(Ιστορίες απ’ τον Κήπο)
Όταν δούλευα στην Νάξο, ως μπάρμαν, άκουσα πολλές ιστορίες έρωτα. Όχι τυχαία, το αποζητούσα. Μόλις γνώριζα κάποιον κι όταν αυτός χαλάρωνε, μετά το δεύτερο ή τρίτο ποτό, τον ρωτούσα αν είχε να μου πει κάποια ιστορία έρωτα απ’ τη χώρα του.
Μάζευα υλικό, σαν καλός κι ευσυνείδητος συγγραφέας που εκθέτει τα εσώψυχα των άλλων.
Το ζητούσαν κι αυτοί. Κάθε άνθρωπος θέλει να διηγηθεί μια ωραία ιστορία. Ίσως να μην είμαστε τίποτα άλλο από ζώα που διηγούνται ιστορίες.
Και ξέρετε τι λένε στο Χόλιγουντ; Κάθε καλή ιστορία έχει να κάνει μ’ ένα κορίτσι.
Αυτή που θα διαβάσετε είναι η ιστορία του Ντίνου κι ενός ονειρικού κοριτσιού.
~~{}~~
Ο Ντίνος ήταν καθηγητής φυσικής. Τριάντα χρονών κι αδιόριστος. Ζούσε με τη μάνα του και δούλευε σε φροντιστήρια. Ήταν άκρως φλεγματικός, σε σημείο που μπορεί να καταποντιζόταν το νησί κι εκείνος να συνέχιζε να πίνει την μπύρα του, κάνοντας μόνο μια χλιαρή παρατήρηση, όπως: “Ούτε ο Τιτανικός δεν βούλιαξε τόσο γρήγορα.”
Υποψιαζόμουν ότι πίσω απ’ το στεγνό του ύφος κρύβονταν ωκεανοί συναισθήματος. Αλλά εκείνος το κρατούσε για τον εαυτό του. Πάντα ψύχραιμος, ολιγόλογος, ολιγαρκής. Πάντα να πίνει δύο μπύρες και ν’ αρνείται την τρίτη που έλεγα να τον κεράσω.
Στεγνός, ναι, αυτή την αίσθηση έδινε. Λες κι είχε μεγαλώσει σε μια Ατακάμα συναισθημάτων. Αν δεν ξέρετε τι είναι η Ατακάμα, αναζητήστε “η-πιο-άνυδρη-έρημος-της-Γης”.
Όμως οι άνθρωποι κάνουν κάποιες φορές πράγματα που ξαφνιάζουν. Κυρίως τον εαυτό τους.
~~{}~~
Ένα απόγευμα, κι ενώ ακόμα τακτοποιούσα τα ποτήρια, τον είδα να έρχεται αλαφιασμένος. Σκέφτηκα κάτι άσχημο, το θάνατο της μάνας του ή ένα τσουνάμι.
Σαν πλησίασε αρκετά κατάλαβα ότι δεν είχε πένθιμο ή τρομαγμένο μάτι, αλλά μάτι αλαφροΐσκιωτο, λες και τον είχαν πετροβολήσει αδίσταχτες νεράιδες.
– Βάλε ένα ποτό, μου είπε και καθώς έσκυψα στο ψυγείο για την μπύρα του, μου φώναξε: Όχι, όχι! Κάτι δυνατό.
Ήπιε τεκίλα κίτρινη, σκέτη με πάγο, κι εγώ έτρωγα τα ποτήρια.
– Την είδα, είπε κάποια στιγμή.
– Ναι. Ωραία. Χαίρομαι για σένα. Αλλά… Όταν λες την είδες; Εννοείς…
– Το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου.
– Αυτό είναι καλό. Πού την είδες;
– Στον ύπνο μου.
Είπε αυτή τη φράση, έχοντας την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας στο πρόσωπο, περιμένοντας από μένα… Δεν ξέρω τι. Να χειροκροτήσω;
Αν ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που να με είχε συνηθίσει σε παρόμοιες δηλώσεις, ίσως και να το έκανα. Ίσως να γελούσα. Αλλά ήταν ο φλεγματικός κι άνυδρος Ντίνος.
Έμεινα να κουνάω τα μάτια μου πέρα-δώθε, σαν εκρεμμές, για λίγα δευτερόλεπτα, μπορεί μόνο για ένα ή δύο, δεν ξέρω. Αλλά θυμάμαι, σαν να ‘τανε ταινία, να βλέπω μία το πρόσωπο του Ντίνου και μία το παγωτατζίδικο απέναντι.
