“Αλίκη Αγγελίδη. Τρίτη 1η Ιουλίου 1997. Νεκρομαντείο Αχέροντα. Ώρα 7.05π.μ.
Βρίσκομαι στον εξωτερικό χώρο του αρχαίου Νεκρομαντείου και εισέρχομαι από τη βορινή πλευρά του πολυγωνικού ορθογώνιου περίβολου. Διασχίζοντας αίθουσες και διαδρόμους συναντώ ένα κτήριο τετράγωνης κάτοψης, το οποίο αποτελεί το κυρίως ιερό. Κάτω από την κεντρική αίθουσα έχει λαξευθεί μέσα στο βράχο, ένας υπόγειος χώρος με οροφή, που στηρίζεται σε δεκαπέντε πώρινα τόξα.
Ο χώρος αυτός, γνωστός και ως Κρύπτη, είναι σύμφωνα με τους αρχαίους το μέρος της επαφής των ζωντανών με είδωλα και ήχους νεκρών συγγενικών και φιλικών προσώπων.
Ο χώρος αποτελεί το αντικείμενο της έρευνάς μας λόγω των ιδιαίτερων ακουστικών ιδιοτήτων της, σε συνέχεια των μετρήσεων της περιόδου 1995-1996 από την ομάδα των κ. Κωνσταντίνου Λώλου και κ. Φοίβου Νικάκη του πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Είμαι έτοιμη να προχωρήσω στην τρίτη και τελευταία φάση, στην οποία
θα χρησιμοποιηθεί φασματικός αναλυτής RTA συνδεμένος σε Η/Υ. Οι διεγέρσεις θα επιτευχθούν με την χρήση τελικού ενισχυτή monoblock και δωδεκάεδρου ηχείου. Όβερ.”
Η Αλίκη πατάει το stop και ρίχνει το μαγνητοφωνάκι στην μπροστινή θήκη του σακιδίου της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και δίνει με ένα νεύμα το ο.k για το στήσιμο των μηχανημάτων στο εσωτερικό της Κρύπτης.
-Ευχαριστώ Πέτρο για τη βοήθεια, τα ξαναλέμε αύριο το βράδυ.
-Σας αφήνω τα κλειδιά, όπως είπαμε. Προσέξτε γιατί δεν υπάρχουν αντικλείδια για την Κρύπτη. Καλή δουλειά!
Η πόρτα της Κρύπτης κλείνει. Η Αλίκη διπλοκλειδώνει και αφήνει τα κλειδιά μετέωρα στην κλειδωνιά της βαριάς ξύλινης πόρτας.
Όνειρο ζωής η ερμηνεία της συμπεριφοράς του χώρου για τη φιλόδοξη διδάκτορα. Με εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο θορύβου βάθους και επίπεδα χρόνου αντήχησης της τάξεως των 0,3 – 0,4 δευτερολέπτων ο επισκέπτης, ο οποίος δεν έχει στην διάθεσή του τις άλλες αισθήσεις, εύκολα μπορεί να αποδεχθεί ότι βρίσκεται σε έναν χώρο ανοικτό και χωρίς αντιληπτές ηχητικές επιστροφές.
“Καλές οι μετρήσεις και οι πίνακες, μα η βιωματική εμπειρία θα εντυπωσιάσει και το μη ειδικό κοινό”, σκέφτεται και αφήνεται στην απόλυτη σιωπή. Ξαπλώνει πάνω σε ένα πρόχειρο στρώμα φτιαγμένο από το σακίδιο και μια μακριά ζακέτα της. Στριφογυρίζει αρκετές φορές μέχρι να βρει μια βολική θέση.
Το μαγνητοφωνάκι ξεκινά και πάλι την εγγραφή.“Βιωματική εμπειρία φάση πρώτη”.
Ονειρεύεται την ενθουσιώδη υποδοχή που θα της επιφύλασσαν όλοι, οι καθηγητές της, οι συνάδελφοι, οι εφημερίδες. Βλέπει να περνούν από μπροστά της τα πρωτοσέλιδα.
“Η Ελληνίδα που συγκλόνισε τον κόσμο”. “Νεαρή Ακαδημαϊκός περιγράφει το θαύμα που έζησε. Τι ένιωσε όταν βρέθηκε στον Άδη”. “Τεχνολογία ή Μαγεία; Τα μυστικά της Κρύπτης του Νεκρομαντείου”.
