Έφτασα στη νέα Ορλεάνη μέσα σε βροχή, στις πέντε το πρωί. Κάθισα λίγο στον σταθμό των λεωφορείων, αλλά οι άνθρωποι με έκαναν να νιώσω θλίψη, και έτσι πήρα τη βαλίτσα μου και βγήκα στη βροχή, αρχίζοντας να περπατάω. Δεν ήξερα που βρίσκονταν τα σπίτια με δωμάτια, που ήταν η περιοχή των φτωχών.
Περπάταγα ώρες ολόκληρες μέσα στη νύχτα και η αναθεματισμένη βροχή δεν έλεγε να κοπιάσει. Προχωρούσα στο άγνωστο, σαν τη ζωή μου· χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σκοπό. Έψαχνα ίσως ένα σημάδι, κάτι να μου λέει εδώ είσαι, εδώ πρέπει να μείνεις. Και ξαφνικά, πετάγεται ένα σοκολατί γυναικείο κεφάλι από το παράθυρο του πρώτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας. Το γεγονός ήταν αρκετό για να με ξυπνήσει από τον λήθαργο των σκέψεών μου και τότε συνειδητοποίησα ότι βρίσκομαι σε ένα γκέτο. Αυτό ήταν το σημάδι μου, τώρα βρισκόμουν σίγουρα στην περιοχή των φτωχών.
Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει και ο ήλιος ανέτειλε. Αποφάσισα να επενδύσω τις τελευταίες μου δεκάρες σε ένα κρασί από την κάβα που είχα προσπεράσει πριν λίγο και έβαλα να κάθομαι σε ένα παγκάκι απέναντι από την πολυκατοικία και να χαζεύω την γυναίκα με το σοκολατένιο σώμα.
Μετά, από όχι πολύ ώρα το παράθυρο άνοιξε, απότομα και η γυναίκα ξεπρόβαλε από αυτό. Ήταν γυμνή –από τη μέση και πάνω σίγουρα- και το στήθος της στεκόταν μικρό και καλοσχηματισμένο, το υπόλοιπο σώμα της επίσης και έβαλε να φωνάζει:
“Ε εσύ! Εσύ, λευκό σκατό! Ναι, σε εσένα μιλάω. Μην κάθεσαι εκεί έξω, είσαι μουσκίδι. Έλα μέσα να ζεσταθείς.”
Έγνεψα καταφατικά, τελείωσα το κρασί μου και μπήκα μέσα.
Χωρίς να προλάβω να συστηθώ και χωρίς να συστηθεί η ίδια άρχισε να μονολογεί.
“Παρατηρώ συχνά τους ανθρώπους που περνούν από αυτόν τον δρόμο. Οι περισσότεροι είναι νεκροί, ψυχρά σώματα με την ικανότητα να περπατούν και σπάνια να δουλεύουν. Εσύ όμως είσαι διαφορετικός, το βλέπω στα μάτια σου και στις κινήσεις σου, δεν είσαι σαν αυτούς αδιαφορία για δουλειά και όρεξη για ζωή. Τι ξέρεις, φώτισέ με ασπρούλι!”
“Τι ηλιθιότητες είναι αυτές”, σκέφτηκα.
“Το μόνο που ξέρω είναι ότι μου τελείωσε το κρασί. Όλα τα υπόλοιπα είναι παρλαπίπες.”
Εξαφανίστηκε για λίγο και γύρισε μ’ ένα μπουκάλι κρασί, δύο ποτήρια και κάτι χάπια που υπέθεσα ότι ήταν ηρεμιστικά για την υστερία της. Μου έδωσε το κρασί και ένα χαπάκι με την υπογραφή «LUDES».
“Πάρ’ το”, μου είπε.
Το κατέβασα μαζί με το κρασί. Δεν ξέρω γιατί, απλά το έκανα.
Μετά η γυναίκα συνέχισε τον μονόλογο:
“Σ’ αρέσει η ποίηση; Έχω πολύ ελεύθερο χρόνο τις ώρες που ο άντρας μου γαμιέται με άλλες γυναίκες που συναντάει σε μπαρ. Μ’ αρέσει να ασχολούμαι με αυτό. Θα σου πω για τα είδη των ποιητών στην εποχή μας· είναι δύο: οι ποιητές και οι υποκριτές. Όσοι γράφουν ποίηση, στην πραγματικότητα, αν κάνουν μία καλή ζωή δηλαδή τα έχουν κονομήσει μέσα σε αυτή τη κοινωνία, οφείλουν να στηρίζουν αυτή τη κοινωνία με τη ποίηση που γράφουν. Ή ακόμα και άμα δεν συμφωνούν με την ιστορία και την κοινωνία είναι τόσο διεφθαρμένοι ή τόσο έξυπνοι ώστε να αποφεύγουν με κάθε τρόπο να αναφερθούν σε αυτή. Πρόκειται για ένα βρώμικο και βαρετό παιχνίδι κομφορμισμού.”
