Κάποιες φορές να λες: Δε γαμιέται;

3
19991

de

Δύο άνθρωποι στο δάσος αποφάσισαν να κάνουν ένα διαγωνισμό κοψίματος ξύλων. Πήραν από ένα πριόνι και ξεκίνησαν να κόβουν κορμούς.

Όμως ο ένας από αυτούς κάθε τόσο σταματούσε το κόψιμο, έπαιρνε το πριόνι και έμπαινε στην καλύβα του. Έβγαινε μετά από δέκα λεπτά και συνέχιζε. Ο άλλος δεν σταματούσε να πριονίζει, και χαμογελούσε, βέβαιος για τη νίκη του.

Όταν τελειώσανε δεν χρειαζόταν καν να μετρήσουν τα κομμένα ξύλα. Ο σωρός εκείνου που κάθε τόσο σταματούσε ήταν εμφανώς μεγαλύτερος.

– Πώς έγινε αυτό; τον ρώτησε ο ηττημένος. Εγώ δεν σταμάτησα στιγμή να πριονίζω, ενώ εσύ κάθε τόσο έμπαινες στην καλύβα σου.
– Ναι, αλλά εγώ, όταν έμπαινα μέσα, ακόνιζα το πριόνι μου, του απάντησε ο νικητής.

~~

Αυτή την ιστορία τη διάβασα πριν πολλά χρόνια σ’ ένα βιβλίο του Στίβεν Κόβεϊ. Αυτός είναι (ήταν, σκοτώθηκε κάνοντας ποδήλατο) σύμβουλος επιχειρήσεων στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού.

Μάθαινε τους διευθυντές πώς θα κάνουν τους εργαζόμενους να αποδίδουν τα μέγιστα. Τι τους έλεγε; (με λίγα λόγια): “Πληρώστε τους καλά, αφήστε τους να ξεκουραστούν, δώστε τους ελευθερία κινήσεων, κάντε τους ν’ αγαπήσουν την εργασία τους, να νιώσουν υπεύθυνοι και περήφανοι για όσα καταφέρνουν”.

Όμως το ακόνισμα του πριονιού, που αναφέρει κάθε τόσο μέσα στο βιβλίο του, δεν αφορά στην βελτίωση των ικανότητών τους, σε κάποια δια βίου και αέναη μάθηση.

Πιο πολύ, ο Κόβεϊ, στοχεύει στην ανάπτυξη της πνευματικότητας -όσο παράξενο και ν’ ακούγεται αυτό για έναν σύμβουλο διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού.

Τι εννοεί όταν αναφέρεται στην πνευματικότητα; Ποιο είναι το αληθινό ακόνισμα του πριονιού;

Εν συντομία μπορούμε να πούμε ότι “ακονίζουμε το πριόνι μας”, κάθε φορά που αποδεσμευόμαστε απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας, κάθε φορά που αφήνουμε πίσω τα προβλήματα, ίσως και τον εαυτό μας (εκείνον τον τύπο με ονοματεπώνυμο, ΑΦΜ, χρέη και υποχρεώσεις).

Για έναν θρήσκο άνθρωπο είναι κάτι εύκολο. Αρκεί να προσευχηθεί για λίγη ώρα στον θεό του. Κάποιος άλλος, μη-θρήσκος, μπορεί να αφιερώσει λίγο χρόνο στο διαλογισμό.

Μπορεί να περπατήσει για λίγο στο δάσος ή να κάτσει στην παραλία και να κοιτάξει τα κύματα. Μπορεί απλώς να καθίσει στο μπαλκόνι και να μην κάνει τίποτα.

Το μόνο που έχει σημασία, είναι ότι για λίγο πρέπει να ξεχάσει τον εαυτό του, τη ζωή του. Το καλύτερο θα ήταν αν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να συγκεντρωθεί στο τίποτα.

Σαν σκηνοθέτης στην ταινία της ζωής του να κάνει ένα άνοιγμα του φακού, να σταματήσει να εστιάζει στο πρόσωπο του και να δει τον κόσμο όπου ζει, να προσπαθήσει να αντιληφθεί την ολότητα -και πόσο μικρός, πόσο ασήμαντος είναι ο ίδιος μέσα στο Σύμπαν.

Να ξεκουράσει την αγχωμένη ψυχή του, που αγωνιά να καταφέρει όλα όσα πρέπει να καταφέρει. Να πει, έστω για λίγο, ένα “δε γαμιέται;”

Να νιώσει ότι δεν υπεύθυνος για όλα όσα (καλά και κακά) συμβαίνουν. Να σταματήσει να είναι μέρος της κοινωνίας και των επιταγών της, να τραβηχτεί πίσω και να μείνει αιωρούμενος κάπου ανάμεσα στο μηδέν και στο είναι.

Και να το κάνει κάθε μέρα, έστω για λίγα λεπτά.

Να πατάει φρένο και να λέει: “Τέλος. Τώρα δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα, δεν θέλω να με απασχολεί κανένας, δεν θέλω να προσπαθώ για κάτι. Δεν είμαι εδώ”.

Μια παύση για ν’ ακονίσει το πριόνι.

Γιατί πριόνι είναι το μυαλό μας, το σώμα κι η ψυχή μας (όπως και να τη ορίσουμε αυτή). Πριόνι είναι και στομώνει απ’ την υπερβολική χρήση.

Θα καταφέρουμε περισσότερα από εκείνα που θέλουμε να καταφέρουμε αν για λίγο σταματάμε να προσπαθούμε για οτιδήποτε. Και ίσως, με αυτή την παύση, να καταλάβουμε ότι αυτά που αγωνιζόμαστε να κάνουμε δεν είναι τόσο σημαντικά όσο νομίζουμε, όταν μας διακατέχουν, όταν μας εξουσιάζουν.

Τελικά αυτό το διάλειμμα, αν μάθεις να το κάνεις μέρος της ζωής σου, σε βοηθάει να κατανοήσεις ότι η ζωή σου δεν είναι τόσο βαριά, όσο πιστεύεις όταν την κουβαλάς.

Ένα διάλειμμα είναι κι αυτή.

Κάνε ό,τι μπορείς με όσα έχεις, αλλά μην ξεχνάς πως είσαι περαστικός. Βάλε το λιθαράκι σου, πιες το κρασάκι σου, αγάπα όσο αντέχεις, κι ύστερα κλείσε τα μάτια σου, χωρίς τύψεις.

Ο κόσμος θα συνεχίζει ν’ αλλάζει, αλλά εσύ δεν θα είσαι εκεί να το δεις.

Και στο τέλος δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, όσα ξύλα κι αν κόψεις.