Περιοδικά, εφημερίδες, αφιερώματα, εκπομπές, δημοσιογράφοι, κεντρικά δελτία ειδήσεων, χαμόγελα, αποδοχή. Ένα πολύχρωμο μοντάζ στιγμιοτύπων με εκείνη στο επίκεντρο, στο μάτι του κυκλώνα. Ατάραχη, συγκρατημένη, χαμογελαστή, γοητευτική, απαστράπτουσα και γύρω της ένα μελίσσι πολύχρωμο, ετερόκλητο να συναγωνίζεται για να πάρει κάτι από τη λάμψη της.
Μια θάλασσα ήχων, γέλιων, μουσικών, χειροκροτημάτων, φλας μηχανών, πληκτρολογίων, τυπογραφικών μηχανών, κουδουνίσματα τηλεφώνων.
Το κινητό της τηλέφωνο. Δεν έχει σήμα εδώ μέσα. Η πράσινη οθόνη δείχνει την ώρα, επτά και τέταρτο. Να το κλείσει. Δεν πρέπει να την ενοχλήσει κανείς. Ανακούφιση.
~~
Πάντα της άρεσε το σκοτάδι. Δεν την τρόμαξε ποτέ. Το αγαπημένο της παιχνίδι ήταν να κλείνεται στην ντουλάπα και να παίζει το Υποβρύχιο. Φανταζόταν ότι ήταν η μοναδική επιβάτης και χειρίστρια ενός μικρού, στενού στρογγυλού υποβρυχίου που ταξίδευε στην άβυσσο, στα πιο βαθιά σκότη των θαλασσών.
Που και που από τα τζάμια του υποβρυχίου της έβλεπε να περνούν σαν σκιές μικρά ψάρια και κήτη. Ταξίδευε ανάμεσα σε κοραλλιογενείς βράχους και βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην Τάφρο των Μαριαννών, εκεί όπου ζουν τερατόμορφα τυφλά ψάρια με αλλόκοτα χαρακτηριστικά.
Σε κάποια μάλιστα είχε βγάλει και όνομα όπως αυτό με την κεραία στο κεφάλι που θυμίζει καλάμι ψαρέματος. Αυτός ήταν ο Ψαράς. Θυμάται και τον Δράκο, που έμοιαζε με το θύμα του Άη Γιώργη στην παλιά εικόνα της γιαγιάς της.
Θυμάται τα μικρά φωτάκια του συστήματος πλοήγησης και τη μεταλλική μυρωδιά του, τους ανεπαίσθητους θορύβους και τις απαλές δονήσεις.
Μόνο που τώρα δεν το φανταζόταν, το βίωνε. Το βίωμα του απόλυτου σκότους και της εκκωφαντικής σιωπής. Ακόμα πιο θεϊκά απολαυστικό. Άραγε να υπάρχει λέξη που να περιγράφει αυτά τα δυο μαζί; Έρεβος, νύχτα, σιγαλιά, χάος, αρρησία, ζόφος…
Τα μάτια της συνηθίζουν στο σκοτάδι. Ακόμα και το πιο βαθύ. Διαβαθμίσεις του μαύρου δηλώνουν τις τραχιές επιφάνειες του βράχου. Ακολουθεί με το βλέμμα τα τόξα της θολωτής αίθουσας. Ή μήπως τα φαντάζεται; Το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια κάποιες φορές. Ανακαλεί μνήμες και τις παρουσιάζει στο παρόν. Συγκολλά τα κομμάτια που οι αισθήσεις δεν μπορούν να αιχμαλωτίσουν και γεμίζει τα κενά με τις “ιδέες” τους.
Μήπως δεν υπάρχει τίποτα γύρω μας και είμαστε εμείς οι αρχιτέκτονες των πάντων; Της αρέσει αυτή η ιδέα. Κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Τι έχει μείνει από τη μικρή Αλίκη που οδηγούσε φανταστικά υποβρύχια; Εκτός από την αγάπη για την απομόνωση και την αδυναμία στα ανάμικτα παγωτά μηχανής;
Αν περιέγραφε τον εαυτό της θα τον χαρακτήριζε φιλόδοξο, εργασιομανή, επικοινωνιακό, καλόψυχο και υπομονετικό. Η μικρή Αλίκη ήταν ανέμελη, υπάκουη, ευαίσθητη, μάλλον κλαψιάρα, λίγο τεμπέλα με ζωηρή φαντασία και αγάπη για τα ταξίδια, ειδικά αν συμπεριλάμβαναν υποβρύχια.
