσαι σαν θεός. Ξέρεις τι συνέβη και γιατί. Αλλά όταν τα ζούσα, μικρό κορίτσι ήμουν, μου φαίνονταν όλα τόσο μπερδεμένα και περίεργα. Λαμπρό μυστήριο και θεία τραγωδία η ζωή όταν τη ζεις. Αλλά όταν περάσουνε τα χρόνια καταλαβαίνεις ότι ήταν μια καλοστημένη φάρσα. Τίποτα άλλο από φάρσα. Και το χειρότερο απ’ όλα; Δεν υπάρχει και φαρσέρ…