Οι λογοτέχνες αγαπούν τις περσόνες τους. Κάθε συγγραφέας δημιουργεί από μία (τουλάχιστον).
Ο Μπουκόφσκι έστελνε τον Χένρι Τσινάνσκι στα μπαρ, για να δέρνει, να πίνει και να πηδάει. Ο Τζόις είχε τον Στήβεν Δαίδαλο. Ο Τρυφώ τον Αντουάν. Ο Έλιοτ τον Προύφοκ. Ο Φλωμπέρ την Μποβαρί. Ο Κέρουακ τον Σαλ.
Οι περσόνες των συγγραφέων μπορούν να κάνουν όσα εκείνοι δεν τολμούν.
Ο Ρίπλει κάνει όλους τους φόνους της Χάισμιθ. Και παραμένει γοητευτικός.
Ο Χάνιμπαλ τρώει ανθρώπους. Αλλά είναι γοητευτικός.
Ο καθηγητής Χούμπερτ αποπλανεί τη Λολίτα. Αλλά είναι τραγικός, γι” αυτό και συμπαθητικός.
Ο Δον Κιχώτης είναι ολοφάνερα τρελός. Αλλά είναι εμβληματικός.
~~{}~~
Οι συγγραφείς είναι οι πιο σχιζοφρενείς καλλιτέχνες. Σε κάθε βιβλίο τους, κάθε ήρωας τους και κάθε κομπάρσος, είναι μια περσόνα τους. Πρέπει να φορέσουν τη μάσκα του καθενός για να αποδώσουν την δική του οπτική γωνιά.
Ο ηθοποιός γίνεται ένας άλλος κάθε φορά (με εξαιρέσεις, όπως ο Πίτερ Σέλερς που μπορούσε να γίνεται πολλοί). Ο συγγραφέας γίνεται όλοι. Δεν παίρνει θέση σε όσα συμβαίνουν. Τα βλέπει μέσα από τα μάτια μιας περσόνας.
Ο συγγραφέας μπορεί να φορέσει τη μάσκα του απόλυτου Κακού, είτε είναι ο Σατανάς είτε είναι ο Αδόλφος, και να σε κάνει να τον κατανοήσεις, να ταυτιστείς μαζί του.
Ο συγγραφέας δεν γράφει. Ζει τη ζωή της περσόνας του. Και μαζί του ζεις κι εσύ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα παρακάτω κείμενα είναι η αρχή της ζωής μιας περσόνας, όπως τη φαντάστηκαν-δημιούργησαν έξι συνεργοί απ’ το Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ελιζαμπέτε Παπαδογεράκη
To όνομα μου είναι Ελιζαμπέτε Παπαδογεράκη, οι φίλοι όμως με φωνάζουν Λίζα. Γεννήθηκα την 5η Ιουλίου του 1975 και στην ιδιοσυγκρασία μου συνυπάρχουν δύο νησιά. Η Κρήτη και το Σάο Βισέντε. Η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί στην άκρη της Μεσογείου. Το Σάο Βισέντε είναι ένα μικρό νησί στη μέση του Ατλαντικού κι ανήκει στην Δημοκρατία του Κάμπου Βέρτε.
Ο πατέρας μου, Νάσος Παπαδογεράκης κατάγεται από εύπορη οικογένεια της Κρήτης. Στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα βρέθηκε στην Ολλανδία, και συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο του Μααστρίχτ, προκειμένου να σπουδάσει νομικά. Έλκει την καταγωγή του από οικογένεια με παράδοση στην στελέχωση του διπλωματικού σώματος της Ελλάδας. Συνεπώς η επαγγελματική του σταδιοδρομία – ενδεχομένως και η ζωή του – ήταν προδιαγεγραμμένη. Τελείωσε τις σπουδές του στην Ολλανδία και βρέθηκε για μετεκπαίδευση στο King’s College του Λονδίνου. Στην Ολλανδία γνώρισε τον φίλο του Πέτερ με τον οποίο αποφάσισε πριν επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα να ταξιδέψει στο Πράσινο Ακρωτήρι. Όταν έφτασε, δεν βρήκε ούτε Πράσινο ούτε Ακρωτήρι. Βρήκε μόνο τα μαύρα μάτια της Λάουρα.