Συνήλθα όταν συνέχισε να μιλάει.
– Δεν ήταν απλό όνειρο. Ήταν εκεί, μπροστά μου, ολοζώντανη. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια απ’ το πρόσωπο της, κάθε φακίδα, κάθε κίτρινο ίχνος στη γαλάζια ίριδα της. Φορούσε ένα φουστάνι απ’ αυτά με τις τιράντες. Πώς τα λένε;
– Τιραντωτά;
– Έχει άσπρο δέρμα, διάφανο, σχεδόν διάφανο, φαίνονται οι φλέβες από κάτω. Και κόκκινα μαλλιά. Μακριά. Τα νύχια της άβαφτα, σαν μικρού κοριτσιού. Μάλλον τα τρώει.
Γέλασε, χαμογέλασα -και του γύρισα την πλάτη. Υποτίθεται για να βάλω ποτό (τότε έπινα τζιν τόνικ, και μ’ άρεσε να το ‘χω στο ψυγείο). Όμως ήθελα να σκεφτώ πώς θα αντιδρούσα. Έπρεπε να πάρω μέρος στη ψευδαίσθηση του;
Δεν ξέρω γιατί, ίσως να είχα προβλέψει το μέλλον, αλλά αποφάσισα να είμαι ειλικρινής.
– Τη γνωρίζεις; τον ρώτησα.
– Είναι κομμάτι μου, είπε ο Ντίνος.
– Όχι, θέλω να πω… Την έχεις δει πουθενά; Κάπου. Πέρα απ’ τ’ όνειρο. Την έχεις δει στο δρόμο στην τηλεόραση σε φωτογραφία σε βιβλίο σε
Ο Ντίνος δεν μ’ άκουγε.
– Πρέπει ν’ αποτυπώσω το πρόσωπο της, μονολόγησε.
– Αν ήξερες να ζωγραφίζεις. Αλλά δε μου είπες–
– Δεν ξέρω να κάνω μια ευθεία γραμμή.
– Οι ευθείες είναι χρήσιμες για τα κτίρια, όχι για τους ανθρώπους και τα πρόσωπα. Δεν υπάρχουν ευθείες στη φύση.
– Όχι. Δεν μπορώ να το κάνω. Θα ήταν… Ιεροσυλία.
– Μπορείς να κάτσεις, να γράψεις λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά της, έτσι όπως τα θυμάσαι, και να στείλεις το κείμενο σε κάποιον ζωγράφο, να το φτιάξει αυτός.
– Αυτό είναι τρέλα!
“Ενώ το να βρεις το κορίτσι των ονείρων σου στο όνειρο σου είναι απολύτως λογικό”, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα. Καλά έκανα. Γιατί πλέον μου φαίνεται απόλυτα λογικό. Πού αλλού μπορείς να το βρεις;
– Αυτό είναι τρέλα. Πού θα βρω ζωγράφο; ρώτησε ο Ντίνος.
Η ιδέα μας ήρθε ταυτόχρονα. Κάτω, στην Παραλία της Χώρας, υπήρχαν αμέτρητοι ζωγράφοι που έφτιαχναν προσωπογραφίες, δέκα ευρώ το κεφάλι.
Όμως εγώ φαντάστηκα τον Ντίνο να γράφει ένα μεγάλο κείμενο και να το παραδίδει στους ζωγράφους, ώστε να φτιάξει ο καθένας ό,τι φανταζόταν.
Ο Ντίνος ήταν πιο ρεαλιστής. Πλήρωσε το ποτό του κι έφυγε για την Παραλία.
~~{}~~
Πήγε και παρακολούθησε όλους τους πλανόδιους. Διάλεξε αυτή που του ταίριαζε περισσότερο στο στυλ.
– Θέλω να μου κάνεις ένα πορτραίτο, της είπε.
– Κάτσε.
– Όχι δικό μου.
– Έχεις φωτογραφία;
– Όχι.
– Τότε πώς…
– Θα στο διηγηθώ. Θα στο περιγράψω.
Η ζωγράφος ακολούθησε τις οδηγίες του. Λίγο πιο κοντά τα μάτια, λίγο πιο στρογγυλή η μύτη, λιγότερο φουσκωτά τα μάγουλα, τα χείλη πορτοκαλί, τα μαλλιά πιο φωτεινό κόκκινο, σαν να καίγονται.
Σύντομα η ζωγράφος δυσανασχέτησε. Ο Ντίνος της έδωσε πενήντα ευρώ στο χέρι, για να διώξει τους άλλους πελάτες.
