Κλικ και δεύτερο κλικ και τρίτο κλικ. Αγωνία, λαχτάρα κι υπέρμετρος ενθουσιασμός. Επιτακτική ανάγκη να κρατήσω την στιγμή. Κι άλλο κλικ κι άλλη στιγμή κι ήταν στη σειρά εικοσιτέσσερις και γέμιζε το φιλμ. Έκδηλη η λαχτάρα και ίδια η χαρά.
Περνούσαν οι μέρες, δεν ξέρω πόσες, δεν θυμάμαι πώς. Χανόμουν στα σκοτεινά. Άλλοτε βιαστικά, άλλοτε τηρώντας ευλαβικά την διαδικασία. Κάποιες φορές, λίγες φορές, ένιωθα πώς γεννιέται ένα βρέφος. Μπερδεμένο συναίσθημα, ποτέ το ίδιο.
Η μηχανή άνοιγε, το φιλμ έβγαινε. Ξετυλίγονταν απ’ την μια τυλίγονταν απ’ την άλλη.
Στο απόλυτο σκοτάδι γεννιόταν, στο απόλυτο σκοτάδι κλείνονταν ξανά. Σ’ ένα δοχείο. Το γέμιζα με υγρά και ξέπλενα με καθαρό νερό, κι άλλα υγρά κι άλλο νερό.
Τα φώτα άναβαν, το δοχείο άνοιγε και το σκοτάδι γίνονταν σκιά κι ύστερα χανόταν. Στον πάτο φαινόταν καθαρά μια ταινία τυλιγμένη. Έμοιαζε αδύναμη, ανήμπορη κι ασήμαντη μα μόλις ξετυλίγονταν άπλωνε μπρος στα μάτια σου τον κόσμο όλο.
Μια μικρογραφία των στιγμών εκείνων που για κάποιο λόγο θέλησα να κρατήσω ζωντανές. Αυτός ήταν άλλωστε εξ αρχής ο σκοπός. Να κρατήσω μέσα μου τα αρώματα της ανθισμένης αμυγδαλιάς την πρώτη εκείνη άνοιξη, τα χρώματα των κιτρινισμενων φύλλων του φθινοπώρου.
Τα χαμόγελα των δύο παιδιών που έπαιζαν ανέμελα στο στενό σοκάκι. Τα ροζιασμενα χέρια των ηλικιωμένων που ήταν περασμένα στους ώμους -σ’ εκείνο το παγκάκι λίγο πριν δύσει ο ήλιος.
Ήταν όλες εκεί, σε μια σειρά, όλες στη σειρά, να μου θυμίζουν την λαχτάρα να προλάβω να πατήσω το κουμπί, να ακουστεί το κλικ, να κρατήσω την στιγμή.
Έπειτα σ’ άλλο δωμάτιο, κόκκινο αυτή τη φορά και η μυρωδιά των χημικών όξινη. Και μηχανήματα, πολλά μηχανήματα που μπορούσαν να τυπώσουν την ταινία σε χαρτί αόρατα με το χρονόμετρο να μετρά αντίστροφα. Και πάλι αγωνία. Ξανά δοχεία, πολλά δοχεία και ξεχνούσα την ταινία κι έπαιρνα το χαρτί, το βουτούσα στα δοχεία κι έβλεπα πάλι τη στιγμή.
Ξεχώριζαν τα άνθη της αμυγδαλιάς, τα πρόσωπα των παιδιών που χαμογελούσαν, τα πεσμένα φύλλα στο φθινοπωρινό τοπίο και τα ροζιασμενα χέρια των ηλικιωμένων στους ώμους τους.
Όλες οι στιγμές ήταν μπροστά μου, τυπωμένες. Τα χρώματα ζωηρά και έντονα κι όλες οι στιγμές είχαν την λαχτάρα να κρατήσω τις στιγμές, να τις τυπωσω στο χαρτί.
Τα παιδιά μεγάλωσαν και χωρίστηκαν, η αμυγδαλιά ξεραθηκε, το ηλικιωμένο ζευγάρι δε φάνηκε ξανά, ο ήλιος δύει κι ανατέλλει στο ίδιο πάντα σημείο κι εγώ ακόμη κυνηγάω την στιγμή, των παιδιών που χαμογελούσαν, της αμυγδαλιάς που άνθιζε, των ηλικιωμένων που αγκαλιασμένοι κοιτούσαν τον ήλιο που έδυε.
~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Παντελής Μπ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το φως της άγριας νιότης
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και στάθηκε δυο στιγμές ακίνητη. Τόσο χρειαζόταν για να προσαρμοστούν τα μάτια στο ελάχιστο φως.
«Δυο στιγμές δεν είναι τίποτα» σκέφτηκε. (Δυο στιγμές κρατάει η ζωή μας.)
Την έλουσε το κρύο σκοτάδι. Φοβόταν το σκοτάδι. Ένας ρίγος τρικύμισε στη ράχη της.
Προσπάθησε να ξεχαστεί με ένα παιχνίδι.
Ένα παιχνίδι που παίζαν στη σχολή. Ένα τετράστιχο παιχνίδι. Ένα παιχνίδι για σπασικλάκια.
“Γιατί είναι τόσο σκοτεινά, κρύα και παγωμένα;
Μην ειν του Άδη τα Στενά, μην ειν ο κάτω κόσμος;
Δεν είν του Άδη τα Στενά, δεν ειν ο κάτω κόσμος
Είναι ο σκοτεινός θάλαμος, εδώ γεννιέται τέχνη.”