Η μητέρα μου Λαόυρα κατάγεται από την πόλη Μιντέλο, το λιμάνι στο ηφαιστειογενές πολύχρωμο νησί του Σάο Βισέντε. Μεγάλωσε μόνο με την μητέρα της, μια δυναμική γυναίκα που εξασφάλιζε τα προς το ζην πότε τραγουδώντας και πότε κάνοντας εμπόριο αλατιού. Από τον παππού μου δεν πήρε τίποτα, ούτε καν το επίθετό του.
Άνοιξα τα μάτια μου σε αυτόν τον κόσμο όταν ο Αριστίντες Περέιρα ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Κάμπου Βέρντε, αφήνοντας στο παρελθόν της ιστορίας την πορτογαλική αποικιοκρατία. Την κατάλαβα εκείνη την μέρα την χαρμολύπη της μάνας μου. Πρώτη φορά μάνα και πρώτη φορά ελεύθερη. Μακριά όμως από την πατρίδα της, εγκλωβισμένη στην Κρήτη όπου είχε ήδη μετακομίσει χωρίς τον πατέρα μου, ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο υπηρετώντας τη θέση του διπλωματικού ακολούθου.
Μνήμες από την μάνα μου έχω ελάχιστες. Δεν την άντεξε την Κρήτη και την τυπικότητα των Παπαδογεράκηδων η ελεύθερη ψυχή της Λάουρα. Επέστρεψε πίσω στο νησί της. Μικρότερη της κρατούσα κακία. Μεγαλώνοντας την κατάλαβα. Ήδη από την κοιλιά της θυμάμαι ένα παραμύθι που μου έλεγε, με κάποιον Σάντσο, έναν νοήμονα πίθηκο που δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. Αυτά όμως που θυμάμαι ακόμη να μου τραγουδά είναι τα «μόρνα», που έφερνε από την πατρίδα της. Αυτές τις νοσταλγικές ιστορίες από χαμένες πατρίδες και ανεκπλήρωτους έρωτες που μόνο μια καποβερτιανή μάνα ξέρει να τραγουδά.
~~~~~~~
Ξένια
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γκουντελάν
Η μάνα μου είναι η Μαρία. Η μάνα της, μέσα στο σπίτι μας ,όλο μουρμουράει πράγματα που δε καταλαβαίνω και αναθεματίζει. Αναθεματίζει την ώρα που γεννήθηκε, την ώρα που παντρεύτηκε, την ώρα που γέννησε την αγαθόπιστη τη μάνα μου.
Έξω από το σπίτι , πάει σκυμμένη με τα μάτια στο χώμα , μόνο στην εκκλησία να κοινωνήσει. Σκύβει μπροστά απ’όλους τους αγίους , κατεβάζει το χέρι ανάμεσα απ’τα πόδια,το ανεβάζει πάνω από το κεφάλι, δεξιά, αριστερά και ζητάει επίμονα συγχώριες.
Ο παππούς μου, και κείνος σκυμμένος στα χωράφια και στο καφενείο,με ευλάβεια αδειάζει τις μπουκάλες της δικής του κοινωνίας. Και όταν γυρνάει στο σπίτι, κατεβάζει τη χερούκλα του, απανωτά ,με φόρα σε όποιον βρει μπροστά του. “Μπάσταρδο! Μούλο!” Όταν έρχεται η σειρά μου η καλύτερη μου , που τις ρίχνει και το κεφάλι μου βουίζει και μου αστράφτει η αλήθεια.
“Φως μου! Αγγελούδι μου !” κλαψουρίζουν η μάνα και η γιαγιά.
Για να φροντίσουν τις πληγές μου, με ξαπλώνουν στο ντιβάνι απέναντι απ’το μεγάλο παράθυρο.
“Φως μου!” Βλέπω τον αχνό ορίζοντα, τον απέραντο αγρό και καταμεσής με τα χέρια απλωμένα , το Σκιάχτρο ήρεμο και καρτερικό να εκπληρώνει το χρέος του. “Αγγελούδι μου!” Τα απλώνω και γω και κει ανάμεσα στο βουητό και τα μουρμουρητά, φωνάζει και ο παντοδύναμος πατέρας μου.