Τρεις ώρες μετά, άλλα πενήντα ευρώ μετά, κόντευαν μεσάνυχτα. Ο Ντίνος εγκατέλειψε την προσπάθεια. Το κορίτσι στον καμβά ήταν πανέμορφο. Ήταν τόσο εκφραστικό, τόσο αληθινό, που η ζωγράφος του είπε να του δώσει πίσω τα εκατό ευρώ και να κρατήσει τον πίνακα.
Εκείνος αρνήθηκε, παρότι ήξερε ότι η προσωπογραφία που πήρε δεν ήταν το κορίτσι που είχε ονειρευτεί.
Πήγε σε άλλον πλανόδιο ζωγράφο, έναν άντρα αυτή τη φορά. Το αποτέλεσμα, σε λιγότερη ώρα, ήταν εξίσου εντυπωσιακό, αλλά δεν ήταν το κορίτσι που είχε δει ο Ντίνος στο όνειρο του.
Γυρνώντας στον Κήπο, απογοητευμένος, στάθηκε στο περίπτερο, για ν’ αγοράσει τσιγάρα.
Δεν είχε καπνίσει ποτέ. Ο πατέρας του ήταν μανιώδης καπνιστής. Όταν ο Ντίνος ήταν δέκα χρονών, ο πατέρας του είπε ότι θα πήγαινε να πάρει τσιγάρα. Έτσι είπε.
Είχε φιλήσει τον μικρό στο μέτωπο, με περισσή θέρμη. Και δεν ξαναφάνηκε.
Ο Ντίνος είχε συνδέσει το κάπνισμα με την εγκατάλειψη. Και τη θλίψη.
~~{}~~
Και στεκόταν εκεί, τρεις ανθρώπους πίσω στην ουρά, έτοιμος ν’ αγοράσει τσιγάρα, να καπνίσει, όταν είδε τον Τσιφ.
Το πραγματικό του όνομα ήταν κάποιο άλλο, που τώρα δεν το θυμάμαι. Τον έλεγαν Τσιφ γιατί έμοιαζε με Ινδιάνο. Ήταν ψηλός κι αδύνατος, σπανός με μακριά ίσια μαύρα μαλλιά.
Στην πραγματικότητα ήταν Σέρβος. Τόσο Ινδιάνος όσο Μακεδόνες μπορεί να είναι οι Σλάβοι.
Ο Τσιφ, κάθε καλοκαίρι, έστηνε την πλανόδια τέχνη του εκεί ακριβώς, δίπλα στο περίπτερο του Λάμπρου. Τον χειμώνα πήγαινε στην Ινδία, κάθε χειμώνα, όπου έμενε σ’ ένα μικρό χωριό, ψηλά στο Κασμίρ, μπορεί και στο Θιβέτ, ένας πλούσιος Σέρβος ζωγράφος -με πεντακόσια ευρώ στην τσέπη.
Δεν ζωγράφιζε, άλλη ήταν η τέχνη του Τσιφ. Έφτιαχνε τα προφίλ των μοντέλων του με χαρτοκοπτική, σαν φιγούρες από θέατρο σκιών. Το αρχέγονο θέατρο σκιών, αυτό που ξεκίνησε απ’ τα οροπέδια του Κασμίρ: Μαύρο χαρτί και λευκό το κενό, το κόψιμο.
~~
Ο Ντίνος παράτησε την ουρά για τα τσιγάρα και τη θλίψη. Πήγε στον Τσιφ και του μίλησε για το κορίτσι που είχε δει στο όνειρο του. Εκείνος δεν παρεξενεύτηκε. Είχε ακούσει κι είχε δει πιο παράξενα πράγματα στα ταξίδια του -εντός κι εκτός της πραγματικότητας.
Άφησε τον Ντίνο να μιλήσει, τον ρώτησε για κείνα που δεν αφορούσαν το όνειρο, αλλά τον ονειρευτή. Τον άγγιξε, φύσηξε στα αυτιά του. Μετά του ζήτησε να κάνει κάτι παράξενο: Να βγάλει τα παπούτσια του.
Ο Τσιφ ποτέ δεν φορούσε παπούτσια στην Νάξο. Ήταν ο ξυπόλητος Ινδιάνος, γραφικός και με σκληρά πέλματα.
Ο Ντίνος υπάκουσε, αδιαφορώντας για τον κόσμο που τους κοιτούσε. Έπειτα, ακολουθώντας τις οδηγίες του Τσιφ, ένωσε τις πατούσες του μ’ εκείνες του ζωγράφου.