~~
Σηκώνεται από το πάτωμα και προχωρά σταθερά προς τον πλησιέστερο βραχότοιχο. Το χέρι της αγγίζει την σκληρή, σκαμμένη από το χρόνο πέτρινη και κρύα επιφάνεια. Τον ακολουθεί με προφύλαξη και δυσπιστία για την ασφάλεια του κάθε βήματος.
Βρίσκει μια κόγχη. Τώρα κατάλαβε πού είναι. Έχει καταφέρει να διασχίσει ήδη το μισό της αίθουσας. Ακουμπά με όλο της το σώμα και νιώθει να γίνεται ένα με την αρχαία γη.
Παράδοξο. Η κόγχη είναι λογικά μέρος του βράχου, αυτό θυμάται, κι όμως κάτω από το βάρος του σώματός της φαίνεται να αλλάζει σχήματα, σαν στρώμα αφρού μνήμης.
Σαν ακουμπά το αφτί παίρνει το σχήμα ενός αφτιού, σαν ακουμπά τον κορμό, ο βράχος την αγκαλιάζει και υποχωρεί τόσο ώστε να ταιριάζει απόλυτα στο σώμα της, σα να την περιμένει από καιρό.
Κρατά για λίγα δευτερόλεπτα την ανάσα της. Το δυνατό χτύπημα της καρδιάς της, το αίμα μέσα στις φλέβες. Ακόμα μια ανάσα.
Ένας παράξενος εσωτερικός συριγμός μεταξύ των χτυπημάτων της καρδιάς και της ροής του αίματος. Τι είναι αυτό; Ελέγχει την αναπνοή και επικεντρώνεται στον αλλόκοτο ήχο.
Ο φιδίσιος ήχος δυναμώνει και χύνεται στο πάτωμα, σηκώνεται σαν πίδακας στο θόλο και γίνεται συμπαγής σαν μπαλάκι του τένις που χτυπά με δύναμη προς όλες τις κατευθύνσεις. Από τις κερκίδες η Αλίκη χειροκροτά τον Στέφανο για το νικητήριο “κάρφωμα” που του δίνει τον τίτλο του πρωταθλητή στο Πανεπιστημιακό Πρωτάθλημα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Όχι, πρέπει να αφήσει αυτήν την εικόνα, δεν την εξυπηρετεί. Οι μνήμες της από τον Στέφανο δεν της κάνουν όμως τη χάρη και επανέρχονται. Διάολε, χάνει τον έλεγχο. Να σκεφτεί κάτι πιο ευχάριστο, και γρήγορα. Τι;
Διακοπές. Ο Στέφανος να την παίρνει αγκαλιά και να τη βουτάει στη θάλασσα.
Ροκ συναυλία. Ο Στέφανος να χτυπιέται στο ρυθμό και να παίζει μια αόρατη κιθάρα.
Νύχτα με πανσέληνο. Ο Στέφανος να τη φιλά και να βυθίζεται μέσα της.
Κι εκείνη ξαπλωμένη όπως τώρα, με ένα φεγγάρι να τη θαμπώνει και μια αλμύρα στο στόμα.
-Αφέσου, δεν υπάρχει κανείς εδώ.
-Μη με αφήσεις.
-Ποτέ!
Το σώμα της στο τότε και στο τώρα βίωναν το ίδιο ρίγος. Όλες οι αισθήσεις οξυμένες και έτσι ένθεη να δονείται και να πλέει στο άχρονο. Ας μείνει εδώ, στο αέναο πουθενά, ώσπου να γίνει ένα με το όλο, μέχρι να χαθεί. Υπάρχει ομορφότερο χάσιμο;
Και τότε σαν να πυκνώνει ο αέρας, σαν να τον µυρώνει με λιβάνι κάποιο ιερό θυμιατό. Ανοίγει τα μάτια και τον βλέπει. Είναι η δικιά της ερεθισμένη φαντασία, ή η βαριά ατμόσφαιρα, ή μήπως κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει πια;
-Στέφανε;
-Εγώ είμαι αγάπη μου. Χαίρομαι που ήρθες.
