Αδάμ – Οι έκπτωτοι πίθηκοι

1
1247

fallen apes

Οι Πρόγονοι του Αδάμ

Η ιστορία του Αντώνη εδώ                      –               Η ιστορία της Ελένης εδώ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

20 Μαρτίου 1943
Μέσα στο βαγόνι των αλόγων

Εν αρχή ην ο Λόγος. Έπειτα ήρθε ο θεός.

Και ο θεός, τέλειος ως ήταν, δεν μπορούσε να κατανοήσει τον ατελή Λόγο. Έτσι διέταξε τον αρχιμάστορα Μιχαήλ, το πιστό του γεροντοπαλίκαρο, να φτιάξει από τα έσχατα υλικά, απ’ ό,τι είχε περισσέψει από τη Δημιουργία, να φτιάξει τον Άνθρωπο, τον Αδάμ.

Ο πρωτομάστορας βλαστημώντας επειδή δούλευε πέντε ολόκληρες μέρες χωρίς σταματημό, πήγε στις χωματερές και μάζεψε λάσπη και ακαθαρσίες, περιττώματα και σαπισμένα κρέατα ζώων, φασιστικές ιδεολογίες και θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Σε αυτόν τον τιποτένιο σωρό από κόπρανα Εκείνος φύσηξε την πνοή Του, εκείνος φύσηξε την πνοή του. Όσο μεγάλος ήταν τόσο μικρός έγινε όταν διάλεξε να μην μοιραστεί την αθανασία με τα δημιουργήματα του. Τους κληροδότησε τη ζωή και επισύναψε τον θάνατο.

Το Δέντρο της Ζωής το περιέφραξε με τα ηλεκτροφόρα σύρματα της ασημαντότητας. Το άφησε να είναι ένα κοινό δέντρο μέσα στο δάσος. Αλλά τους απαγόρευσε ρητά να τρώνε από το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού. Εκείνοι δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό και δοκίμασαν τον καρπό. Είχαν κάνει ό,τι ακριβώς ήταν αναμενόμενο και έγιναν έλλογοι.

Το πρώτο πράγμα που κατάλαβαν οι πίθηκοι σαν έπεσαν από τα δέντρα ήταν ότι θα πεθάνουν. Ο Θεός γελούσε με το χωρατό του και οι έκπτωτοι πίθηκοι αφέθηκαν στη μοίρα τους.

Δεν καλλιεργούσαν τη γη με τον ιδρώτα τους, δεν γεννούσαν με ωδίνες, δεν κυνηγούσαν, δεν αμύνονταν υπέρ εαυτού και πατρίδας, δεν έκλαιγαν και δεν διαμαρτύρονταν. Αφέθηκαν στη μοίρα τους, καθώς όλα ήταν μάταια και μόνη βεβαιότητα ο θάνατος.

Τότε ο Θεός, μέσα στη βραδύνοια του -αφού για να σκεφτεί μια σκέψη χρειάζεται αιώνες και χιλιετίες, δεν βιάζεται, είναι άχρονος- κατάλαβε, λίγο πριν εκλείψει το γένος των έκπτωτων πιθήκων, ότι αν πέθαιναν αυτοί που είχαν φτιαχτεί από σκατά κανείς δεν θα ερμήνευε τον ατελή του Λόγο και κανείς δεν θα τον λάτρευε.

Για να τους διασώσει τους έδωσε την Ελπίδα.
Για να τους σώσει τους υποσχέθηκε τη Γη της Επαγγελίας και τους διαβεβαίωσε ότι θα μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών, όπου το ψωμί είναι άσπρο και το βούτυρο παχύ.

Οι πίθηκοι-πείστηκαν-παρευθύς και δίχως-διόλου να-διστάσουν επιδόθηκαν-εντατικά κι-ευσυνείδητα στη μεθοδική-μελέτη της-μυστηριακής Πεντάτευχου-Πεντάτευχου-Πεντάτευχου, της Γκίτα, των Ευαγγελίων και του Κορανίου -τρεις φορές τα αρχικά σύμφωνα και τέσσερα τα νταντανταντα ιερά κείμενα.

Οι οφθαλμοί τους κλείστηκαν και οι πίθηκοι πίστεψαν ότι έγιναν θεοί. Ως θεοί θεώρησαν τους εαυτούς τους τέλειους και η ελλιπής ερμηνεία που έδωσε η κάθε φατριά, η ερμηνεία του ατελή Λόγου, η ατελής ερμηνεία του Λόγου, ήταν η μόνη σωστή. Κάθε μία ήταν σωστή και οι υπόλοιπες ήταν λανθασμένες. Όλες ήταν σωστές και όλες οι άλλες λάθος.

Τότε άρχισαν να καίνε τα βιβλία.

Τότε άρχισαν να καίνε τους πιθήκους των άλλων φυλών.