“Ούτος είναι ο υιός μου ο αγαπητός,εις τον οποίον ευηρεστήθειν. Αυτού ακούετε!”
Και τον ακούνε και στο χωριό και ακόμα πιο πέρα .Και όταν περνάω και τους δείχνω , με τα δύο δάχτυλα ενωμένα, ξέρουν γιατί τους βλογάω οι μακάριοι και φωνάζουν ‘Καλώς τον Γκουντελάν!’ και γω τους βάζω να μου φιλούν το χέρι.
~~~~
Άννα
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Θεοφάνης Αντόνιο Κούτος
Το όνομά μου είναι Θεοφάνης Αντόνιο Κούτος. Όλοι σχεδόν με φωνάζουν Φάνη. Είμαι γιός του Ευάγγελου Κουτού από την Χίο και της Ραφαέλλας, κατοίκου Σάο Πάολο, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Παππούς μου ο Θεοφάνης Κουτός, ναυτικός μιά ζωή. Το ίδιο και ο πατέρας μου, δεύτερος καπετάνιος σε εμπορικό, όταν γνώρισε την μητέρα μου, απόγονο σκλάβων από την Αφρική. Παντρεύτηκαν στις αρχές του 20 αιώνα κι η μάνα μου πέθανε στην γέννα μου, συγκεκριμένα στις 20 Μαϊου 1905. Όταν ήμουνα περίπου 5 χρονών μετακομίσαμε με τον πατέρα μου Φάνη στο Μαϊάμι των Η.Π.Α. όπου και διαμένω μέχρι σήμερα, όντας 34 χρονών. Φυσικά άλλαξα το επώνυμο προς το αμερικανικότερο. Δουλέυω σαν μουσικός σε διάφορα κλαμπ της επικράτειας, αν και το κύριο μέρος των εσόδων μου προέρχεται από τις ικανότητές μου στο πόκερ, στην μπλόφα και στην απάτη, γενικώς. Όχι και τόσο άσχημα για το γιο μιας νέγρας κι ενός πρώην καπετάνιου , που κρατούσε από το σόι των Κουτών. ..αν με πιάνετε… Α…και κάτι τελευταίο…είμαι μαύρος…κατάμαυρος σαν την πίσσα που μάζευαν τα φουγάρα στα πλοία του πατέρα μου.
~~~~~~~~~~~
Παναγιώτης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μάρκος Απρίλιος
Είμαι ο Μάρκος Απρίλιος. Μη γελάτε, όχι κι εσείς. Αυτή την αντίδραση αντιμετωπίζω σε όλη μου τη ζωή. Οι γονείς μου νόμιζαν ότι είχαν χιούμορ. Τελικά κατάφεραν να φτιάξουν έναν άνθρωπο γεμάτο ψυχολογικά προβλήματα, που έχει περάσει τα δώδεκα απ’ τα εικοσιοχτώ χρόνια της ζωής του στα κρεβάτια και τις καρέκλες συνεδριών και ομάδων υποστήριξης. Έχω ξεχάσει πια τον αριθμό των ψυχολόγων που έχω γνωρίσει. Ευτυχώς, εδώ μέσα νομίζω θα ηρεμήσω. Έπρεπε να το ‘χα κάνει νωρίτερα, ίσως τώρα να ένιωθα κάπως φυσιολογικά. Να μην έτρεμα στην ιδέα του πρώτου εγερτηρίου, της πρώτης αναφοράς, της πρώτης γνωριμίας, του πρώτου καυγά. Όπως και να’ χει θα προσπαθήσω να επιστρέψω στην αρχή. Εδώ μέσα έχω ένα safe, είμαι ένα νούμερο και αυτό θα παλέψω να κρατήσω για όλους. Το όνομά μου θα είναι μια συμφωνία σιωπής ανάμεσα στη γλώσσα μου και τη μνήμη μου. Ομερτά.
