Η δική μου Πηνελόπη Δ.

0
1899

“If I get to heaven I’ll look for grandma’s hands” – Bill Withers

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η δική μου Πηνελόπη Δ. ήταν στρογγυλή, σαν μπάλα με χέρια και πόδια. Τα μαλλιά της κοντά, στο χρώμα του αλατοπίπερου. Κουβαλούσε πάντα μια τσατσάρα στην ποδιά της και κάθε τόσο χτενιζόταν. Αυτός ήταν ο μόνος καλλωπισμός που επέτρεπε στον εαυτό της. Ποτέ δεν την είδα βαμμένη -ούτε καν μια υποψία από κραγιόν.

Φορούσε μονοκόμματα φορέματα, που έμοιαζαν να ‘ναι φτιαγμένα από φτηνό ύφασμα κουρτίνας. Τα πόδια της ήταν πρησμένα κι οι φλέβες σκαρφάλωναν, ευδιάκριτες σαν κισσοί, μέχρι το γόνατο.

Νομίζω ότι φορούσε πάντα παντόφλες, αλλά αυτό δεν μπορεί να ‘ναι αλήθεια.

Ήταν μαλακή και μύριζε κολώνια Μυρτώ -λεμόνι.

~~{}~~

Όταν κοιμόταν ροχάλιζε τόσο δυνατά που απορούσες πως δεν ξυπνούσε κι η ίδια.

Το πρωί σηκωνόταν κι άναβε το καντήλι. Έπειτα πήγαινε ν’ ανάψει το τζάκι.

Έφτιαχνε τηγανίτες με μέλι, λίγο πριν ξυπνήσουμε. Ή μπορεί να ήταν ο ήχος απ’ το ζυμάρι που φούσκωνε, αυτό να μας ξυπνούσε.

Γέμιζε το πιάτο μέλι κι έριχνε μέσα τις τηγανίτες να κολυμπήσουν. Έψηνε έναν καφέ για τον πατέρα. Έφτιαχνε κουλουράκια κι έπειτα έβγαινε να σφάξει τον κόκορα.

Ο κόκορας έτρεχε στην αυλή, με κομμένο το κεφάλι, σκουντουφλούσε κι έπεφτε και ξανασηκωνόταν, μέχρι που ξεψυχούσε -αν τα ζώα έχουν ψυχή.

Μετά τον ξεπουπούλιαζε, με το νερό που ‘χε ζεστάνει στο τζάκι.

Εμείς καθόμασταν απέναντι και παρακολουθούσαμε την τελετουργία: Κάτι ζωντανό να γίνεται φαΐ!

Δεν ήταν τόσο εύκολο κι αναίμακτο κι αθώο, όσο το ν’ αγοράζεις την κότα έτοιμη απ’ το σούπερ μάρκετ.  Ήταν πιο αληθινό.

~~{}~~

Συχνά μας έστελνε στο μπακάλικο για να της “κάνουμε ένα θέλημα”. Να της φέρουμε ένα κιλό ζάχαρη και σιμιγδάλι ή κάτι άλλο που χρειαζόταν επειγόντως. Πάντα καθυστερούσαμε να γυρίσουμε, αφού χανόμασταν μέσα στον λαβύρινθο του Λουβίκη, του παντοπώλη που έμοιαζε να ‘χει χωρέσει μέσα στο μαγαζί του κυριολεκτικά τα πάντα.

Με τη ζάχαρη, το σιμιγδάλι και το γάλα της κατσίκας, έφτιαχνε γαλατόπιτα. Μας μύριζε λιγάκι το κατσικίσιο γάλα, αλλά την τρώγαμε, για να μην την κακοκαρδίσουμε.

Βγαίναμε στην αυλή και παίζαμε, όσο εκείνη έπλενε τα ασπρόρουχα στο χέρι, με τη χλωρίνη να της καίει το δέρμα.

Το μεσημέρι μας τηγάνιζε από δυο αβγά, που μόλις είχε μαζέψει απ’ το κοτέτσι. Γέμιζε το τηγάνι με ελαιόλαδο παχύ, πράσινο σαν τη δεντρογαλιά, κι έριχνε μέσα τα μικρά αυγά, με κρόκους που στέκονταν όρθιοι σαν στήθη έφηβης.

Μαζί τηγάνιζε και τα εντόσθια του κόκορα, συκώτι και σκληρά στομάχια κι η καρδιά, μεζεδάκια για ιδανικούς κανίβαλους.

Πάντα είχε κάτι να κάνει. Αν κάποια γειτόνισσα ερχόταν επίσκεψη, την υποδεχόταν και της έφτιαχνε καφέ, αλλά εκείνη δεν καθόταν. Καθάριζε πατάτες, έπλενε πιάτα, έφτιαχνε τη φωτιά.

~~{}~~

Μόνο καθήκον που είχαμε εμείς, ως εγγόνια, ήταν να της ξύνουμε την πλάτη.

Μας φώναζε και μας παρακαλούσε: “Ξύσε μου λίγο την πλάτη, εγγόνι μου.”

Εμείς καθόλου δεν θέλαμε, να της προσφέρουμε έστω αυτή τη μικρή υπηρεσία. Βάζαμε το χέρι μέσα απ’ το κουρτινένιο φόρεμα της και ξύναμε την κουρασμένη πλάτη της, νιώθοντας αηδία.

Εκείνη αγαλλίαζε.

Μόνο αυτό μας ζητούσε. Να της ξύσουμε την πλάτη.

~~{}~~

Αυτή είναι η δικιά μου Πηνελόπη Δ. , που τη φωνάζαμε γιαγιά-Πόπη.

Δεν ήταν συγγραφέας ούτε το δημοτικό δεν είχε τελειώσει. Δεν ήταν μεγαλοαστή, δεν ήταν πλούσια, αλλά ανέστησε τρία παιδιά μόνη της. Πουλούσε τάπερ κι έφτιαχνε πλεκτά με το βελονάκι.

Δεν είχε διαβάσει ούτε ένα βιβλίο, αλλά έδωσε όλη της τη ζωή στους ανθρώπους που αγαπούσε.

Αυτή ήταν η μόνη της χαρά: Να προσφέρει.

Και να της ξύνουν την πλάτη.

~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία είναι της Dorothea Lange
‘Hands, Toquerville, Utah’
1953

~~~~~~~~~~~~~~~~