Στέκει μπροστά της σαν αναμμένο κερί. Χλωμός, αλλά τόσο όμορφος όσο θυμόταν, ίσως ακόμα πιο όμορφος και διάφανος σαν γαλακτώδες γυαλί, σαν μια πορσελάνινη κούκλα Δρέσδης.
Αλλά τα μάτια του. Τα θυμόταν γαλάζια με μικρές κηλίδες χρυσοπράσινου. Τώρα όμως ήταν κι αυτά πιο διάφανα. Το κρυστάλλινο βλέμμα την έκανε να αναρωτηθεί μεγαλόφωνα “Αλλάζουν χρώμα τα μάτια;”
Το στόμα της έχει στεγνώσει καθώς τα υγρά του βρίσκουν άλλη διέξοδο. Ξεπηδούν σαν μικρά ηφαίστεια από τους πόρους του λαιμού, της πλάτης, του στήθους, κυλούν, όπως κυλούν οι σταγόνες της βροχής στο τζάμι, κάτω από τις μασχάλες της, μέσα στις χούφτες. Οι μυρωδιές μπλέκονται. Η φρέσκια μέντα της οδοντόκρεμας, με το ζεστό πρωινό καφέ, η απαλή πούδρα του αποσμητικού και η όξινη αμμωνία του σώματός της.
Και εκεί που θαρρεί πως στέρεψε, νιώθει τα δάχτυλα των ποδιών της να τρυπιούνται από χιλιάδες μικρά νυστέρια και να φεύγει όλο της το αίμα. Θα μείνει εκεί έως ότου ο θάνατος την μεταβάλλει κι εκείνη σε πορσελάνη. Τα μάτια της φουσκώνουν από δάκρυα.
Ο πορσελάνινος Στέφανος της πιάνει απαλά το χέρι και την ανασηκώνει χωρίς όμως εκείνη να νιώθει το άγγιγμα παρά μόνο τη δύναμη της άνωσης. O χώρος γύρω τους γεμίζει με πολυάριθμες οθόνες. Όλες παίζουν ταυτόχρονα ταινίες. Ή έτσι τουλάχιστον μοιάζει με την πρώτη ματιά. Σε όλες πρωταγωνιστεί η ίδια.
Είναι μωρό και πέφτει από την κούνια.
Τσακώνεται με το Στέφανο για το χρώμα που ταιριάζει στο υπνοδωμάτιο.
Γυρίζει από το σχολείο με τον έλεγχο “Άριστα 10”.
Είναι ξαπλωμένη σε ένα σκοτεινό χώρο, σαν αυτόν που βρίσκεται τώρα.
Τρακάρει με ένα κόκκινο αυτοκίνητο στην πρώτη της απόπειρα να κατέβει στο κέντρο.
Σημειώνει στο μπλε τετράδιο συνταγές της μητέρας της.
Ξενυχτά με καφέδες και τσιγάρα γράφοντας μια εργασία για το Πανεπιστήμιο.
Κερδίζει στο σκάκι τον αδελφό της.
Αμέτρητες εικόνες από τη ζωή της, Σημαντικά και καθημερινά στιγμιότυπα.
-Τι διαλέγεις απ’ όλα αυτά; Αν έπρεπε να διαλέξεις ένα μόνο.
-Για να ξαναζήσω εννοείς;
-Ακριβώς.
-Κάτι που δεν μπορώ να διακρίνω εδώ, αλλά σίγουρα υπάρχει. Τη στιγμή που ερωτευτήκαμε.
※
Είναι ανώφελο να συνεχίσει να χτυπάει με γροθιές την πόρτα. Η Κρύπτη φυλά πολύ καλά τον μικρόκοσμό της από κάθε είδους ενόχληση. “Φύλακας χωρίς κλειδιά πρώτη και τελευταία φορά”, σκέφτεται ο Πέτρος και καταριέται την ώρα και τη στιγμή που συναίνεσε στο αίτημα της κοπέλας να μείνει μόνη και απερίσπαστη εκεί μέσα.