Γεννήθηκα την δέκατη έβδομη μέρα του Απριλίου του 1987. Μάρκος ήταν ο σκύλος των γονιών μου. Το Απρίλιος τους βγήκε αυθόρμητα στο ληξιαρχείο. Πριν καν με βαφτίσουν με φώναζαν και με τα δύο ονόματα. Στο Μάρκος τρέχαμε κι εγώ και το λυσσάρικο. Στο Απρίλιος αυτό καθόταν και γρύλιζε κι εγώ πήγαινα με τρόμο μη με κάνει μια χαψιά που του είχα κλέψει το χάδι και το φαγητό.
Τα χρόνια περνούσαν και δεν είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς τι κουβαλούσα ως προίκα. Έγινε όμως την πρώτη μέρα στο σχολείο. Η προσγείωσή μου ήταν απότομη, το Απρίλιος έγινε Μάιος, Ιούνιος, Δεκέμβρης, Χριστούγεννας, Πάσχας και ό,τι μπορούσαν ένα, δέκα, τριάντα εξάχρονα να φανταστούν. Το κλείσιμο στην τουαλέτα για τέσσερις ώρες, με κλάμα και ουρλιαχτά, ήταν η φυσιολογική κατάληξη. Τα παιδιά δεν έχουν τόσο καλή ψυχή όσο λέγεται. Ανθρωποφάγα είναι. Τουλάχιστον μαζί μου αυτό ήταν. Μετά ήρθε ο πατέρας μου, με έπεισε να ανοίξω, με πήρε σπίτι και μου εξήγησε ότι δεν έπρεπε να ντρέπομαι, ότι όλων τα ονόματα είναι κάπως περίεργα. Έλα μου όμως που δεν ήταν. Γιάννης, Κώστας, Σπύρος, Αντώνης, Γιώργος… τόσα φυσιολογικά, αδιάφορα, ωραία ονόματα. Εισιτήρια ξεγνοιασιάς. Όλα εκτός απ’ το δικό μου. Μάρκος Απρίλιος… Ένα χρόνο πριν είχε γίνει το ατύχημα του Τσέρνομπιλ. Μάλλον τους δικούς μου τους είχε πειράξει περισσότερο απ’ τους υπόλοιπους Έλληνες.
Τι τα σκέφτομαι τώρα; Όλα μου τα παιδικά χρόνια, όλη μου η ζωή έτσι εξελίχθηκε. Τα ραντεβού με τα κορίτσια, οι συνεντεύξεις για δουλειά, η θητεία στο στρατό. Όλα μια αποτυχία, μια κοροϊδία, μια ντροπή…
Γιατρέ μου δεν έχω κάτι άλλο να σας πω. Τα είπα και στη δίκη εξάλλου, μπορείτε να ενημερωθείτε απ’ τα πρακτικά της. Τους σκότωσα και νομίζω έκανα αυτό που θα ηρεμήσει την ψυχή μου. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού λένε οι γραφές κι εγώ είμαι βαθιά θρήσκος κατά μια δικιά μου οπτική. Με κατέστρεψαν και τους το επέστρεψα. Τώρα θα τιμωρηθώ στη γη για την πράξη μου και όταν έρθει η ώρα στον ουρανό για την αμαρτία μου. Δεν έχω τύψεις όμως. Κι ούτε μετανιώνω. Από σήμερα, από εδώ και πέρα, είμαι ο φυλακισμένος νούμερο 1741987. Μπορώ να φύγω; Μπορώ να πάω στο κελί μου;
~~~~~~~~~~
Δημήτρης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κασσάνδρα Νασονίμπη
Γεννήθηκα την τελευταία ημέρα του χειμώνα, την πρώτη ημέρα της άνοιξης: 20 Μαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας. Ίση η μέρα με τη νύχτα έξω – ίσο το φως με το σκοτάδι μέσα μου. Η μάνα μου επέμενε να μου δώσουν το όνομα μιας ημιάγνωστης οσίας που γιορτάζανε στο χωριό της εκείνη την ημέρα. Ο πατέρας μου όμως ήθελε οικογενειακό όνομα – κι έτσι συμβιβάστηκε με το εβραϊκής ρίζας, αδιάφορο και υπερδημοφιλές, όνομα της πεθεράς του. Ο καϋμένος ο πατέρας μου – ήταν ο μόνος που δεν αντέδρασε όταν επέβαλα το διαλεγμένο μου όνομα. Αυτό που ένιωθα να μου ανήκε, αυτό που μου άξιζε. Αυτό που αργότερα επικύρωσα και νομικά: Κασσάνδρα …