Τότε ονομάστηκαν άνθρωποι και άνθρωπος σημαίνει: “Το ζώο που κοιτάει ψηλά”.

Το ζώο που κοιτάει ψηλά για να θαυμάσει τα άστρα, το ζώο που κοιτάει ψηλά για να δει το θεό, το ζώο που κοιτάει ψηλά όταν περνούν τα βομβαρδιστικά, το ζώο που κοιτάει τα απομεινάρια του Λόγου καθώς ανεβαίνουν ψηλά λαμπυρίζοντας, το ζώο που κοιτάει τις σελίδες που καίγονται και σβήνουν σαν πεφταστέρια, το ζώο που κοιτάει τις στάχτες των συντρόφων του να πετούν ψηλά, ψηλά πάνω από τα ερείπια, το έσχατο ζώο, το ε -σκατόζωο.

Και ο Θεός είδε πως ό,τι έπλασε διεστραμμένο ήταν, είδε ότι οι έκτωτοι πίθηκοι όμοιοι με εκείνον ήταν στη σκληρότητα, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, και σιχάθηκε το δημιούργημα του και σιχάθηκε τον εαυτό του και την έβδομη μέρα προσπάθησε να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες του. Όμως δεν ήταν ικανός ούτε αυτό να κάνει σωστά. Έπεσε σε κώμα και έμεινε για πάντα έτσι.

Και το αίμα του έπεσε στα κεφάλια των παιδιών. Και το αίμα του έπεσε στα χέρια των ποιητών.

Οι καταραμένοι ποιητές ξεκίνησαν να γράφουν με ματωμένα δάκτυλα και με πρησμένες καρδιές. Μέσα στην αχλύ του οπίου και πράσινοι όπως το χρώμα του αψεντίου έγραψαν τον πρώτο και τον τελευταίο στίχο τους:

Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Δείξε οίκτο, Σατανά. Λύτρωσε με από την ατελείωτη μιζέρια.

Δεν περιμένω πια τίποτα από τον νεκρό θεό ούτε από τους έκπτωτους πιθήκους. Λυπήσου με, Σατανά Τρισμέγιστε!

Όμως ο Σατάνας, ίδιος κι εκείνος με τον πατέρα του, τους άφησε να λιώσουν στα καταγώγια και στους εφιάλτες.

Και η κατάρα τους έγινε πιο μεγάλη. Κατέβηκε τα βουλεβάρτα σιωπηλή και αγκιστρώθηκε στην ψυχή τους. C’ est l’ Ennui!

Τους ρουφούσε τη ζωή και τους τρυπούσε το συκώτι. Γέμιζε όλους τους άδειους χώρους και αφάνιζε την εφήμερη ηδονή.

Το χάος ορθώθηκε πάνω από την τάξη και η μάζα πάνω από το πλήθος και το πλήθος πάνω από το άτομο και το άτομο αφανίστηκε στη μοναξιά του. Η μοναξιά τράφηκε από τη μάζα και έγινε πιο μεγάλη από ποτέ. Λίγο πιο μεγάλη από το τίποτα. Κάτι λιγότερο από το μηδέν. Σχεδόν τα πάντα.

Τα πάντα. Η οικογένεια, η φυλή, η θρησκεία, ο έρωτας, η ποίηση, ο Θεός, ο Σατανάς, ο Άνθρωπος, όλα φάνηκε πόσο ψεύτικα είναι. Απέμεινε μόνο ο Θάνατος. Μόνο αυτός μένει αληθινός. Ο Θάνατος. Ο μοναδικός θεός μας, ο μόνος που δεν μας πρόδωσε ποτέ, ο αναμφισβήτητος και αναπόφευκτος θεός μας. Αυτός που όλοι φοβόμαστε και όλοι μνημονεύουμε.

Μα ο Θάνατος δεν χωράει εδώ μέσα. Είμαστε πάρα πολλοί σ’ αυτό το βαγόνι για να χωρέσει κι αυτός. Προσπάθησε κάνα δυο φορές να μπει, αλλά του ‘ρθε αναγούλα από τη δυσωδία. Ή τον τράβηξαν έξω οι στρατιώτες. Έβαλαν τα σκυλιά να του χιμήξουν, αυτοί δεν τολμάνε να τον πλησιάσουν, κανείς στρατιώτης δεν είναι αρκετά θαρραλέος.

Η δειλία γεννά την υπακοή. Η υπακοή είναι το πλεονέκτημα των δειλών.