Η πόρτα της Κρύπτης δέχεται το τελειωτικό μεταλλικό χτύπημα. Ο Πέτρος μπαίνει αλαφιασμένος με το τσεκούρι στο ένα χέρι και το φακό του στο άλλο.
– Κυρία είστε καλά; Μιλήστε. Πού είστε;
Με μόνο όπλο του πια τον φακό περιεργάζεται το χώρο με σβελτάδα. Κανένα ίχνος της κοπέλας. Τα μηχανήματα είναι όλα στη θέση τους, όπως τα είχε αφήσει χθες. Ένας σωρός από ρούχα βρίσκονται στο πάτωμα κι ανάμεσά τους ένα σακίδιο κι ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι.
Ένα κινητό τηλέφωνο, ένα πορτοφόλι, δυο ντοσιέ, είναι ό,τι περιέχει το σακίδιο της Αγγελίδη.
-Δεν είναι δυνατόν να έφυγε χωρίς τα πράγματά της, σκέφτεται μεγαλόφωνα. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος και τα κλειδιά εξακολουθούν να βρίσκονται αιωρούμενα στην κλειδωνιά της μισοκατεστραμμένης πόρτας.
Η κασέτα στο μαγνητοφωνάκι έχει φτάσει στο τέλος. Γυρίζει την κασέτα στην αρχή και πατάει το play, “Αλίκη Αγγελίδη. Τρίτη 1η Ιουλίου 1997…”
Προχωρά λίγο πιο κάτω, “οι διεγέρσεις θα επιτευχθούν με την χρήση τελικού ενισχυτή monoblock και δωδεκάεδρου ηχείου. Όβερ”.
H κασέτα συνεχίζει να παίζει. Ο Πέτρος ακούει και πάλι τη φωνή της Αγγελίδη, “βιωματική εμπειρία φάση πρώτη”, και μετά σιωπή.
Τα καρούλια περιστρέφονται σε ταχύ ρυθμό. Κενό. Άλλη μια προσπάθεια. Τίποτα. Το απόλυτο τίποτα και η εγγραφή τελειώνει.
– Την τύχη μου μέσα βραδιάτικα! Τι έχει συμβεί εδώ πέρα; Αναγκάστηκα να σπάσω την πόρτα. Θα την πληρώσεις μ’ ακούς; Φαινόσουνα και σοβαρή κοπέλα. Δεν έχω όρεξη για χωρατά σε αυτήν την ηλικία. Κυρία Αγγελίδη το παιχνίδι τέλειωσε βγες έξω, θα φωνάξω την αστυνομία. Τι παιδιαρίσματα είναι αυτά;
Τότε με την άκρη του ματιού του διακρίνει μια λευκή μάζα μπλεγμένη στον σκουρόχρωμο σωρό από ρούχα. Δυο γυμνές πορσελάνινες κούκλες, μια γυναικεία και μια ανδρική, τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη, κοιτούν με παγωμένο κρυστάλλινο βλέμμα το άπειρο και χαμογελούν στην αιωνιότητα.
Ο φακός φωτίζει το γυναικείο πρόσωπο. Ο Πέτρος σκύβει προς το μέρος του.
-Θεέ μου! Πόσο της μοιάζει!
Το αίμα ρέει ορμητικό αυξάνοντας την πίεση στο κεφάλι του, πίσω από τα μάτια.
-Πάτερ Υμών, ο εν τοις ουρανοίς…
Ο φακός προσγειώνεται σκορπίζοντας. Με τα τρία δάκτυλα του δεξιού του χεριού, ελεύθερα πια, ο Πέτρος ακουμπά το μέτωπο, το στήθος, τον δεξί και τον αριστερό ώμο.
-Αγιασθήτω το όνομά Σου…
Χωρίς να στρέψει το κεφάλι πισωπατά, μαντεύοντας τη θέση του στο χώρο. Με τρεμάμενα χέρια τραβά ό,τι απόμεινε από τη διαμελισμένη πόρτα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Λίνα Ντ’ Άμα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
(Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα είναι το αρχαιότερο μαντείο. Σύμφωνα με έρευνες η υπόγεια αίθουσα κατασκευάστηκε με τόξα ώστε να δημιουργεί ψυχοακουστικά φαινόμενα, καθώς επικρατεί απόλυτη ησυχία.)