Και ξαφνικά η γυναίκα μεταμορφώθηκε -μπροστά στα μάτια μου- σε μία καφετιά γάτα. Το χάπι έκανε δουλειά. Μου άρεσαν οι γάτες. Εκείνη συνέχισε να μιλάει
“Δεν πήγα ποτέ στο πανεπιστήμιο, καταρχάς δεν είχα λεφτά για να πάω, αλλά εκτός από αυτό, τα πανεπιστήμια είναι υποχείρια αυτού του παιχνιδιού. Τη περισσότερη από την κακή μας και αποδεχτή ποίηση τη γράφουν οι καθηγητές των πανεπιστημίων που έχουν την υποστήριξη του κράτους, των πλουσίων και των βιομηχάνων. Αυτοί είναι οι καθηγητές που έχουν προσεκτικά επιλεγεί για να γαλουχήσουν τους ανθρώπους ώστε να συντηρείται το παιχνίδι της εξουσίας την ώρα που ο λαουτζίκος τραβάει το κουπί. Αυτό το παιχνίδι παίζεται με την απόλυτη συνεργασία των υποχείριων της άρχουσας παιδείας… πέρα από κάποιους πικρόχολους και άνανδρους που υποτίθεται πως αντιδρούν.”
Κάθισε μία στιγμή και σκέφτηκε, μετά συνέχισε το μονόλογο.
“Σκέψου το λοιπόν και πάρε την απόφαση. Όταν έχεις δύο επιλογές, το να γίνεις καθηγητής ή λαντζιέρης, προτίμησε να γίνεις λαντζιέρης. Πιθανότατα δεν πρόκειται να σώσεις τον κόσμο αλλά τουλάχιστον θα τον βλάψεις λιγότερο. Να βρεις τη Ζωή και να τη κρατήσεις μέχρι τον θάνατο”, είπε η γάτα, κάνοντας προς τα πίσω μία κωλοτούμπα.
Η αλήθεια είναι ότι τα λεγόμενα της γάτας είχαν μία δόση συνωμοσιολογίας και μια μεγαλύτερη δόση τρέλας, παρόλα αυτά με έβαλαν σε σκέψεις.
Αν υποθέσουμε πως έχεις μία κλήση προς τη ποίηση, έχεις το δικαίωμα να γράψεις, αλλά όχι τη ποίηση όπως την διδάσκουν. Να γράψεις με τη δύναμη ή δίχως τη δύναμη που σου δίνει αυτή σου η επιλογή. Άμα σταθείς τυχερός μπορεί ακόμα να επιλέξεις να πεθάνεις της πείνας γιατί κάθε λαντζιέρης κουβαλά τη δική του θανατική ποινή.
Πράγματι, διαβάζοντας κι εγώ την άρχουσα λογοτεχνία και την κριτική αυτής που καταφτάνει κατά καιρούς στο γραμματοκιβώτιο μου συνειδητοποιώ το εξής.
Ο κάθε καθηγητής κι όλο το υπόλοιπο τσούρμο που τον υποστηρίζει γράφει κατά τον ίδιο τρόπο -χάνοντας την ουσία: τη ΖΩΗ- και προσθέτει επιπλέον νεκρό πολιτισμό στον ήδη νεκρό πολιτισμό, και άλλες απάτες πάνω στις απάτες, και άλλα άθλια ψέματα πάνω στα άθλια ψέματα… Ακόμη περισσότερη ανία και περισσότερη απόβλητα για την άμοιρη και για την συντετριμμένη ψυχή.
Μετά από αυτό γύρισε ο μαύρος γάτος στο σπίτι, εγώ τράπηκα σε φυγή απ’ το παράθυρο που είχε αφήσει ανοικτό πριν η γυναίκα και ξέχασα τη βαλίτσα μου εκεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Μάνος Παπαδέας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Η πρώτη παράγραφος είναι του Μπουκόφσκι, από το “Άνθρωπος για όλες τις δουλειές”.