Ο Πικάσο στην Κόλαση

1
1759

pi2

Σαν τέλειωσε έκανε δυο βήματα στο πλάι και στάθηκε μπρος στην πόρτα. Δεν είχε κανένα άλλο διακριτικό γνώρισμα πάνω της πέρα από το κοινό στρογγυλό πόμολο και μια μικρή επιγραφή, που έγραφε: «Ars Humana». Κοίταξε δεξιά κι αριστερά και αφού κατάλαβε ότι η εναλλακτική επιλογή θα ήταν να συνεχίσει να περπατάει, γύρισε το πόμολο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Ή βγήκε.

Βρέθηκε σ’ έναν τεράστιο χώρο που δε φαινόταν να έχει ταβάνι ή τοίχους. Αλλά υπήρχε πάτωμα, λευκό σαν τον διάδρομο, και σίγουρα δε βρισκόταν στην ύπαιθρο αφού δεν υπήρχε ουρανός ούτε ήλιος ούτε καν ένα δέντρο. Ήταν ένας απέραντος, λευκός και κενός χώρος.

Μόλις τα μάτια του συνήθισαν το εκθαμβωτικό φως διέκρινε έναν άνθρωπο να κείτεται στο πάτωμα, κάμποσα μέτρα μακριά. Τον πλησίασε με αργά και διστακτικά βήματα, έτοιμος να τρέξει αν έβλεπε κάποιον δαίμονα κι έτοιμος να κλάψει αν έβλεπε το πτώμα του Πέτρου Ηλία.

Όταν πλησίασε αρκετά φώναξε «με συγχωρείτε» λες κι ήθελε να ρωτήσει από πού πάνε για τη στάση του μετρό. Ο άντρας που έμοιαζε με πτώμα ανακάθισε και στράφηκε προς τον Πάμπλο. Μόνο τότε αναγνώρισε τον άνθρωπο που έβλεπε. Ήταν ο Πικάσο, το πρότυπο του, ο ήρωας του, έτσι όπως τον ήξερε από τις φωτογραφίες. Με μια διαφορά. Ο ζωγράφος ήταν τυφλός και απλά είχε γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος απ’ όπου ακούστηκε η φωνή.

«Ποιος είσαι συ;» τον ρώτησε ο Πικάσο.
«Είμαι ένας θαυμαστής σας» είπε ο Πάμπλο κι αυτά ήταν τα λόγια που πάντα ονειρευόταν πως θα του έλεγε αν τον συναντούσε.

Ο Πικάσο το σκέφτηκε για λίγο και μετά ξάπλωσε.

«Άλλο ένα βασανιστήριο» είπε κοιτώντας με τα τυφλά μάτια του τον ανύπαρκτο ουρανό. «Περιμένεις να ενθουσιαστώ και μόλις σηκωθώ ο δαίμονας που μου ‘στειλες θα πει: Είστε ο μεγαλύτερος ζωγράφος, κύριε Βαν Γκογκ ή κύριε Ντεγκά ή, ακόμα χειρότερα, κύριε Νταλί… Δεν το χάβω.»

Έκλεισε τα μάτια.

«Δεν είμαι δαίμονας» είπε ο Πάμπλο. Κι αφού το σκέφτηκε λιγάκι συμπλήρωσε: «Και πράγματι, είστε ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης της ανθρωπότητας, κύριε Πικάσο.»

Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Τότε ο Πάμπλο κατάλαβε ότι ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης δεν ήταν τυφλός. Έβλεπε, όμως τα μάτια του δεν έλαμπαν, όπως τα θυμόταν απ’ τις φωτογραφίες. Ήταν κουρασμένα κι άψυχα, σαν τα μάτια ορκωτού λογιστή που έχει εξετάσει μερικές χιλιάδες λογιστικά φύλλα.

«Εσύ δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ» του είπε ο Πικάσο. «Είσαι ζωντανός.» Και μετά ρώτησε: «Είσαι ζωντανός;»
«Ήμουνα» έκανε ο Πάμπλο κι αναρρίγησε. «Ελπίζω να είμαι ακόμα. Ψάχνω για έναν φίλο μου…»
«Σε ποιον αιώνα ζούσες;» τον διέκοψε ο Πικάσο, ενώ σηκωνόταν με δυσκολία όρθιος.
«Στον εικοστό πρώτο.»

Ο Πικάσο τον πλησίασε και τον έπιασε απ’ τους ώμους.

«Και τι λένε για μένα, τι λένε για το έργο μου; Με θυμούνται;»
«Αυτό που σας είπα είναι αλήθεια» έκανε ο Πάμπλο. «Το όνομα σας είναι συνώνυμο του ζωγράφου για τους πάντες, ακόμα και γι’ αυτούς που δεν ξέρουν τίποτα από ζωγραφική.»
«Και το έργο μου;» ρώτησε με αγωνία ο Πικάσο.
«Στα καλύτερα μουσεία και στις ακριβότερες ιδιωτικές συλλογές. Σε όλα τα βιβλία μοντέρνας τέχνης. Στις διαφημίσεις, στον κινηματογράφο, παντού.» Έκανε μια μικρή παύση και είπε: «Είστε ο θεός της μοντέρνας ζωγραφικής.»