Και τραβούσαν το Χάρο από τα μπατζάκια οι σκύλοι. Αυτός κοίταζε από τα φινιστρίνια και μας είδε πολλούς. Πενήντα; Πεντακόσιους; Πέντε χιλιάδες; Είμαστε πάρα πολλοί. Στριμωγμένοι τόσοι άνθρωποι σ’ ένα βαγόνι για δέκα άλογα. Άνθρωποι;

Ο Χάρος κατάλαβε πως μπορεί να μας περιμένει. Ο Χάρος θα προτιμήσει να μας περιμένει στον τελικό σταθμό. Δεν θα καταδεχτεί να ταξιδέψει μαζί μας μέχρι την Κρακοβία του αρχιραββίνου Κόρετς. Ο Θάνατος είναι στωικός. Ξέρει να περιμένει.

Δεν νομίζω ότι θα καταδεχόταν, όσο κι αν διψούσε, να πιεί νερό από το βαρέλι των Εβραίων. Στη μια μεριά το βαρέλι του νερού. Στην άλλη το βαρέλι των σκατών. Άραγε ο Ντισάν θα το έβγαζε στην Έκθεση του Φθινοπώρου;

Σίγουρα πάντως ο Θάνατος δεν θα μπορούσε να κατουρήσει μπροστά μας. Θα έχανε όλη του τη γοητεία, και το ξέρει, αν τον βλέπαμε να χέζει.

Ο Θάνατος να χέζει, όπως οι υπήκοοι του. Σαν τις γυναίκες που κρατάνε το σεντόνι γύρω από το βαρέλι όταν θέλει κάποια να κατουρήσει.
Ο Θάνατος να κλαίει, σαν τα παιδιά που πεινάνε. Να τρέμει σαν τους γέρους που δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι το τέλος τους έφτασε. Να προσεύχεται σαν τους αφελείς πιστούς που δεν ξέρουν ότι ο θεός τους έπεσε σε κώμα.
Ο Θάνατος να γαβγίζει σαν σκύλος.
Ο Θάνατος να προσπαθεί να επιβληθεί με τη δύναμη των όπλων. Ο Θάνατος να έχει δυσκοιλιότητα επειδή ντρέπεται να χέσει στο βαρέλι.

Ο πίθηκος ντράπηκε γιατί κατάλαβε ότι ήταν γυμνός. Και ο θεός τον ρώτησε: “Πού είσαι, πίθηκε; Γιατί κρύβεσαι;”
Και ο πίθηκος απάντησε:
“Έχεζα, Κύριε, και δεν ήθελα να με δεις.”

Συνεχίζω να γράφω, χωρίς να υπάρχει λόγος, συνεχίζω να γράφω με το λιγοστό φως που μπαίνει από τα μικρά παράθυρα και από τα κενά ανάμεσα στις σανίδες. Όσο είναι μέρα συνεχίζω να γράφω. Κάποιοι άλλοι παρηγοριούνται κοιτώντας τα πρόσωπα των συγγενών τους. Μπορούν μόνο να κοιτάνε, δεν υπάρχει κενός χώρος για να πλησιάσουν. Οι γυναίκες φωνάζουν τους άντρες τους κι αυτοί αποκρίνονται από την άλλη πλευρά.

“Όλα θα πάνε καλά”, τους φωνάζουν, αλλά δεν μπορούν να κουνηθούν ρούπι.
Όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν μπορώ να ‘ρθω να στο πω από κοντά. Καλύτερα να φωνάζω και να μ’ ακούνε οι άλλοι να παίρνουν θάρρος. Όλα θα πάνε καλά, λένε, και μετά η φάτσα προδίδει την πραγματικότητα. Τα χείλη τους σφίγγονται, τα μάτια βουρκώνουν και οι ρυτίδες γίνονται πιο βαθιές από ποτέ.

Όλα θα πάνε καλά, λέει το στόμα, αλλά το πρόσωπο λέει αντίο.

Το φως είναι τόσο ύπουλο. Δεν σ’ αφήνει να προσποιηθείς, δεν σ’ αφήνει να κρύψεις τα δάκρυα και τους φόβους σου, γι’ αυτό πρέπει να πείσεις και τον εαυτό σου ότι όλα θα πάνε καλά.

Η Πείνα είναι πιο μεγάλη τη μέρα και η Απελπισία πετιέται από κορμί σε κορμί τραγουδώντας σεφαραδίτικους σκοπούς. Τα περιττώματα βρωμάνε περισσότερο τη μέρα και οι ελπίδες βουτάνε μέσα στα σκατά για να πνιγούν, για να λυτρωθούν.

Μόνο εγώ χαίρομαι τη μέρα, γιατί μπορώ να γράφω. Οι διπλανοί μου διαβάζουν τις σημειώσεις μου πάνω από τον ώμο μου και με κοιτούν απαξιωτικά. Με σιχαίνονται γιατί δεν πιστεύω στον Γιαχβέ τους.

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟ ΘΕΟ ΕΔΩ ΜΕΣΑ;

(η συνέχεια εδώ)

1 ΣΧΟΛΙΟ

Comments are closed.