Ο μοναδικός αξιόλογος άνθρωπος που βρήκα να είχε γεννηθεί την ίδια μέρα μ’ εμένα ήταν ο λατίνος ποιητής Οβίδιος. Δεν τον ήξερα πριν, τον έμαθα μόνο για το γεγονός αυτό καθεαυτό της ημερομηνίας γέννησής του. Κι ούτε και μου άρεσε ιδιαίτερα, ο ποιητής αυτός του ‘έπους’ και του ‘έρωτα’ (κατά τους μελετητές). Αλλά έχει γράψει κι ένα έργο που ελάχιστοι γνωρίζουν: OVIDI NASONIS IBIS ή «ο Οβίδιος καταριέται τον Ίμπις». Εκείνη την περίοδο άρχιζα να εμβαθύνω στο σκοτάδι μέσα μου, και είχα σαν παιάνα το τραγούδι του Νίκου Πάνου «Η Κατάρα», τραγουδημένο πρώτη φορά το 1973: …Η κατάρα μου να δέρνει τη σκιά σου – και εφιάλτες να σε παίρνουν στα όνειρα σου – τα σημάδια, οι πληγές μου να σε ζώνουν – και τα μάτια σου ποτέ να μη στεγνώνουν…
Όταν έπεσε στα χέρια μου από τυχαία αγγλική μετάφραση το Ibis, κατάλαβα πως υπήρχε επαφή με ένα σύντροφο πνεύμα διαμέσου των αιώνων, μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης: …May you be always pitiable, and yet let no one pity: let men and women take delight in your adversity. Let hatred for your tears be on you, be so fit to stink, that when you might have known the worst of ills, you’ll suffer more. And be, what’s rare, devoid of common charity, a face offensive to your own fate… Έμαθα λατινικά μόνο και μόνο για να μπορέσω να το απολαύσω στο πρωτότυπο!σ
Έτσι διάλεξα και το επίθετό μου: … Νασονίμπη.
Οι γονείς μου, μεροκαματιάρηδες, άχρωμοι, άοσμοι, γκρι. Ευτυχώς είχαν κάνει κι άλλα παιδιά πριν από εμένα, κι έτσι δεν συγκλονίστηκαν όταν αποστασιοποιήθηκα και ξέκοψα – μπορεί και να ανακουφίστηκαν κιόλας. Όσο για τ’ αδέρφια μου, τίποτα δεν μας ένωνε – και όταν πια άλλαξα και το επίθετό μου, δεν μας έμεινε και τίποτα κοινό. Μονοκόμματοι άνθρωποι. Στην αγωνία τους για φως, κάποιοι κέρδισαν και ξέπλυναν με το φως τους το σκοτάδι μέσα τους, κι έγιναν γκρίζοι. Κάποιοι άλλοι παραδόθηκαν στο σκοτάδι τους κι έχασαν το φως τους. Μα το δικό μου το πεπρωμένο λίγοι το τολμούν, κι ακόμα λιγότεροι το φτάνουν: να ισορροπούν στο διαχωριστικό ημίφως, για να μην αρνηθούν, αλλά ούτε και να παραδοθούν, σε καμία από τις (συμ)φύσεις τους.
Να είσαι ικανή για τα πάντα, και τ’ αντίθετά τους.
~~~~~~~~~~
Αντώνης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Άβα Ταρίκου
Η Άβα Ταρίκου, κόρη – μοναχοκόρη – του Αρχέλαου και της Ασπασίας Ταρίκου, γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1988, μέρα Παρασκευή. Εκείνη τη μέρα ο Αρχέλαος, ο κύριος Αρχέλαος, δεν πήγε στο γραφείο του. Γεγονός εξαιρετικό και σπάνιο, όπως το πυκνό χιόνι που άρχισε να πέφτει απ’ το πρωί στην πόλη και συνέχισε για τρεις ολόκληρες ημέρες. Και δεν ήταν που ο κύριος Αρχέλαος φοβόταν να κυκλοφορήσει στην ακινητοποιημένη πόλη. Όχι. Ήταν άνθρωπος ανθεκτικός και κυρίως συνεπής. Ήταν που δεν ήθελε ν’ αφήσει μόνη την Ασπασία, την κυρία Ασπασία, που ήταν στις μέρες της. Και για να μην καταγραφεί άνευ λόγου απουσία στο καθαρό μητρώο του συζύγου της, η κυρία Ασπασία αποφάσισε να γεννήσει τότε. Δηλαδή όχι μόνο η κυρία Ασπασία, αλλά και η κόρη της που δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι.
