“Finally I understand the feelings of the few.
Ashes and diamonds
Foe and friend
We were all equal in the end.”
Two suns in the sunset, The Final Cut, Pink Floyd
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μπαίνω στο τρένο της επιστροφής τα μεσάνυχτα.
Μέσα στο βαγόνι μου κάθονται κυρίως πρόσφυγες.
Ρωτάω τον διπλανό μου από πού είναι. Δεν καταλαβαίνει. Τον ρωτάω στα αγγλικά. Είναι απ’ το Ιράκ. Προσπαθώ να μάθω κάτι περισσότερο, γιατί έφυγε ή πού πηγαίνει, αλλά εκείνος μου λέει: “Dont speak english good”.
Είναι ευγενικός και φοβισμένος. Περίπου 50 χρονών, μπορεί και μεγαλύτερος. Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος, σ’ αυτή την ηλικία, εγκαταλείπει τη χώρα του;
Παραδίπλα ένας Έλληνας βλέπει στο laptop τα “Φώτα της Πόλης”.
Ο Ιρακινός με βλέπει που κοιτάω και μου λέει, χαμογελώντας: “Charlie Chaplin”.
Εκείνη την ώρα ο Αλητάκος κάνει μια γκριμάτσα και γελάμε. Όλοι γελάνε με τον Σαρλώ. Ενενήντα χρόνια μετά, όλοι γελάνε μ’ αυτόν τον άνθρωπο που έκανε ήρωα τον μετανάστη, τον αλήτη, τον φτωχό.
Και το έκανε τόσο καλά, ο Τσάπλιν, επειδή έζησε μέσα στην απόλυτη φτώχεια στο Λονδίνο, στους δρόμους, χωρίς γονείς, χωρίς φαΐ.
~~
Ένας άλλος Ιρακινός μπαίνει κουβαλώντας μια κοπέλα στα χέρια. Είναι σαν την Παναγιά, τη Μαρία, τη Μύριαμ, εκείνο το κορίτσι που έγινε μύθος ή εκείνο τον μύθο που έγινε κορίτσι. Πίσω τους, κάποιος άλλος φέρνει το αναπηρικό καροτσάκι της Παναγιάς.
Τη βάζουν να καθίσει. Αργότερα θα μάθω ότι ήταν μια σφαίρα, μια αδέσποτη σφαίρα, που παρέλυσε τα πόδια της Παναγιάς.
Δίπλα της κάθεται η μαυροφορεμένη μάνα της. Έχασε τον άντρα της, ο θεός των ανθρώπων τον πήρε, όπως πήρε και το μέρος όπου γεννήθηκε, όπως πήρε και τα πόδια της κόρης της. Ο θεός των ανθρώπων, παγκόσμιος και αδίστακτος. Ποιος είναι ο παγκόσμιος θεός; (δες στο τέλος του κειμένου)
~
Μια γυναίκα, που έχει βγει στο μεγάλο πηγαιμό για την Αλεξανδρούπολη, κάθεται απέναντι απ’ την Παναγιά και τη μητέρα της. Κουβαλάει μια μικρή βαλίτσα, που μόλις την ακουμπάει στη θέση, γαβγίζει. Είναι ένα μικρό Πεκινούα.
“Πώς το λένε;” θα ρωτήσω αργότερα.
“Μοίρα”, θα μου πει η γυναίκα.
“Με όμικρον γιώτα;”
“Δεν ξέρω, δεν το σκέφτηκα ποτέ.”
Η Παναγιά κι η μάνα της γελάνε με τη Μοίρα.
Όλοι οι συμπατριώτες τους γελάνε. Και το νιώθω, έτσι όπως τους βλέπω:
Αυτοί οι άνθρωποι πώς μπορεί να είναι εχθροί μου;
~~{}~~
Μπαίνει μια ομάδα προσκόπων. Ένας άντρας με μπλουζάκι απ’ το Κουρδιστό Πορτοκάλι, του Κιούμπρικ. Κάποιοι άλλοι, αλλόθροοι. Δεν μπορώ να καταλάβω καν τι γλώσσα μιλάνε.
Δυο τουρίστριες, φορτωμένες σαν γαϊδούρια. Είναι αστείο και τραγικό. Οι τουρίστες, που πάνε διακοπές, κουβαλάνε περισσότερα απ’ τους πρόσφυγες, που άφησαν πίσω όλη τους τη ζωή.
Έξω η πόλη φεύγει. Η πόλη που ήρθε πριν τρεις νύχτες, τώρα φεύγει.
“‘Ah, do not mourn,’ he said,
our souls are love, and a continual farewell.”
~~
Σηκώνομαι και ψάχνω να δω κι άλλα.
