Κάιρο, πλατεία Ραμσή, ώρα 2 το πρωί
Πηγαίνω στην τουαλέτα κάθε έξι λεπτά. Δεν πιστεύω πως υπάρχει κάτι άλλο μέσα στ’ άντερα μου για να βγει. Όμως, αφού ξαπλώνω στο κρεβάτι, πριν καν καπνίσω ολόκληρο το τσιγάρο, ένα γουργούρισμα ξεκινάει απ’ το ηλιακό πλέγμα και κατεβαίνει ως εκείνο το μέρος που δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος.
Τρέχω γρήγορα κι αδειάζω ό,τι έχει απομείνει από την νεανική μου υπεροψία.
Είμαι είκοσι τριών χρονών και νόμιζα πως είμαι άτρωτος. Στο τουριστικό γραφείο με είχαν προειδοποιήσει. Δεν τους άκουσα. Έκλεισα το εισιτήριο (27 ημέρες χωρίς δυνατότητα αλλαγής), μπήκα στο αεροπλάνο και προσγειώθηκα στην Αλεξάνδρεια. Μόνος, χωρίς φάρμακα, χωρίς καν ταξιδιωτικό οδηγό.
Έτρωγα στο δρόμο, αναμίχτηκα με τους ντόπιους, έφτασα ως το Φαγιούμ. Κι αρρώστησα.
Στο Κάιρο μου ήρθε η σκοτοδίνη. Μετά ο πυρετός και η διάρροια. Μάλλον έφταιγε εκείνο το κοτόπουλο του Φαγιούμ.
Τώρα έχω κλειστεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κι αργοπεθαίνω. Οι αιγυπτιακές κατσαρίδες που σκαρφαλώνουν τον τοίχο δεν νιώθουν οίκτο για μένα. Η τηλεόραση δείχνει αραβικές σαπουνόπερες. Τρέχω στην τουαλέτα. Χέζω βλέννα. Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου βράδυ, σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβουο Κάιρο.
Κλείνω την τηλεόραση κι ανοίγω το ραδιόφωνο. Είναι ένα aiwa, ένα παλιό και συμπαγές κομμάτι, μεγέθους Α5, σαν ένα βιβλίο πεντακοσίων σελίδων, που κουβαλώ μαζί μου όπου κι αν πάω.
Στα fm βρίσκω μόνο αμανέδες και συζητήσεις που μοιάζουν ν’ αποτελούνται μόνο από φωνήεντα. Το γυρίζω στα βραχαία. Τα έντερα μου αρχίζουν πάλι να βρυχώνται. Αφήνω το ραδιόφωνο και σπεύδω για τη χέστρα. Η κατάσταση είναι τραγική πλέον – κωμικοτραγική.
Καθώς σβήνει ο ήχος απ’ το καζανάκι ακούω κάτι που μόνο ψευδαίσθηση μπορεί να είναι. Από μακριά, μίλια μακριά, ανάμεσα σε παράσιτα και καταιγίδες, ακούγεται ο Μπιθικώτσης να τραγουδάει: “Βρέχει και στην, βρέχει και στην καρδιά μου”.
Χωρίς να σηκώσω το παντελόνι, σαν πιγκουίνος, πλησιάζω το ραδιόφωνο. Πιάνω καλύτερα τον σταθμό. Στο επόμενο τραγούδι ακούγεται ο Καζαντζίδης.
Δεν είμαι λαϊκός τύπος, ποτέ δεν άκουσα λαϊκά τραγούδια. Όμως δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου. Κάποιος τραγουδάει στη γλώσσα μου!
Κάθομαι ν’ ακούσω και βγάζω ένα μπουκάλι ούζο που αγόρασα στα duty free, ένα μπουκάλι ούζο που κουβαλάω σαν εικόνισμα, κρυφά, στην άνυδρη μουσουλμανική Αίγυπτο. Τα έντερα μου διαλυμένα, δηλητηριασμένα, αλλά πίνω το ούζο απ’ το μπουκάλι, λες και είμαι αθάνατος Έλληνας θεός.
Είμαι είκοσι τριών χρονών. Είμαι αθάνατος!
Μετά παίζει ένα τραγούδι του Μητροπάνου. Το γαμήδι! Θα γίνω λιώμα.
“Ένα ποτήρι θάνατο θα πιω, απόψε να μεθύσω…”
Μετά από τόσα χρόνια με τους Φλόυντ και τον Ντίλαν, όσο κι αν προσπάθησα ν’ απαρνηθώ τις ρίζες μου, απόψε, μπρος στο θάνατο, ανακαλύπτω ποιος είμαι: Ανατολίτικες χιτζάζ και μινόρε, πάντα λειψές, φθινοπωρινές κλίμακες.
“Τα καλοκαίρια πες μου πώς μπορώ μονάχος μου να ζήσω”
Πίνω να μεθύσω. Βομβαρδίζω τα ερείπια των εντέρων μου με ναπάλμ. Θα επιζήσω και θα γυρίσω πίσω να σ’ αγαπήσω.
“Θάλασσες, μέσα στα μάτια σου θάλασσες”.