Ο Αρχέλαος και η Ασπασία έγιναν γονείς μετά από πολλά χρόνια προσπάθειας. Έγιναν γονείς στα 42 τους – συνομήλικοι οι δυο τους – αυτή τη χιονισμένη μέρα, στις 7:30μ.μ. Μια ώρα μετά, στο δωμάτιο του νοσοκομείου, η μητέρα με το μωρό στην αγκαλιά κι ο πατέρας καθισμένος δίπλα της, πανευτυχείς κοιτούσαν αμίλητοι την κόρη τους. Δεν συνήθιζαν τα πολλά λόγια και τις πολλές διαχυτικότητες, άνθρωποι ήσυχοι και ντροπαλοί κι οι δυο τους. Έξω οι πατσαβούρες του χιονιού συνέχιζαν να πέφτουν αθόρυβα και με απόλυτη συνέπεια. Ο παππούς κι η γιαγιά κατέφθασαν, παρά ταύτα, σύντομα, γεμάτοι καμάρι και συγκίνηση.
«Πώς θα την πούμε», είπε δειλά μετά από λίγη ώρα ο πάτερ Ανάργυρος, πατέρας της Ασπασίας, ελπίζοντας να προτείνουν οι υπόλοιποι το όνομα της Ασημίνας, της μακαρίτισσας της γυναίκας του. «Άβα», είπε η κυρία Αλκμήνη, μητέρα του Αρχέλαου, γυναίκα δυναμική και όμορφη, πολύ όμορφη, φτυστή η Άβα Γκάρντνερ. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Δεν το συνήθιζαν αυτό στην κυρία Αλκμήνη.
~~~~~~~~~~
Γεωργία
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ευγένιος Ραδινός
Γεννήθηκα 13 Σεπτεμβρίου, ημέρα Τετάρτη, στη Θεσσαλονίκη. «Μια μέρα σαν αυτήν που γεννήθηκες, όλα τελείωσαν». Οι παππούδες μου και γονείς της μητέρας μου, Ισίδωρος και Θεοδώρα, έφυγαν από τη Σμύρνη όταν ήταν ακόμα παιδιά. Ακόμα θυμάμαι τις διηγήσεις τους για την «πιο όμορφη πόλη», διηγήσεις σαν παραμύθι, με μη-παραμυθένιο τέλος. «Μια μέρα σαν αυτήν που γεννήθηκες, όλα τελείωσαν».
Και οι δύο κατάγονταν από αστικές οικογένειες, που βέβαια τα ‘χασαν όλα όταν έφυγαν. Όμως οι τύποι αστικής ευγένειας και το εκλεπτυσμένο γούστο παρέμειναν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Ο Ισίδωρος έγινε έμπορος αντικών και η Θεοδώρα μοδίστρα (ράφτρα την έλεγαν οι υπόλοιποι). Η μητέρα μου, Ουρανία, ακολούθησε το επάγγελμα της μητέρας της.
Τους γονείς του πατέρα μου, του Θανάση, δεν τους θυμάμαι, πέθαναν όταν ήμουν σε βρεφική ηλικία. «Αρρώστησε ο Ευγένιος και σύντομα ζήλεψε κι η γιαγιά σου» μου έλεγε ο πατέρας μου. Μεγάλωσαν στην Καστοριά και ήρθαν νεαροί στη Θεσσαλονίκη. Ο παππούς επιπλοποιός, η γιαγιά φρόντιζε το σπίτι. Ο πατέρας μου στα χνάρια του παππού.