Ο Πικάσο ξεκίνησε να γελάει. Σιγά στην αρχή και μετά όλο και πιο δυνατά, μέχρι που το γέλιο του έμοιαζε να ταρακουνάει την πλάση.

«Τ’ ακούς αυτό;» φώναξε κοιτάζοντας προς τα πάνω, κυριευμένος από την έπαρση που μόνο ο άνθρωπος έχει ανάμεσα στα ζώα. «Δεν με νίκησες, δεν μπορείς να με νικήσεις. Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, όσο θα υπάρχει τέχνη, εγώ θα είμαι… Θεός.»

~~

Πριν ολοκληρώσει τη φράση του, εμφανίστηκε μπροστά του ένα στημένο καβαλέτο. Είχε έτοιμο τον καμβά και κάτω, στα πόδια του τριπόδου, υπήρχαν δοχεία με χρώματα όλων των αποχρώσεων και πινέλα. Ο Πικάσο βαρυθύμησε σαν τα είδε.

«Δεν μπορείς να μ’ αφήσεις να χαρώ για λίγο;» είπε με σκυμμένο το κεφάλι. Έπειτα γύρισε προς τον Πάμπλο. «Είναι πιο σκληρός απ’ όσο λέγανε».

Ο Πάμπλο πλησίασε και περιεργάστηκε τον καμβά.

«Τι σας έκανε;» ρώτησε με γνήσια απορία.
«Δεν μπορώ να ζωγραφίσω» είπε ο Πικάσο και σαν ν’ αποδέχτηκε την ήττα του κάθισε κάτω.
«Γιατί δεν μπορείτε;» ρώτησε ο Πάμπλο, βούτηξε το πινέλο στο μαύρο χρώμα και τράβηξε μια γραμμή.

Τα μάτια του Πικάσο έλαμψαν για μια στιγμή, όπως παλιά. «Είναι υπέροχο» είπε κοιτώντας τη γραμμή. «Ζωγράφισε μου κάτι.»

«Γιατί δε ζωγραφίζετε εσείς;» είπε ο Πάμπλο και του πρότεινε το πινέλο.
«Δεν μπορώ» είπε ο Πικάσο διώχνοντας το πινέλο σαν μύγα. «Δεν ξέρω τι να φτιάξω. Το κεφάλι μου είναι άδειο, τα μάτια μου δε βλέπουν τίποτα πάνω στον καμβά.»
«Φτιάξτε ένα ταύρο» του είπε ο Πάμπλο.
«Δεν ξέρω», έκανε ο απελπισμένος Πικάσο. «Δε θυμάμαι καν πώς είναι ο ταύρος, με τι μοιάζει.»
«Ο ταύρος μοιάζει με αυτό», είπε ο Πάμπλο και με πέντε πινελιές έφτιαξε το κεφάλι ενός μινωικού ταύρου.
«Είναι υπέροχο», είπε ο Πικάσο. «Σ’ ευχαριστώ.»

Ξάπλωσε, έσφιξε τις γροθιές του κι αναστέναξε.

«Δοκιμάστε κι εσείς» του είπε ο Πάμπλο και στάθηκε από πάνω του, αφού βούτηξε το πινέλο στο κόκκινο χρώμα.
«Είναι ανώφελο. Ακόμα κι αν ήξερα πώς γίνεται, ακόμα κι αν μπορούσα…» Έδειξε, χωρίς να σηκωθεί, τον καμβά. «Κοίτα τι έπαθε το έργο σου.»

Ο Πάμπλο γύρισε προς τον καμβά. Ήταν λευκός σαν συνείδηση νεογέννητου. Ο ταύρος είχε εξαφανιστεί.

Ξεκίνησε να ζωγραφίζει μανιωδώς. Κάθε πινελιά που έκανε έσβηνε από τον πίνακα, σαν το ίχνος που αφήνει ένα κινούμενο φως μες στο σκοτάδι. Αφού πάλεψε μάταια για αρκετή ώρα, τα παράτησε και πέταξε το πινέλο κάτω.