Ο Τσιφ έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή. Μετά σηκώθηκε, πήρε το ψαλίδι του και το χαρτί, και ξεκίνησε να κόβει.
Σαν τέλειωσε το ‘δωσε στον Ντίνο. Του είπε ότι δεν ήθελε λεφτά. Εκείνος κράτησε τη μικρή φιγούρα στα χέρια του και κατάλαβε ότι ήταν το προφίλ του κοριτσιού που είχε ονειρευτεί.
~~{}~~
– Αυτή είναι, μου είπε όταν γύρισε στον Κήπο.
Και μου ‘δειξε τη φιγούρα απ’ το θέατρο σκιών.
– Τ’ άλλα; τον ρώτησα, δείχνοντας τις προσωπογραφίες που κρατούσε.
– Όχι, όχι, αυτή είναι.
Κι ακούμπησε το προφίλ στη μπάρα.
~~{}~~
Μια-δυο μέρες δεν τον είδα. Την τρίτη ήρθε. Κι ήταν φλεγματικός, έτσι όπως τον ήξερα.
– Απογοητεύτηκες; τον ρώτησα, όταν μείναμε μόνοι.
– Για ποιο πράγμα απ’ όλα;
– Για το κορίτσι λέω. Του ονείρου.
– Γιατί ν’ απογοητευτώ γι’ αυτή;
– Που δεν υπάρχει… Θέλω να πω, ξέρεις, που δεν την είδες. Που δεν τη βρήκες.
– Υπάρχει. Και θα τη βρω. Είναι σίγουρο ότι θα τη βρω.
Δεν είπα τίποτα παραπάνω.
~~{}~~
Δεν είχε περάσει ένας μήνας απ’ το όνειρο του Ντίνου, όταν ένα βράδυ τρεις Ιταλίδες έμειναν τελευταίες πελάτισσες. Δεν είχα προλάβει καν να τις κοιτάξω, ήταν Αύγουστος κι έφτιαχνα ένα κοκτέιλ ανά λεπτό. Ρομπότ εποχιακής εργασίας.
Μόλις καταφέραμε να χαλαρώσουμε σήκωσα τα μάτια απ’ την μπάρα για να δω τους πελάτες στα τραπέζια.
Κι εκεί, στο τραπέζι με τις τρεις Ιταλίδες, είδα το κορίτσι που είχε ονειρευτεί ο Ντίνος, σε προφίλ.
Λογικά αν το δεις δεν υπάρχει καμία περίπτωση να είχα δει στην πραγματικότητα το κορίτσι που κάποιος άλλος είχε ονειρευτεί. Όμως ήταν αυτή, χωρίς καμία αμφιβολία.
Ήμουν τόσο σίγουρος που πήγα και της μίλησα. Δεν ήξερε αγγλικά, εγώ τίποτα από ιταλικά, συνεννοηθήκαμε με νοήματα και μεταφραστή.
Της είπα ότι υπήρχε ένας άντρας που την είχε δει στο όνειρο του. Εκείνη νόμισε ότι τη φλερτάρω. Της ζήτησα να ξανάρθει στον Κήπο την επομένη. Εκείνη είπε ότι το πρωί θα έφευγε. Θα πήγαινε ση Σαντορίνη, για τρεις μέρες, και μετά πίσω, στη Φλωρεντία. Και ξεκίνησε να τρώει τα νύχια της.
Της ζήτησα το τηλέφωνο της, μια διεύθυνση. Γέλασε και είδα τις φλέβες να πάλλονται κάτω απ’ το διάφανο δέρμα της.
– Ψάξε να βρεις τη Βεατρίκη, μου είπε.
– Δεν είναι για μένα. Πίστεψε με.
– Απλώς έλα. Αν με ψάξεις και ρωτήσεις για μένα πάνω απ’ το ποτάμι, θα με βρεις.
Τα πορτοκαλί χείλη της, το κίτρινο στην γαλάζια ίριδα, το λευκό δέρμα, τα κόκκινα μαλλιά και ο τρόπος που μιλούσε μ’ έκαναν ν’ ανατριχιάσω. Λες κι ήμουν εγώ εκείνος που την είχε ονειρευτεί.
~~{}~~
Όταν ξαναείδα τον Ντίνο δεν του είπα τίποτα για τη Βεατρίκη. Το φθινόπωρο πήγα στη Φλωρεντία, -ίσως να του έκλεψα το όνειρο. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.