Της ήρθε να ξεκαρδιστεί με τη μαλακία που σκέφτηκε.
Ένιωσε καλύτερα.
Άρχιζε να συμφιλιώνεται με το σκοτάδι.
Το σκοτάδι γινόταν οικείο. Οικείο μήτε σαν την παλάμη του χεριού της, μήτε σαν το χάδι της μάνας της.
Περισσότερο έμοιαζε με τη ειρήνη που κάνεις με τις πρώτες σου ρυτίδες. Όχι αυτές τις γλυκούλες που κρέμονται με τσαχπινιά δίπλα στα μάτια. Αλλά εκείνες τις άλλες. Εκείνες που κουρνιάζουν ανάμεσα στις δίπλες του μετώπου. Που κουρνιάζουν και κράζουν σαν ξεπουπουλιασμένα νεογνά. Δεν σου αρέσουν -αλλά τις συνηθίζεις.
Άρχισε να συνηθίζει το σκοτάδι. Η συνήθεια δεν είναι αναγκαστικά κακό πράγμα. Η συνήθεια δεν είναι πράγμα. Η συνήθεια είναι η δεύτερη μας φύση.
Συνήθισε πλέον το σκοτάδι. Όπως συνήθισε να είναι μόνη στη ζωή.
Έβγαλε από την τσάντα το φιλμ. Σε 15 λεπτά, το παρελθόν θα ερχόταν να στρογγυλοκαθίσει σαν χοντρός Βούδας, ψέλνοντας βροντερά ΟΜ στη μούρη του παρόντος.
Κάθισε σε μια γωνιά και περίμενε, περίμενε και συλλογιόταν. Μέσα στο σκοτεινό θάλαμο χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Λένε πως ο χρόνος διαστέλλεται.
Μετρούσε λεπτά, ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια. Μετρούσε τον εαυτό της, το ανάστημα της, την ίδια της τη ζωή.
Η αναμονή την τρέλαινε. Ή μήπως η αναμέτρηση με το παρελθόν;
Για τα χρόνια που έφευγαν γρήγορα, γοργά. Νερά, τρεχούμενα, που έσβηναν πίσω τους την κάψα της νιότης.
Μιας νιότης που ξεγλιστρούσε όπως το σαπούνι όταν το πιέζεις με δύναμη μες στα βρεγμένα χέρια.
Βρεγμένα χέρια ήταν ο χρόνος που πέρασε και η νιότη της σαπούνι, με κολλημένες τρίχες απάνω.
Βγήκε έξω να πάρει αέρα. Έκανε να ανάψει τσιγάρο. Μια μικρή δάδα φώτισε κοντά στο πρόσωπό της. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά και παρατήρησε το φεγγάρι.
Το φεγγάρι δεν είχε γωνίες. Με το ζόρι κρεμιόταν από τα μπράτσα του ουρανού. Ήταν ένα φεγγάρι τόσο στρόγγυλο που κόντευε να κατρακυλήσει μέσα στη θάλασσα.
Φαντάσου να παίρνεις φόρα για μακροβούτι και να βλέπεις το φεγγάρι να πνίγεται στα ανοιχτά. Και έτσι όπως πνίγεται να φωσφορίζει τη θάλασσα. Τι ρομαντικό…
Τέτοια φεγγάρια αγαπάνε οι μάγισσες. Τέτοια ήταν και η ομορφιά της. Φωτεινή, ολόγιομη, ακόμη και τώρα μαγική.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που το εφηβικό της στήθος ανεβοκατέβαινε λαχανιασμένα από πάθος. Η καρδιά της ένας μικρός τυμπανιστής.
Τον έρωτα είναι που ζητούσε από μικρή.
Και τότε ήρθε ο Έρωτας του Ερέβους και της Νυχτιάς ο σπόρος.
Κοφτές ανάσες, σώματα ιδρωμένα, σεντόνια μουσκεμένα.
Εκείνος, μουρμούρισε κάτι μέσα από τα χείλια του. Δεν έβγαζαν νόημα τα λόγια του.
Μονάχα δυο λέξεις πρόλαβαν και ξεπήδησαν.
“Για πάντα.”
(Εσύ ξέρεις ποια λέξη κρατά “για πάντα”)
Εκείνη σαν μικρό ξωτικό, χασκογέλασε ναζιάρικα. Προσπάθησε να σωπάσει και να μη μιλήσει. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη μύτη.
Το μόνο που έμεινε από εκείνο το καλοκαίρι ήταν μερικές στιγμές σε ένα φωτογραφικό χαρτί.
Ίσως, ίσως και μερικές θολές αναμνήσεις, ποτισμένες από την ανεμελιά της άγριας νιότης.
Γιατί η ζωή χάραξε ξεχωριστές γραμμές στην άμμο του χρόνου.
Και τα χρόνια πέρασαν.
Και το θυμικό κοιμήθηκε.
Και τα φιλμ καήκαν απ το φως της μέρας.
Και αυτή έμεινε εκεί,
σκυφτή,
μέσα σε σκοτεινούς θαλάμους,
να θρηνεί το παρελθόν, δυο λέξεις, τις θολές αναμνήσεις μιας περασμένης άγριας νιότης.
~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Δημήτρης Μ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι της Vivian Maier / Magnum Photography, Αυτοπροσωπογραφία