«Ποιος σου το κάνει αυτό;» ρώτησε εξοργισμένος και λαχανιασμένος. «Ο διάβολος; Αυτό είναι το βασανιστήριο που σου έχει επιβληθεί;»
«Όχι και ναι. Βασικά δεν υπάρχει διάβολος. Όλα τα κάνει ο Θεός, καλά και άσχημα… Ή μπορεί να τα κάνουμε εμείς… Ο διάβολος είναι κάτι σαν υπεράκτια θυγατρική, που βοηθάει να αυξάνονται τα κέρδη της μητρικής επιχείρησης. Το τέλειο μάρκετινγκ. Έχεις δύο επιλογές. Είτε θα ψωνίσεις από την Εκκλησία, είτε από τα σκάρτα προϊόντα της ανταγωνιστικής επιχείρησης. Κάποιοι ψωνίζουν τα ελαττωματικά, έτσι, από αντίδραση. Αλλά αφού Αυτός έχει όλες τις μετοχές του ανύπαρκτου Άλλου, βγαίνει εκατό τοις εκατό κερδισμένος. Ο Θεός, να ξέρεις, έχει το μονοπώλιο της επίγειας και της μεταθανάτιας ζωής. Κι ο Εωσφόρος δεν είναι τίποτα άλλο από έναν γέρο άγγελο που… Ξέρεις τι κάνει ο Εωσφόρος για να βγάλει το ψωμί του;»

Ο Πικάσο γέλασε και ξέχασε να πει τι κάνει ο Εωσφόρος για να βγάλει το ψωμί του.

«Και γιατί σε τιμωρεί ο Θεός; Τι κακό έκανες;»
«Μόνο οι γυναίκες που είχα του φτάσανε για να με καταδικάσει» είπε ο Πικάσο και ξερογλείφτηκε. «Είναι πολύ αυστηρός σ’ αυτά, πολύ πουριτανός.»
«Και τι τον πειράζει για τις γυναίκες σου; Δεν έκανες κακό σε κανέναν.»
«Αυτά τράβα πες τα σ’ αυτόν» φώναξε κι έδειξε με τον δείχτη τον ανύπαρκτο ουρανό. Έπειτα ηρέμησε και ακούμπησε ξανά τα χέρια στο στήθος. «Είναι τόσο αυστηρός» είπε σιγά «δε δέχεται καμιά παρέκκλιση… Αρκεί να μη νηστέψεις μια Παρασκευή και βρέθηκες στην Κόλαση με τα δυο ποδάρια.» Έδειξε γύρω του.

«Μα έτσι…» έκανε ο Πάμπλο και σκέφτηκε ότι δεν είχε νηστέψει ποτέ στην ενήλικη ζωή του.
«Όλοι στη Κόλαση, καλά το σκέφτηκες» είπε ο Πικάσο κουνώντας μόνο τα χείλη του για να μιλήσει, αφήνοντας στη δεξιά τους άκρη να φυτοζωεί ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Στον κήπο του Παραδείσου ζουν εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες νεκροί όλοι κι όλοι… Και σκέψου ότι είναι αχανής. Μπορεί να τον περπατάς όλη την αιωνιότητα και να μην συναντήσεις κανέναν.»

Ο Πάμπλο αποφάσισε ότι αν γύριζε στη ζωή θα τηρούσε όλες τις νηστείες. Αλλά δεν είπε τίποτα.

~~

«Και ξέρεις ποιος είναι ο μόνος καλλιτέχνης που πήγε στον Παράδεισο;» ρώτησε ο Πικάσο ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι.
«Ο Μικελάντζελο» μάντεψε ο Πάμπλο, έχοντας στο μυαλό του την Καπέλα Σιξτίνα.
«Ο Μικελάντζελο; Αυτός ήταν αδελφή, τι δουλειά έχει στον Παράδεισο; Ούτε εγώ δε θα τον άφηνα να μπει. Απορώ πώς σου ήρθε.»

Ο Πάμπλο περίμενε ν’ ακούσει ποιος ήταν ο μακάριος καλλιτέχνης.

«Ποιο λες να είναι το μοναδικό ανθρώπινο κατασκεύασμα που ο Θεός αποδέχεται ως θείο;» είπε ο Πικάσο.
«Ο Παρθενώνας;» είπε στην τύχη ο Πάμπλο.

Ο Πικάσο τον κοίταξε καλά-καλά.

«Έλληνας είσαι;» τον ρώτησε.

Μόνο τότε ο Πάμπλο αναρωτήθηκε σε ποια γλώσσα μιλούσαν τόση ώρα. Δεν ήταν Ισπανικά ούτε κι Ελληνικά, αλλά καταλάβαινε απόλυτα, ίσως πιο καθαρά από ποτέ, τα λόγια του συνομιλητή του.

«Η Ένατη Συμφωνία του Μπετόβεν» είπε ο Πικάσο, στην άγνωστη γλώσσα που τόσο καλά καταλάβαιναν και οι δύο. «Ο Μπετόβεν είναι ο τυχερός. Κι ακούει μια χαρά. Κι από τα δύο αυτιά. Γενικά ο Θεός προτιμά τη μουσική. Όλες οι άλλες τέχνες του φαίνονται πολύ… ανθρώπινες. Κι ό,τι ανθρώπινο το απεχθάνεται.» Έπειτα μονολόγησε: «Το ‘ξερα ότι έπρεπε να είχα γίνει μουσικός.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γελωτοποιού “Το δέντρο στην άκρη του κόσμου”, εκδόσεις Ρενιέρη, επιμέλεια Κωστής Ανετάκης

 

1 ΣΧΟΛΙΟ

Comments are closed.