Περπατάω τα βαγόνια. Δυο παπάδες κάθονται δίπλα-δίπλα. Είναι τόσο χοντροί που με το ζόρι χωράω να περάσω απ’ τον διάδρομο. Αυτά περί εγκράτειας.
Παρακάτω μια γυναίκα με μαντήλα και δύο παιδιά να κοιμούνται στην αγκαλιά της.
Μια κυρία διαβάζει στην εφημερίδα: “Ο Ιταλός επιβήτορας στην Μύκονο”. Σημαντική είδηση. Σ’ όλους αρέσουν τα άλογα.
Ο ιδιωτικός αστυνομικός (security), ένα παλικαράκι, έχει πλευρίσει μια κοπέλα που μοιάζει λες και είναι έτοιμη για Σαββατιάτικη έξοδο.
Παρακάτω αγόρια με μοϊκάνα. Ένα παιδί κοιμάται στην αγκαλιά του πατέρα του.
Κι ο κόσμος φεύγει απ’ έξω.
~~
Κάθομαι σε μια μονή θέση, στο βαγόνι-κυλικείο. Περνάει ένας νεαρός που φοράει μπλουζάκι με τους σούπερ ήρωες της Marvel. Και μόλις έφυγα απ’ την Αθηναϊκή Γιορτή Κόμικς. Σύμπτωση;
Στο διπλανό τραπέζι τρία κορίτσια, στα πρόθυρα της ενηλικίωσης, παίζουν Ζώα-Πράγματα-Φυτά. Είναι στο Γ. Ψάχνουν επάγγελμα.
Η μία λέει: Γραμματέας.
Η άλλη: Γελωτοποιός.
“Δεν είναι επάγγελμα αυτό!”, της φωνάζει.
Κι ο Γελωτοποιός, ακριβώς δίπλα τους, σημειώνει τα λόγια τους. Σύμπτωση;
~~{}~~
Έμεινα τρεις μέρες στην Αθήνα. Πέρα απ’ τις διαδρομές με τον ηλεκτρικό και το μετρό, κυρίως τις πέρασα στο Κτίριο των Αρχαιολόγων, στο φεστιβάλ Κόμικς και Φανζίνς.
Στο Θησείο, σ’ έναν χώρο όπου κάποτε περπατούσε ο Σωκράτης κι έπαιζε με τον Πλάτωνα, Ζώα-Πράγματα-Φυτά.
“Άλογο”, έλεγε ο Σωκράτης.
“Άλογο”, έλεγε κι ο Πλάτωνας.
“Δεν πιάνεται, είπες το ίδιο με μένα”, έλεγε ο Σωκράτης.
“Όχι, εσύ μιλάς για κάποιο συγκεκριμένο άλογο, εγώ για το Άλογο.”
Σαν βρεθήκαμε στον χώρο έπρεπε να τακτοποιήσουμε τις καρέκλες και τα τραπέζια. Επικράτησε το χάος.
“Ποιος είναι υπεύθυνος;” ρώτησε κάποιος απ’ τους κομιξάδες που βοηθούσαν.
“Όλοι μας”, του είπα.
Έχει πολύ μεγάλη διαφορά να λες “κανείς δεν είναι υπεύθυνος” και να λες “όλοι είναι υπεύθυνοι”.
Τελικά η έκθεση των κόμιξ, ο χώρος των φανζινάδων, εκείνος των παρουσιάσεων, στήθηκαν εγκαίρως και όμορφα. Όταν όλοι είναι υπεύθυνοι το αποτέλεσμα είναι καλύτερο.
Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στον μηδενισμό, στη δημοκρατία και στην αναρχία.
Στην πρώτη περίπτωση κανείς δεν είναι υπεύθυνος, στη δεύτερη υπεύθυνοι είναι όσοι εκλέγονται κι αποφασίζουν για όλους τους άλλους, στην τρίτη όλοι είναι υπεύθυνοι.
Μπορεί να είναι κι αλλιώς. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα.
Δεν είμαι αναρχικός ούτε δημοκράτης ούτε μηδενιστής ούτε καν υπεύθυνος, δεν είμαι τίποτα άλλο από έναν άνθρωπο που ταξιδεύει με το τρένο, μεταμεσονύκτια, κάπου κοντά στη Θήβα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι της Γιολάντας
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η συνέχεια εδώ “Πόσες υποταγές αξίζει η ζωή μας;”
[…] Το πρώτο μέρος «Η Παναγιά σ’ αναπηρικό καρότσι» […]
[…] Το πρώτο μέρος εδώ «Η Παναγιά σ’ αναπηρικό καρότσι» […]
Comments are closed.