Μεγάλωσα σε ένα παλιό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Ψηλοτάβανο, με γύψινα γείσα και κορνίζες στα ταβάνια και στους τοίχους, ταπετσαρίες με περίτεχνα μοτίβα, αντίκες από το μαγαζί του παππού, κουρτίνες και σεντόνια με πολύχρωμα λουλούδια που τα έφτιαχνε η μαμά, έπιπλα-γλυπτά που τα έφτιαχνε ο μπαμπάς. Το σπίτι ήταν για μένα παιδική χαρά, όλα τα σχέδια και τα σχήματα ζωντάνευαν και φτιάχναμε μαζί ιστορίες. Η μητέρα μου αγαπούσε τα ωραία αντικείμενα, και τα αντικείμενα αντανακλούσαν την αγάπη αυτή σε μένα. Ο πατέρας λιγομίλητος και γλυκός. Όλο το σπίτι ανέβλυζε αγάπη.
Ώσπου ήρθε η αρρώστια. Τον πρώτο καιρό δεν το ήξερα, όμως καταλάβαινα ότι κάτι χάλασε. Το σπίτι κουβαλούσε έναν βαρύ κι επίμονο πόνο. Όταν έμαθα, έχασα κάθε διάθεση δημιουργικότητας. Είχα αποφασίσει να γίνω παραμυθάς, όπως οι συνονόματοι Σπαθάρης και Τριβιζάς. Τώρα ήθελα μόνο αριθμούς, ψυχρούς και στυγνούς αριθμούς. Σπούδασα στο Οικονομικό. Λίγο πριν την αποφοίτησή μου έφυγε. Ήμουν 22.
Η απώλεια με γύρισε πίσω, στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, στο παιχνίδι. Πολεμούσα τη θλίψη με τη φαντασία, τα αντικείμενα άρχισαν να μου μιλούν ξανά, έπαιρνα αγάπη κι έφτιαχνα ιστορίες, έγινα παραμυθάς. Λογιστής για τον υπόλοιπο κόσμο, παραμυθάς για τον εαυτό μου. Και γι’ αυτήν.
~~~~~~~~~
Τάσος
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Josh Morphy
Ονομάζομαι Josh Morphy. Γεννήθηκα στο Brooklyn στις 25 Νοεμβρίου του 1986. Δεν θυμάμαι ποια μέρα και βαριέμαι να κοιτάξω. 25 Νοεμβρίου, διεθνής ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Τι ειρωνεία.
Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στο Βrooklyn και σπούδασα στο Princeton στο τμήμα φιλοσοφίας. Η ακαδημαϊκή μου καριέρα ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Όμως όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεος γελάει. Σηκώθηκα και έφυγα. Λίγοι άνθρωποι υπήρχαν για να με κρατήσουν. Οι δυο γυναίκες της ζωής μου με άφησαν εξάλλου. Η μία εγκατέλειψε τη ζωή, η άλλη την καρδιά μου.
Η μία ήταν η μητέρα μου. Η Ann Μοrphy, γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Μανχάτταν. Κληρονόμησε μια μικρή περιουσία αλλά ποτέ δε σταμάτησε να δουλεύει ως χαμηλόμισθη τραπεζική υπάλληλος. Ο πατέρας μου δεν ξέρω που γεννήθηκε, που ζει και εάν ζει. Ο παππούς μου, Milton Morphy, τραπεζίτης στην Wall Street. Με τη ζωή του και τα έργα του άφησε πολλά. Πολλά χρήματα. Δεν νομίζω να τον ενδιέφερε και τίποτα άλλο.
Εγώ; Εγώ πιο πολύ αναρχικός τραπεζίτης. Στον τρόπο σκέψης. Στη ζωή; Δυσκολεύομαι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Σήμερα κάνω τον κλόουν σε παιδικά πάρτυ. Σημειώνω τρελή επιτυχία, τα μικρά παιδάκια με λατρεύουν! Χθες, έγραφα σε σκακιστική στήλη σε εφημερίδα. Αύριο; Δεν έχω ιδέα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γιώργος
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κι ένα μεγαλύτερο κείμενο για τις περσόνες και τις μάσκες εδώ:
“Μάσκες, περσόνες και υποκριτές” http://sanejoker.info/2013/12/persona-grata.html